Ο ΨΑΡΑΣ

Την περίοδο που ανηφόριζε το ψάρι προς τα «Τρεκουλάκια», ειδοποιούνταν κι έρχονταν αμέσως στο χωριό μας οι ψαράδες της Κρατικής Επιχείρησης.
Έστηναν το τσαντίρι τους δίπλα στο «Γιοφύρι του Κολλά», σε σημείο που βολεύονταν καλύτερα, ταχτοποιούσαν το στέκι τους.
Έκαναν την προεργασία. ‘Έμπηγαν πασσάλους κι έφραζαν με ειδικά συρμάτινα δίκτυα το ποτάμι, για να εμποδίσουν την κατηφόρα του ψαριού και το ψάρευαν συνήθως το πρωί.
Έπειτα, την φρέσκα παραγωγή, την έβαζαν σε καλάθες και την μετέφεραν σε μαγαζί του χωριού, για πώληση.
Με τον Τσιάτσι, που μιλούσε βραχνά και δύο – τρία άλλα νεαρά άτομα, δούλευε κι ο συγχωριανός μας, ο Μίχος Ζντάβος.
Ένας ψηλός, γαλανομάτης, αδύνατος άνδρας, που ήταν γεμάτος ενέργεια.
(Παλιά, στο χωριό, έκανε και τον «οδοντίατρο». Έβγαζε, αφού είχε δυνατή καρδιά, με τανάλια (δοντάγρια) κανένα χαλασμένο δόντι των συγχωριανών του).
Ενώ οι άλλοι, όταν έβαζαν τα δίκτυα ή ψάρευαν με πιζόβολο, φορούσαν ψηλές λαστιχένιες μπότες, ο Μίχος έμπαινε στα κρύα νερά του ποταμιού, στο μεσοχείμωνο, ξυπόλητος. Όμως, ποτέ δεν αποχωρίζονταν το αδιάβροχο γιλέκο του ψαρά.
(Θυμάμαι, έξω από το τσαντίρι, τα βράδια οι ψαράδες να ανάβουν φωτιά και να τηγανίζουν τα νόστιμα ψάρια).
Όταν η δουλειά του ερχόταν στο χωριό, ο Μίχος δεν κοιμούνταν στο τσαντίρι του ψαρά, αλλά στο σπίτι του.
Απ’ αυτή τη δουλειά, στα γηρατειά, επωφελήθηκε, για την εποχή αυτή, καλή σύνταξη.
16/06/2019