Ο Καπετάνιος

Του Αλεξ. Χ. Μαμμόπουλου
Από το βιβλίο: ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΟΥ
Δεύτερο μέρος
Μια φεγγαρόλουστη νύχτα ο έμορφος καπετάνιος περνούσε καβάλα στ’ άλογό του με συντροφιά τον κουμπάρο του Μίστο Παπαδήμα. Είχε το παινεμένο όπλο του, που περνούσε η σφαίρα του δαχτυλίδι στον αέρα, κατεβασμένο από τον ώμο μπροστά, στα γόνατά του, καλού – κακού και το κράταγε με το ’να χέρι, ενώ με τ’ άλλο βάσταε του αλόγου του το χαλινάρι κι η συζήτηση έθρεφε τις ώρες και την πορεία τους.
Ξάφνου ένα πέταγμα πουλιού τον έκαμε να του φύγει το όπλο από τα χέρια.
– Ε! ωρέ Μίστο, πως ντροπιάζεται ο άνθρωπος κι η παλληκαριά του! – είπε στο συνοδό του.
Στην περιοχή, που ζούσε, τη ζωσμένη από εχθρούς, ο καπετάνιος έπρεπε να έχει τα μάτια του τέσσερα. Η παραμικρή αφηρημάδα μπορούσε να του στοιχίσει από ώρα σε ώρα τη ζωή του, όπως του χτίστη το παραπάτημα στη σκαλωσιά, όπως του ναύτη το γλίστρημα από το κατάρτι, όπως του ακροβάτη το παραπάτημα στο σχοινί, γιατί ο καπετάν – Θύμιος, ήταν ακροβάτης του κινδύνου σ’ όλη του τη ζωή.
Η γρήγορη σκέψη, η ταχύτητα της ενεργείας ήταν τα όπλα του, όπως των θεριών του λόγγου. Έτσι γλύτωσε κι έτσι έδρασε σ’ όλη τούτη ζωή και έγινε ο τρόμος των Τούρκων, έγινε ο θρύλος των ραγιάδων, ο καπετάνιος φάντασμα.
Σταλμένος από τα κομιτάτα έστησε ενέδρα στην άμαξα του αυστριακού ταχυδρομείου, στα Μεσογιόφυρα της Κονίτσης να πάρει τα χαρτιά,
που έπρεπε. Σύντροφοί του στην επιχείρηση ο Χρίστος Μπάμπης, ξάδερφός του από το Μεσοπόταμο, ο Κώστα Γκιώνης από την ηρωική Νίβιτσα κι ο Κώτσο Μέμος από τη Μόσιορη του Πωγωνίου. Η αρπαγή του ταχυδρομείου σαν μαθεύτηκε έκαμε πάταγο. Ανάστατες οι τουρκικές αρχές «εχτένισαν» την περιοχή για τη σύλληψη των ανταρτών, που η ταυτότητα του αρχηγού τους είχε γίνει γνωστή. Μα η ωκυποδία του καπετάν – Θύμιου είχε πάλι θαυματουργήσει. Στη μιά το μεσημέρι από τα Μεσογιόφυρα όλο τ’ απόγεμα κι όλη την νύχτα, τρέχοντας από ράχη σε ράχη κι από βουνό σε βουνό βρέθηκε τα χαράματα στο μοναστήρι του Αϊ Γιώργη της Δέμας των Αγίων Σαράντα κι από κει με μια βάρκα φίλου του γιατακτσή[1] ρίχτηκε στην Κέρκυρα. Στις οκτώ το πρωί έπαιρνε τον καφέ του στο Μαύρο Γάτο[2]· Η ωκυποδία του είχε δημιουργήσει ένα ατράνταχτο άλλοθι.
Ολμάς-ολμαντί[3]! τηλεγραφούσε ο Τούρκος πρόξενος της Κερκύρας στις τουρκικές καταδιωκτικές αρχές του τόπου του εγκλήματος, που τον καταζητούσαν. Πραγματικά των αδυνάτων αδύνατο να κάμει είκοσι ώρες ένα δρόμο, που οι καλύτερες άμαξες του καιρού εκείνου ’θέλαν δυο μέρες να κάμουν. Ο καπετάν-Θύμιος είχε τα φτερά του Ερμή στα ποδιά του!
Αλλά και τα ατομικά κατορθώματα και το νικηφόρο τέρμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1912-13 και ο Αυτονομιακός Αγών της Ηπείρου δεν έδωσαν την ελευθερία στην πολύπαθη χώρα.
Η Βόρειος Ήπειρος παραδινόταν στην κυριαρχία της Αλβανίας, κράτους νεοτουρκικού, που αντικατέστησε την οθωμανική αυτοκρατορία. Οι αγωνισταί των εθνικών αγώνων, άλλοι έφυγαν κι άλλοι υπέκυψαν στον νέο δυνάστη, πιστεύοντας στα μέτρα της αμνηστίας. Ανάμεσα στους τελευταίους κι ο καπετάν-Θύμιος.
Τα ποτάμια κοιμούνται, όχι όμως κι οι εχθροί του καπετάνιου. Έτσι με αυτών τη διαβολή σύρθηκε εξορία στην Κρούγια, σαν επικίνδυνος στο νέο καθεστώς, για κάμποσο καιρό. Όμως μεταξύ των απλών ανθρώπων λάμπει σαν αξετίμητο νόμισμα η τιμή της παλληκαριάς. Οι μπαϊρακτάρηδες[4] της Κρούγιας εγέμισαν τον εξόριστο καπετάνιο, που η φήμη του με τα φτερά της είχε τρέξει στον τόπο τους, με λεφτά, όπλα και βελέντζες, της
αγάπης τους δώρα. Και σαν τελείωσε η εξορία του, γύρισε στο Δέλβινο θριαμβευτικά.
-Εγώ δεν τον ήξερα αυτόν τον δρόμο – έλεγε ευχαριστημένος. – Ας με ξαναστείλουν πάλι!
Ή χαρά των Χριστιανών ήταν ζωγραφισμένη στα μάτιά τους, αντιθέτως, αν έπιανες τους Οθωμανούς από τη μύτη, έβγαινε η ψυχή τους, καθώς ο καπετάνιος κυκλοφορούσε περήφανος στο παζάρι του Δελβίνου.
Ένα Σάββατο ήταν γεμάτος χαρά. Χαιρέταε και χαιρετιόνταν, φίλησε και φιλήθηκε, όπως ξέρουν να φιλιούνται οι απλοϊκοί άνθρωποι για να εκδηλώσουν τα αισθήματα, που αναβλύζουν νερομάννα από τα έγκατά τους και δεν έχουν λόγους σκοπιμότητας να τα κρύψουν. Η χαρά του ήταν από ένα άλογο, που αγόρασε, από το μοναστήρι της Κάμενας.
Τα όπλα του κι ένα περήφανο άλογο, ήταν για τον καπετάνιο ένα μεγάλο δώρο. Καβάλα στ’ άλογό του ένοιωθε το κεφάλι του ν’ ακουμπάει στα σύννεφα. Καινούργια ουζεγκιά[5], που άστραφταν στον ήλιο, αγορασμένα με συνδρομή των φίλων του από το εργαστήρι του Τσαραπλανίτη Πάνου Ζυγά, που πουλούσε δράμια, ζύγια, κουδούνια, καινούργιο χαλινάρι κι ένα κοντό μπινέκικο[6] σαμάρι, συμπλήρωναν την αρματωσιά του και τη μεγαλόπρεπη εμφάνιση.
Κίνησαν από το χάνι του Φιλίππη Τσούρη, το άλλοτε χάνι του Ρόγκου, οι δυό τους, αυτός και ο Κώστα Κόκκαλης, καβάλα στ’ άλογά τους. Διέσχισαν το πλήθος του παζαριού ανάμεσα σε επευφημίες, ενώ οι Οθωμανοί λοξοκοίταζαν, και βγήκαν από την πόλη, βαδίζοντας απάνω στο τζαντέ[7]. Έφτασαν στη Γέφυρα της Βρύσης, πέρασαν ανάμεσα στο μαχαλά [8] Παπουτσή, καθώς τον κόβει ο δρόμος στη μέση και ζύγωσαν στη στροφή, που ήταν η βίλλα του Ιταλού Μπεμπέλη. Στη στροφή εκείνη, σωζόταν ακόμα τότε η μοναδική της περιοχής ελιά, η Αγία Ελιά, όπως την έλεγαν οι κάτοικοι. Εκεί ο δρόμος κατηφορίζει και τ’ άλογα έκοψαν την ορμή τους.
Πέρα διακρίνεται η γέφυρα του Καλαπόδη κι ακόμα πιο πέρα η γέφυρα του Μπεκήρ Εφέντη, όπου και το τζαμί του Μπεκήρη κι ο τάφος του φιλοχριστιανού Μεμέτ Αλή Πασιά Ντελβίνα, που έχτισε ζώντας και το τζαμί και τον τάφο.
Όπως κοντοστάθηκαν τ’ άλογα ο κίνδυνος, που παραμόνευε, εσάλεψε. Το κεφάλι της οχιάς ενέδρας βρισκόταν στο Δέλβινο. Το χέρι μπορεί
να ’ναι όποιο κι όποιο, όμως ποιος κρύβεται πίσω απ’ το χέρι. Και πίσω απ’ το χέρι του δολοφόνου βρίσκονταν η Μπαλκέζ Γκισντάρι, γυναίκα του δολοφονημένου στα 1913, την ελληνική κατοχή, Αλή Σιαμέτη υιού του Μαχμούτη μαζί με τον αντράδερφό της Τζέλιο Σιαμέτη, που ζητούσαν εκδίκηση του χαμένου ανδρός κι αδελφού από τον κατεπάν-Θύμιο, πιστεύοντας τον για φονιά του.
Ένα μπαμ! ακούστηκε, ένα σφύριγμα οχιάς κι ένα βόλι βρήκε τον καπετάνιο στον ώμο, στη δεξιά φτερούγα του. Έπεσε απ’ τ’ άλογο στα μαλακά χόρτα, που βρυάζουν στους όχθους του δρόμου τον Απριλομάη, έδεσε την πληγή του μ’ ένα κομμάτι απ’ το πουκάμισό του, ενώ ό δολοφόνος Τσάμης έτρεχε με το καλάθι και το μπαλτά στο χέρι να του πάρει το κεφάλι για να εισπράξει τον κόπο του.
Όμως ο ήρωας ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του, ανασηκώνεται, τραβά το πιστόλι του και τον χτυπά, λαβώνοντάς τον και στα δυό του πόδια.
– Πάρε τ’ άλογα και φύγε! είμαι καλά! – είπε στο σύντροφό του, ενώ ο δολοφόνος έπεφτε μουγκρίζοντας.
Η αστραφτερή κρίση του είχε λειτουργήσει και πάλι. Εάν εσκότωνε το δολοφόνο του, ποιος θα επίστευε πως ήταν το θύμα κι όχι ό φονιάς;
Σ’ ένα τέταρτο της ώρας έφτανε ο αλαλαγμός των Χριστιανών του Δελβίνου και σε μια ώρα όλα τα χωριά του Βούρκου είχαν μάθει το περιστατικό και ήρθαν εκατό κι άλλοι εκατό και πήραν τον καπετάνιο, αιμόφυρτο κι εξαντλημένο με γερμένο το κεφάλι του σ’ ένα βάτο, στη θέση Πηγαδάκια. Η καρδιά του πληγωμένου αετού εδούλευε αργά, μα ρυθμικά. Του τόπου η καλή μοίρα ήθελε να ζήσει και το εχθρικό βόλι σκιαζόταν το τίμιο ξύλο. Έζησε από τότε ως τα βαθιά του γεράματα απλός, τιμημένος από τους συγχρόνους του και λησμονημένος από τη νέα γενιά. Μερικοί έβρισκαν και ψεγάδια στο βίο του. Λησμονούν ότι ήταν αγράμματος, λησμονούν ότι αυτό το αγνό λαϊκό φύραμα δεν έπεσε σε χέρια πολιτικά να ζυμωθεί, ή αν έπεσε, ήταν αυτά ακατάλληλα να τον πλάσουν και είναι υπεύθυνα αυτά για ό,τι καλύτερο δεν έγινε. Η περίπτωση του καπετάν – Θύμιου έχει την τραγική ομοιότητα του Βαρνακιώτη και του Καραϊσκάκη στις σχέσεις τους με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας είναι πολύ μεγάλη για να εξιλεωθεί μπροστά στην αγνή αφέλεια των λαϊκών αγωνιστών.
[1] Γιατάκι, γιατακτσής = κρησφύγετο, γιατακτσής = εκείνος, που παρέχει κρησφύγετο, βοήθεια, τροφή στους αρματολούς.
[2] Μαύρος Γάτος = το γνωστό καφενείο στην προκυμαία της Κερκύρας, που σώζεται ακόμα.
[3] Όλμάς-δλμαντΐ = αδύνατο των αδυνάτων.
[4] Μπαϊράκι, μπαϊρακτάρης = σημαία, σημαιοφόρος, ο φύλαρχος, που έχει δικό του μπαϊράκι.
[5] Ούζεγκιά-ζεγκιά = αναβολείς, οι σκάλες.
[6] Μπινέκικο = το μπινέκικο σαμάρι είναι εφίππιο όχι για φόρτωμα· ποτέ δεν είναι βαρύτερο από τρεις οκάδες.
[7] Τζαντές – δημόσιος δρόμος.
[8] Μαχαλάς – συνοικία.