«Ανοίξτε τα παράθυρα να ‘ρθει μέσα η μυρωδιά από τα παιδιά μου!»

(Εκείνοι μας φυλάκισαν, ετούτοι δεν μας θέλουν)
Είναι σπίτι αρχοντικό αυτό των Στολαίων στην Πέπελη, κτισμένο το 1930 από τον παππού – Γρηγόρη, που γύρισε από την Αμερική. Και η παλιά κατοικία – του 1870 – δίπλα του, ήταν υπέροχη. Σπίτι επιβλητικό, μοναδικό, διαφορετικό από όλα τα άλλα γύρω του. Κτισμένο με πολύ κόπο, με σφυρί χωριού σε σημείο απ’ όπου αγναντεύεις με άνεση βουνοκορυφές: του Μπουρέτου, της Νεμέρτσικας, ακόμα και του Κατσικά (των Γιαννίνων).

Μετά από 90 χρόνια, που ανοίχτηκαν τα θέμελά του, θαυμάζεις τους 11 άνετους χώρους του: υπνοδωμάτια, κουζίνα, καθιστικό, πέτρινη και ξύλινη σκάλα, που σε οδηγούν σε ορόφους, ακόμα και στο παπαφίγκο – στο ρετιρέ – με τα παλιά μιντέρια γύρω- γύρω και το όμορφο ξυλόγλυπτο τραπέζι στη μέση, τη ζωγραφισμένη αμερικανική σημαία στον τοίχο και την καταπληκτική έκθεση με πολλές ασπρόμαυρες φωτογραφίες των πολυταξιδεμένων μελών της οικογένειας, στις ιστορίες των οποίων στηρίχτηκε γνωστός συγγραφέας γέννημα – θρέμμα της περιοχής κι έγραψε το βιβλίο «Τρεις γενιές Αμερικανοί».
… Κεντημένα ταβάνια, χειροποίητα ξύλινα κάγκελα, πορτοπαράθυρα…, όλα φτιαγμένα με μεράκι από το χρυσοχέρη μαραγκό Στυλιανό Στόλη, πέτρα σκαλιστή του τόπου, ποιοτική ξυλεία από την Τριέστε, ανθεκτικά κεραμίδια με τη σφραγίδα του Πειραιά.
… Τεράστια στέρνα που εφοδίαζε με πόσιμο νερό όλο το μαχαλά και με εσωτερική τουαλέτα από εκείνη την εποχή.
Προκαλούσε ζήλο, «έβγαζε» μάτι, ενοχλούσε με την καλαισθησία του τα καθυστερημένα μυαλά των χωριανών και όλου του απάνθρωπου συστήματος το σπίτι αυτό.
Σου αφηγείται ο Γιάννης Στόλης, ένα τρομαχτικό γεγονός:
-Θα ήμουν οχτώ χρονών όταν πέθανε η γιαγιά μου – Ευαγγελία. -Μου έλεγε συνέχεια ως την τελευταία στιγμή που έφυγε από τη ζωή, πώς πέρασαν οι Γερμανοί από το χωριό κι ακούγοντας ριπές «παρτιζάνικης» αντίστασης πάνω στο βουνό, έβαλαν φωτιά σε αρκετά σπίτια του χωριού.
-Η γιαγιά μου – συνεχίζει ο Γιάννης – γέμιζε τον κουβά με νερό κι έσβηνε τη φωτιά. Μια εστία την έσβησε με κρασί και ξύδι αποθηκευμένο στο κελάρι. Σαν έσβησε τη φωτιά, άναψε αμέσως το φούρνο να καπνίζει. Ξεγέλασε έτσι, με τον καπνό τους Γερμανός, που νομίζοντας ότι το σπίτι σιγοκαίγεται, το παράτησαν κι έφυγαν.

Το πιο φρικτό, μέσα σε όλη αυτή την ιστορία, είναι η άδικη δολοφονία από τους Γερμανούς της πεθερά της Ευαγγελίας, τη στιγμή που προσηλιάζονταν στο πεζούλι της εξώπορτας. Το περίεργο, όμως, είναι ότι, ενώ όλα τα θύματα πολέμου, μετά το ’90 με απόφαση της αλβανικής Βουλής, καταγράφηκαν σαν πεσόντες, στον κατάλογο της Πέπελης η δολοφονημένη γιαγιά του Γιώργου Στόλη δεν υφίσταται.
Όσοι μεγάλωσαν στο αρχοντικό σπίτι με αμερικανικά δολάρια, περιθωριοποιήθηκαν στο πρώην δικτατορικό σύστημα. Ο Γιάννης ας είχε κλήση, μανία για γράμματα, σαν γιος θιγμένης οικογένειας, του αποκλείστηκε το δικαίωμα φοίτησης. Πλήρωνε τις «αμαρτίες» του φυλακισμένου πατέρα του που κλείστηκε άδικα στο κελί από ψευδομαρτυρίες χαφιέδων, για δήθεν κατασκοπία, ανάμιξη με την αντιδραστική ομάδα του Κοσσοβιτσινού παππα – Κώστα.
Με δύο κόρες στην Ελλάδα, τρεις γιους στην Αμερική, όταν η Ευαγγελία είδε τον τέταρτο γιο της, που ζούσε στο χωριό, να του ρίχνουν χειροπέδες – είδε κι ο 3χρονος Γιάννης τη φρικτή αυτή εικόνα – αγανακτισμένη ξεφώνισε: «Καλύτερα να είχα αφήσει το σπίτι να καιγόταν, τι ήθελα και το έσωζα…! Αν ξεσπιτωνόμουν τότε, τώρα θα ήμουν κι εγώ με τους άλλους στο εξωτερικό…»
Κατασχέθηκαν βάρβαρα: γραμμόφωνο, αμερικανική σόμπα, κρύσταλλα, ασημικά, κολονάτα ποτήρια, πιάτα πορσελάνης…, πολλά πράγματα αξίας. Μονάχα ένα δωμάτιο άφησαν ελεύθερο, να έμεναν στρυμωγμένα σε αυτό πέντε άτομα. Όλα τα άλλα δωμάτια, τα μετέτρεψαν σε ξενώνα.

Όταν μοναχή της πια, πληγωμένη βαριά, χωρίς ανθρώπους δίπλα της, άρρωστη, κουρασμένη, καταγερασμένη, καθώς αντιλαμβάνονταν το τέλος της, η γιαγια – Ευαγγελία είπε: «Ανοίξτε τα παράθυρα να ‘ρθει η μυρωδιά από τα παιδιά μου!». Δεν αντέχω άλλο, πνίγομαι!
Δώδεκα ολόκληρα χρόνια φυλακή έκανε ο Γιώργος στο Σπατς. Έμαθε κάλλιστα τις αρχές της ζωής, της κοινωνίας μέσα στο κελί, εκεί που καταπιέζονταν τα ανοιχτά μυαλά, οι έξυπνοι άνθρωποι. Το 1974, όταν αποφυλακίστηκε με το ζόρι να πιάσει δουλειά στην κτηνοτροφία. Μια μέρα, μετά από έλεγχο κι ας απουσίαζε από τη στάνη, του χρέωσαν το νοθευμένο γάλα με νερό.
Μετά το ’90, ζώντας σε εποχή δημοκρατίας, αφού γνώρισε από κοντά και την Ελλάδα, κατέληξε στο συμπέρασμα: «Εκείνοι (οι Αλβανοί), μας φυλάκιζαν, ετούτοι (οι Έλληνες), δε μας θέλουν. Κανένας δεν μας θέλει. Το προηγούμενο σύστημα μας απομόνωσε, ετούτο τώρα θα μας διαλύσει…».