«Τι να ‘ναι τούτη η καταχνιά / που τα σκεπάζει όλα»
Δύο λόγια για δεκαπέντε ποιήματα
ΔΟΚΙΜΙΟ
Λίγα είναι τα ποιήματα του Κώτσιου Σούτζιου από την Καλογοραντζή. Δεκαπέντε όλα – όλα. Ούτε στίχος παραπάνω. (Σχεδόν από 36 σελίδες αποτελείται η συλλογή). Το κάθε ποίημα είναι γραμμένο με έμπνευση, σε στιγμές που τον έπιανε η κλάρα, η λόξα του ποιητή.
Μόλις του έλειψε ο κόσμος, είδε να αδειάζει το χωριό του, άδειασε και η ψυχή του μπαρμπα – Κώτσιου. Μελαγχόλησε πολύ κι όλη την πίκρα του την έριξε σε χαρτί. Ξέσπασε την στερνή του ώρα, σε παράπονο:
«Αχ, πώς αλλάξανε οι καιροί, πώς άλλαξαν τα χρόνια,
Να ζουν γερόντια μοναχά, χωρίς παιδιά κι αγγόνια.
Να ξεριζώνονται χωριά, να κλείνουν τα σχολεία,
Να κλαίνε οι δρόμοι για παιδιά, να κλαίνε τα θρανία!
Πώς ήρθαν τέτοιοι οι καιροί, πώς ήρθαν τέτοια χρόνια,
Να χάνονται σιγά – σιγά, τραγούδια και ζακόνια!»
Έλαχε να πάμε στο σπίτι του. Τον βρήκαμε καθισμένο στη βεράντα, κάτω από την κληματαριά. Ήταν σκεφτικός. Βιάστηκε να μας μαρτυρήσει ότι γράφει ποιήματα. Απάγγειλε λίγους στίχους με συναίσθημα. Έτσι όπως τους είχε βαλμένους με τάξη μέσα στο μυαλό του:
«Με πήρε ο πόνος κι ο καημός, να δω τη γειτονιά μου,
Κι ήρθα τη βρήκα έρημη, μου ράγισε η καρδιά μου.
Τη βρήκα μόνη κι ορφανή, μου θόλωσαν τα μάτια,
Και μια φωνή μου φώναξε: Πού πας, εδώ σταμάτα!
Σε τούτη εδώ τη γειτονιά, σε τούτη εδώ τη ρούγα,
Εσύ εδώ μεγάλωσες, εδώ είπες τραγούδια.»
Σαν νέος στιχουργός στα γερατειά του, μας έριξε μια ντροπαλή ματιά, για να μετρήσει τον παλμό μας. Να δει τι τρέχει με την πένα του, τη φλέβα του.
Μόλις του εκφράσαμε τον θαυμασμό μας, φτερούγισε από χαρά μικρού παιδιού. Τόσο ωραία ένιωσε…! Μας αφήνει για μια στιγμή, μπαίνει μέσα στην κρεβατοκάμαρα και βγαίνει με ένα κασετόφωνο στο χέρι:
-Να το βάλω στην πρίζα να ακούσουμε μαζί τα ηχογραφημένα μου τραγούδια;
-Αλίμονο… θα χαρώ πολύ!
Ακούμε την γοητευτική φωνή του, να κρύβει μέσα έντονο χρωματισμό μελαγχολίας, θλίψης, απογοήτευσης:
«Τι να ‘χουν τάχα τα βουνά, που γέμισαν σκοτάδι,
Στα κυπαρίσσια οι κορφές, γιατί λύγισαν τάχα;!
Οι πέρδικες και τα πουλιά, γιατί δεν ροβολάνε,
Στα σιάδια για να παίξουνε, στις βρύσες να λουστούνε;!
Τι να ‘ναι τούτη η καταχνιά, που τα σκεπάζει όλα,
Βουνά και κάμπους και χωριά και όλα τα ποτάμια;!»
Γραμμένα τα ποιήματα έτσι, όπως κι όπου του έρχονταν η έμπνευση. Σε πακέτο τσιγάρων, σε κομματάκια χαρτί, που κρατούσε συχνά κάτω από το μαξιλάρι του. Τα περισσότερα μιλάνε για εγκατάλειψη, για έναν τόπο που μαραζώνει, που χάνεται, που πεθαίνει. Μα, κάπου συναντάς και την έκκληση για γυρισμό πίσω, «…παρόλο που ο μπαρμπα – Κώτσιος το ήξερε καλά πως, άμα ξεριζωθείς από τον τόπο σου, δύσκολα ξαναγυρίζεις. Το είχε μάθει το σκληρό αυτό μάθημα από την πρώτη ξενιτιά».
Μας άρεσαν οι στίχοι του. Μας έμοιασαν με όμορφα τριαντάφυλλα. Του είπαμε, σαν συμβουλή, να τα κάνει ποιητική συλλογή.
Δεν πρόλαβε ο μπαρμπα – Κώτσιος, γιατί έφυγε.
Αργότερα ο γιος του, ο Θανάσης, μάζεψε τα ποιήματα κι έφτιαξε με αυτά ανθοδέσμη. Την έδεσε κιόλας με όμορφη κορδέλα – περιδέραιο: «Πώς αλλάξαν οι καιροί».