Οι σιδεράδες του χωριού

ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ
Του Θανάση ΜΠΟΛΟΥ
Μα πόσοι ήταν αυτοί οι σιδεράδες, και τι χρειάζονταν όλοι σ’ ένα χωριό;
Η ιστορία τους είναι παλιά, πολύ παλιά. Από πού ήρθαν στο χωριό, αυτοί δεν το ξέρει κανένας. Από κει που ήρθαν και μερικοί άλλοι κάτοικοι του Χλωμού. Ένα πράγμα είναι ακριβές: Όταν το 1857 χτίζονταν η εκκλησία του χωριού, ο προπάππος τους, Δημήτρης Μέτσιος έστησε στον αυλόγυρό της το καμίνι του, δηλαδή το σιδεράδικο. Αυτό θα πει πως προϋπήρχαν αυτή την εποχή, ίσως κι’ από τον 18ο αιώνα αν όχι γρηγορότερα.
Το γεγονός ότι δεν είχαν τις δικές τους περιουσίες στο χωριό με σταροχώραφα, με ποτιστικά, με κουριά, όπως είχαν οι άλλοι κάτοικοι, δείχνει πως έχουν έρθει αργότερα. Και επειδή δεν είχαν αγροτική περιουσία, ζούσαν με την τέχνη του σιδερά, αφού η οικογένεια των Μετσαίων, από τότε ίσα με τώρα, έχει να αναδείξει τόσους άρτιους δεξιοτέχνες σιδεράδες από κάθε γενιά της. Μόλα ταύτα στην προπολεμική κοινωνία δεν τους έλειπε η καταφρόνια.
* * *
Εκείνο που κάνει τόσο πολύ προσφιλείς κι’ αγαπητούς στους συγκατοίκους τους, τους Μετσαίους σιδεράδες, είναι η έντιμη συμπεριφορά τους με τους ανθρώπους, με όλους τους ανθρώπους, είναι η τέλεια δουλειά τους, με την οποία δεν έδωσαν ποτέ το δικαίωμα σε κανέναν πελάτη να παραπονευτεί. Και το τρίτο που τους έκανε να ξεχωρίζουν κάπως από τους άλλους, ως μπροστά από τον τελευταίο πόλεμο τουλάχιστο, είναι η πολυτεκνία τους. Τσούρμο τα παιδιά τους στις γειτονιές μας, μα και στα καμίνια τους αναδεύονταν με τα κατσιούπια (τα φυσερά δηλαδή), με τους τροχούς και τις λίμες, με τη μέγγενη και τα σφυριά πατώντας ξεκάλτσωτα και λερώνοντας… τα κάρβουνα.
Οι Μετσαίοι δεν ήταν γνωστοί μονάχα στο Χλωμό σαν καλοί και έντιμοι τεχνίτες. Σ’ όλο το Πωγώνι γνώριζαν οι άνθρωποι τους καλούς σιδεράδες. Και κάθε μέρα θα ’βρισκες στα καμίνια τους κάποιους: Τσιατιστινούς, Σχωριαδίτες, Σεπεριώτες, Δαμποβίτες και Σουχιώτες, και Λιμποχοβινούς. Και Δροπολίτες έφθαναν εδώ πάνω στο ορεινό Χλωμό για να φκιάσουν τα σιδερικά τους.
***
Στις δυό τελευταίες δεκαετίες, μπροστά από τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο και ύστερα απ’ αυτόν, στο Χλωμό υπήρχαν δυό σιδεράδικα: του μαστορο – Σπύρου και του μαστορο – Ντώνη. Πατέρας και παιδί. Μα φάνταζαν αδέρφια. Μόνο στο μπόι είχαν διαφορά. Ο μαστορο – Σπύρος, πολύ πιο κοντός από το γιό του, δούλευε μαζί με το γιό του μαστορο – Ντώνη, τον Αχιλλέα, που τον λέγαμε Λιά.
Και τι σιδερικό δεν περνούσε από τα χέρια τους! Και τι μορφές δεν ήξεραν να του δόσουν! Να φκιάσουν τσάπες, τσαπιά, τσεκούρια, τσιαλοκόπες; Αστείο πράμα! Με κλειστά μάτια!
Να φκιάσουν σιδερένιες σκαλωσιές, πολυτελέστατα συμπλέγματα για φράξιμο σε αυλές και εξώστες; Η ικανοποίησή τους!
Να φκιάσουν καρφιά ειδών – ειδών, εξαρτήματα θυρών, παραθύρων, μοχλούς, σκεπάρια, σφυριά; Η ξεκούρασή τους!
Και τι δεν ήξεραν να φκιάσουν; Δικέλια, μπέλια, φτυάρια, κασμάδες; Κι από τι είδους σίδερο; Και πώς το κολλούσαν;
Με το σφυροκόπημα το μετέβαλλαν σε λαμαρίνα. Το ’βαζαν βαθιά στα αναμμένα κάρβουνα και το φυσούσαν με τα κατσιούπια ως που έλιωνε. Τότε έσμιγαν τα κομμάτια αυτά μεταξύ τους και πραγματοποιούσαν τη «βράση». Σήμερα, ας είναι καλά το οξυγόνο. Όλα εκείνα που για να γίνουν χρειάζονταν μια ολόκληρη μέρα τώρα γίνονται στο «πι» και «φι»! Μόλα ταύτα, ο μαστορο – Σπύρος, ο μαστορο – Ντώνης, ο Λιάς, παρ’ ότι υποχρεωμένοι τα τελείωναν πιο αργά, τα ’καναν και κείνοι τέλεια. Πολύ τέλεια. Πολύ όμορφα, όπως και τώρα. Μήπως και ομορφότερα;
Μα γίνεται το σίδερο όμορφο; Και μάλιστα στο πατροπαράδοτο καμίνι με μόνα μηχανήματα το αμόνι, τη μέγγενη, τις μακριές χοντροειδέστατες σιδερολαβίδες, τα σφυριά και την… καστόρα; Ναι! Γίνεται το σίδερο όμορφο. Κι όμορφο το ’κανε η βαθιά πείρα του γέρο – Σπόρου, η επίμονη και ακατάπαυστη δουλειά του μαστορο-Ντώνη, το δημιουργικό πνεύμα του Διά και όλων των άλλων γιών, αδερφών και αγγονιών σιδεράδων της μεγάλης τους οικογένειας. Τη λεπτότητα της τέχνης τους, την τελειότητα και την εγγύηση μαρτυρούν ίσα με σήμερα, και θα την πιστοποιούν ως που να λιώσουν αυτά τα σιδερένια εργαλεία που πέρασαν από τα χέρια τους τότε, εδώ και 30 και 50 και 80 χρόνια. Εδώ και 130 χρόνια οι χειροποίητες καρφίτσες και τα περόνια που κρατούν καρφωμένες γρέντες και σκαλωσιές στα τότε χτισμένα χτίρια του χωριού, κι’ οι κλειδωνιές της εξώπορτας της εκκλησίας και των πολύ παλιών και νεότερων σπιτιών του χωριού και άλλων γειτονικών χωριών. Τα δαντελωτά κάγκελα στη σκάλα του σκολειού και σε διάφορα μπαλκόνια σπιτιών, οι κεντημένοι σιδερένιοι φράχτες τάφων στο νεκροταφείο και τόσα άλλα έργα που πέρασαν από τα χέρια αυτών των άριστων και τίμιων βιοτεχνών του Χλωμού και ολόκληρης της περιοχής.
Κείνο που ξεπερνάει τα όρια της εντιμότητας των απλοϊκών αυτών λαϊκών βιοτεχνών, είναι η εμπιστοσύνη που είχαν αποχτήσει από τους κατοίκους του χωριού. Έπρεπε, π.χ., να διορθώσουν κάποια σκανδαλισμένη κλειδωνιά στο σεντούκι μιας νοικοκυράς. Εκείνη άφηνε μόνο του το σιδερά να διορθώνει την κλειδωνιά επί τόπου, στο ανοιγμένο της σεντούκι για αρκετές χρονικές ώρες, χωρίς την παρουσία της. Δεν παραπονεύτηκε ποτέ κανένας στο χωριό, στις τόσες δεκαετίες, πως κάτι του ’λειψε από το σεντούκι, από το σπίτι. Βέβαια τίποτε δε μπορούσε να λείψει, γιατί οι Μετσαίοι σιδεράδες έχουν κρατήσει ψηλά την τιμή και την αξιοπρέπειά τους κι’ έχουν γίνει παράδειγμα μίμησης για όλους τους τεχνίτες της περιοχής.
* * *
Κάτι άλλο που ξεπερνάει τα όρια της ετοιμότητας να βοηθήσουν όσο πιο πολύ τους συνανθρώπους τους, είναι οι υπηρεσίες που αναλάβαιναν προς τα φορτηγά ζώα των κατοίκων. Είμαι βέβαιος πως κάποιοι από τους αναγνώστες θα γελάσουν, ίσως και δεν το πιστέψουν. Όμως είναι πραγματικότητα. Εκτός από το καλίγωμα, το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο καθήκον της τέχνης τους, γιατί τα πέταλα και τα καρφιά ήταν και δική τους ειδικότητα, εκτελούσαν και χρέη κτηνίατρου και ζωοτεχνικού.
Μόνο στα φορτηγά. Είχαν και τα «χειρουργικά» σύνεργα: Ένα μεγάλο ξυράφι να κόβουν τις κερατοειδείς αποφύσεις που γίνονταν κάτω από τις βλεφαρίδες των ζώων κι’ ένα απλούστατο σουφλί να τους τρυπούν τον ουρανίσκο. Κι’ έλεγαν:
Το μουλάρι «έκαμε στα μάτια», θέλει καθαίρισμα!
Αυτό ήταν το καθαίρισμα. Με το ξυράφι και το τσαγκαροσούφλι. Κι’ ύστερα έριχναν στα εγχειρισμένα μάτια νισιαντήρι, που οι χημικοί το λένε χλωριούχο αμμώνιο και το γράφουν ΝΗ4ΘΙ. Ενώ το αλάτι ήταν το καλύτερο απολυμαντικό για τον τρυπημένο ουρανίσκο του ζωντανού απ’ όπου έφευγε το «ακάθαρτο» αίμα. Είναι γεγονός πως τα ζώα έβρισκαν κάποια ανακούφιση. Υπάρχουν επιστημονικά επιχειρήματα γι’ αυτές τις επεμβάσεις; Δεν ξέρω. Ας το αφήσομε στους κτηνίατρους. Οι Μετσαίοι όμως έκαναν ό,τι μπορούσαν και νόμιζαν ότι έτσι βοηθούσαν τους χωριανούς τους.
***
Και δυό λόγια για να διορθώσαμε τον τίτλο του γραφτού μας. Το επίθετο της μεγάλης αυτής οικογένειας «των σιδεράδων του χωριού» δε βρίσκεται μονάχα στο Χλωμό του Πωγωνιού. Υπάρχει καταχωρημένο σε πολλά μητρώα απογραφής αρχίζοντας από τη Βρίνα και το Βαγκαλιάτι, προχωρώντας στη Γράβα και την Τσερκοβίτσα, ξεπερνώντας το Λιμπόχοβο και το Κάστρο και φθάνομε στα Τίρανα. Και πάλι δεν τελειώνομε. Περνούμε τα σύνορα και συναντούμε το ίδιο έντιμους απόγονους του γερο – Σπύρου στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη…
Και σ’ αυτά τα μέρη, τα δισέγγονα και τρισέγγονα των πρώτων εκείνων τιμημένων σιδεράδων τιμούν, με τη δουλειά και τη συμπεριφορά τους, το όνομά τους. Ενταγμένοι στις πρώτες γραμμές των δουλευτάδων χειρονακτών μάχονται σαν διακριμένοι σιδεράδες, τραχτερίστες, μηχανοδηγοί, σωφέρ, μηχανικοί, ανεβάζοντας πιο ψηλά την τιμή και αξιοπρέπεια που κληρονόμησαν από τους παππούδες τους.
Στο εξώφυλλο: Σιδεραδοοικογένεα.