Η Δερβιτσάνη

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Υπό Βασιλείου Μ. Διαμάντη
Χτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του βουνού, που υψώνεται ήρεμα και χαϊδευτικά, προβάλλει ή Δερβιτσάνη στο δημόσιο δρόμο, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από το Αργυρόκαστρο σαν μια αρχοντική πολίχνη.
Ξακουστή σ’ όλη τη Δρόπολη, σ’ όλη καλύτερα την ’Ήπειρο, την ελεύθερη και τη σκλαβωμένη για τους αγώνες της στην εποχή της Τουρκοκρατίας και για την ατσαλένια στάση της σε κάθε αλβανική επιδίωξη, για τον εξαλβανισμό της Δρόπολης, στα τελευταία τριάντα χρόνια της αλβανικής σκλαβιάς. Οι Αλβανοί την εμισούσαν για τον εθνικισμό της, η Δρόπολη, πού είναι και το μεγαλύτερο χωριό της, υπερηφανεύονταν γι’ αυτήν και ή Ελλάδα την είχε κρυφό καημό.
Ξαπλωμένη ανοιχτά, χωρίζεται από δύο μεγάλους λάκκους, τό Σαραντινό και το Μεγαλάκκο σε τρεις μαχαλάδες: την Παλιούρια, το Μεσοχώρι και τη Σπανθιά.
Ο Μεγαλάκκος, μαζεύοντας το χειμώνα όλα τα νερά του βουνού, περνάει από μια απότομη και αδιάβατη χαράδρα ύψους 300 μέτρων. Κατεβαίνοντας με δαιμονισμένο θόρυβο και παρασέρνοντας κοκκινόχωμα, κοτρώνες και χαλίκια, όπου η ορμή του σπάει συνεχώς στις «καζάνες» και τους βράχους της χαράδρας, περνάει ανάμεσα από το χωριό. Οι Δερβιτσώτες, για να τον δαμάσουν και για να μπορούν ακίνδυνα να επικοινωνούν μεταξύ τους στις βροχερές μέρες του χειμώνα, αναγκάστηκαν να χτίσουν τρία γιοφύρια: του Σιάνου, της Εκκλησίας και του Νταμποριού.

Ό Σαραντινός, που η χαράδρα του είναι βατή και χτισμένη με σπίτια στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι πιο ήρεμος λόγω του μικρού του μήκους και τα νερά του κάτασπρα και καθαρά, γιατί είναι βρυσερά.
Οι δυο λάκκοι, που έχουν νερό μόνο τις πολύ βροχερές μέρες του χειμώνα, σμίγουν στο γιοφύρι του Νταμποριού και μετά από 500 μέτρα χύνονται στα Μουσιά.
Η Παλιουριά, που ονομάστηκε έτσι γιατί έχει πολλά και μεγάλα παλιούρια, είναι χτισμένη στο βόρειο μέρος του χωριού. Μπροστά, σε μια επίπεδη έκταση, βρίσκονται οι κήποι και λίγο βορειότερα του Νιάρτση και τα Νεβίτικα. Στο σημείο τούτο, όταν ήρθαν για πρώτη φορά το 1918, έστησαν το στρατόπεδό τους οι Ιταλοί. Με τις πρώτες, όμως, μεγάλες βροχές του χειμώνα, επειδή αιδώ αναβλύζουν πολλά νερά, το στρατόπεδο επλημμύρισε και τους παρέσυρε τις σκηνές και σαν έπαθαν πολλές ζημιές, αναγκάστηκαν να φύγουν. Όταν το επιτελείο τους εζήτησε εξηγήσεις, γιατί δεν τους ειδοποίησαν με τους κινδύνους που διέτρεχαν, οι Δερβιτσώτες που παρακαλούσαν πότε να πιάσει δυνατός χειμώνας, για να τους πνίξουν τα νερά, απάντησαν ειρωνικά ότι δεν τους ερώτησαν.
Βορειότερα, καθώς προχωρεί ό δρόμος και σε απόσταση 700 μ. βρίσκεται το Παραλίβαδο, η Αγία Παρασκευή και το Νεκροταφείο του χωριού. Εδώ κάθε Τρίτη τού Πάσχα έρχονται οι Δερβιτσώτες και αφού τιμήσουν τους νεκρούς τους, ανάβοντας το καντήλι και το κερί στους τάφους τους, γλεντούν και χορεύουν. Δίπλα ακριβώς κι’ απάνω από τις Μπιστούρες, αρχίζουν τα αμπέλια της Δερβιτσάνης, που εκτείνονται βορειοδυτικά μέχρι το Σοπότι. Στην αντίπερα όχθη, χωρίς να διακρίνεται, είναι χτισμένο το χωριό Λεζεράτες, ή λυκοφωλιά, το μόνο τουρκοχώρι μέσα σ’ όλη την ελληνική Δρόπολη.
Εκεί που τελειώνουν τα σπίτια της Παλιουριάς, αρχίζει το βουνό της Δερβιτσάνης, η Μουσιαγιάδα. Ιστορικοί θα μείνουν οι ξυλοδαρμοί, οι τραυματισμοί και οι αγώνες των Δερβιτσωτών με τους Λεζερατινούς για το σημείο που έπρεπε να μπουν τα σύνορα των δυό χωριών στο πιο ακραίο βορεινό σημείο της Μουσιαγιάδας. Τελικά οι Δερβιτσώτες κέρδισαν τον δικαστικό αγώνα, το 1934, αφού υποβλήθηκαν σε μεγάλες χρηματικές θυσίες.
Στην κορυφή του βουνού και σε υψόμετρο 600 μέτρων βρίσκεται το Κουρί, μια πλούσια βλάστηση από χόρτο, οξιές, καρυδιές, κρανιές, βελανιδιές και μιλικοκιές – το δάσος του μοναστηριού. Σ’ ένα ήσυχο περιβάλλον και μια θαυμάσια κι’ απέριττη τοποθεσία, είναι χτισμένη ή σεβάσμια Μονή των Ταξιαρχών, με την βυζαντινή του εκκλησία και το καμπαναριό της, τους ξενώνες, τη στρούγκα των προβάτων, τους στάβλους, τους κήπους, την πλακόστρωτη αυλή και τον λιθόχτιστο ψηλό περίβολό της, ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια της Δρόπολης. Εδώ, σε αρκετά μεγάλη έκταση, βρίσκονται τα ερείπια του παλιού χωριού, που μετά την καταστροφή του, κατά την Βυζαντινή περίοδο, ξαναχτίστηκε πιο κάτω στους πρόποδες του βουνού, στη σημερινή του θέση.
Στο Μεσοχώρι, χτισμένο ανάμεσα στους δυό μαχαλάδες, περνάει ο δρόμος. Καθώς ανηφορίζει συνεχώς και στο ψηλότερο σημείο, είναι ή Κουκούλια, το παλαιό όνομα του χωριού, πού ονομάστηκε έτσι, γιατί εδώ καλλιεργούσαν τα παλιά τα χρόνια κουκούλια για μετάξι.
Συνεχίζοντας τον ανήφορο, μετά το Μετόχι – βοηθητικό οίκημα του μοναστηριού – συναντάς τη Λυκούρα. Πιο πάνω μια μεγάλη τρύπα, σχεδόν κάθετη στα σπλάχνα του βουνού, που σε στιγμές μεγάλων κινδύνων χρησιμοποιήθηκε από τους Δερβιτσώτες σαν κρησφύγετο και, μετά από αρκετό ανηφορικό δρόμο, βρίσκεται το δάσος της Παναγιάς. Υπάρχουν κι’ εδώ, όπως στο Κουρί του μοναστηριού, ερείπια του παλιού χωριού. Μέχρι σήμερα σώζεται, όχι σε καλή κατάσταση, ένας μεταβυζαντινός ναός του 17ου αιώνα, η Παναγιοπούλα. Στο κέντρο περίπου του δάσους, ανάμεσα από ψηλές βελανιδιές, μιλικοκιές και οξιές, οι Δερβιτσώτες έχτισαν την καινούργια εκκλησία, τ ην Ζωοδόχο Πηγή.

Στο ξέφωτο, που σχηματίζεται ανάμεσα στο δάσος της Παναγιάς και του Μοναστηριού, βρίσκεται το Σπαή και λίγο πιο πάνω το κατεστραμμένο εξωκκλήσι του Άη Θανάση. Στο Σπαή, κάτω απ’ την πελώρια μιλικοκιά, είναι χτισμένη με ξερολιθιά μια στρούγκα. Σ’ ένα σημείο εδώ πηγάζει αρκετό πόσιμο νερό που οι Δερβιτσώτες, απ’ τα πολύ παλιά χρόνια, με πήλινους σωλήνες ανάμεσα στη χαράδρα του Σαραντινού μετέφεραν 500μ. πιο κάτω και έκτισαν το Πηγάδι του Μοναστηριού. Απ’ το πηγάδι αυτό, που σώζεται μέχρι σήμερα, υδρεύονταν τα ακραία σπίτια της Κουκούλιας και της Παλιουριάς και ποτίζουν στις κορύτες τα πρόβατα του Μοναστηριού.

Από τα δυο αυτά εξωκκλήσια, το Μοναστήρι των Ταξιαρχών και την Παναγιά, η θέα είναι μαγευτική. Κάτω, μπροστά στα μάτια σου εκτείνεται, αλλού καταπράσινος με τα σπαρτά κι’ αλλού καφετίς με τα οργωμένα χωράφια ο κάμπος, και στα ριζά τού βουνού ζευγαρωτά τα χωριά της Δρόπολης. Ανάμεσα στον κάμπο νωχελικά και λάμποντας στις αχτίνες του ήλιου κυλάει ο Δρίνος, παρασέρνοντας στο διάβα του τον καημό των σκλαβωμένων Δροπολιτών. Εδώ πάνω οι Δερβιτσώτες την Δευτέρα του Πάσχα στο Μοναστήρι και την Παρασκευή του Πάσχα, γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής στην Παναγιά, μόλις άκουγαν τις καμπάνες να τους καλούν, φορτωμένοι με τα κεντητά πολύχρωμα πασχαλινά ταγάρια τους γεμάτα με ψητά αρνιά, φαγητά, κόκκινα αυγά και κρασί ανηφόριζαν κάθε χρόνο για να γιορτάσουν. Δεν ένιωθαν ούτε έρχονταν γι’ αυτούς Πάσχα, αν δεν γιόρταζαν εδώ όλοι μαζί. Στους χώρους αυτούς, μετά τη λειτουργία, την περιφορά του δίσκου για τη βελτίωση και διατήρηση των εξωκκλησιών τους, το φαγοπότι πάνω στα στρωσίδια κάτω απ’ τις βελανιδιές, που η κάθε οικογένεια είχε τον καθορισμένο τόπο της, το χορό γύρω από την εκκλησία, τους δίνονταν η ευκαιρία να γλεντήσουν και να ξεφαντώσουν, διασκεδάζοντας έτσι την πίκρα της σκλαβιάς. Μακριά απ’ τά μάτια του Τούρκου κι’ έπειτα του Αρβανίτη, στις ευχές τους για το Χριστός Ανέστη εύχονταν φανερά και φωναχτά: Αληθώς Ανέστη και του χρόνου ελεύθεροι.
Η Σπανθιά, άγνωστο γιατί ονομάστηκε έτσι, είναι χτισμένη στα νότια και ψηλότερα από τους άλλους μαχαλάδες. Στο τέλος των σπιτιών, είναι τα Μπιγκάρια, μια σειρά από μικρούς και μεγάλους βράχους. Κατέναντι στο ύψος της Παναγιάς, είναι το Πιργέλι και πολύ πιο ψηλά ακόμα η Ζγκόρα με το άφθονο και παγωμένο νερό της. Προς τα κάτω και νοτιότερα, καθώς ο δρόμος βγαίνει από το χωριό και προχωρεί στα ριζά του βουνού, είναι το Ζεστό, που ονομάστηκε έτσι, γιατί ανάμεσα από ένα βράχο αναβρύζει ζεστό νερό, πού άγνωστο αν έχει και ιαματικές ιδιότητες.
Λίγο πιο πέρα είναι ή χαράδρα της Δολιανής κι’ ακόμη νοτιώτερα τό γειτονικό ελληνικό χωριό, η Καλογοραντζή. Από τη Δολιανή πηγάζει άφθονο το χειμώνα και λιγότερο το καλοκαίρι πόσιμο νερό, που οι Δερβιτσιώτες με γενναία χρηματική προσφορά των ξενιτεμένων τους παιδιών και προσωπική εργασία των κατοίκων μετέφεραν στο κέντρο του χωριού, χτίζοντας τη Βρύση της Δερβιτσάνης, το πηγάδι, όπως το λέμε.
Πεντακόσια μέτρα μπροστά απ’ το χωριό, περνά ο δημόσιος δρόμος, το ντερβένι, πού ξεκινώντας από τα Γιάννενα, τους Αγίους Σαράντα και το Δέλβινο διασχίζει όλη τη Δρόπολη.
Δεξιά του δρόμου και σε απόσταση 300 μ. είναι το ποτάμι, ο Δρίνος. Εδώ, ανάμεσα από μεγάλα πλατάνια είναι χτισμένο, από την εποχή της Τουρκοκρατίας, μεγάλο και θολωτό, το λιθαρένιο γιοφύρι. Από το γιοφύρι αυτό, το μοναδικό στην περιοχή της Δερβιτσάνης, πάνω στο Δρίνο, που λίγο πιο πάνω δέχεται τα νερά του Ξεροπόταμου, οι Δερβιτσώτες περνούν για να πάνε στον κάμπο πού εκτείνεται βαθιά μέχρι την Κουνουπίτσα, τη Γκρίκα και το Λιμπόχοβο.
Ό δημόσιος δρόμος περνώντας απ’ την Μεσοποταμιά, την περιοχή που ονομάστηκε έτσι, γιατί βρίσκεται ανάμεσα από δυό ποτάμια, το Δρίνο και τη Νεραζή, το γιοφύρι και το Σταυρό της Άγιας Παρασκευής φθάνει μετά από 1000 μέτρα στη Μεγάλη Μογγύλα, έναν λόφο πού υψώνεται απότομα σαν φυσικό οχυρό. Ακριβώς απέναντι, οι Ιταλοί, όταν ήρθαν για δεύτερη φορά το 1939, σε μια εκτεταμένη επίπεδη έκταση, έχτισαν ολόκληρη στρατιωτική πόλη, τις Γκαζέρμες, απ’ όπου, μαζί με την Μιλιτσία, τα φασιστικά αλβανικά εθελοντικά μισθοφορικά τάγματα, ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 1940 να καταλάβουν τραγουδώντας την Ελλάδα!
Μετά τη Μογγύλα και σε απόσταση τριών χιλιομέτρων περίπου, βρίσκεται ή Κολορτσή, το ελληνικό χωριό, που μετά την καταστροφή του απ’ τους Τούρκους το 1897, οι κάτοικοί του μετοίκησαν στη Δερβιτσάνη. Μέχρι σήμερα σώζεται το Χάνι της Κολορτσής και δίπλα το μεγάλο Γιοφύρι της Κυράς. Σώζεται επίσης, το εξωκκλήσι Άγιος Γεώργιος, που οι Δερβιτσώτες, πηγαίνοντας στο Αγιονέρι γιόρταζαν την ημέρα της Αναλήψεως.
Κάθετα στο ντερβένι, ξεκινάει ευθύς και φαρδύς ο δρόμος που ενώνει το χωριό. Προχωρώντας και μετά 200 μ. είναι το τσιμεντένιο γιοφύρι της Νεραζής. Ή Νεραζή, ένα ξεροπόταμο που έχει νερό ως την άνοιξη και που όλη ή περιοχή αριστερά στο έμπα του χωριού πήρε το όνομά της, ξεκινάει από τους πρόποδες της Καλογοραντζής, μαζεύει στο δρόμο της τα βρυσικά νερά απ’ τη Δολιανή, το Ζεστό και τα Τρεκουλάκια και περνώντας ανάμεσα απ’ τα πλατάνια τού Μάλλιου και τις ιτιές στα Μουσιά, αφού δηχθεί κι’ άλλα νερά απ’ τα Νεβίτικα και την Αγία Παρασκευή, χύνεται στο Δρίνο μόλις περάσει το γιοφύρι στο Παραλίβαδο.
Μετά το γιοφύρι της Νεραζής, αριστερά είναι ο Σερτός του Δούκα και δεξιότερα, στα Μουσιά ο Σερτός του Καλόγερου, δυό πηγάδια που ανοίχτηκαν στα παλιά χρόνια κι’ απ’ όπου υδρεύονταν οι κάτοικοι.
Λίγο πιο πάνω από το Σερτό τοΰ Δούκα, είναι ο Σταυρός, ένα εικόνισμα, σ’ ανάμνηση της διδασκαλίας του Αγίου Κοσμά σ’ αυτό το μέρος.
Αμέσως μετά το Σταυρό αρχίζουν τα νέα σπίτια της Δερβιτσάνης, το καινούριο χωριό. Χτισμένο κι’ αυτό ξαπλωτά σε μια αμφικλινή επίπεδη έκταση, έχει ωραία ρυμοτομία και πολλά και μεγάλα σπίτια, κυρίως των ξενιτεμένων Δερβιτσωτών. Σ’ ένα απ’ αυτά, στο σπίτι του Ντάρου, όταν ο ελληνικός στρατός το 1940-41 απελευθέρωσε για τρίτη φορά τη Δρόπολη και όλη τη Βόρειο Ήπειρο, εγκατέστησε την έδρα του Στρατηγείου. Απ’ εδώ κι’ απ’ τους τρεις άλλους μαχαλάδες, ξεκινούν πολλοί δρόμοι που συγκλίνουν όλοι προς το κέντρο του χωριού και σχηματίζουν τρεις πλατείες: το Τρίγωνο, την Πλατεία του Πλάτανα και το Νταμπόρι.
Στο Τρίγωνο, την πλατεία με τις τριγωνικές του δεντροστοιχίες, ανάμεσα σε τρεις δρόμους, το Κοτσιέκι και το πλακοστρωμένο αλώνι του μοναστηριού στο απάνω μέρος, κάθε γιορτή και Κυριακή απόγιομα οι νιόνυφες και οι κοπέλες της Δερβιτσάνης, ντυμένες στα γιορτινά τους, έβγαιναν να τραγουδήσουν και να χορέψουν στην πόρτα του Κολλά και οι νέοι, κάνοντας βόλτες πάνω – κάτω, διάλεγαν το ταίρι τους.
Στην Πλατεία του Πλάτανα, στο κέντρο ακριβώς του χωριού, βρίσκεται το Χάνι, ή έδρα του Κοινοτικού Συμβουλίου, μέσα στο οποίο οι Δημογέροντες της Δερβιτσάνης έπαιρναν τις αποφάσεις τους για τα κοινά του χωριού. Δίπλα είναι το καφενείο του Σταμούλη και λίγο μακρύτερα, ο Σταθμός Χωροφυλακής, ή Τζιανταρμαρία, στο σπίτι του Μέτση. Απέναντι απ’ το Μεγαλάκκο, εκεί που αρχίζει ο δρόμος για το Μεσοχώρι, βρίσκεται το παλιό εμπορικό του Διαμάντη και λίγο πιο πάνω, το ψηλό μεγάλο σπίτι του Μάσσιου με τα λελέκια (πελαργούς) κάθε άνοιξη και καλοκαίρι στη στέγη του, που στην εποχή της Τουρκοκρατίας, ήταν Δικαστήριο. Ανάμεσα στην πλατεία, ορθώνεται ένας μεγάλος πλάτανας, απ’ τον οποίο ή πλατεία πήρε τ’ όνομά της που απλώνει σ’ όλο το γύρω χώρο τον παχύ του ίσκιο. Πάνω στα κλαριά του, είναι δεκάδες φωλιές από τσιάμπες (σπουργίτια). Το παρατεταμένο απ’ το πρωί μέχρι το σούρουπο τσιούρηγμά τους, είναι κάτι το μοναδικό και σε συναρπάζει. Μόνο το πέταγμα κανενός μπούφου ή η ξαφνική επίθεση κανενός γέρακα και το απότομο φοβισμένο κούρνιασμα και σταμάτημα απ’ τα τσιουρήγματά τους, καταλαβαίνεις τί μεγάλο και χαρούμενο θόρυβο κάνουν οι εκατοντάδες ετούτοι αλήτες τ’ ουρανού, που έχουν φωλιάσει αμέριμνοι εδώ πάνω. Την ησυχία τους κάπου – κάπου χαλάει κανένας μικρός με το λάστιχό του (σφεντόνα), όπως στα παιδικά του χρόνια και ο γράφων με τους φίλους του.
Στο Νταμπόρι, το μεγάλο γωνιακό κοινοτικό καφενείο με το μακρύ πεζούλι στη ρίζα του περίβολου της εκκλησίας, όπου οι άντρες της Δερβιτσάνης, μετά τη δουλειά τους όλη μέρα στον κάμπο, κάθονταν το σούρουπο και τα έλεγαν, εκτείνεται η μεγάλη πλατεία όπου γίνονται οι περισσότερες γιορταστικές εκδηλώσεις του χωριού. Απ’ εδώ θα περνούσαν όλες οι γαμήλιες πομπές και, μετά τη στέψη στην εκκλησία, εδώ θα γίνονταν ό πρώτος γαμήλιος χορός με το βλάμη στην κορφή και τα βιολιά στη μέση. Εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, μετά το αποκριάτικο γλέντι, θα καίγονταν ο αχυρένιος Καρνάβαλος. Κάθε Κυριακή της Αποκριάς και τη Δευτέρα μέρα του Πάσχα, όταν όλοι οι Δερβιτσώτες μετά το φαγοπότι ψηλά στο Μοναστήρι ριζοβολούσαν προς τα κάτω για το χωριό, εδώ θα έστηναν τον Μέγα Αποκριάτικο και Πασχαλινό χορό. Κάθε Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής μετά την Παναγιά, εδώ θα συνέχιζαν, με συμμετοχή επισκεπτών από τα γύρω χωριά και το Κάστρο, το γλέντι τους ως το πρωί.
Κολλητά στο Νταμπόρι, είναι τό Δημοτικό Σχολείο της Δερβιτσιάνης με τη μεγάλη του αυλή, που παλιότερα, προτού μεταφερθεί, ήταν Νεκροταφείο.
Στο κέντρο αυτής της αυλής, είναι χτισμένη η μοναδική εκκλησία του χωριού, η Κοίμησης της Θεοτόκου (βασιλικού ρυθμού). Απ’ έξω, κολλητά στο ιερό της, είναι φυτεμένες μια δάφνη και μια κερασιά. Λίγο πιο πέρα, το ψηλό κυπαρίσσι με το κυκλικό του περίφραγμα κι’ ακόμα μακρύτερα, πλάι στον περίβολο αραδιαστά, τέσσερις πελώριες λεύκες. Απέναντι απ’ την αντρική πύλη με τα πεζούλια της, με άσπρη λαξεμένη πέτρα, υψηλό κι’ επιβλητικό, είναι χτισμένο ξεχωριστά το καμπαναριό με τη μεγάλη καμπάνα και λίγο δίπλα, το Κοιμητήριο (Οστεοφυλάκιο). Στο δυτικό μέρος, βρίσκεται η γυναικεία πύλη της εκκλησίας με την ανάσταση στο κέντρο, κάτω απ’ τον τρούλο κι’ απέναντι πλάι απ’ την είσοδο του περίβολου μια μεγάλη αγριοσυκιά. Ή εκκλησία αυτή, αρκετά μεγάλη, με τις ωραίες αγιογραφίες και το επιβλητικό της τέμπλο, ήταν για τους Δερβιτσώτες ό,τι ήταν για όλο τον ελληνισμό «το κρυφό σχολειό» την εποχή της σκλαβιάς, αφού εδώ, προτού χτιστεί το σχολειό, τα παιδιά της Δερβιτσάνης μάθαιναν, απ’ τους παπάδες και τους δασκάλους, τα πρώτα ελληνικά γράμματα. Εδώ μέσα, όταν παρουσιάζονταν μεγάλα εθνικά ζητήματα, οι Δερβιτσώτες, σαν άκουγαν την καμπάνα, μαζεύονταν και υπό το πρόσχημα της εκπληρώσεως των θρησκευτικών τους καθηκόντων, έπαιρναν τις αποφάσεις τους, τις όποιες αμέσως γνωστοποιούσαν με αγγελιοφόρο στ’ άλλα χωριά της Δρόπολης, για να κρατήσουν κι’ αυτά την ίδια στάση.
Σ’ αυτό τον τόπο ζουν οι Δερβιτσώτες.
Οι Δερβιτσώτες είτε γεωργοί είναι, είτε έμποροι και μικροτεχνίτες, είτε ταξιδεμένοι στην Αμερική και στην Αυστραλία, δεν αλλάζουν νοοτροπία– μένουν ατόφιοι κι’ ανεπηρέαστοι από το ξένο περιβάλλον. Η τύχη τους έταξε να είναι οι ακρίτες της Δρόπολης. Υποχρεωμένοι ν’ αντιμετωπίζουν πρώτοι αυτοί τους Λεζερατινούς και τους πλιατσικολόγους Λιάμπηδες, αναγκάστηκαν να οργανώσουν την άμυνά τους. Οι αλλεπάλληλοι αγώνες που έχουν κάμει με το πέρασμα του χρόνου, τούς διαμόρφωσαν ένα χαρακτήρα γρανιτένιο.

Από το Λεύκωμα Η ΔΡΟΠΟΛΙΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ έτος πρώτο 1965, εκδόσις της εν Αθήναις Ενώσεως Δροπολιτών “Ο ΔΡΙΝΟΣ”