Οι νεράιδες της Σκοτεινής

Νικόλαος Παπαδοπούλος
Στο νεραίδοβούνι μέσ’ στη ρεματιά
Πλένουν οι νεράιδες τα χρυσά σκουτιά.
Στη λαμποκοπούσα νεραϊδοσπηλιά
Ξωτικές χτενίζουν τα χλωρομαλλιά.
(Κ. Παλαμάς)
Ανάμεσα στα δυο χωριά, που ’ταν στην Κάτω Δρόπολη παντοτινά στολίδια, τη Βάνιστα και Γοραντζή, με σπίτια κατακάθαρα κι ομορφοστολισμένα, βρίσκεται η Σκοτεινή της Γοραντζής. Σπηλιά βαθουλωτή και σκοτεινή, γνωστή σ’ όλη τη χώρα για τα υπόγεια νερά και τις καλοκυράδες, που κρύβονται στα βαθιά της.
Από μακριά προβάλλουνε βράχοι μεγάλοι και σκιστοί, με άνοιγμα στη μέση, που μοιάζει σαν οξώπορτα, χτισμένη ’πό τεχνίτες. Μέσα στη σπηλιά, σαν προχωρείς, βρίσκεσαι ξαφνικά σε στρογγυλό οντά, από τη φύση καμωμένο, κι όχι μ’ ανθρώπου χέρι.
Το πέτρινο ταβάνι του μοιάζει μεγάλο θόλο. Μπροστά του κρέμεται ξόγκωμα ολόκληρο, που μοιάζει σαν καρπούζι. Κάποιος παλιός της Ηπείρου μελετητής και κοσμογυρισμένος, πίστευε πως οι μαραγκοί, που στόλιζαν τους οντάδες των αρχοντικών με ξύλινο στη μέση εξόγκωμα, είχανε για δείγμα το ξόγκωμα της Σκοτεινής της Γοραντζής.
Αντίκρυ από το έμπασμα και τη μεγάλη πόρτα, βρίσκεται άλλη μικρότερη, που οδηγάει ελεύθερα στα βάθια της σπηλιάς, κι έχει στις δυο της τις μεριές παμπάλαια πεζούλια. Βαθύτερα σαν προχωρείς, με αναμμένα δαδιά, μπροστά σου βράχος φυσικός, προβάλλει ατράνταχτος, χωρίς κανένα στήριγμα.
Ολίγο χαμηλότερα, πέρα από τον βράχο, στέκονται ακίνητες δυο ξύλινες κολώνες. Κάτω απ’ τις κολώνες αρχίζει το ποτάμι να κυλάει τα κρυσταλλένια του νερά.
Στους περασμένους τους καιρούς και στα παλιά τα χρόνια, οι ντόπιοι δεν τη λέγανε «η Σκοτεινή της Γοραντζής». Την ήξεραν με τ’ όνομα: «της νύφης η σπηλιά» και «η σπηλιά των Ανεράιδων». Ξένοι περιηγητές, που πέρασαν από τη Σκοτεινή, θρύλους πολλούς ακούσανε για τις ξανθές τις λυγερές και τις καλοκυράδες, π’ ολονυχτίς χορεύουνε στης Σκοτεινής τα γάργαρα νερά.
Πρώτος απ’ τους περιηγητές την περιγράφει ο Πουκεβίλ, ο κονσόλας της Φράντζας. Από το Κάστρο γύριζε, στα Γιάννενα να πάει. Σαν έφτακε στης Γοραντζής τα πλάγια, οι οδηγοί του στάθηκαν στη σκοτεινή σπηλιά. Ο Πουκεβίλ περίεργος, θέλησε να ζυγώσει στη βροντερή σπηλιά, να δει από κοντά παράξενα φαράγγια και το ποτάμι, που ’τρεχε γαλήνιο στης Σκοτεινής τα βάθια.
Οι οδηγοί πάνε μπροστά και πίσω τους ο κονσόλας της Φράντζας. Στο έμπα της σπηλιάς ένα κιονόκρανο επρόβαλλε μπροστά του, χωρίς βάση και κορμό. Περίεργα το κοίταξε. Με αναμμένα τα δαδιά κοντά του οι αγωγιάτες, του εξιστόρησαν, πως δεν πέρασαν χρόνια πολλά που «ο στύλος» -έτσι τον γράφει και στο Ταξίδι του ο Πουκεβίλ- στην ίδια τούτη τη μεριά έστεκ’ εκεί ολόρθος.
Και προχωρώντας έφτασαν κοντά στις σκάλες, που ’τανε από καιρό χτισμένες, κοντά στον βράχο, που ’φερνε στης λίμνης τα νερά. Κι ύστερα ο Πουκεβίλ επροχώρησε κοντά στο βάθος του νερού. Όμως τον εσταμάτησαν οι οδηγοί του, γιατί ’ξέραν τις τρύπες, που ’τανε από νερό γιομάτες. Εδώ ο ξένος θα βούλιαζε, θα πήγαινε στον πάτο, και θα πνίγονταν στα βουβά νερά της ήσυχης της λίμνης.
Οι οδηγοί του Πουκεβίλ του εξιστόρησαν, πως τα νερά της λίμνης, σαν έρθ’ η πανώρια άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι, όλο και χαμηλώνουν, και τότε καλοφαίνονται σκάλες ογδονταέξη. Κι ύστερα του συνέστησαν να μη σκιαχτεί μ’ αυτό, που θε ν’ ακούσει. Ένας από τους συνοδηγούς του έριξε μια κουμπουριά στης λίμνης τα νερά. Βροντή μεγάλη έγινε, σαν αστραπή να χτύπησε της λίμνης το νερό, μέσ στα μεγάλα βάθια. Από τον κρότο τον πολύ ο Πουκεβίλ φοβήθηκε, γιατί του φάνηκε σαν να τον βάρεσ’ αστραπή.
Σε λίγα δευτερόλεπτα γαλήνη κι ησυχία ξαπλώθηκε στη λίμνη. Ξάφνου ο ίδιος κρότος αυτόματος ακούγεται για δεύτερη φορά, σα να ’ρχονταν από της λίμνης τα βαθιά νερά. Δεύτερη ρίχνουν κουμπουριά του Πουκεβίλ οι συνοδοί. Ο κρότος τούτη τη φορά ακούστηκ’ ελαφρότερα. Ρίχνουνε και την τρίτη, π’ ακούστηκ’ ακόμη ολιγώτερος.
Ο Πουκεβίλ επίστευε, πως κάποιο αέριο ανάφτει από τους πυροβολισμούς και προξενεί τους κρότους. Από τους πυροβολισμούς εμαύρισ’ όλη η σπηλιά. Ο Πουκεβίλ κι οι συνοδοί του βγήκανε κατάμαυροι απ’ τις πολλές καπνιές.
Στον καφενέ στην Γοραντζή, ο δάσκαλος καλοσυνάτος δέχτηκε τον πρόξενο της Φράντζας. Θρύλους πολλούς του αφηγήθηκε για τις καλοκυράδες, για τις νεράιδες της σπηλιάς, για τις «Ανεράιδες». Κι ακόμα ο δάσκαλος ανέφερε στον ξένο ’πό τη Φράντζα, πως λίγα χρόνια πιο μπροστά στης Σκοτεινής το έμπα, είχε διαβάσει επιγραφή με γράμματα αρχαία τετράγωνα γραμμένα: «ΒΩΜΟΣ ΝΗΡΗΙΔΩΝ». Ο Πουκεβίλ λυπήθηκε για τον χαμό της επιγραφής στης Σκοτεινής τη σπηλιά, που ’ταν στα χρόνια τα παλιά, στα χρόνια τα αρχαία, βωμός των Νηρηίδων.
Το βράδυ, σαν σκοτείνιαζε και πλάκωνε η νύχτα, κι ίσκιωναν γύρω οι πλαγιές, οι ρεματιές, οι δρόμοι, κανένας δεν εδιάβαινε στο στενορύμι, πού ’φερνε στης Σκοτεινής το υπόγειο ποτάμι. Την ώρα αυτή η λυγερές της Σκοτεινής, σαν νιόβγαλτες του κάμπου ανεμώνες, στολίζονταν και λούζανε τα άσπρα τους κορμιά στα γάργαρα και κρυσταλλένια τα νερά. Μπουλούκια, μπουλούκια αέρινα, ανάλαφρα ντυμένες πετάζοντ’ απ’ τα κύματα και βιάζονται να λούσουν τ’ αφράτα τους και δροσερά κορμιά τους. Χαρούμενες κι αξέγνοιαστες χτενίζουνε και πλέκουνε τα ολόξανθα μαλλιά τους. Άλλες, με τα μακριά τους τα μαλλιά, κομψές και λυγερόκορμες, με τ’ ασημένια πόδια ανάδευαν στ’ αγέρι τ’ αλαφρό.
Κι άλλες φεγγαροπρόσωπες με μάτια ονειρεμένα, που η θωριά τους έλαμπε, σαν λάμπει το τριαντάφυλλο στην αυγινή δροσούλα, ρίχνονταν και δροσίζονταν στης Σκοτεινής τη λίμνη. Κι ύστερα χορεύανε αθάνατους χορούς, όσο να φέξ’ ο αυγερινός κι έρθει το γλυκοχάραμα, γεμάτο χρυσαχτίδες.
Τα κρυσταλλένια τα νερά στης Γοραντζής τη Σκοτεινή όλη τη νύχτα αχούσανε απ’ τους χορούς, που έστηναν οι λαμπρότατες ξωτικές, ολόγυμνες, δροσάτες, με τ’ ασημένια τους κορμιά, τα κερασένια χείλη. Στα σκοτεινά χορεύανε, μάτι αντρίκειο να μη δει γυμνή την ομορφιά τους, κι ούτε κι ο ήλιος της αυγής. Των ορνιθιών το λάλημα τρόμαζε τις νεράιδες. Κι εκρύβονταν μες στη σπηλιά της Σκοτεινής και στις γειτονικές ολάνθιστες πλαγιές, όσο λαλούν τα ρίθια.
Τις ανοιξιάτικες νυχτιές, τις δροσερές και φεγγαρολουσμένες, π’ ο κάμπος μοσχοβόλαγε απ τα πολλά λουλούδια, οι πιστικοί της Γοραντζής, ντόπιοι κι απ’ άλλο τόπο, στα πλάγια, στα κρεμάσματα βοσκάγαν τα κοπάδια, κι έπαιζαν τη φλογέρα τους, κοντά στη Σκοτεινή.
Αχολογούσ’ ο κάμπος. Κι εκεί, που τη λαλούσανε και μοιρολόγι λέγανε, που ράγιζαν κι οι βράχοι, πολλές φορές βλέπανε ολόγυρα τους ανάερους χορούς. Οι ξωτικές της Σκοτεινής, σαν άκουγαν ν’ αχολογάει τριγύρω τους του πιστικού η φλογέρα, μαζεύονταν και χόρευαν πιασμένες χέρι – χέρι και λύγιζαν με γλυκασμό μεγάλο το ώριο τους κορμί.
Κι αν κάποτε τύχαινε, να ’χανε ’κεί, τριγύρω κανένα τσομπανόπουλο τα πρόβατα τη νύχτα, που τα βοσκέ στης Σκοτεινής τα πλάγια, εσκιάζονταν να γύριζε ολόγυρα στη Σκοτεινή μη λάχει και το βρει. Οι ξωτικές, που χόρευαν γυμνές ασημοπόδαρες, θα του λάβωναν το μυαλό, λωλό θα τον αφήναν, ώσπου με ξόρκια και με μαγικά να ’ρχονταν στα συλλοϊκά του.
Κι αν ήταν όμορφο παιδί και νύχτα ασημοφέγγαρη, με την περίσσια χάρη στον δροπολίτικο ουρανό, της Σκοτεινής οι λαμπρομάτες κόρες, που στήνανε κύκλο το χορό, του πέταζαν τα πέπλα τους και το γλυκοκοιτούσαν, άντρα τους να το πάρουν. Τους νιους τους κυπαρισσόκορμους και τους καλούς λεβέντες, με τη θωριά τους μάγευαν και τα μεγάλα μάτια, τα άσπρα τους τα μάγουλα και τα χαμόγελά τους.
Στη Βάνιστα, στην Γοραντζή, στο Κάστρο και σ’ όλη τη Δερόπολη, κι ακόμα πάρα πέρα, όλους τους νιους τους όμορφους, τις νιές με τα περίσσια κάλλη, που λάμπανε σαν ήλιος, σαν φεγγάρι, τους ήθελαν νεραϊδογέννητους, νεραϊδογεννημένες. Της Σκοτεινής οι ξωτικές ήτανε και ζηλιάρες. Δεν ήθελαν να τις περνάν στην ομορφιά, στα κάλλη, άλλες γυναίκες του χωριού, κοντά στην γειτονιά τους.
Τις νιές τις γαϊτανοφρύδες, τις όμορφες και λυγερές, που σέρνανε χαμηλωθώρες το Λροπολίτικο χορό, τις ζήλευαν οι ξωτικές. Νυφάδες απ’ τη Βάνιστα και νιόπαντρες της Γοραντζής, ολόδροσα λουλούδια, σαν πήγαιναν στη Σκοτεινή, κρύο νερό να πάρουν, με τις βαλέρες τις γερές, στο δείλι το μενεξεδί και στου ήλιου το γέρμα, πολλές φορές οι ξωτικές, σαν γύριζαν στο σπίτι, στο μεσοδρόμι του χωριού, χωρίς να καταλάβουν, κρυφά τους χύναν το νερό.
Μανάδες, που ’χαν όμορφες νυφάδες των παιδιών τους, ποτέ τους δεν τις άφηναν να πάνε στης Σκοτεινής τα σκαλοπάτια.
Οι ξωτικές αέρινες, τις έσπρωχναν και πέφταν στο ποτάμι. Και το νερό του ποταμιού τις έσερνε μακριά, κι ακούγονταν οι τραχηλιές με τα πολλά φλωριά να πλατσιαρίζουν στο νερό, ως που να τις πετάξει στον Οβηρό του Κάστρου.
Μια νύφη από τη Βάνιστα, σαν τ’ ανοιχτό τραντάφυλλο, το μανουσάκι τ’ άσπρο, με την ποδιά τη λαμπερή τη χρυσοκεντημένη, και τ’ άσπρο, το φουστάνι της με τις πολλές πτυχές, σαράντα μέρες πέρασαν, πώβλεπε το στεφάνι, ζαλώθηκε στη μέση της βαλέρα ολοκαίνουργη, να πάει στη Σκοτεινή, νερό να βγάλει.
Δεν πίστευε η νιόνυφη για τις νεράιδες τις ξανθές, που προβάλλαν στα γαλανά ντυμένες. Δεν ήξερε που ναι ζηλιάρες και κακές, σαν βλέπουν κοπέλες όμορφες, νυφάδες παινεμένες.
Ήταν απ’ αρχοντόσπιτο, το σόι του Πατσέλη, που χε τα πλούτη τα πολλά, εμπορικά και μαγαζιά στο Σκάλωμα, στο Κάστρο. Κι όλες οι νιές της Δρόπολης, της Λιούντζης οι κυράδες απ’ του Πατσέλη ψώνιζαν τις προίκες και τ’ ασημικά.
Μικρή, μικρή παντρεύτηκε όμορφο παλικάρι. Και το ζευγάρι το καλό έλαμπε μες στη χώρα, για την ορθή κορμοστασιά, το ζαχαρένιο στόμα. Κι όσοι το βλέπαν να περνάει στο μεσοχώρι το πλατύ, έλεγαν με το νου τους τραγούδι του παλιού καιρού, τραγούδι για τα νιάτα:
Τίποτε δεν εζήλεψα σ’ τούτον απάνω κόσμο,
ζηλεύω τ’ άξιο τ’ άλογο, και τ’ άξιο το ζευγάρι
και τη γυναίκα την καλή, πώχει το παλληκάρι.
Ήταν μενεξεδένιο δείλι. Ντύθηκε και στολίστηκε και πάει με τις συντρόφισσες στης Σκοτεινής τη βαθουλή σπηλιά, που βγαίνει απ’ τα σπλάχνα της κρυστάλλινο νερό. Όλες οι νιές της Βάνιστας, ψηλές, λιγνές και όμορφες, σαν τις μηλιές του κήπου, και φιλενάδες γκαρδιακές απ’ τα μικρά τα χρόνια, που μάθαιναν τα γράμματα στον δάσκαλο το Ντώνη, το δρόμο, δρόμο πήρανε με γέλια και τραγούδια, να πάνε για τη Σκοτεινή. Και περπατούν ταρναριστά και γλυκοτραγουδούσαν τραγούδια για τις όμορφες και για τις μαυρομάτες, πώχουν το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι, κι αυτό το ματοτσίνορο σαν ελληνικό δοξάρι.
Τα γλυκόσκοπα νεραϊδικά τραγούδια αχούν σ’ όλες τις λαγκαδιές τριγύρω, απ’ τις νυφάδες τις λυγερές με τη λαμπρή θωριά τους. Του Κάτση οι κόρες τ’ αρχινούν, του Ζιώγκου το γυρίζουν, του Πάνου και των Λύτωνε στέκουν και το γεμίζουν. Κι έλεγε το τραγούδι τους:
Όσα λουλούδια ’χει η άνοιξη κι η Πόλη παραθύρια,
τόσα φλωράκια ξόδεψα, κόρη μου, για τ’ εσένα.
«Λεν το ’ξερα, λεβέντη μου, που ξόδιασες για μένα,
να γίνω γης να με πατείς, γιοφύρι να περάσεις,
να γίνω κι ασημόκουπα, να πίνεις το κρασάκι,
εσύ να πίνεις το κρασί, κι εγώ να λάμπω μέσα…
Κι από την άλλη την μεριά έρχονταν οι Γοραντζηνές με πλουμιστά μαντήλια, δεμένα στο κεφάλι. Στη Σκοτεινή τραβούσανε με γέλια και τραγούδια:
Μένα η μάνα μου, μένα η μανούλα μου
Μικρή με πάντρεψε και μ’ αρραβώνιασε,
Μ έδωκε μακρυά στον πέρα μαχαλά.
Ηύρα πεθερά σαν την τρανταφυλλιά,
Ηύρα πεθερό σαν τον αυγερινό
Κι αντραδέρφια δυο, να ζω να τα χαρώ.
Σαν έφτακαν στη Σκοτεινή, όλες ξεζαλώδηκαν. Στο έμπα άναψαν τα δαδιά να φέξει στο σκοτάδι. Κι ύστερα επερπάτησαν κάτω από τον δόλο, να βγουν στις λιθαρένιες σκάλες, να σκύψουν και να κατέβουν στου ποταμιού το ρέμα.
Όλο το καλοκαίρι οι ρεματιές ολόγυρα δεν έχουνε χορτάρι, και το νερό της Σκοτεινής ήτανε λιγοστό. Πολλές σκάλες κατέβηκαν με τα δαδιά στα χέρια και με τον φόβο στην καρδιά, μη σβήσουν τα δαδιά από τ’ αγέρι τ’ αλαφρό, που φύσαγ’ εκεί μέσα. Και απαλά εχάιδευε τις λυγερές νεράιδες, που ανάερες, κι ολόγυμνες χόρευαν πηδηχτά, με πέπλα αραχνοΰφαντα στα κρυσταλλένια τα νερά, που τρέχαν για τον Οβηρό, στου Κάστρου το ποτάμι, να σμίξουν τα νερά τους.
Έσκυψε η νιόνυμφη, νερό να βάλει στον κουβά. Ξάφνου τ’ ολόλευκα φτερά κάποιας νεράιδας άυλης, την σήκωσαν αγάλι και στο ποτάμι έπεσε. Και σι ο νερό εβρόντησαν οι τραχηλιές οι χρυσοπλουμισμένες. Μεμιάς νεράιδες, μάγισσες, ξωθιές, φουσάτα την κύκλωσαν.
Οι άλλες οι συντρόφισσες έσκουξαν μονομιάς. Εβούιξ’ όλ’ η Σκοτεινή. Μες στο ποτάμι ρίχτηκαν, τη νύφη για να σώσουν, που οι νεράιδες ζήλεψαν να πάρουνε κοντά τους. Η Λάμπρω η χεροδύναμη, ρίχτηκε πρώτη στο νερό κι έπιασε τη νύφη. Απ’ τα μαλλιά την τράβηξε, στην αγκαλιά την πήρε. Οι άλλες οι συντρόφισσες, χλωμές από τον φόβο, επήγανε κοντά της. Η Λάμπρω ήταν ξακουστή σε όλο το χωριό. Κι άλλη φορά στη Σκοτεινή έγινε παλληκάρα. Με τις νεράιδες πάλεψε όλο το γλυκοχάραμα, την ώρα που στολίζονταν κι έπλεκαν τα μαλλιά τους οι ξωτικές οι όμορφες, οι άσπρες σαν το χιόνι. Στο τέλος τις ενίκησε, τους πήρ’ από τα χέρια μαντήλι ολομέταξο, που έλαμπε σαν άστρο.
Η νύφη σαν εγλίτωσε κι ήρθε στα λογικά της, σε όλους ομολόγησε το τ’ είδε στο ποτάμι, όσο να μπει στο νερό η Λάμπρω να τη βγάλει. Είδε νεράιδες πανέμορφες με τα ξανθά μαλλιά, π’ ολόγυμνες χορεύανε απάνω στα νερά. Κι άλλες πάλι εξέβγαιναν απ’ τα βαθιά νερά και λάμπανε τα μάτια τους κι άστραφταν ια κορμιά τους, τ’ αφροπλασμένα στήθια. Αυτά η νύφη έλεγε στις φιλενάδες της, που γύριζαν από τη Σκοτεινή.
Γοργά, γοργά μαθεύτηκε σε όλο το χωριό για τη νυφούλα, που ’θελαν να πάρουν οι νεράιδες. Η Γιώργαινα, η πεθερά της κόρης του Πατσέλη, βγήκε στην πόρτα του σπιτιού για να καλοδεχτεί τη νύφη, που εγλίτωσε από τις ξωτικές. Φόβος τής μπήκε στην καρδιά, τη νύφη της σαν είδε, μη τη βάρεσαν στο μυαλό της Σκοτεινής τ’ αγερικά.
Έτρεξαν κι οι γειτόνισσες να λύσουνε με ξόρκια, με πεντάλφες τις γητειές, για να προλάβουν το κακό.
Άλλες πεντάλφες σκάλιζαν στον ίσκιο της συκιάς κι άλλες εφέραν βασιλικό μέσα στο μαστραπά. Κι η Μάλε η γεροντότερη, κι η κάκω του Κολησιώμου σταυροκοπώντας έριξε σταυρό της Παναγιάς στο γάργαρο νερό. Μεμιάς χούχλοι πολλοί εβγήκανε. Ύστερα της εδώκανε να πιει ένα φλυτζάνι. Τα μάγια ελυθήκανε.
Πολύς καιρός δεν πέρασε, που γλύτωσε η νύφη από τις ξανθιές της Σκοτεινής καλοκυράδες. Μια άλλη νύφη σαν κι αυτή, αρχοντοθυγατέρα, Γοραντζινή κυρά, δε γλύτωσε το πνίξιμο στης Σκοτεινής το δολερό ποτάμι. Ψηλή, λιγνή, μελαχρινή, όλο δροσιά και χάρη, εκίνησ’ η αρχόντισσα στη Σκοτεινή να πάει την ώρα, που πέφτανε οι χρυσαφιές του δειλινού αχτίδες. Τους θρύλους δεν εσκιάζονταν για τις γλυκόφωνες ξωθιές, που λέγανε, σαν συνάζονταν στην Κούλα και στις πόρτες, στα παστρικά πεζούλια.
Στην Γοραντζή την όμορφη, με τα ψηλά τα σπίτια, τα δίπατα και τρίπατα, τα καλοστολισμένα, πούχε τα πλούτη τα πολλά, κι άντρες ξενιτεμένους στην Πόλη, στην Αμερική και σ’ όλη τη Βλαχιά, ήταν γυναίκες σαν μηλιές, κοπέλες σαν του Μαγιού τα λούλουδα, τ’ Απρίλη τις δροσιές.
Σε όλη τη Δερόπολη, σ’ όλη την Κάτω Χώρα, την ήξεραν με τ’ όνομα η Καλογοραντζή. Τα ηλιογραμμένα δειλινά, σαν τέλειωναν απ’ τις δουλειές του θέρου και του τρύγου, π’ ολημερίς δουλεύανε, χωρίς να αποσταίνουν, ετραγουδούσαν κι έλεγαν γλυκόηχα τραγούδια. Κι ύστερα για τις ξωτικές, που ’ταν στην γειτονιά τους, θρύλους πολλούς ελέγανε.
Όλες στις πόρτες, που καθότανε, με τη σειρά τους μολογούσαν κι έλεγαν, τι ’χαν ακούσει απ’ τις γιαγιές, πως βγαίνανε το βράδυ, με πέπλα ουρανογάλαζα απ’ του νερού τα βάθη και τρέχανε στα ολοπράσινα βουνά, τις γάργαρες πηγές οι ξωτικές που βρίσκονταν κοντά στη γειτονιά τους. Κι άλλες αφρογέννητες ρίχνονταν και δροσίζονταν στα κρυσταλλένια τα νερά, στου φεγγαριού τη λάμψη. Και μέσα στα μεσάνυχτα, με ορθάνοιχτα τα μάτια, οι ξωτικές της Σκοτεινής ολόγυρα γυρνάνε, ανάλαφρα και πεταχτά. Το φως του ήλιου σκιάζονται και τ’ άστρο της αυγής. Ολημερίς κρυβότανε κορμιά χυτά κι ολόλευκα και πόδια ασημένια, στου ποταμιού τα κρυσταλλένια τα νερά, που ζήλευαν τη γύμνια τους. Άλλες χτενίζουν τα μαλλιά γονατιστές στην όχθη. Και για καθρέφτη έχουνε τ’ άστρα και το φεγγάρι. Κι ύστερ’ αρχίζουν το χορό πιασμένες χέρι – χέρι. Σαν χόρεψαν ολόδροσες με τα ολόλευκα φτερά, όλες γίνονται άφαντες στο φως της χαραυγής. Κι όσοι περνάν εκεί κοντά τις πρωινές τις ώρες, ακούν τα πλατσιαρίσματα στου ποταμιού τις όχτες και φεύγουν τρομαγμένοι.
Όμως καμιά φορά ζαλίζονται τον Μάη και τον Απρίλη. Και το ηλιόφως, πόρχεται ψηλά απ’ το βουνό, στέκουνε, το κοιτάζουνε στο πρωινό αγέρι. Κι ύστερα χάνονται μεμιάς, σαν δουν ανθρώπινη ψυχή, κοντά τους να διαβαίνει. Το τραγούδι, ο χορός, τα παιγνίδια κι η φλογέρα του τσομπάνη και τ’ αηδόνια, που λαλούσαν απ’ τα κλωνιά τα ψηλά, χαρά μεγάλη δίνανε στης Γοραντζής τις ξωτικές και τις καλοκυράδες.
Στα χρόνια τα παλιά, στην Γοραντζή, στη Βάνιστα, σαν γένονταν χαρές και τα λαλούμενα μπροστά γλυκούς σκοπούς έπαιζαν, τη νύφη για να πάρουν, στης Σκοτεινής το δρόμο όλο το ψίκι στέκονταν. Εδώ οι άντρες άρχιζαν με τον γαμπρό μπροστά, να τραγουδούν λεβέντικα της Δρόπολης τραγούδια, για να τ’ ακούν απ’ τη σπηλιά οι περδικόστηθες της Σκοτεινής νεράιδες:
Ανάμεσα τρεις θάλασσες, τρανταφυλλάκι μ’ κόκκινο
Πύργος θεμελιωμένος, νεράτζι και λεϊμόνι.
Κι απάνω κόρ’ εκάθονταν κι όλο φλωριά αρμαθιάζει.
Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε, εννιά αρμαθούλες φκιάνει,
Τις πέντε βάζει στο λαιμό, τις τέσσερις στα χέρια.
Και με τον ήλιο μάλωνε, με τον ήλιο μαλώνει:
-Για έβγα, ήλιε μ’, για να βγω, για λάμψε, για να λάμψω.
Και συ αν λάμψεις, ήλιε μου, μαραίνεις τα χορτάρια,
Κι εγώ κι αν λάμψω, ήλιε μου, μαραίνω παλικάρια.
Κι από την άλλη τη μεριά, οι νιές κοπέλες πρόσχαρες τριγύρω απ’ τη νύφη, μανούσια και ροδόφυλλα ερίχνανε στο δρόμο, για να τα βρουν οι ξωτικές στο φεγγαρίσιο φως, την ώρα που χτενίζανε τα χρυσαφένια τους μαλλιά με διαμαντένια χτένια. Κι έλεγαν το τραγούδι:
Μωρή, που πάνεις για νερό με τη βαλεροποΰλα
Και παίρνεις τον ανήφορο σαν η περδικοπούλα.
Χαιρέτα μου τον πλάτανο, χαιρέτα μου τη βρύση,
Χαιρέτα και την κόρη μου, π έρχεται να γιομίσει.
Στην πόρτα μου να μη διαβείς, όσο να γένεις νύφη,
λαχαίν’ ο γυιός μου ’πο κρασί, λαχαίνει μεθυσμένος,
σου κόβει τα λιανά κουμπιά, φιλάει τα μαύρα μάτια.
Η νύφη έτσι γλίτωνε από τα μάγια και τα ξελογιάσματα των ξωτικών της Σκοτεινής. Κι άρχιζε την καινούργια της ζωή μ’ ανθούς και μ’ όνειρα μεγάλα, με την αγάπη του αντρός, της πεθεράς τα παίνια.
Η μόνη που δεν πίστευε στις ξωτικές της Σκοτεινής και τις καλοκυράδες, στα μαγικά, στ’ αερικά, ήταν η Νικολάκαινα, του Μπόλου η θυγατέρα. Αυτή ’χε μάθει γράμματα στην Πόλη, στο Τσιαρσί. Ήταν γραμματισμένη.
Στο Ζάππειο στην Πόλη ο κύρης της την έβαλε, ο Παναγιώτης Μπόλος, που ’ταν μεγάλος άρχοντας, της Γοραντζής μεγάλος ευεργέτης. Τούτος έδωκε γρόσια και φλωριά, για να ’χει δάσκαλους καλούς το ξακουστό της Γοραντζής σκολειό. Και στο σκολειό κρεμόντανε ένα μεγάλο κάδρο με τη φωτογραφία του. Οι κόρες δε μαθαίνανε κείνα τα χρόνια γράμματα, μη λάχει και χαλάσουν του τόπου τη συνήθεια. Όμως η Νικολάκαινα ήταν στη Δερόπολη η πρώτη Δροπολίτισσα, που σπούδασε στην Πόλη.
Σαν γύριζε στην Γοραντζή, η κόρη η γραμματισμένη, η πρώτη μας Ζαππίδα, μες στο χωριό παντρεύτηκε όμορφο και πλούσιο παλικάρι, τον Νικολό Τζιοβάρα. Στις πόρτες, όταν άκουγε τις άλλες τις συντρόφισσες, να μολογάν για ξωτικές και τις καλοκυράδες, γελούσε και δεν πίστευε στη_δύναμη των ξωτικών.
Και μια γιορτή, μια Κυριακή, μενεξεδένιο δείλι, ντύθηκ’ η Νικολάκαινα μεταξωτά φουστάνια, έδεσε το μαντήλι της, το πλουμιστό ζωνάρι, που ’χε κεντήσει στο σκολειό, στο Ζάππειο στην Πόλη. Στη μέση εζαλώθηκε βαλέρα ολοκαίνουργη, π’ αγόρασε στο Κάστρο. Και σα νεράιδα κίνησε στη Σκοτεινή να πάει.
Οι άλλες οι συντρόφισσες δεν πήγαιναν κοντά της. Εσκιάζονταν τις ξωτικές, που θάταν χολιασμένες, γιατί η Νικολάκαινα δεν πίστευε, σα σπουδαγμένη, που ’τανε, στους θρύλους για τις ξωτικές, για τη σπηλιά της Νύφης. Μονάχα η Γιωργάκαινα, του Ζώη η θυγατέρα, που ’χε στο Κάστρο καφενέ, επάησ’ από κοντά της. Αντάμα επερπάτησαν στη Σκοτεινή να πάνε. Καλά μπήκαν και γιόμωσαν τις κεντημένες βαλιέρες. Μονάχες τους βρισκόντανε μέσα στη Σκοτεινή, σαν κουράστηκαν να πλατσιαρίζουν τα νερά, κι ένα γλυκό τραγούδι ν’ ακούγεται από της λίμνης τους αφρούς. Τέτοιο τραγούδι απόκοσμο πρώτη φορά τ’ ακούγανε οι νιόνυφες της Γοραντζής.
Και ξαφνικά σβηστήκανε τα αναμμένα τους δαδιά και μείναν στο σκοτάδι. Μέσα στη σιγαλιά εβγήκαν και χορεύανε νεράιδες περδικόστηθες μ’ ανείπωτ’ ομορφιά. Και σειούνταν και λυγιούντανε απάνω στο νερό. Και τα χιονάτα πέπλα τους ανέμιζαν στο αλαφρό αγέρι και φαίνονταν αιθέριες οι νεραϊδοκορμοστασιές.
Όσο η ώρα προχωρεί, τόσο και οι νεράιδες χόρευαν χεροπιαστά, και τα μαλλιά τους χύθηκαν τριγύρω στο λαιμό τους. Τα λυγερά και τα χιονάτα τους κορμιά χύνανε μοσκοβολιές, και τα μεγάλα μάτια τους σκορπούσανε στη σκοτεινιά όλο φωτιές και λαύρα.
Κι εκεί, που σέρναν το χορό και γλυκοτραγουδούσαν, όπως τ’ αηδόνια την αυγή τα ερωτοτράγουδα τους, όλες εμαζευτήκανε τριγύρω στις Γοραντζηνές και τις γλυκοκοιτάζουν.
Τώρα κι η Νικολάκαινα, η πολυδιαβασμένη, κιτρίνισ’ απ’ τον φόβο της κι εχλόμιασε σαν αγιοκέρι.
Χτυπάει η καρδιά της δυνατά απ’ την πολλή τρομάρα. Έχασε τα συλλοϊκά της, τα πήραν οι νεράιδες. Σύραν τη Νικολάκαινα μες στα βαθιά του ποταμιού νερά. Η όμορφη Γοραντζηνή πνίγηκε στο ποτάμι. Τ’ αγερικά τη βάρεσαν. Η φιλενάδα η Γιώργαινα έφυγε τρομαγμένη και στο χωριό διαλάλησε, το τ’ είδαν τα ματάκια της μέσα στη Σκοτεινή.
Μεμιάς εμαζευτήκανε όλ’ οι Γοραντζηνοί. Τρέξανε νιοι, τρέξανε νιές, τρέξαν τα παλικάρια και μπήκανε στη Σκοτεινή, με τα δαδιά αναμμένα. Έλαμπε όλη η σπηλιά απ’ τα πολλά δαδιά, σαν να ’ταν πανηγύρι. Ώρες πολλές γυρίζανε στη Σκοτεινή τη δολερή, να βρουν τη Νικολάκαινα, που ’τανε στο χωριό λουλούδι γλυκοθώρητο, της Δρόπολης καμάρι. Και πουθενά δε βρήκανε τη νύφη την περήφανη, με τα γλυκά τα μάτια.
Όλη τη νύχτα γύρευαν μέσα στη Σκοτεινή, ώσπου ’ρθε το ξημέρωμα, χωρίς να βρουν τη νια την παινεμένη. Και με το κρούσμα του ήλιου εγύρισαν στη Γοραντζή και χύνουν μαύρα δάκρυα. Όλοι βουβαθήκανε στο όμορφο χωριό, για το κακό που γίνηκε τη μαύρη κείνη μέρα.
Ακόμα και τ’ άψυχα, ραχούλες, βράχοι και βουνά, καθώς ψηλά κοιτάζουν, μαράθηκαν απ’ τον καημό, για τον χαμό της νύφης.
Τρεις μέρες επεράσανε. Και μιαν αυγή με το δροσιά, η όμορφη Γοραντζινή βγήκε ανεπάντεχα στον Οβηρό του Κάστρου, μ’ άσπρο νεραΐδομάντήλο δεμένο στο λαιμό της. Στη Σκοτεινή ξημέρωσε τρεις μέρες και τρεις νύχτες σε μιας νεράιδας το χορό, κι έχασε στις αγκάλες της ζωή και λογικό.
Στον Οβηρό πνιγμένη βρέθηκε η άδολη και τρυφερή νυφούλα από τους Καστερούς, που πήγαιναν πρωί – πρωί, τους μαύρους να ποτίσουνε, να πάνε για τ’ αγώγι.
Σαν έρθ’ ο Απρίλης κι άνοιξη με τις πολλές δροσιές και λουλουδίσ’ ο κάμπος κι οι πλαγιές, της Σκοτεινής, το υπόγειο βουβό ποτάμι απ’ τα πολλά του τα νερά φουσκώνει και ξεχειλίζει ακράτητο. Όλη η στρογγυλή σπηλιά γιομίζει και ξεχύνεται τρεχούμενο ποτάμι.
Ο κάμπος ο Γοραντζινός, που ’ναι κοντά στη Σκοτεινή, γίνεται καταπράσινος απ’ τα πολλά χορτάρια και τα λουλούδια χύνουνε χρώματα μύρια κι ευωδιές, π’ αναγαλλιάζ’ ο κόσμος. Αρνάκια κάτασπρα πηδάν στο νιόβγαλτο χορτάρι.
Οι γύρω οι πλαγιές, τα πράσινα τσαΐρια, γιομάτα ομορφιές. Και τα πετούμενα πουλιά δροσολογούνται κι αρχινάν ολόγλυκους κελαΐδισμούς. Της Σκοτεινής το υπόγειο ποτάμι ολημερίς κι ολονυχτίς κελαρυστά ξεχύνει τα πλούσια νερά του.
Όλονε τον Απριλομάη, που το ποτάμι τρέχει απ’ έξω απ’ της Σκοτεινής τους ισκιωμένους βράχους, οι λυγερές της Βάνιστας κι οι νιές της Γοραντζής σαν πέρδικες καμαρωτές, τρέχουν και πλένουν τα σκουτιά, λευκαίνουν τα προικιά τους, με το νερό της Σκοτεινής, το μοσχομυρισμένο.
Μια ανοιξιάτικη αυγή, που γύρω όλα ανθίζουν κι όλα λάμπουν, προτού να κρούξ’ ο ήλιος του Μαγιού, όπως ανιστοράει ο θρύλος, π’ ακόμα στα φαράγγια μακριά αχολογούσε νυχτοπουλιού παράπονο, ο Γιώργος απ’ την Γοραντζή, παιδί του Νάσιου Μπέη, βρέθηκε βλαμμένος. Οι ξωτικές της Σκοτεινής, π’ ολονυχτίς στολίζονταν και πλέκαν τα μαλλιά τους, έχοντας για καθρέφτη τους το όμορφο φεγγάρι και στήσαν κύκλο τον χορό, πιασμένες χέρι, χέρι, τον Γιώργη τον λαβώσανε κι επήραν τα συλλοϊκά του.
Ο Γιώργης ήταν άξιος με ψυχή κι όμορφο παλικάρι. Ποτέ του δεν εσκιάχτηκε κλέφτες και Αρβανίτες, που εμόλυναν τη Δρόπολη ολονυχτίς γυρίζοντας, πλιάτσικο για να πάρουν.
Όλη τη νύχτα έβοσκε τα γιδοπρόβατά του, κοντά στης Σκοτεινής τις ρεματιές, που οι Νεράιδες χόρευαν κι άπλωναν τα πέπλα στο ολοπράσινο κι ολόδροσο τριφύλλι. Με τη φλογέρα ο πιστικός λαλάει το μοιρολόι. Κι άλλη φλογέρα ακούγονταν μες στην βουνοπλαγιά την πέρα.
Οι ξωτικές μαζεύτηκαν στο μέρος, που ακούγονταν γλυκόηχη φλογέρα. Η νύχτα ήτανε ξάστερη.
Ήταν γλυκιά κι αχνόφωτη, λουσμένη με μυρόπνοη γαλήνη. Για μια στιγμή εσκιάχτηκαν, την ώρα που ένας κόκορας με τη βραχνή του τη λαλιά έσκιζε τον αγέρα, μες στην κορφή της Γοραντζής, στον δρόμο στα Ραβένια.
Το λάλημα σαν έπαψε, συνάχτηκαν ολόγυρα στ’ όμορφο παλικάρι, στα γαλανά ντυμένες, με τα μακριά τους τα μαλλιά, τα μεταξένια και ξανθά, που ’γγίζουνε το σιάδι. Το αλαφρό τους φύσημα εδρόσισε το νιο, που ’παιζε τη φλογέρα. Και βλέπει μπρος του τον χορό και βλέπει τις Νεράιδες, που ’χαν φεγγάρι πρόσωπο και δυο αστέρια μάτια και χέρια κρινοδάχτυλα. Κι ένα τραγούδι σιγανό σαν από πέρα να ’ρχεται, σαν από κοντά του κυλάει γλυκά στ’ αυτιά του.
Φόβος τού μπήκε στην καρδιά. Έπαψε το γλυκόσκοπο τραγούδι. Κι από το φόβο τον πολύ, αντί να κάτσει φρόνιμα μέσα στον τράφο τον πλατύ, που κάθονταν στην όχτη, μέγα λιθάρι άρπαξε και το ’ριξε τ’ αψηλού, για να σκιαχτούν οι ξωτικές. Οι ξωτικές έφυγαν τρομαγμένες και κρύφτηκαν μες στα κρυστάλλινα νερά στης Σκοτεινής τη λίμνη.
Όμως ο Γιώργης εμαγεύτηκε κι έχασε τη λαλιά του. Μέσα στον τράφο έμεινε λιγοθυμισμένος, χωρίς μιλιά να βγάνει, ώσπου τον βρήκαν την αυγή να κείτεται στο πράσινο χορτάρι.
Ετρόμαξαν οι φίλοι του και όλοι οι δικοί του. Μεμιάς τόνε σηκώσανε, στην αγκαλιά τον πήραν. Και μια φωνή ακούστηκε απ’ όλωνε το στόμα: «Τον Γιώργη τον εμάγεψαν της Σκοτεινής οι ξωτικές, όπου μαγεύουνε τους νιους, μαγεύουν παλικάρια, μαγεύουνε ποιον αγαπούν μέσα στα φυλλοκάρδια. Γοργά να βρούμε γιατριά απ’ τις Χασκοβινές. Αυτές ξέρουνε βότανα, που ξεμαγεύουν τα παιδιά, τους νιους τους παινεμένους». Ή δόλια η μανούλα του, απ’ τον πολύ καημό της άρχισε να μοιρολογάει, να χύνει μαύρα δάκρυα, για τον γιο τον μοναχό, που μάγεψαν και βάρεσαν τ’ αγερικά και οι καλοκυράδες, κι επήραν τα συλλοϊκά και τη μιλιά του πήραν.
Εφημερίδα «Πυρσός Βορείου Ηπείρου», 1980.