«Αθλητής στον μεγάλο αγώνα για το ξύπνημα του Γένους…»

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΥΠΟΔΟΥΛΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
(Ο Αλεξ. Χ. Μαμμόπουλος για τον Βασίλειο Μπαρά)
Δεν ταιριάζουν κλάματα στου Βασιλείου Μπαρά τη θανή, ούτε γυναικεία μοιρολόγια. Γιδοπρόβατα πρέπει να σφαγούν, κουρμπάνι, μακαριά και ζιαφέτι να γίνει για το δάσκαλο, που έφυγε από ανάμεσά μας ύστερα από μια ηρωική και πολυκύμαντη ζωή.
0ι απώτεροι πρόγονοί του κατάγονταν από την Κάριανη της Ρίζας, όπου τα μωρουδίστικα κλάματα πνίγονται στην κλαγγή των όπλων κι απάνω από του αρσενικού μωρού την κούνια, μαζί με τα μύρα της θρησκευτικής τελετής, σταυρώνουν, κατά το πανάρχαιο έθιμο, ένα σπαθί κι ένα πιστόλι, σαν συμβολισμό για την ηρωική ζωή που το περιμένει.
Ο αγών του 1821 είχε απ’ αυτή την κοιτίδα της λεβεντιάς μια σειρά λαμπρά παλληκάρια. Από την Κάριανη – ποιος ξέρει, ίσως από το «έθιμο του αίματος», που ξερίζωνε και ξεσπίτωνε – οι πρόγονοί του βρέθηκαν στη Λεσινίτσα, όπου και γεννήθηκε ο διδάσκαλος του υπόδουλου Ελληνισμού Βασίλειος Μπαράς, στα 1887.
Στη γη των προγόνων που έδωκε το παρών με το όπλο στο χέρι, όταν βρέθηκε Ιερολοχίτης το 1914 στου Τσέπου.
Επί σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια στρατεύεται στη χορεία των αφανών διδασκάλων, που και με τα λίγα και με τα πολλά γράμματα λογιών – λογιών, του νάρθηκος, διδάσκαλοι, του Κεστορατίου, της Μεγάλης του Γένους Σχολής, από τα Ακροκεραύνια ως την Πίνδο, πότε με το μισθό των Κοινοτήτων και πότε με 24 ταγάρια γέννημα το χρόνο και πότε δίχως αυτά, διδάσκουν και φωτίζουν και καταλύουν σαν το σαράκι τους αρμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που πέφτει με πάταγο στα 1912.
Ποιους να πρωτοαναφέρομε από τους αφανείς και λησμονημένους διδασκάλους του περασμένου αιώνος; Τον Μιχάλη Οικονομίδη από τη Φραστανή, τον Παπαγεωργίου από τη Γράψη, τον Κουρούνη από την Καλογοραντζή, τον Ζέρη από τη Δούβιανη, τους Καλυβοπουλαίους και το Μάστακα από το Μπουλιαράτι, τον Παππα-Βασίλη Μικέλη, τον Κυρ-Μπότση και Δεληγιώργη από το Τεριαχάτι, τον Γεώργιο Βαλκώνη από την Κάτω Λεσινίτσα, τον Αθανάσιο Πετρίδη από την Δρόβιανη; Ποιους να μνημονεύσουμε και ποιους να αφήσουμε χωρίς μνημόσυνο;
Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Βασίλειος Μπαράς, αθλητής στον μεγάλο αγώνα για το ξύπνημα του Γένους, τον πνευματικό εξοπλισμό με το δράμα της Μεγάλης Ιδέας σαν κίνητρο των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων.
Χρόνια και χρόνια από Κούδεσι, από Πικέρνι, στη Σενίτσα, στο Λούκοβο της Χειμάρρας, κι έπειτα στη Δίβρη με Διευθυντή της Σχολής το Σταύρο Τάτση.
Δάσκαλος και κοινωνικός και πολιτιστικός παράγων από το 1903 ως το 1949.
Στα 1909 μετά το Χουριέτ (Σύνταγμα), επωφελούμενος από τα ψυχία των πολιτικών ελευθεριών που παρεχωρήθησαν, ίδρυσε στη Λεσινίτσα τη Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα της Λεσνίτσης, που φρόντιζε για την κατάσταση των εκπαιδευτηρίων της. Μέλος της Ηπειρωτικής Εταιρείας, μυημένος στην προετοιμασία του ανταρτοπόλεμου του 1912, και μέτοχος στον Αυτονομιακό Αγώνα του 1914.
Κάτω από τις δύσκολες πολιτικές συνθήκες που εδημιουργήθησαν στην ιδιαίτερη πατρίδα με την επικράτηση του Αλβανικού Κράτους, στο μάτι του κυριάρχου όλοι οι δάσκαλοι και ο Βασίλειος Μπαράς μαζί τους.
Πως να συνεχισθεί το έργο της διατηρήσεως του Ελληνισμού, όταν ο κυρίαρχος βλέπει τούτον σαν τον πρώτο του εχθρό; και μηχανεύεται τα πάντα για την εξουδετέρωσή του;
Έτσι, ο Βασίλειος Μπαράς μεταφέρεται στη Θεσπρωτία, από Ασπροκκλήσι των Φιλιατών, που γίνεται γι’ αυτόν και δεύτερη πατρίδα.
Δεν είναι όμως μόνο το εκπαιδευτικό έργο το ταπεινό, οι εκατοντάδες μαθηταί του, και οι χιλιάδες μαθηταί των μαθητών του.
0 διδάσκαλος Μπαράς έχει τις ανησυχίες του πνευματικού ανθρώπου, που μέσα στο αίμα του τρέχει μαζί η λογιοσύνη της Ηπειρωτικής παραδόσεως. Ακούραστος αποθησαυριστής λαογραφικών στοιχείων και ιστορικός ερευνητής τριάντα ολόκληρα χρόνια, τώρα καταγίνεται με τη σύνθεση της τοπικής ιστορίας, Εκκλησιών και Εκπαιδευτηρίων.
Πόσοι από μας ’ξεραν τη Λεσνίτσα και τους αγώνες της με τους Κοκκάτες προ του Βασιλείου Μπαρά;
Τι δεν του οφείλει η Θεσπρωτία με το έργο του της αναδύσεως από τα αρχεία της πρόσφατης ιστορίας της;
Προικισμένος με χαρίσματα εξαιρετικά, μνήμης απέραντης ως τα τελευταία του, γερής κράσεως και απαράμιλλης εργατικότητας, έδωσε αφηγήματα χαρακτηριστικά για την απλότητά τους και γεμάτα από στοιχεία πολύτιμα.
Είναι κρίμα, που το έργο του αυτό βρίσκεται διάχυτο στον επαρχιακό και περιοδικό τύπο και απρόσιτο στους μελετητάς της τοπικής μας ιστορίας και λαογραφίας.
Παλαιά γνωριμία με το σεβαστό πρεσβύτη – από του έτους 1936 – είχε τα τελευταία χρόνια πάρει το θάλπος της καθημερινής σχεδόν συναναστροφής.
Κάτι να δώσει, κάτι να πάρει, και η συνομιλία γύρω από τ’ αγαπημένα θέματα, τα πρόσωπα και τα πράγματα, και πάνω απ’ όλα την «Ιστορία της τοπαρχίας Δελβίνου», ο αγρός που έσπειρε και δεν θέρισε και δεν σύναξε τα δεμάτια και τον καρπό να τον φυλάξει σαν άξιος και τιμημένος νοικοκύρης. Ήρθε ο θάνατος, που δε λογαριάζει τις εκκρεμότητες της παρούσης ζωής!
Αν πλημμυρίζουν τα μάτια μας δάκρυα, είναι που η δωρική αυτή στερεά φυσιογνωμία έλειψε κι εστένεψε έτσι ο κύκλος του καθημερινού μας χορού. Όμως, βαθιά και ήσυχα γεράματα, επισφράγισμα μιας μακράς και ταλαιπωρημένης ζωής, που στο περιθώριό της βρήκε τον καιρό να δώσει ένα ανεκτίμητο έργο, ας είναι το βάλσαμο της ψυχής.
-Νεκρολογία, δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Ηπειρωτικόν Μέλλον» (Αθηνών) 22 Ιουλ. 1964-