Ο χαμάλης

(«Επάγγελμα», που χάθηκε)
Χαμάλης – υποτιμητική δουλειά. Βαριά και με μικρή πληρωμή. Δηλαδή χαμαλίκι. Συνήθως την έκαναν αθίγγανοι ανειδίκευτοι, ανεπάγγελτοι.
Άμα δεν έπαιρνες στο σχολείο τα γράμματα, οι γονείς σου έλεγαν: – Θα γίνεις χαμάλης.
Κι έφερνες εσύ στο νου σου τον Ιζέτ, τον Γιονούζ, το Ντουρίμ, τον Τέμε, τον Μελάνι… που κουβαλούσαν τα πράγματα του κόσμου, βάζοντας στη ράχη ειδικό σαμάρι, που έληγε με εξόγκωμα.
Το στέκι τους ήταν σε δύο σημεία της πέτρινης πόλης τ’ Αργυροκάστρου:
Μπροστά στο μαγαζί πώλησης επίπλων πολλές ώρες της ημέρας, ενώ πρωί και βράδυ στο πρακτορείο των λεωφορειακών γραμμών, στο Μύλο. Κουβαλούσαν τις αποσκευές των ταξιδιωτών, που έρχονταν από αλαργινές πόλεις.
Το καλοκαίρι (κατά το μεσημέρι) τους έβλεπες να ξεκουράζονται ξαπλωμένοι στα πεζούλια της πλατείας.
Ήταν όλοι τους κουρελιάρηδες, άπλυτοι και μπεκρήδες. Μόλις έπιανε το χέρι τους λεφτά, παρατούσαν το σαμάρι και την τριχιά και το ‘πιαναν στο «Κουρβελέσι». Του έδιναν να καταλάβει με ξερό ποτό κι ανόητες κουβέντες.
Προσωπικά, θυμάμαι περισσότερο το Μελάνι. Ήμουν μικρός όταν τον είδα να κουβαλάει μια μεγάλη ντουλάπα ρούχων εκείνης της εποχής, με καθρέφτη στη μέση.
Του ‘τρεμαν τα πόδια του κακομοίρη στην μεγάλη, απότομη κατηφόρα. Όταν τον είδα, τον λυπήθηκε η ψυχή μου.
Έχω υπόψη και το Ράτζι που, για να κερδίσει την προσοχή του πελάτη, κρατούσε στο χέρι ή καρφίτσωνε στο πέτο τού χιλιομπαλωμένου σακακιού του, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Ο πιο μικρός, ο Φάτε, ήταν τυχερός. Κάποια στιγμή, δεν ξέρω με τι γνωριμία, έγινε στο νοσοκομείο θυρωρός. Κι όλο καυχιόταν.
Αν ζητούσες συνάντηση με το διευθυντή, «διευθυντής είμαι εγώ», σου έλεγε χαμογελώντας, χτυπώντας νταηλίτικα το αδύνατο στήθος του.
Και σε άφηνε να περάσεις.