Κότο Φώτος
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Του Αλέξ. Χ. Μαμμόπουλου
Ποιος ξέρει από ποια βάθη ποιων αιώνων αναδύονται μερικά κυριώνυμα του τόπου μας, όπως το Κότος = οργή, χόλος, που μας θυμίζει τον Ατρείδη Αγαμέμνονα ή το Μούλιος σε πανηπειρωτική έκταση, που μας θυμίζει επίσης τον Ομηρικόν Μούλιον, αιχμητήν = πολεμιστήν (Λ 739, Π. 696 και Υ 472 της Ιλιάδας ή ακόμα το Ύλλος όνομα, που έφερνε ένας συνομήλικος χωριανός μου των παιδικών μου χρόνων, το ίδιο όνομα του υιού του μυθολογικού Ηρακλή.
Τούτα για το βαφτιστικό, για να πάμε αμέσως στο παραγκόμι Φώτος, που σημαίνει τον αντρειωμένο, τον πολέμαρχο άντρα, τον Ομηρικό πάλι (Έκτωρ δύο φώτε κατέκτανεν Ε 608, Αγήνορα φωτ Αντήνορος υιόν Φ. 346, αίματι φωτών Σ. 538 και Μ. 430) πάλι της Ιλιάδας.
Αυτό το ομηρικό ονοματικό ζευγάρι έφερε ο Πολιτσανίτης Κότο Φωτός γεννημένος, κατά τις οικογενειακές παραδόσεις, στα 1850. Ο πατέρας του Μήτρο Φωτός (Μήτρος) υποκοριστικό του Δημήτρης), άλλο λείψανο μητριαρχικό, είχε διαφύγει από το Χόρμοβο μετά τις συγκρούσεις, που είχαν εκεί οι τοπικές φάρες κοττά την ανάδειξη του Αλή Πασά και κατέληξε στην ορεινή Πολίτσανη του Πωγωνίου.
Δεν ξέρουμε τίποτε άλλο για το Μήτρο Φώτο. Λιγοστά και για τα νεανικά του Κότο Φώτου. Η φήμη τον φέρνει ατρόμητο παλληκάρι. Είχε ωκυποδία που εκμηδένιζε τις αποστάσεις και οι ασχολίες του ήταν γύρω από κοπάδια προβάτων, εμπόριο τυριών, βουτύρων, μαλλιού, δερμάτων και γενικά ζωοεμπόριο, τσαμπάζης, τσαμπαζιλίκι.
Είχε στη δούλεψή του Χριστιανούς και Τουρκαλβανούς και τα κοπάδια του διακινούνταν προς χειμαδιά μέχρι το Ντουκάτι της Αυλώνας από του Αγίου Δημητρίου και μετά και προς τις κορφές της Νεμέρτσκας από του Αγίου Γεωργίου και μετά. Ένα αέναο σύρε κι έλα κάθε χρόνο από τα χειμαδιά προς τα βουνά και αντίθετα.
Έντιμος στις συναλλαγές του είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη των μπέηδων και αγάδων, που του εμπιστεύονταν τα κοπάδια τους. Και με προσωπικές εγγυήσεις του έκανε ανοιχτές συναλλαγές στα χωριά του Τεπελενίου και της Αυλώνας, όπου πολλοί Πολιτσανίτες ως τα δικά μας χρόνια είχαν επιβληθεί σαν έμποροι και επαγγελματίες. Ο λόγος τιμής, η μπέσα ήταν οι συναλλαγματικές χωρίς υπογραφή.
Στις βαρυχειμωνιές της δυσχείμερης Ηπείρου υπέφεραν τα ζωντανά κι ο Κότο Φωτός με κοπάδια – σμιγάδια δικά του και των Αγαδομπέηδων τα διασφάλιζε στη Γκρίκα της Σέλτσης, στη χαράδρα ανάμεσα στο βουνό της Λιουντζουριάς και το Μακρύκαμπο – Μπουράτο – Καρφί.
Εκεί στο ήπιο κλίμα τα ψοφίμια επιζούσαν τους μήνες Νοέμβρη ως Μάρτη για να θεριέψουν από τον Απρίλη και πέρα τρώγοντας τα μπουμπούκια του «καλού» βουνού του χωριού Χλωμό, φημισμένου, κατά το τραγούδι:
«Ω Χλωμό μωρέ Χλωμό
πού ’χεις το βουνό καλό,
το δίνεις του Κότο Φώτου
του μεγάλου και του πρώτου».
Νεμέρτσκα, το αρσενικό βουνό με το ηδύποτο τσάι
Τα βουνά, που είπαμε, κι ακόμα το Δεμπέλι, που χωρίζει την κοιλάδα της Ζαγοριάς (όχι Ζαγοριού) από την κοιλάδα της Πρεμετής και η Νεμέρτσκα (Αέροπος, Μερόπη) που διασχίζει κάθετα τα σημερινά Ελληνοαλβανικά σύνορα, ήταν τα καλοκαιρινά ενδιαιτήματα, στανοτόπια των κοπαδιών.
***
«Αρσενικό» βουνό η Νεμέρτσκα, σαν τον Ταΰγετο. Χωρίς στήθια – μπαλκόνια, άδεντρο τελείως προς τη νοτιοδυτική του πλευρά, με λίγα δάση προς τη βορειοανατολική του. Απότομο κι από τις δυο πλευρές του. Η χτένα της κορυφογραμμής του έχει πολλές κορυφές, που παίζουν με τα 2000 μέτρα. Αλλού αγωνίζονται νι τα φτάσουν κι αλλού τα περνούν κατά λίγα μέτρα.
Δε θα λησμονήσω μια εξόρμηση ομάδας μας, τριάντα τροφίμων του Οικοτροφείου της Βοστίνας (Πωγω- νιανής) το 1932, Ιούνιο μήνα. Ξεκίνημά μας για τη Νεμέρτσκα. Κοντά στην ορειβατική μας εξόρμηση και η προσπάθεια για συλλογή τσαγιού, ονομαστού για την ποιότητά του. Ξημερώματα στις Δρυμάδες, χωριό στους πρόποδες ακριβώς στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Επιδρομή στις κερασιές του χωριού. Σαν παγάκια από το νυχτερινό αγιάζι κατέβαιναν τα ώριμα κεράσια στα αχόρταγα λαρύγγια μας. Κι έπειτα απ’ αυτό η διάταξη της ανοδικής πορείας δύο – δύο σε ανάπτυξη μ’ ένα σακί κάθε δυάδα. Χεριές – χεριές τα τροφαντά φυτά στοιβάζονταν από τα 15χρονα και Ι6χρονα αγόρια στα σακιά, ώστε σε μια – δυο ώρες και φτάνοντας στα μισά του βουνού, να ‘χουν γεμίσει κι ασήκωτα πια να κριθεί η τύχη τους να παραμείνουν εκεί, ώστε κατά το κατέβασμά μας να συνεχιστεί η μεταφορά τους στις Δρυμάδες.
Κατά το μεσημέρι έχομε φτάσει στην ψηλότερη κορφή. Είναι απερίγραπτο το θέαμα, που απλώνεται γύρω μας. Νοτιοανατολικά τα βουνά του Παπίγκου, το Μιτσικέλι, η λίμνη των Ιωαννίνων σαν λεκάνη υδραργύρου να χρυσίζει με τις ακτίνες του ήλιου. Νότια η Όλύτσκα (Τόμαρος) δεξιότερα, δυτικότερα τα βουνά της Θεσπρωτίας η Μουργκάνα, η Στουγάρα. Δυτικά το φαρδύ βουνό με την κοιλάδα του Δρίνου – πίσωθέ του το Ιόνιο – Αδριατικό πέλαγος με την Κέρκυρα. Δυτικά και Βόρεια πια ο αργυροδίνης Αώος, αφού έχει πάρει μαζί του το Σαραντάπορο και το Βοϊδομάτη, στα Μεσογέφυρα, συστρέφεται σα φίδι να φτάσει στο Τεπελένι. Είμαστε εδώ χορτασμένοι, ευτυχισμένοι, ανάλαφροι, ξεκούραστοι, ελεύθεροι, πατούμε τη νοητή γραμμή των συνόρων Ελλάδας – Αλβανίας, μπαίνομε και βγαίνομε στα δύο κράτη χωρίς λεσαί – πασέ, χωρίς διαβατήρια ατενίζομε τους ορίζοντες, παίζομε χιονιές με τα λιγοστά χιόνια, τις χιονούρες, που κρυσταλλωμένες κείτονται στ’ απόσκια, για ν’ αποφασίσουμε κατά τις απογευματινές ώρες να κατέβουμε.
Κι όταν φτάνουμε στα πλάτωμα πού ’χαμε αφήσει τα γεμάτα σακιά παίρνομε τη μεγάλη απόφαση. Γιατί να τα φορτωθούμε, αφού ή ά- πότομη κατηφοριά μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας θα τα οδηγήσει μόνα τους στις Δρυμάδες;
-Ω της παιδικής μωρίας!
Δεμένα σφιχτά τα σπρώξαμε με κατεύθυνση προς Δρυμάδες. Από τα πρώτα μέτρα με το βάρος, την ταχύτητα, που απόκτησαν, με τα κοφτερά λιθάρια, τις σάρες και τις νεροσυρμές, το σέλι (Παλιοσέλι, Νοβοσέλι) που επί αιώνες έχουν δημιουργήσει οι χιονοστιβάδες στις πλαγιές, ξεκοιλιαστήκαν και στη συνέχεια χάθηκαν από τα μάτια μας. Και καθώς κατεβαίναμε πίσωθέ τους βλέπαμε ν’ ανεμίζουν στους θάμνους της Νεμέρτσκας, στα πουρνάρια και τις αγριογκοριτσιές κουρέλια από τα σακιά της ρίγας, όπως λεγόταν, που είχαν κρατήσει μόνο τη μοσχοβολιά από το τσάι τού βουνού. Ούτε ένα για δείγμα δεν είχε φτάσει στις Δρυμάδες.
Ένα εμπορικό ξάφνιασμα στους Πατρινους
Αλλά ξεστρατίσαμε συνεπαρμένοι από το όραμα των αναμνήσεων των παιδικών μας χρόνων κι αφήσαμε τον Κότο Φώτο και τα κοπάδια του, που ανηφόριζαν σε τούτα τα μέρη, όταν:
έλουλουδιάζαν τα βουνά πρασίνιζαν οι κάμποι
Αυτές οι στάνες το φθινόπωρο (του Αγίου Δημητρίου), αφού είχαν φάει τα «τσαΐρια» της Νεμέρτσκας και των γύρω βουνών, κατηφόριζαν στα χειμαδιά προς το Τσάμικο (τη Θεσπρωτία) Σαγιάδα, Ηγουμενίτσα, Πρέβεζα, Βουθρωτό, Άγιοι Σαράντα, Σωρονιά. Κι όταν στα μέσα και τα τέλη του περασμένου αιώνα κίνησε ο ατμός τα καράβια της Αδριατικής, Λόϋδ – Τριεστίνο κι οι «Σπέτσες» του Γουδή, στέρφα, τσαγκάδια, βαποριές του ζωέμπορα Κότο Φώτου έφταναν στην Κέρκυρα, την Πάτρα, τον Πειραιά για σφάγια.
Και μια χρονιά οι χασάπηδες των Πατρών τα φκιάξαν μεταξύ τους και πήγαν να τον μποϋκοτάρουν.
-Τί θα τα κάνει; σκέφτηκαν. Θα του ψοφήσουν κι έτσι θ’ αναγκαστεί να μας τα δώσει με τις τιμές που του προσφέρουμε.
Αλλά ο επιχειρηματικός Ηπειρώτης ζωέμπορας με το κοφτερό μυαλό του δεν πτοήθηκε. Πήγε στο Δημαρχείο της πόλης. Πήρε άδεια από το Υγειονομείο. Μάντρωσε τα ζωντανά, τα ’σφαξε με τους ανθρώπους του και τα μοίρασε στη φτωχολογιά.
Ο Κότο Φωτός συγκέντρωνε δύναμη και πλούτο στη μικρή συντηρητική κοινωνία της εποχής του. Και δεν ήταν μόνος. Ο Θανασάκης Οικονομίδης, καθηγητής διορισμένος από τον Χρηστάκη Εφέντη Ζωγράφο στο Κεστοράτειο Διδασκαλείο, λόγιος, λαογράφος, ηθογράφος, ήταν ο άλλος τροχός του άξονα της τοπικής επιρροής. Αυτοί οι δύο κυβερνούσαν ουσιαστικά την περιοχή. Επηρέαζαν τις τουρκικές τοπικές αρχές, ο Ζωγράφος ήταν και τραπεζίτης του Σουλτάνου Αβντούλ Χαμίτ, επηρέαζαν κι αυτή τη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως.
Και η αλβανόφωνη μούσα αναγνώριζε αύτη την επιρροή;
Πολιτσάν’ τρεκίντ στεπί
Κότο Φώτουα μπιριντζί.’
Δηλαδή:
Πολίτσανη τριακόσια σπίτια
– χίλιοι πεντακόσιοι ως χίλιοι οκτακόσιοι κάτοικοι –
ο Κότο Φωτός πρώτος και καλύτερος.
Μια ληστρική επιδρομή που τελειώνει με ζιαφέτι
Όπως είναι γνωστό την “Ήπειρο μετά την εξόντωση του Αλή Πασά λυμαίνονταν η ληστεία. Εξ άλλου μετά την αποτυχία των απελευθερωτικών κινημάτων 1854, 1878 και την άτυχη έκβαση του πολέμου του 1897 η δημόσια ασφάλεια στην Ήπειρο είχε απόλυτα διαταραχτεί. Πολλοί αγωνιστές των κινημάτων εκείνων, συνηθισμένοι στα όπλα πια, και επικηρυγμένοι, εξέπεσαν σε κοινούς ληστές κακουργούντες αδιάκριτα κατά Τούρκων και Χριστιανών.
Τέτοιοι διακρίθηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, στην περιοχή μας, οι Τουρκαλβανοί Σιέμο Χαϊντούτης, και Σάκιο Λάπας, ο Μπέγιο Κέρμας και ο Χριστιανός Χριστάκη Πεστάνης και Τάσιο Φετάνης από το Κούτσι του Κουρβελεσίου.
Ο Τάσιο Φετάνης κάποια εποχή
1. Μπιριντζί = λ. τουρκική πρώτος και καλύτερος.
γύρω στα 1880 κύκλωσε με τους συντρόφους του την Πολίτσανη πιάνοντας το Μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου ένα χιλιόμετρο μακριά, προς την κατεύθυνση της Ζαγοριάς.
Πάλι η αλβανόφωνη μούσα μας υπομνηματίζει ιστορικά το περιστατικό:
Νε κερσι τε Μοναστήρι
ντόλι Γκουμένι ε θίρι.
–Γκρίενι, ο Πολιτσάνι
να πλακόσ’ Τάσιο Φετάνη.
Δηλαδή:
Καρσί (απέναντι) στο Μοναστήρι βγήκε ό Γούμενος καί φώναξε:
–Σηκωθείτε, ω Πολιτσανίτες
μας πλάκωσε ο Τάσιο Φετάνης.
Οι ληστές ήταν τέλεια πληροφορημένοι για το «έχει» κάθε χωριανού στα χωριά της Λιούντζης, του Πωγωνίου, της Ζαγοριάς και του Ζαγορίου που ζούσαν, από τα εμβάσματα της ξενιτειάς. Και αυτό γιατί στις τρεις πρώτες επαρχίες είχαν τους πράκτορές τους λιάμπηδες του Κουρβελεσιού, που υπηρετούσαν σ’ αυτές σαν μισθωτοί ντεουντερτζήδες = φύλακες, ντραγάτες, τσομπαναραίοι στα χριστιανικά σπίτια. Στο Ζαγόρι αυτοί προέρχονταν από τη Λάκκα Σούλι.
Στις φωνές του Ηγουμένου έτρεξε ο Κότο Φωτός με τους ανθρώπους του.
Συναντιούνται με το λήσταρχο.
-Τί τρέχει, Καπετάνιε;
-Θέλουμε παράδες από την Πολίτσανη και δε φεύγουμε αν δεν μας δώκετε, απάντησε ο Φετάνης.
-Οι Πολιτσανίτες έχουν παράδες και θα σας δώκουν, του λέει ο Κότο Φωτός. Αν είμεστε φίλοι θα πάρετε, αν ήρθετε σαν εχθροί έχουμε κι εμείς ντουφέκια, που ρίχνουν πιο μακριά απ’ τα δικά σας. Μόνε κοπιάστε σα φίλοι στο αρχοντικό μου και κει θα τα βρούμε…
Οι τέσσερις – πέντε του Μοναστηριού κατέβασαν τα ντουφέκια με τον αρχηγό τους μαζί κι ακολούθησαν τον Κότο Φώτο, ενώ δεκάδες καραούλια γύρω – γύρω με το χέρι στη σκανδάλη σημάδευαν την Πολίτσανη.
Στ’ αρχοντικό του φιλοξενήθηκαν όπως φιλοξενούνται οι ξένοι στη Λιούντζη, στο Πωγώνι και το Ζαγόρι. Γλυκοδοχείο στο δίσκο, κουταλάκια σ’ ένα ποτήρι με κρύο νερό. Κρύοι μεζέδες και μπουρέκια με το φημισμένο ρακί της Πρεμετής, ενώ οι πιστικοί του Φώτου, διαταγμένοι απ’ αυτόν, έσφαζαν αρνιά κι ετοίμαζαν τις φωτιές.
-Έρθαμαν για παράδες, ορέ άρχοντα, είπε, κάποια στιγμή, ανήσυχος από τις ετοιμασίες, ό Φετάνης, κι όχι για ζιαφέτι.
-Εδώ είμεστε στο οτζάκι μου διατάζω εγώ καπετάνιε, απάντησε ο Φώτος. Και θα φάτε και θα πιείτε και θα χορέψουμε και παράδες θα σας δώκουμε.
Κι ένα σου και ένα μου τα ρακιά. Και στους οντάδες ανοίγουν οι πόρτες κι έμπαιναν, ένας – ένας σκιαγμένοι μα ξεθαρεμένοι πια Πολιτσανίτες.
Ως και κιοτήδες, που ’χαν κρυφτεί στα λαγούμια έρχονταν κι αυτοί. Αχολογούσε το αρχοντικό από τα τραγούδια τα Πωγωνίσια και τα Δεροπολίτικα. Κι επειδή δε χωρούσαν πια στο σπίτι, όλοι μαζί χορεύοντας κατέβηκαν στο μεσοχώρι, όπου άναβαν οι φωτιές και ψένονταν τα σφαχτά. Συνθηματικές ντουφεκιές των ληστών στα καραούλια έλυσαν την πολιορκία της Πολίτσανης. Μαζώθηκαν και τα καραούλια λεροί κι αξύριστοι και πιάσαν το χορό και το φαγοπότι, που συνεχίστηκε ως τα μεσάνυχτα.
Έπειτα απ’ αυτό έφυγαν οι ληστές φορτωμένοι με καλούδια κι ο Φετάνης υποσχέθηκε πώς ποτέ πια τρίχα Πολιτσανίτη δε θα πειραχτεί.
Στη φωτογραφία εξωφύλλου: Ο Κότο Φώτος