Δεν θα συμβιβαστώ ποτέ

Δεν θα συμβιβαστώ ποτέ

ΠΡΟΣΩΠΑ

Του Θεοδόση ΜΑΝΤΖΑΡΗ

Μου ήταν δύσκολο να γράψω για σένα Γούλη για δύο λόγους. Ο πρώτος, διότι ξέρω πολύ καλά δεν θέλησες ποτέ να σε εγκωμιάσει κάποιος, ήσουν σεμνός δεν δεχόσουν τα κολακευτικά λόγια. Ο δεύτερος, διότι δεν πίστεψα ποτέ ότι έφυγες. Είσαι εδώ ανάμεσά μας. Ποτέ δεν πίστεψα, ότι λείπεις από την Πολύτσανη. Ξέρεις τι μου συμβαίνει πολλές φορές, όταν ακούω ή βλέπω στην τηλεόραση πολυφωνικό τραγούδι; Όχι μόνο σε φαντάζομαι, νιώθω ότι σε βλέπω στα παρασκήνια με το δάχτυλο ψηλά να κρατάς το ρυθμό, με το ακορντεόν στην πλάτη να δίνεις τον τόνο, τα χείλη σου να ψιθυρίζουν τους στοίχους ακολουθώντας την ψυχή σου. Η ψυχή σου ξεχείλιζε από πολυτσανίτικο τραγούδι. Είχε πλημμυρίσει όλους μας χαρά, μετατρέποντας σε μια μεγάλη αγάπη για το χωριό μας για τις ρίζες μας.

Αισθάνομαι προνομιούχος στη σχέση μας. Είχες περίσσευμα αρετών, και χάρισες σε όλους απλόχερα. Σε μένα παραπάνω. Δεν είσαι μόνο αίμα μου. Είσαι ο πρώτος μου δάσκαλος, φίλος, συνεργάτης και δεν το κρύβω το είδωλό μου.

Καλέ μου Δάσκαλε!

Δεν ήσουν μόνο ο δάσκαλος που δίδασκε. Πολύ παραπάνω από αυτό. Είχες τη μαγεία της έλξης να σε ακολουθήσομε. Και άλλοι θα μας μάθαιναν πώς να κρατήσομε το μολύβι ή την πέννα, να συλλαβίσουμε τις πρώτες λέξεις του αλφαβητάριου. Άλλο το χάρισμά σου. Μπόρεσες να διεισδύσεις στην παιδική ψυχή μας. Έβαλλες την πινελιά σου με αγάπη, κατάφερες να αλλάξεις την ισορροπία, να βγάλουμε από το βάθος του αθώου κόσμου μας, χαρούμενες άταχτες φωνούλες. Εσύ έριξες το σπόρο, να μεγαλώσουμε τα λουλούδια των ονείρων μας. Να φτερουγίσομε ονειρεύοντας του απέραντους γαλάζιους ουρανούς της όμορφης και ποιοτικής ζωής. Να απολαύσουμε τον παραδεισένιο κόσμο της μουσικής παράδοσης. Να στοχεύουμε να μοιάσουμε τον γλεντζέ πολυτσανίτη. Να γίνουμε εμείς όπως αυτός που ξέρει να συμπαραστέκεται στα δύσκολα, όχι μόνο στις χαρές και στα πανηγύρια.

Ομολογώ ότι με είχες μαγέψει με τους ήχους του ακορντεόν. Ποτέ δεν κάκιωσες μαζί μου όταν ακουμπούσα τα άτακτα δάχτυλά μου, στην ταστιέρα με το θάρρος που μου έδινες σαν ξάδερφος της μάνας μου. Εγώ παραμόρφωνα τη μελωδία με μια νότα από το θάμπωμα παιδικής επιθυμίας , εσύ γελούσες με αγάπη. Κάναμε τις ζαβολιές μας εσύ μας συμβούλευες με υπομονή. Ρωτούσαμε φωνάζοντας χωρίς να γνωρίζουμε τα όρια, εσύ μα ς απαντούσες ευγενικά. Η αγένεια πληγώνει, η ευγένεια είναι βάλσαμο. Μάθημα ζωής, πολύ πιο πολύτιμο από τα μαθήματα των βιβλίων Δάσκαλε! Γούλη μας!

Όλοι γνωρίζομε την δύναμη της αγάπης. Αλλά όταν την βρίσκεις, σου την προσφέρουν στα δύσκολα ξεχνιέται; Την ένιωσα στην πόρτα του Ίσου που ήταν πάντα ανοιχτή, στο γιατάκι δίπλα στο τζάκι που είχε θέση, στο καθαρό πρόσωπό σας που η ρήση ‘’Άλλο είναι το κάτσε, κάτσε και άλλο το μανικοτράβα‘’ είχε αγγίξει την υπερβολή κάνοντάς την πραγματικότητα. Στους φουρτουνιασμένους καιρούς της φτώχειας μας η στήριξη σας, ξεπέρασε τα σύνορα του αίματος. Έγινε ένα αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας, ξεπερνώντας την συγγένεια. Θα μείνει άφθαρτη όσο να ζούμε, με έντονα χρώματα, δε θα ξεθωριάσει ποτέ! Να είσαι σίγουρος όλα τα αναγνωρίζω Γούλη μας! Φίλε μου!

Στα αυτιά μας ηχεί το μεγάφωνο από την κουτσουπιά και το γέρικο πλάτανο, ‘’Προσοχή, προσοχή όλος ο λαός να μαζευτεί στη σάλα! Έχομε …”. Πόσο λαχταράω να το ξανακούσω! Γιατί μου λες; Τι είναι αυτή η επιθυμία, που θέλει να γυρίσει τη μηχανή του χρόνου πίσω; Το πιστεύω Γούλη, ότι είσαι εσύ ο καταλύτης με το έργο σου στην εστία του πολιτισμού. Με το ταλέντο και τη δουλειά σου, πρωτοστάτησες. Ηλεκτράμαξα που παρέσυρε όλους μας, στον όμορφο κόσμο του πολιτισμού, στους θιάσους, στα κοντσέρτα, στις συναυλίες. Είχες ένα προσόν που δεν είχαν άλλοι. Κατάφερες να αυτοσαρκάζεσαι. Δύναμη που πήγαζε από τα χαρούμενα όμορφα λιβάδια της ψυχής σου. Μέσα στο χαρούμενο πέλαγος του γέλιου σου, βυθίζονταν χάνονταν και πνίγονταν ο μικρόκοσμος του εγωισμού. Δεν πηγαίνουν ποτέ παρέα αυτά τα δύο. Αντιθέτως. Μάχονται στον εσωτερικό μας κόσμο, σαν το αγρίμι με το ελάφι. Το όμορφο ελάφι αρμόζει για τις κορυφές, το αγρίμι για σκοτεινά να χτυπάει πονηρά πισώπλατα μπαμπέσικα. Στους Πολυτσανίτες αρέσει το χιούμορ αλλά πιο πολύ να πειράζουν τους άλλους. Αν τους σχολιάσεις έστω και καλοπροαίρετα μπορεί ‘’να κρεμάσουν τα μούτρα δεκαπέντε οκάδες ‘’… Πόσο θέλομε να ακούσομε ακόμα μια φορά ‘’Η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ… ‘’! Να ξαναζήσομε τις χοροεσπερίδες, τον ενθουσιασμό των νέων που περίμεναν στην αφετηρία να προλάβουν την κοπέλα για το χορό τους, να κρατήσουν το χέρι της, μετά από το σήμα σου. Ευτυχώς Γούλη. Δεν είχε τόπο στο περιβάλλον αυτό, για τα κακά και πονηρά στόματα που έτρεχαν πριν τα μυαλά του μεσαιωνικού παρελθόντος. Μετά από τη φωνή σου και το πρώτο τραγούδι από τα μεγάφωνα τα ξημερώματα, άνοιγαν τα φώτα των σπιτιών της Πολύτσανης. Ακολουθούσαν οι πόρτες και οι χαρούμενες φωνές έτοιμες για δουλειά, ξεχείλιζαν στους δρόμους και έπαιρναν την κατηφόρα για τον κάμπο μας. Νοσταλγούμε να τις ξανακούσομε, να δούμε πολύχρωμα μαντήλια, σκορπισμένα σαν ανοιξιάτικα λουλούδια στον ορφανό μας κάμπο του σήμερα. Λες να τα ξαναδούμε έστω και για μια φορά;;

Οι ανάγκες μιας εποχής, οι συγκυρίες σε φώναξαν να πετάξεις σαν η μέλισσα, στα λιβάδια της πολυτσανίτικης παράδοσης. Το έκανες με χαρά και κέφι. Δωρίζοντας σε μας του πιο νέους τη γλύκα του δικού μας τραγουδιού, γευτήκαμε τη χαρά του. Νιώσαμε αγάπη και περηφάνια για τον τόπο μας, για τις ρίζες που εσείς ποτίσετε με την ίδια την μεγάλη ψυχή σας. Αλλά είναι και διαθήκη να μη χαθεί. Να το παραδώσουμε στην επόμενη γενεά στα παιδιά μας. Όταν παρέδωσα την κιθάρα μου στο γιό μου, το Θανάση, με ρώτησε: «Εσύ μπαμπά δεν πήγες σε μουσική σχολή, που έμαθες τις συγχορδίες;» Του έδωσα ακριβής απάντηση: «το ντο, ρε, μι μείζον, σολ, ρε, μι ελάσσων,» μου τα έμαθε ο Γούλης. Που τα έρημα λεφτά, να αγγίξουμε το όνειρο να αποχτήσουμε μουσικό όργανο εμείς! Άνοιξες εσύ το δρόμο μας. Με τις πατημασιές σου στο αφιλόξενο χιονισμένο τοπίο της εποχής μας. Εγώ και οι άλλοι ακολουθήσαμε εσένα όσο μπορούσαμε. Τώρα παραμένει ανοιχτός για τα παιδιά μας. Αν έχουν τα κότσια, ας δουλέψουν σκληρά να ανέβουν στον Πάπιγγο της τέχνης! Στο χέρι τους είναι. Γι’ αυτό το δρόμο είσαι το είδωλό μου Γούλη! Δεν θα πω τίποτα για τη συνεργασία μας που ήταν άψογη. Ήταν για ένα γνωστό λόγο. Τα βρίσκεις χωρίς καμιά παρεξήγηση, με ανθρώπους υψηλού χαρακτήρα και με μεγάλη ψυχή όπως εσύ Γούλη. Συγνώμη αν μακρηγόρησα λίγο. Υπάρχει λόγος. Σε βλέπω σαν προσωποποίηση της Πολύτσανης που ζήσαμε, με έντονα χρώματα και μελωδίες ζωής. Όλη η γενεά μου όχι μόνο νοσταλγεί αλλά πονάει, που τη βλέπει να ξεθωριάζει, να φθείρεται, να ορφανεύει από νέους, από τους καλούς μας χωριανούς, όπως εσύ Γούλη. Ποτέ δεν πίστεψα ότι έφυγες Γούλη. Είσαι εδώ μαζί μας. Με όλους τους δικούς σου, με εμάς τους συγγενείς σου, με όλους τους χωριανούς και τους καλούς μας φίλους. Είσαι στους δρόμους στα σπίτια, στην πλατεία, μαζί μας όταν μας δροσίζει χαϊδεύοντας με την πολυπόθητη αύρα απλόχερα ο γέρο πλάτανος. Σε βλέπω στις ράχες του χωριού να αγναντεύεις τους ορίζοντες, κάτω από τους ίσκιους να ξεκουράζεσαι μετά από τις υποχρεώσεις της δουλειά σου στα χωριά του Πωγωνιού, να δροσίζεσαι φιλώντας την απαλάμη σου στην κάναλη του Ρομπάτικου. Είσαι μαζί μας στην παρέα όταν παίρνομε τα πολυφωνικά πολυτσανίτικα τραγούδια, στου γάμους και σε όλες τις χαρές μας. Αλλά και το χειμώνα γύρω από το τζάκι. Μας βοηθάς να βάλουμε τα κούτσουρα στη φωτιά, να ζεστάνουμε την ελπίδα, να μη υποκύψουμε στους κρύους τσουχτερούς «Σιεπεριώτες» των περαστικών κρίσεων της ζωής…

Δεν έφυγες Γούλη μας! Με το αντίθετο, δεν θα συμβιβαστώ ποτέ!

Ιούλης 2012

Σχετικά άρθρα: