Η Δερβιτσάνη εις τους εθνικούς αγώνας

Η Δερβιτσάνη εις τους εθνικούς αγώνας

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ή Δερβητσάνη, τό αύτοδέσποτον (κεφαλοχώρι) τούτο χωρίον τῆς Κάτω Δροπόλεως, ού μόνον κατά τήν εποχήν τῆς τουρκικῆς δουλείας διετήρησεν ἀκμαῖον τε καί υψηλόν τό εθνικόν της φρόνημα καί έπρωτοστάτησε πάντοτε εἰς τούς Ἐθνικούς Ἀγῶνας, ἀλλά καί κατά τούς τελευταίους χρόνους έπεδείξατο τό αὐτό ἀγωνιστικόν πνεύμα ἐναντίον τῆς αλβανικῆς τυραννίας τόσον εἰς τό Εκκλησιαστικόν, ἐν ἒτει 1929, καί τό Σχολικόν, έν ἒτει 1933-1934, ὃσον καί εἰς τήν εθνικήν άντίστασιν, έν ἒτει 1941-1944. Ό αείμνηστος Βασίλειος Ματθαίου Σαχίνης, έκτελεσθείς άνάνδρως καί δολίως έν Άργυροκάστρω υπό τῶν άλβανῶν τό ἒτος 1943 (οὖτινος ό μέν πατήρ κατήγετο έκ Δουβιανῆς ή δέ μήτηρ όνόματι Αἰκατερίνη (ἢ Λίνα) θυγάτηρ τοῦ Γεωργίου Κων. Μάσσιου, έκ Δερβητσάνης), ἒλεγε χαρακτηριστικῶς, περί Δερβητσάνης: «Μέ τούς Δερβητσιώτας ήμπορεῖ κανείς νά κατέβη ζωντανός καί εἰς τον Ἂδην άκόμη», ένῶ οί μπέηδες τοῦ Άργυροκάστρου, λόγου γενομένου περί τῆς Δερβητσάνης, έλεγον χαρακτηριστικῶς: «Εἰς τήν Δερβητσάνην δέν ήμπορεῖ νά πατήση πόδι ὂχι μόνον ξένου άνθρώπου άλλ’ οὒτε καί πόδι ποντικοῦ ἀκόμη». Αύτή ἦτο τότε ή ἀλήθεια καί ή πραγματικότης. Καί αύτοί είσέτι οί χωροφύλακες (τζιανταρμάδες), ὀσάκις μετέβαινον εἰς Δερβητσάνην προς έκτέλεσιν υπηρεσίας, δέν είσήρχοντο έν τῶ χωρίω άλλ’ άνέμενον ἒξωθι αύτοῦ εις τό ντερβένι. ‘Εκεῖ τούς ύπεδέχετο ό άγροφύλαξ (μπεχτσής) τοῦ χωρίου ὂστις, άναλόγως τῆς φύσεως τῆς ύποθέσεως, ή τούς ἒδιδε τάς αναγκαίας πληροφορίας ἢ, άνάγκης παρισταμένης, είσήρχοντο έν τῶ χωρίω άφοῦ προηγουμένως άφωπλίζοντο καί τῆ συνοδεία πάντοτε τούτου, ώδηγοῦντο εἰς τήν Μουχταροδημογεροντίαν εἰς τόν πλάτανον τοῦ χωρίου, όπου καί διεξήγετο ή συζήτησις.

Παράδοσις, εύρύτατα διαδεδομένη παλαιότερον καθ’ ἅπασαν τήν Δρόπολιν, άνέφερεν ὃτι, εἰς τήν Έπανάστασιν τοῦ 1821, πολλοί Δροπολῖται άπό τήν Δερβητσάνην καί τά ἂλλα χωρία, ἒλαβον μέρος εἰς τόν μεγάλον ξεσηκωμόν τοῦ Ελληνισμού έναντίον τῶν τούρκων. Εἰς πόσους άνήρχοντο οί Δερβητσιῶται άγωνισταί κατά τήν ἒκρηξιν (έθνεγερσίαν) τῆς Ἑλληνικῆς ’Επαναστάσεως τοῦ 1821, δε εἶναι γνωστόν. Τυγχάνει ὃμως γνωστόν ὃτι ό έκ Δερβητσάνης Σταύρος Μπόμπης, κατήλθεν εἰς τήν Ἑλλάδα μέ ἱκανόν άριθμόν άγωνιστῶν (παληκαριῶν) μεταξύ τῶν όποίων καί οί Γιωργάκης Τάλιος, Ντῖνο Ντρίτσος, Λιώλη Ντραγκούτας καί άλλοι καί έπολέμησαν εἰς τήν Έπανάστασιν.

Ό θρυλικός άρματωλός Πλιάτσκας κατήγετο άπό τήν Δερβητσάνην. Οὗτος, κατά τόν Άραβαντινόν, έφονεύθη τό ἒτος 1810, ὃταν ό Βελῆ Παςᾶς κατεδίωκε τούς κλέφτας εἰς τήν Θεσσαλίαν. Κατά τόν Ά. Ίατρίδην, τό κατωτέρω τραγούδι, άναφέρεται εἰς τόν θάνατον τοῦ Πλιάτσκα:

Κείτετ’ ό Πλάτσκας κείτεται, στόν πλάτανο στή βρύση,
μέ τά ποδάργια στό νερό, πάλε νερό γυρεύει.
Μέ τά πουλιά κουβέντιαζε καί μέ τά χελιδόνια.
Τώρα πουλιάμ θά γιατρευτῶ, τάχα πουλιάμ’ θά γειάνω;
Πλάτσκα σάν θέλης γιατριά, σάν θέλης γιά νά γειάνης,
έβγα ψηλά στόν Ὂλυμπο στίς κρύες τές βρυσούλες’
‘κεϊ κάνουν κλέφτες μαζωξιά, τά δώδεκα πρωτᾶτα,
ἐκεί μοιράζουν τόν λουφέ, μοιράζουν Βιλαέτια.
Ό Τσάρας παίρν’ τήν ποταμιά, Ταμπάκης, Έλασσώνα,
καί τά μικρά Μπιζιόπουλα, παίρνουν τά Σερβιώτικα.

Ὡσαύτως έκ Δερβητσάνης κατήγετο καί ό οπλαρχηγός Παπακώστας, δράσας έν Καλαμπάκα. Περί τούτου υπάρχει καί τό κατωτέρω, εἰς τήν αλβανικήν, τραγούδι:

Ντάλε, ντάλε, Καλαμπάκα
Παπακώστα μέ άρμάτα, κλπ.

Δηλαδή:

Περίμενε, περίμενε Καλαμπάκα,
ὀ Παπακώστας (έρχεται) μέ τήν άρμάτα.

(Έν προκειμένω άρμάταν ἐννοεῖ τόν στρατόν, τήν στρατιάν).

Δερβητσιῶται ἦσαν ἐπίσης καί οί Τσώνης, ὃστις ἒδρασεν εἰς Ρούμελην καί ὃστις έφημίζετο διά τό θάρρος, τήν άνδρείαν καί εύκινησίαν του εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὣστε έπήδα ἒμφορτον ζώον άπό τῆς μιᾶς πλευρᾶς ες τήν άἂλλην, καί ὁ Πήλιο (Σπυρίδων) Σύρμος, ό όποῖος ἦτο μάλιστα καί τό πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Στρατηγοῦ Γρίβα-Γαρδικιώτη, καθώς και πολλοί ἂλλοι πολεμισταί.

Κατά τό ἒτος 1882, τοῦρκοι στρατιῶται έλεηλάτησαν τό μποστάνι γεωργοῦ τίνος έκ Δερβητσιάνης. Έξοργισθέντες οἱ ἂλλοι γεωργοί έπετέθησαν έναντίον τῶν τούρκων στρατιωταῶν τούς όποίους καί άφώπλισαν. Εἰς άντίποινα αἱ τουρκικαί άρχαί Ἀργυροκάστρου συνέλαβον, έβασάνισαν καί έφυλάκισαν πολλούς χωριανούς, έξ ὧν μερικούς άπέστειλον εἰς τάς φυλακάς τῶν Ίωαννίνων ἒνθα παρέμεινον κάθειρκτοι έπ’ αρκετούς μῆνας. Μεταξύ τῶν έγκαθείρκτων τούτων συμπεριελαμβάνετο καί ό αείμνηστος παπα Κώστας Μαΐτσος.

Τό «Λαϊκόν Βῆμα» Αργυρόκαστρου (άριθ. φύλλου 62/ (2919) τῆς 3ης Αύγούστου Ι975, σελίς 3) έδημοσίευσε τά ἂκόλουθα:

…Κάποιος ἀγᾶς τοῦ Άργυροκάστρου, μιά γιορταστική μέρα, ἀφοῦ ἒφαγε καί ἒπιε ὃσο πού μέθυσε, ἂρχισε νά πυροβολεῖ μέ τό περίστροφο γιά νά χορτάση ἒτσι τήν αἱμοβόρα ψυχή του. Οἱ χωριανοί έπετέθηκαν ἐναντίον του, αὐτός ὃμως συνέχιζε νά πυροβολεῖ σάν άποτέλεσμα σκότωσε τόν Βαγγέλη Λίτσιο…

Τόν Αγουστον, τοῦ ἒτους 1896, τό χωρίον διέτρεξε μέγαν κίνδυνον λεηλασίας καί καταστροφῆς. Ψευδεῑς καταγγελίαι γενόμεναι εἰς τάς Άρχάς Άργυροκάστρου, ὃτι δῆθεν έκρύπτοντο ὃπλα έν τῆ οικία ίερέως τοῦ χωρίου, άνησύχησαν αύτάς. Διά τοῦτο νύκτωρ έστάλησαν περί τούς διακοσίους ἒνοπλοι στρατιῶται, οί όποῖοι περιεκύκλωσαν τό χωρίον καί ἦσαν ἒτοιμοι νά όρμήσωσιν έν αύτῶ καί νά τό λεηλατήσωσιν, έπί τή προφάσει ὃτι ζητοῦν ὃπλα κεκρυμμένα. Ἂλλά καί οί Δερβητσιῶται ὃμως ἦσαν ἒτοιμοι πρός άντίστασιν καί άπόκρουσιν καί δέν έπέτρεψαν τήν εισβολήν τῶν τούρκων στρατιωτῶν έντός τοῦ χωρίου των. Έν τώ μεταξύ έπενέβη ό προύχων τού Άργυροκάστρου Θωμᾶς Παπαδόπουλος, άργυραμοιβός, έκ Κοσοβίτσης, ὃστις ένήργησεν ὃπως άπομακρυνθῶσιν οί ἒνοπλοι οὗτοι στρατιῶται πλήν είκοσάδος, οί όποίοι, ὑπό τήν έποπτείαν άςιωματικοῦ, νά προβῶσιν εἰς έρεύνας παρά διαφόροις οίκίαις τοῦ χωρίου. Μετά ταῦτα ὃμως αί Άρχαί άπεφάσισαν νά σταλῆ εἰς Δερβητσάνην ό ἀρχηγός τῆς Χωροφυλακῆς καί εἰς τῶν χριστιανῶν προκρίτων τοῦ Άργυροκάστρου, ὁ Χρῆστος Λιολιομάνης. Αί ἒρευναι δέν άνεῦρον κεκρυμμένα ὃπλα καί τό έπεισόδιον έθεωρήθη ώς λῆξαν. Ἀλλά νεώτεραι καταγγελίαι ἒφθασαν εἰς Ἰωάννινα άναφέρουσαι ὃτι, αί Άρχαί τοῦ Άργυροκάστρου δωροδοκηθεῖσαι, έβοήθησαν τούς κατοίκους εἰς τήν άπόκρυψιν τῶν ὃπλων. Κατόπιν τούτου διετάχθη νά άποσταλῆ έξ Ίωαννίνων ες τήν Δερβητσάνην ό Άλῆ μπέης μέ τριάκοντα έφίππους χωροφύλακας πρός διενέργειαν άνακρίσεων. Καί οὗτος ὃμως, παρά τάς έξονυχιστικάς άνακρίσεις καί τάς λεπτομερεῖς έρεύνας εἰς διαφόρους οίκίας, ούδέν άνεῦρεν ὃπλον. (Έκ τῆς «Φωνῆς τῆς Ἠπείρου» τῆς 16ης Αύγούστου καί 6ης Σεπτεμβρίου τοῦ έτους 1896).

Καί εἰς τόν Άγῶνα τῆς Αύτονόμου Ἠπείρου (ἒτος 1914) πολλοί έκ Δερβητσάνης προςῆλθον ώς έθελονταί καί έπολέμησαν, ὃπως οί: ’Ηλίας Μιχαήλ Παπαδόπουλος (ἢ Πούλης), ὡς λοχίας Εύζωνικοῦ, Γεώργιος Νάκου Καρατζᾶς (ἢ Γκάσης), ὣς λοχίας Εύζωνικοῦ. Οὓτος άπεβίωσεν έκ συγκοπῆς καρδίας κατά τόν έξῆς τρόπον: ’Ενῶ ὑπηρετεῖ εἰς τό φυλάκιον τοῦ Σιαραλί έπί τῆς δημοσίας όδοῦ Τεπελενίου- Αύλῶνος, κατήλθεν εἰς τόν παραπλεύρως τῆς όδοῦ ρέοντα ποταμόν, ἳνα πλυθῆ (πρόκειται περί τοῦ Ἀώου ποταμοῦ). Αἲφνης εἶδεν ίταλούς στρατιώτας παρ’ αύτῶ. Τοιαύτη ύπήρξεν ή αἰφνιδιαστική σκηνή, ὣστε ἒμεινεν ἂπνους. Έκηδεύθη έν τῶ χωρίω μετά πολλῶν τιμῶν, όδυρμῶν καί δακρύων, καθόσον ἦτο νεώτατος τήν ήλικίαν καί ένθερμος πατριώτης. Ό Μιχαήλ Ίωάν. Κορκάρης (ἢ Ντοῦτες), ό Μιχαήλ Κούβαρης (ἢ Τόλης), ό Ἀθανάσιος Νάκου Καρατζᾶς (ἢ Γκάσης), ό Βαγγέλη Ξέρρας, ὃστις έφονεύθη κατά τινα μάχην παρά τήν τοποθεσίαν «Τά τρία αύγά» καί πολλοί ἂλλοι.

Μέ τήν άποχώρησιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ έκ τῆς Δροπόλεως καί τήν προέλασιν ταῶν ἰταλικῶν στρατευμάτων (κατ’ Ὁκτώβριον τοῡ 1916), ἒφθασαν ες Δερβητσάνην οί πρώτοι ἐφιπποι ίταλοί ἀγγελιοφόροι, οἳτινες έσταθμεύσαν πρό τῆς μικρᾶς πλατείας τού «Νταμποργιοῦ». Τότε έξήλθον έκ τῶν οικιῶν πρός ὑποδοχήν έλάχιστοι μόνον χωρικοί, έν οἶς καί ό τότε Προεστώς Χρῆστος Ντάκος. Ό έπί κεφαλῆς ταῶν άγγελιαφόρων ίδών τούς έλαχίστους προσελθόντας εἶπεν ίταλιστί εις αύτούς: «tutti, tutti», ὃπερ σημαίνει ὃλοι, ὃλοι. Ό Κῆτσο Ντάκος μή γνωρίζων τήν ἰταλικήν τοῦ άπήντησεν: «Τούτοι, τούτοι καί κάμποσοι ἂλλοι εἲμαστε». Μή δυνηθέντες νά συνεννοηθῶσιν έκάλεσεν τόν Μιχάλη Μάννον (ἢ Χοντρόν), ὃστις, λόγω τοῦ ὃτι ἒχει κάμει εἰς τήν Σμύρνην, έγνώριζεν έλάχιστα ἰταλικά. Ό ίταλός άγγελιαφόρος ἒδωσεν εἰς τόν προεστῶτα Κῆτσο Ντάκον ἒγγραφον ίταλιστί συντεταγμένον πρός υπογραφήν ὑπό πάντων τῶν παρευρισκομένων. Ήρνήθησαν πάντες νά ύπογράψωσι τό έγγραφον. Μάλιστα ό Προεστώς οὒτε κἂν τό ἒλαβεν ες χεῖρας του, λέγων πρός τόν ίταλόν στρατιώτην: «Μᾶς τσιμπάει ό σκρόπιαρης τό χέρι ἂν τό πάρωμεν καί τό ύπογράψωμεν αύτό τό χαρτί».

Ή ἰδέα, έξ ἂλλου, περί σχηματισμοῦ «Μετώπου Αύτοαμύνης Βορείου Ηπείρου», ἣτις άργότερον ένεφανίσθη ώς «Μέτωπον Άπελευθερώσεως Βορείου Ηπείρου», έρρίφθη τό πρώτον έν Δερβητσάνη ὑπό τοῦ τότε Λοχαγοῦ Πυροβολικοῦ Χρήστου Άβδίκου τοῦ ἀπό Ίωαννίνων. Μέ τήν ύποχώρησιν τοῦ Πυροβολικοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ έξ Ἀργυρόκαστρου, τόν Ἀπρίλιον τοῦ 1941, τά μέν πυροβόλα έστήθησαν εἰς τό χωρίον Καλογοραντζῆ (ἢ Γοραντζῆν), ό δέ Αβδῖκος παρέμεινε καί διενυκτέρευσεν έν τή οἰκία τοῦ διδασκάλου Χρήστου Δημητρ. Διάκου κειμένη εἰς τήν Σπανθιάν. Καί ένώ τό απόγευμα τῆς ήμέρας έκείνης διεξήγετο σκληροτάτη καί ἀγρία μάχη εἰς τά αμπέλια τῆς Ἂγίας Παρασκευῆς, καθ’ ἢν τό πυροβολικόν ἒβαλλε καταιγιστικῶς ἐναντίον τῶν προελαυνόντων ἰταλικών στρατευμάτων, τά όποῖα ύπέστησαν πανωλεθρίαν κυριολεκτικῶς, οί έν τῆ οικία τοῦ Χρήστου Διάκου συνεσκέπτοντο μετά τοῦ Λοχαγοῦ Αύδίκου περί τῆς τύχης καί τοῦ πρακτέου. Τότε οὗτος είσηγήθη νά σχηματισθῆ τό ἀνωτέρω μέτωπον πρός αυτοάμυναν καί πρίν ή άναχωρήση έκ Δερβητσάνης έφωδίασε, ὃσον ήδύνατο περισσοτέρους, κατοίκους μέ διάφορα ὃπλα καί παντοειδές πολεμικόν ὑλικόν τό όποῖον, οὓτως ἢ ἂλλως, λόγω τῆς ύποχωρήσεως καί άδυναμίας μεταφοράς των, θά κατεστρέφετο.

Στο εξώφυλλο: Ομάς διδασκάλων τῆς Δερβητσάνης ἒχουσα έν τῶ μέσω αὐτῆς τὀν τότε Γραμματέα τοῦ ἐν Ἀργυροκάστρου Ὑποπροξενείου τῆς Ἐλλάδος Γεώργιος Χαραλάμπους Παπαδόπουλον. Διακρίνονται ἐκ δεξιῶν πρός τα ἀριστερά: Θωμᾶς Χρήστου Λίλλης, Κωνσταντῖνος Γρηγορίου Μάσσιος, Βασίλειος Χαραλάμπους Παπαδόπουλος, φέρων στολήν τῆς Κερκυραϊκῆς Σχολῆς, Στέργιος Σπάσε, αλβανοδιδάσκαλος ἐκ Ντάρδας Κορυτσᾶς, Γεώργιος Φιλίππου Οἰκονομίδης και Μιχαήλ Χαραλάμπους Μάνος. -Φωτογραφία ἒτους 1932-.

Από το βιβλίο του Γεωργίου Χαραλάμπους Παπαδόπουλου, Η ΔΕΡΒΗΤΣΑΝΗ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΔΡΟΠΟΛΕΩΣ, ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΥ, Αθήναι, 1978.

Σχετικά άρθρα: