«Να πάτε νόμιμα, περήφανα στην Ελλάδα, στην πατρίδα μας»

Αφήγηση του Σωτήρη ΚΕΝΤΡΟΥ
Λένε ότι τον φοβόνταν η δουλειά το Σωτήρη Κέντρο. Φύτρωνε στα χωράφια άφεγγο και γύριζε στο σπίτι με το θόλωμα. Καβάλα στη φοράδα. Με το γνωστό ποδοβολητό για όλη τη Δούβιανη: Τρακ – τρουκ… Τρακ – τρουκ…
Δουλευταράς, όχι ψέματα. Όπου έβαζε το χέρι αυτός, γέμιζε ο τόπος με καρπό, με μπερεκέτι. Τα κοφίνια και τα καρδάρια του Κέντρου δεν άδειαζαν ποτέ. Μοναστήρι ήταν το σπίτι αυτό.
Με την απαλλοτρίωση επωφελήθηκε κι η οικογένειά του όλο – όλο πέντε στρέμματα γης. Όπως όλο το χωριό. Με την πολύ δουλειά του, πάντα από τα χωράφια πετύχαινε διπλή παραγωγή. Το τρίτο, όμως, που παράδινε στο κράτος τον τσάκιζε. Τον έκοβε στη μέση.
Λες να θέλησε κάποιο τροπάρι να τα βάλει με το καθεστώς;! Να αποσκοπούσε να το ρίξει;! Πού ο νους του να χωρούσε τέτοια απόπειρα. Κι όμως… έστειλαν άτομο να τον ψαρέψει. Να τον μπερδέψει. Να τον ετοιμάσει για τα «εφτά παράθυρα».
Τον είχαν βάλει στο στόχαστρο να τον κάμουν κουλιάκο. Τον προκαλεί ο συγχωριανός, που του κόλλησε πίσω σαν η αβδέλλα: «Εδώ μας μαδάει η πείνα με το τσουβάλι. Μας μύρισε η φύσα. Μπόλικους δικούς σου ανθρώπους έχεις στην Ψωροκώσταινα κι αδελφή στην Αμερική. Αν έβρισκα κάπου αποκούμπι, δεν θα ήμουν χαζός. θα το είχα σκάσει… Μην ανησυχείς για τη γιαγιά;! Θα την κρατήσουμε εμείς. Μαζί με αυτή και τους υπόλοιπους…».
Άλλος τον πλησιάζει στο χωράφι και του τα λέει διαφορετικά:
«Βλέπω το πάνε φιρί – φιρί για να σε κάνουν κουλιάκο. Μα, φοβάμαι, μη το προχωρήσουν και πιο πέρα, σε βάλουν και φυλακή. Αν θέλεις να σε απαλλάξω από τους Ιουδαίους, έχω τόση δύναμη, ετοίμασέ μου ένα καρδάρι τυρί και καθαρίζεις, κλείνει η υπόθεση…».
Ένοιωσε ρίγος, τον έκοψε ίδρος κρύος το Σωτήρη πάνω στην αυλακιά. Άφρισε… Και με άγριο ύφος ξαπόστειλε το ρουφιάνο του χωριού. Όμως, το πλήρωσε αδρά. Και κουλιάκο τον έκαμαν… πάνε να τον ξεσπιτώσουν, να του πάρουν ακόμα και την κλώσα από τη φωλιά… και φυλακή τον έβαλαν. Να του «γανώσουν» το κούτελο ήθελαν. Μεσάνυκτα τον περικύκλωσαν με ολόκληρο επιτελείο, σάμπως θα συλλαμβάνανε φονιά, και του έριξαν χειροπέδες.
«Θα σου μειώσουμε την ποινή φυλάκισης αν αρνηθείς την ελληνική καταγωγή σου», του είπαν στο δικαστήριο.
Δεχόταν τέτοιο κοτσάνι αυτός! Με τίποτε δεν απαρνήθηκε την ελληνικότητά του. Εικοσιπέντε χρόνια τιμωρήθηκε με ψευτομαρτυρίες. Τον έπιασαν χάρες πολλές κι υπόφερε τα δώδεκα.
Μπήκε σωστός και βγήκε μισός από τη φυλακή ο Σωτήρης. Άρρωστος. Ζήτησε κάποια στιγμή δουλειά. Με το στανιό να συμφωνήσουν στον τομέα του συνεταιρισμού για να του δώσουν γκλίτσα, να τον στείλουν με τα πρόβατα. Όσο έβαλε το κοπάδι μπρος, το κουσούρι του αυτός. Ανασκουμπώθηκε όπως πάντα να πετύχει υψηλή γαλατοπαραγωγή.
Όταν άνοιξε η διάβαση της Κακαβιάς, άνοιξε διάπλατα και η καρδιά του μπάρμπα Σωτήρη. Καθώς έβλεπε το μπουλούκι να περνάει παράνομα τα σύνορα, συμβούλευε τους γιους του: «Μη σας πάρει κι εσάς το κύμα και φύγετε τίποτε χωρίς χαρτιά! Να πάτε νόμιμα, περήφανα στην Ελλάδα, στην Πατρίδα μας. Γιατί έτσι μας αξίζει».
«Όταν με ξεπροβόδισε για την Ελλάδα, λέει ο Λάκης, ο γιος του, κοιτούσε την ελληνική γης και του έτρεμαν τα χείλη. Με παράγγειλε: «Μόλις πατήσεις το άγιο χώμα, σκύψε και φίλησέ το και για μένα». Αυτό έκανα.
Ήρθε κι αυτός κάποιο φεγγάρι στην Αθήνα, συνεχίζει ο Λάκης. Να δει από κοντά το όνειρο. Την Πατρίδα που έκρυβε μέσα στην ψυχή του χρόνια. Κοιτούσε γύρω κι ένοιωθε χαρά μικρού παιδιού. «Σου είχα πει, μου λέει κάποια στιγμή, ότι εδώ το χειμώνα τρως ντομάτα! Ότι ο μπακαλιάρος εδώ βρωμάει…! Ή δε σου είχα πει;!»
Καθώς έβλεπε την Ελλάδα, να κρατάει στην ίδια αγκαλιά αυτόν και τον τυράννό του, που τον σάπισε στα κάτεργα, τον καταδότη του, τον εισαγγελέα του δικτατορικού καθεστώτος κι όσους έβαψαν τα χέρια με αίμα, σιγά – σιγά ξεθώριασε μέσα του η εικόνα της.
Τους πρώτους που είχαμε εκεί, τους βρήκε να είναι πρώτοι κι εδώ και τον έπιασε η κλάρα του.
Πήγε να πάρει την κάρτα ομογενούς σε τμήμα αλλοδαπών κι είδε από κοντά, με τα ίδια του τα μάτια, τον απόξενο κόσμο. Έζησε γειτονιά χωρίς καλημέρα, έναν κόσμο με τη λόξα του, με όλα τα παράδοξα του. Και ξέσπασε στο γιο του: «Εμένα τι με κουβαλάς εδώ, τι με σκλαβώνεις;! Αν έκανα δέκα χρόνια φυλακή εκεί, εδώ θα κάνω τριάντα.»
Έβγαινε συχνά-πυκνά σε πλατειούλες και δεν έβρισκε ψυχή γνωστού για να αλλάξει κουβέντα. Τα έλεγε μόνον με τις προτομές… Έλπισε ότι θα δει από κοντά την ονειρεμένη του Πατρίδα κι από τη μιζέρια που συνάντησε, πληγώθηκε κατάκαρδα. -Καλύτερα να είχα το ωραίο όνειρο μέσα μου, παρά αυτά που βλέπω γύρω και τρελαίνομε – είπε.
10.03.2007