«Κεφάλι προσκυνημένο δεν κόβεται»
Του Αλέξ. Χ. Μαμμόπουλου
-Αμπεντίν Πέτσης και Πέτρο Χίντος-
Ο Αμπεντίν Πέτσης, Τούρκος από το Πιτσάρι, ήταν ντεουντερτζής1 στο Λάμποβο του Ζάππα, ντεουντερτζής των Ζαππαίων και του χωρίου. Ήταν αληθινό παλικάρι. Παλαιότερα είχε κάνει στο Κούτσι, στην υπηρεσία του Γκιολέκα.
Σε κάποιο γάμο ήρθε σε λογομαχία με κάποιους κι’ έπειτα από μερικές μέρες βρέθηκε σκοτωμένος.
Ο φόνος αποδόθηκε στο Νάκο Χίντο, αδερφό του Πέτρο Χίντου, που ήταν στ’ Αργυρόκαστρο.
Οι συγγενείς του Αμπεντίν ζητούσαν με κάθε τρόπο να πάρουν το χάκι, να πάρουν το αίμα πίσω. Επεδίωκαν να σκοτώσουν το φονιά, μα αν αυτός δεν βρισκόταν ή ήταν κάποιος άσημος, έπρεπε να σκοτώσουν τον πιο σημαντικό απ’ τη γενιά του. Έτσι μπήκαν στ’ Αργυρόκαστρο και κυνηγούσαν κάθε τόσο πυροβολώντας, σαν αγριογούρουνο, τον Πέτρο Χίντο. Μα οι απόπειρες αστόχησαν.
Τότε μερικοί που ’ξεραν το έθιμο, συμβούλεψαν τον τρομαγμένο Πέτρο Χίντο τι να κάνει.
Παίρνει αυτός δυό μαύρα κριάρια, ένα σακί -βάζει ένα γιαταγάνι, ένα ντουφέκι, ένα πιστόλι κι’ ένα τσεκούρι- και πάει γραμμή στο Πιτσάρι, στη μάννα του σκοτωμένου Αμπετίν Πέτση.
Μπροστά τα κριάρια και πίσω ο Ικέτης παρουσιάζεται στη χαροκαμένη Λιάμπισσα. Ανοίγει το σακί, σκύβει ταπεινά το κεφάλι πάνω απ’ αυτό και ζητεί συγχώρεση, συγχωρώντας κι’ αυτός τον πεθαμένο: ραχμέτ2 να ’χει!
Η μάννα πιάνει το κεφάλι του με τα δυό τα χέρια, το σηκώνει, κοιτάζονται στα μάτια, του δίνει συγχώρεση και κλαίει γοερά!
Το βράδυ έχουν σφάξει τα μαύρα κριάρια, γίνεται τρικούβερτο, γλέντι -εις μνήμην του σκοτωμένου. «Κεφάλι προσκυνημένο δεν κόβεται».
- Ντεουντερτζής = ρογιασμένος φύλακας.
- Ραχμέτ = λ. Άραβ. ανάπαυσις Ραχμέτ ουλλαί, άλέϊ : ό Θεός νά τόν άναπαύση.