Οι ασβεστάδες της Σωτήρας
ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
Του Δημήτρη Β. ΜΠΟΥΡΤΖΗ
Επειδή το χωριό μας είχε έναν μεγάλο δασικό πλούτο ξύλου, αλλά και άσπρης ποταμίσιας πέτρας, οι Σωτηριώτες εκμεταλλεύτηκαν τα δύο αυτά «δώρα» της φύσης και μη έχοντας άλλους πόρους να εργαστούν για να ζήσουν, σε μέρη που τους βόλευε, κάνανε και τις ασβεσταριές, δηλαδή τα ασβεστοκάμινα.
Ο ασβέστης εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ χρειαζούμενος, απαραίτητος για το χτίσιμο των σπιτιών σε όλη την περιοχή μας, γιατί πολλά χωριά δεν είχαν τη δυνατότητα να τον παράγουν μόνα τους.
Στα χωριά της Κάτω Δερόπολης προπάντων, τη μεταφορά του ασβέστη την κάνανε οι Σωτηριώτες αγωγιάτες με τα γερά μουλάρια τους.
Όπως μολογούσαν οι παλιότεροι, υπήρχαν χρονιές που πάνω στα «Καθαρώματα»[1], στο πυκνό το δάσος, ο τόπος ξεκοβόταν απ’ το χιόνι και έπαιρνε μαζί του και πολλά έλατα, που πέφτανε στο λάκκο, στη «Σπαρτιά». Έτσι, οι ασβεστάδες εκμεταλλεύονταν την περίσταση και κάνανε πολλά καμίνια, όπως λίγο πιο πάνω από τη «Μάνα»[2].
Από ένα παλιό βιβλίο, μαθαίνουμε ότι το ίδιο περίπου φαινόμενο συνέβηκε το 1888, το 1890 και το 1956, ενώ ο «Κουβαράς» της εκκλησίας μάς πληροφορεί ότι η οκά του ασβέστη κόστιζε τέσσερις παράδες.
Υπήρχαν πολλές ασβεσταριές στο χωριό μας: όπως στου «Ρίξου», πάνω από την «Κισσερόπετρα», πάνω από το λάκκο στο «Σέλωμα», στη «Μάνα», στις «Γράβες» στον «Αγιώργη» και στου «Καραμάνου».
Το 1915, ένας ασβεστάς από τη Λεσινίτσα – δούλευαν και ξένοι στις ασβεσταριές μας – καθώς καθάριζε τα άκαγα λιθάρια πάνω από το γκουμπέ9 της ασβεσταριάς, έπεσε μέσα και κάηκε.
Γενικά, η δουλειά στην ασβεσταριά, ήταν δύσκολη και επικίνδυνη. Ο εργαζόμενος χρειαζόταν πείρα και μεγάλη προσοχή, γιατί η παραμικρή απροσεξία κόστιζε με τη ζωή.
Η παράδοση με τις ασβεσταριές στο χωριό μας κράτησε κι ως το 1990, επί των ημερών του «σοσιαλιστικού» γεωργικού συνεταιρισμού.
Τώρα πια, αυτά τα λείψανα-ασβεσταριών, θα μείνουν ζωντανοί μάρτυρες του μεγάλου αγώνα των Σωτηριωτών για επιβίωση.
[1] τοποθεσία
[2] θόλος
Από το δίτομο βιβλίο «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ, Η ΣΩΤΗΡΑ», εκδόσεις ΕΛΙΚΡΑΝΟΝ, Αθήνα 2018.