Η αρχοντιά και το σθένος του Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη

Η αρχοντιά και το σθένος του Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη

Ο Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης γεννήθηκε το 1908 στην Δούβιανη της Βορείου Ηπείρου. Με την βοήθεια του παππού του, που ήταν εκλεκτό μέλος της Ελληνικής παροικίας στην Κωνσταντινούπολη και την προτροπή της μητέρας του, τελείωσε το δημοτικό και γυμνάσιο στην Κέρκυρα και την Οδοντιατρική Αθηνών αριστούχος. Παρά τις δελεαστικές προτάσεις από το ίδιο το Πανεπιστήμιο, να παραμείνει ως καθηγητής, προτίμησε το Αργυρόκαστρο γιατί ήθελε, όπως έλεγε ο ίδιος, να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες για την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Εγκαταστάθηκε στην θρυλική πρωτεύουσα της Αυτονόμου Βορείου Ηπείρου όπου έγινε και πρωτεργάτης δημιουργίας του Εθνικού Μετώπου. Στην ταράτσα του σπιτιού του κυμάτιζε πάντα η ελληνική σημαία, ενώ στο υπόγειο είχε εγκαταστήσει ολόκληρο μηχανισμό μετάδοσης πληροφοριών και επικοινωνούσε με το αρχηγείο της θρυλικής VIIIης Μεραρχίας στα Ιωάννινα.

Την 7η Απριλίου, ημέρα που οι Ιταλοί επέλασαν στο Αργυρόκαστρο, το πρώτο σπίτι που βομβάρδισαν ήταν αυτό με την ελληνική σημαία του γιατρού Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη. Εκείνη τη μοιραία ημέρα έπεσε νεκρή η σύντροφός του Ανδρονίκη Θάνου.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής, παρά το βαρύ πένθος, ο λεβεντογιατρός από τη Δρούβιανη συνέχισε τον αγώνα με τους υπόλοιπους Βορειοηπειρώτες, ενώ συμμετείχε ενεργά σε όλες τις πρωτοβουλίες της ΜΑΒΗ. Μετά την εκτέλεση του αείμνηστου Βασίλη Σιαχίνη, του πρώτου προέδρου της ΜΑΒΗ, ανέλαβε πλέον τη θέση του προέδρου της οργάνωσης.

Ο Γρηγόρης διέμεινε στο χωριό του περίπου ένα χρόνο την περίοδο 1943 – 44 και δούλεψε εκεί σαν οδοντίατρος. Όλοι, όσοι τον γνώρισαν, μιλούν για έναν άνθρωπο πολύ απλοϊκό και πρόθυμο, γελαστό και καλόκαρδο, χωρίς κανένα ίχνος υπεροψίας ή σοβαροφάνειας επάνω του. Δεν τον είχε ακούσει ποτέ να ζητάει χρήματα από κάποιον, ενώ από τους φτωχούς ούτε που καταδέχονταν να πληρωθεί.

28 Δεκεμβρίου1945 συλλαμβάνεται από το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα κι αφού τον τυράννησαν αγρίως και απερίγραπτα, τον σκότωσαν στο Αργυρόκαστρο, ενώ αργότερα την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη σύζυγός του Μαρία στο Δέλβινο, που απεβίωσε από ασφυξία, αφού πρώτα την είχαν βιάσει και βασανίσει.

Ο Γρηγόρης, καθώς και η Μαρία, υπέφεραν περισσότερο από τον Ιησού, γι’ αυτό είναι πνεύμα, το οποίο δε σκοτώνεται πια, ανεξαρτήτως του είδος των κομμουνιστών. Την αθανασία την έχουν κερδίσει με το έργο τους…

Τις τελευταίες στιγμές, προτού οι δήμιοι του πάρουν τη ζωή, αφού πρώτα είχαν ορμίσει επάνω του γεμάτο μίσος κατασπαράζοντας τις σάρκες του σαν τα όρνια, ο Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης απέδειξε και άλλη μια φορά πόσο πιο ανώτερος ήταν από τους δήμιους του. Η ψυχή του δεν κυριεύτηκε από εχθρότητα και μίσος, αλλά από αγάπη. Την ύστατη εκείνη στιγμή της ζωής του με όλη τη δύναμη, που του είχε μείνει, φώναξε «Ζήτω!» Και «ζήτω» φωνάζουν μόνον οι πραγματικοί ήρωες.

Ήρθε το ζεύγος Λαμποβιτιάδη να κερδίσει αυτά τα «προνόμια» ύστερα από πολλές δεκαετίες. Γιατί, όπως γνωρίζουμε, το δικτατορικό κομμουνιστικό σύστημα, κι αυτά τα «προνόμια» τα απαρνιούνταν στους δηλωμένους εχθρούς του. Τους άφηνε χωρίς τάφο. Χωρίς όνομα. Χωρίς κανένα ίχνος. Όπως το Γρηγόρη και τη Μαρία Λαμποβιτιάδη. Όπως δεκάδες και εκατοντάδες άλλους, που σάπισαν, που τυραννήθηκαν με τους πιο απάνθρωπους τρόπους και πέθαναν στις μεσαιωνικές φυλακές αυτής της χώρας. Που τους σκότωσε, με το μόνο αμάρτημα, που ήταν Έλληνες. Πραγματικοί Έλληνες. Έτσι δολοφόνησαν και το Γρηγόρη το Λαμποβιτιάδη. Γιατί ήταν πραγματικός Έλληνας. Με καρδιά και με ψυχή. Και τον άφησαν οι δήμιοι, τρεις μέρες άταφο. Με το σώμα του κατακρεουργημένο. Με τα μυαλά του κεφαλιού σκορπισμένα από τις ριπές των όπλων. Με το κεφάλι αποκομμένο από το άλλο σώμα. Να τον έβλεπαν οι άλλοι και να κατατρόμαζαν. Να το μάθαιναν οι Βορειοηπειρώτες και να γίνονταν είλωτες. Να υπέκυπταν στις δικτατορικές κομμουνιστικές μεθόδους, που μεταχειρίζονταν για να επιβίωνε το κάλπικο σύστημά τους.

Ύστερα από μεγάλες έρευνες και προσπάθειες, ρωτώντας αυτόπτες μάρτυρες, ο γιος του Γεώργιος Λαμποβιτιάδης, μπόρεσε να εντοπίσει τα οστά των γονέων του. Και τα μετέφερε στο χωριό τους. Να ησυχάσουν. Να μείνουν, από δω και στο εξής, δίπλα ο ένας στον άλλον. Για να μην τους χωρίσει πλέον κανείς.

Η ταφή των οστών στον μαρμάρινο λουλουδοσκεπασμένο και στεφανωμένο τάφο, έγινε ακολουθώντας όλο το μυστήριο μιας κηδείας. Της κηδείας που έπρεπε να τους είχε γίνει εδώ και χρόνια.

Λίγη αξία, λίγη συμπόνια, λίγο σεβασμό για τα χαμένα τους νιάτα, ζητούν οι εθνομάρτυρές μας. Ας τους τα δώσουμε. Τα αξίζουν.

Τα ανδραγαθήματά τους δεν έχουν ανάγκη ενός τέτοιου μνημείου, γιατί ακτινοβολούν από μόνα τους. Το δικό μας χρέος είναι διπλό. Να σταθούμε τίμια στους τίμιους αγωνιστές, ιδιαίτερα σήμερα στους δύσκολους καιρούς του εθνικού μας βίου. Μας χρειάζεται σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η λεβεντιά και το αγωνιστικό σθένος του Γρηγόρη Λαμποβιτιάδη.

Σχετικά άρθρα: