Ο γερο-χορευτής

Ανδρέας ΖΑΡΜΠΑΛΑΣ
Από το βιβλίο «Το αίμα της αγάπης»
Λαογραφικές διαδρομές στη Βόρεια Ήπειρο
Η πόλη των Αγίων Σαράντα είναι από τις πιο γραφικές του Ιονίου. Μα οι φουστανέλες, οι ριγωτοί αλατζάδες, οι σκούφιες, τα κεντητά γελέκια, τα φουντωτά τσαρούχια που έτριζαν στους δρόμους, την έκαναν ακόμα πιο γραφική. Ολόκληρες περιοχές και χωριά είχαν κατεβεί από τα βουνά, είχαν διασχίσει κάμπους, είχαν περάσει φαράγγια και έσμιγαν στις πλατείες, στους ανθόκηπους, στην παραθαλάσσια λεωφόρο.
Ανάμεσά τους και ο Τάκης Λάλος – αλλά, ποιος να ’ναι;
Ο καθένας έχει τους λόγους του να βρεθεί και να χαρεί σ’ ένα λαογραφικό φεστιβάλ. Ίσως είναι το σημείο όπου σμίγουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Εγώ ομολογώ ότι είναι και κάτι άλλο: ο Πωγωνίσιος.
Ο χορός που τον λένε Πωγωνίσιο είναι σοφός σαν παροιμία. Μπαίνεις, τον χορεύεις και βγαίνεις σοφότερος.
Ο Πωγωνίσιος είναι συλλογικός. Όσοι κι αν παρευρίσκονται σ’ ένα γάμο, μπαίνουν και τον χορεύουν. Ακόμα κι ένα πανηγύρι ολόκληρο μπορεί να τον χορέψει άνετα.
Ο Πωγωνίσιος είναι εύκολος. Τα νεαρά παιδιά και τα νεαρά κορίτσια αυτός τα δέχεται πρώτος, αυτός τους διαλύει τη συστολή, τα εξοικειώνει με το ρυθμό.
Ο Πωγωνίσιος είναι απέραντος. Το «Πουλάκι», η «Αλεξάνδρα», ο «Κώσταντας» κ.ά., προχωρώντας και γυρίζοντας βήμα μπρος και βήμα πίσω, διαγράφουν λίγο χώρο. Τον Πωγωνίσιο τίποτα δεν τον περιορίζει. Τίποτα δεν τον στενεύει. Πιο απέραντος είναι στην εσωτερική του δομή. Οι άλλοι χοροί έχουν μια μελωδία, βάλε και το ρεφρέν, και μ’ αυτά τα δυο τα βγάζουν πέρα. Ο Πωγωνίσιος έχει δεκάδες μελωδίες και η κάθε μία κουβαλάει δυνατά συναισθήματα, προσμονή, ερωτικά καλέσματα, απόγνωση, γλυκό βάσανο…
Στον Πωγωνίσιο, κλαρίνο και κλαρινοπαίχτης βρίσκουν την ευκαιρία και την άνεση να επιδείξουν τις ικανότητές τους. Αρχίζουν λ.χ. με το «Δεν μπορώ μανούλα μ’», συνεχίζουν με το «Μωρή μικρή κοπέλα, που πας για λάχανα», στενάζουν με το «Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου», παρακαλούνε με το «Έλα στο δάσος μωρ’ Λένη» και ο χορός τραβάει μπροστά, ιδρώνουν τα πρόσωπα, τινάζονται ρυθμικά τα μαλλιά κι ο χορός ανοίγεται στο χοροστάσι, η ψυχή βαλαντώνει, ο κορυφαίος δεν αντέχει άλλο. Αρχίζει να βογκάει, να χειρονομεί, να λυγίζει, να σηκώνεται και να σέρνει τους άλλους, ολόκληρο το πανηγύρι όλο πιο πάνω, όλο πιο πάνω, από το απλό πέτρινο χοροστάσι στα πνευματικά αλώνια.
Προσέξατε πως όλοι οι χοροί μας, ακόμα και τα τραγούδια που συνοδεύονται με κλαρίνο, καταλήγουν στον Πωγωνίσιο; Όπως τα ποτάμια που καταλήγουν στη θάλασσα. Ο Πωγωνίσιος είναι θάλασσα.
Σάμπως να τον έριχνε στο φεστιβάλ ο Τάκης Λάλος! Αλλά μην το πιστεύετε, γιατί ο Πωγωνίσιος δεν έχει βιρτουόζους, ενώ οι Κακοδικιώτες επέμεναν πως ο Τάκης Λάλος είναι βιρτουόζος. Τέλος πάντων, ποιος είναι, όμως;
– Τούτος είναι ο μπαρμπα-Τάκης;
-Τούτος;!
Μέτριο ανάστημα, μαυριδερό κοστούμι, μαυριδερό καπέλο, ματογυάλια και, πάνω απ’ όλα, φως φανάρι, είχε πατήσει κιόλας το κατώφλι των εβδομήντα χρονών. Έλα τώρα να πιστέψεις πως αυτός είναι ο χορευτής που χαλάει κόσμο.
Με μισή καρδιά τον ρωτήσαμε:
-Τι χορό θα ρίξεις μπαρμπα-Τάκη;
Μια ξαφνική μικρή θύελλα ξέσπασε μπροστά μας. Τα χέρια του ανακάτευαν, έκοβαν, τυραννούσαν τον αέρα. Τα πόδια του δε σταματούσαν, λες και ο τόπος δεν ήταν στρωμένος με άσφαλτο, αλλά με αναμμένα κάρβουνα. Το κορμί του ζωντάνεψε σα μηχάνημα που του πατήσανε το κουμπί. Το καπέλο, αν είχε στόμα, σίγουρα θα έσκουζε, επειδή το ’βγαζε και τα ξανάβαζε στο κεφάλι, το έσφιγγε, το τσαλάκωνε με τα χέρια. Μέσα απ’ αυτή τη θύελλα ξεπρόβαλε ένας Λάμπης, ένας Χαραλάμπης με την γκλίτσα στο χέρι, ξεπρόβαλαν οι απέραντες πλαγιές του Πλατοβουνίου, κοπάδια που έβοσκαν, κλέφτες που παραμόνευαν, μια γέρικη γκορτσιά με καρδάρια στη ρίζα της και τσαντίλες κρεμασμένες στα κλαριά της.
Καλά κι ωραία, όλα αυτά, μπαρμπα-Τάκη, αλλά πώς τα λένε με το χορό!;
Το μαγιάτικο σούρουπο έπεφτε πάνω από την πόλη και πάνω από τη θάλασσα. Άναψαν και τα φώτα πάνω από το στάδιο όπου τρεις μέρες στη σειρά είχαν κάνει κατοχή τα κλαρίνα, οι φλογέρες, οι φουστανέλες, τα κεντητά μαντίλια…
Και η παρουσιάστρια του φεστιβάλ είπε:
– Τώρα έχει σειρά ο χορευτής πολλών φεστιβάλ, Τάκης Λάλος!
Παρουσίαση ήταν εκείνη ή μαχαιριά που έκοψε τους θορύβους, τις φωνές, τις κινήσεις στις κατάμεστες κερκίδες; Να τος κι ο μπαρμπα-Τάκης. Ανέβηκε σβέλτα τη μικρή σκάλα, προχώρησε στητός-στητός στη σκηνή, αλλιώτικος. Φουντωτά τσαρούχια, κάτασπρη φουστανέλα, μαύρο γελέκι, μαύρη σκούφια καραβάκι. Καθώς περπατούσε, κάτι έτριξε. Ίσως να ’ταν κάποια σανίδα της σκηνής. Μπορεί να ’ταν και το κατώφλι των εβδομήντα χρόνων, που γίνονταν θρύψαλα. Πίσω του ακολουθούσανε και άλλοι χορευτές. Στάθηκαν. Το κλαρίνο άρχισε. Βούιξε το στάδιο. Ο πρωτοχορευτής σιωπούσε, ακίνητος. Κι εκεί που δεν τον περιμέναμε, κάνει μια απότομη περιστροφή, ανέμισε η φουστανέλα του σαν άσπρη τεράστια μαργαρίτα. Ψηλά το χέρι και – πάλι στον ίδιο τόπο. Το στάδιο, το πολύχρωμο στάδιο, τον αντιλήφτηκε. Τον κατάλαβε που είπε: «Τώρα αρχίζω το χορό». Και χειροκρότησε. Κι αυτός από τη μεριά του το κατάλαβε, που του είπε «Ναι, ρίξ’ τον, μπαρμπα-Τάκη, κι εγώ είμαι εδώ, σε καμαρώνω». Ρίχνει ένα βήμα, δύο βήματα, σκύβει βαθιά προς τα μπρος, ακουμπάει το χέρι στη γη, σηκώνεται, βάζει το χέρι στο μέτωπο: «Υποκλίνομαι, μπροστά σου, λαέ μου» απαντάει ο χορευτής. «Και τώρα έχω να σου πω μια ιστορία παλιά, πολύ παλιά του τόπου μας».
Ο χορευτής και οι θεατές έστησαν κουβέντα. Ο χορευτής με τις κινήσεις του, οι θεατές με τα χειροκροτήματα. Σε λίγες στιγμές είχε επέλθει πλήρης συνεννόηση μεταξύ τους. Μια συνεννόηση που είναι απαραίτητη, για να μη μείνει αιωρούμενο το μήνυμα του χορού, αλλά να κάνει τόπο στις ψυχές. Τέτοιες εισαγωγές, φυσικά, είναι επινοήσεις μόνο των βιρτουόζων.
Πάει, πείστηκε, σιγουρεύτηκε πλήρως ο χορευτής ότι το μήνυμα θα ’βρισκε ανοιχτές τις πόρτες τις ψυχής. Κι άρχισε το χορό. Έριχνε τρία βήματα, γύριζε ξανά, στριφογύριζε στον τόπο, χούγιαζε… να τες και οι πλαγιές του Πλατοβουνίου, το Σέλωμα, η Λεφτοκαριά, το Σοπότι, με το δροσερό χορτάρι τους, τα κοπάδια, τα γρέκια, τις καλύβες, τα κουδούνια, τα μαντρόσκυλα, τους γκρεμούς, τους κινδύνους. Ένα τοπίο άγριο, σήμα δεμένο από τη σκληρή προσπάθεια για επιβίωση. Εκεί και ο Χαραλάμπης με το κοπάδι του το λιγοκούδουνο.
Κάποια στιγμή ο χορευτής στάθηκε απότομα. Το χέρι του ανασηκωμένο έκανε νοήματα. Ναι, κλέφτες είχαν ξεπεταχτεί πίσω από τα βράχια, πέσανε πάνω στον Χαραλάμπη, τον δένουν στη γέρικη γκορτσιά και βάζουν τα πρόβατά του μπροστά. Ο χορευτής σφυρίζει μια και δυο, ακούνε οι άλλοι οι βοσκοί, τρέχουν, φτάνουν με μια ανάσα, κυνηγούν τους κακοποιούς, φέρνουν και πάλι τα πρόβατα στη στρούγκα. Λύνουν και τον Χαραλάμπη. Κι ο Χαραλάμπης, αυτός ο ταπεινός βιοπαλαιστής, διατάζει το γιο του να σφάξει το καλύτερο κριάρι, γιορτή είχαν. Πάρε και τη φλογέρα, λέει στο γιο του, βάρα ένα σκοπό, θα χορέψω…
Το στάδιο δε βγάζει άχνα. Αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν η σανιδένια σκηνή ή μια πλαγιά του Πλατοβουνίου; Κι αυτός που χόρευε ήταν ο μπαρμπα-Τάκης με τους Κακοδικιώτες ή ο Χαραλάμπης με τους συντρόφους του; Τούτο δεν είχε και μεγάλη σημασία. Ήταν ο χορευτής, ο αρχαίος και ο νέος, ο ένας χορευτής, ο αιώνιος που ξεκοβότανε από την κορφή του χορού και στριφογυρίζοντας έφτανε στον πάτο σα να ευγνωμονούσε τους συντρόφους του που του παραστάθηκαν. Τους κοιτούσε με χαρά και περηφάνια, ενώ το χέρι πάντα ψηλά, πάντα στον αέρα, όλο κάτι έδιωχνε. Σα να ’θελε να πει: Κάντε πέρα αγρίμια και δρολάπια και κακοποιοί και φτώχιες.
Στριφογυρίζοντας και πάλι σα σβούρα, έφτασε στην κορφή. Στάθηκε μόνο μια στιγμή, κι ύστερα απότομα λυγίζει προς τα πίσω, ακουμπάει το κεφάλι στη γη, ενώ ο δεύτερος χορευτής σηκώνει το πόδι, πατάει στο στήθος του, ανεβαίνει. Κι εκεί πάνω απλώνει το πόδι, το στρίβει μια δεξιά μια αριστερά, το στάδιο είναι με κομμένη την ανάσα. Κατέβηκε. Επιτέλους. Πήρε να σηκώνεται ο γερο-χορευτής, βρήκε την ανάσα του και το στάδιο. Που ξεσπάει σε χειροκροτήματα. Σε επευφημίες.
Γιατί έτσι είναι.
Η μια γενιά κρατάει την άλλη πάνω στο στήθος της.
Το Κακοδίκι, το χωριό του μπαρμπα-Τάκη, στο διάβα των αιώνων έχει για σκηνικό το απέραντο Πλατοβούνι. Χωριό με αμπέλια το Κακοδίκι, με κερασιές, με λιόδεντρα, με ιστορίες ταξιδιών στις γύρω πόλεις, αλλά και ως πέρα στην Αργεντινή, χωριό με παραδόσεις. Και όλα αυτά δεν μπορούσε να μην τα πει πότε χορεύοντας και πότε τραγουδώντας στο χοροστάσι.
Ίσως και ο Χαραλάμπης του χορού να ’τανε από το ίδιο χωριό ή κοντοχωριανός. Γιατί δεν εξηγείται αλλιώς που ο χορός αυτός είχε μεγάλη προτίμηση στα κακοδικιώτικα πανηγύρια, τον θαυμάζανε, είχε και τους βιρτουόζους του, όπως τον μπαρμπα-Αντώνη, που σαν έριχνε τον «Χαραλάμπη» οι συγχωριανοί του στέκονταν και τον καμάρωναν. Αυτή ήταν και η στιγμή που το πανηγύρι τους κορυφώνονταν.
Ένας από τους συγχωριανούς του και τον καμάρωνε, αλλά και τον ζήλευε. Ήταν ο Τάκης Λάλος, δεκαπεντάχρονος τότε. Ο Αντώνης με τα σκέρτσα του, τα γυρίσματα, τα πετάγματα και προπαντός μ’ εκείνο το χτύπημα της μύτης του τσαρουχιού στο αέρα, με την άκρη του χεριού του, τον έκανε να χάνει τον ύπνο του.
Σαν κατέβαινε στο αμπέλι για δουλειά, το μεσημέρι που παρατούσε τα εργαλεία δε στεκότανε με τους άλλους, παραμερούσε, περπατούσε στις ρεματιές. Μια μέρα βρήκε εκεί μια συκιά με κλάρες μακριές, που σχεδόν ακουμπούσαν στη γη. Το μυστικό του χορού έστεκε στο γύρισμα. Αυτό το γύρισμα ήταν που έπρεπε να πετύχει. Έβγαλε το κοντοτρίχι που είχε πάρει μαζί του, το δένει σε μια κλάρα της συκιάς και, σφυρίζοντας τη μελωδία, άρχισε τις επίμονες πρόβες. Δέκα και είκοσι και πάλι από την αρχή. Ύστερα μίκρυνε το σχοινί. Ύστερα δοκίμασε το μαντίλι.
Μια μέρα που ξημέρωνε πανηγύρι, το χωριό έβαλε τα καλά του, βγήκε στο μεσοχώρι. Οι χοροί αρχίσανε τις δίπλες τους. Κάποτε ήρθε και η σειρά του περίφημου Αντώνη. Μπήκε και παρήγγειλε, τι άλλο, τον «Χαραλάμπη». Δόθηκε ακέριος στο χορό, άκουγε μόνο το κλαρίνο. Ήρθε η στιγμή να ριχτεί, να στριφογυρίσει στον αέρα, να χτυπήσει εκεί πάνω τη μύτη του τσαρουχιού με τα ακροδάχτυλα. Τότε, ακριβώς πάνω στο γύρισμα, βλέπει πίσω του έναν άλλο χορευτή. Στον αέρα και αυτός, να χτυπάει τη μύτη του τσαρουχιού. Ο Αντάινης στάθηκε. Γύρισε και παρακολουθούσε τον νεαρό χορευτή που χόρευε του «Χαραλάμπη», με επιδεξιότητα, με αρμονία και πάθος.
Σαν τελείωσε ο χορός, το χωριό έζησε μια συγκινητική στιγμή. Μια στιγμή απ’ αυτές που συμβαίνουν στα σύνορα δυο γενεών. Ο Αντώνης προχώρησε, πλησίασε τον νεαρό Τάκη Λάλο, του ’ριξε το χέρι στον ώμο, τον κοίταξε στα μάτια, τον φίλησε στο μέτωπο. Τόσο. Μετά πήγε με τη δική του παρέα. Ο χορός είχε περάσει πια στην άλλη γενιά.
Από τότε ο Τάκης Λάλος μπήκε στο χορό και δεν ξαναβγήκε πια. Στα βιοποριστικά του επαγγέλματα δεν το ’χε για τίποτα να μπαινοβγαίνει συχνά. Σκαφτιάς στο αμπέλι, τσαγκάρης, ράφτης, πωλητής… Στο χορό, όμως, μπήκε για μια φορά και έμεινε για πάντα. Πώς να βγει από το χορό; Πώς να βγει ο χορός απ’ αυτόν, αφού κυκλοφοράει μαζί με το αίμα του.
– Ε, άμα αδειάσει το αίμα μου, λέει.
(Στο εξώφυλλο φωτογραφία από το προφίλ του Θωμά Μάντη: Δεκαετία 1960. Λαογραφικός όμιλος Κακοδικιού με μεταμφιέσεις. Δεξιά καθούμενος ο Τάκης Λάλος).