Περί του Κατή του Λιμποχόβου

Του Φίλιππα Π. Γιωβάννη
Για τον μακαρίτη μπάρμπα Νάσιο Μάντη άκουσα πρώτη φορά στα 1965 με την ετεροχρονισμένη είδηση του θανάτου του… «από κάτω» (όπως συνήθιζαν να λένε για τα γράμματα απ’ την Αλβανία, ενώ για εκείνα της Αμερικής έλεγαν «είχα γράμμα από πάνω…).
Πολλοί παρέλασαν, τότε να παρηγορήσουν την μακαρίτισσα μάνα του πατέρα μου, την κυρά Αθηνά και πολλά εγκώμια και χουσιαμέτια ακούστηκαν.
Ένα ήταν κοινής αποδοχής, ότι όσοι είχαν περάσει το σύνορο απ’ το ντερβένι της Πισκοπής, κάτω απ’ τα νερά του Αργυροχωρίου, όλοι είχαν φάει ψωμί στο μύλο του Νάσιου Μάντη.
* * *
Τελειόφοιτος του σχολαρχείου ο Νάσιο Μάντης, εκτελούσε χρέη γραμματικού στην Άνω και Κάτω Επισκοπή και πιο πέρα στους συγγενείς της Γλύνας και στην Νεπράβιστα, το ορεινό Ραντάτι και πολλές φορές η χάρη του έφτανε έξω απ’ τα σύνορα ως το Μποζιανίκο… Του άρεσε το διάβασμα κι’ όταν του ξέπεφταν στα χέρια βιβλία όπως το «περί οθωμανικού δικαίου», τα ξεκοκκάλιζε κυριολεκτικά.
***
Ας πούμε, συστατικά, ότι η Επισκοπή με τα πολλά νερά, είχε ευφορία σε ζαρζαβατικά, καλαμπόκια, φρούτα, αλλά και πολλά υδρόβια πουλιά και χαβάνια νεροκίνητα είχε για τον καπνό και αργαλειούς για ζιάκες (τσουβάλια) και γενικά απολάμβαναν οι Πισκοπιανοί κάποια καλύτερη ζωή απ’ τους άλλους Δροπολίτες.
Παροιμιώδης ήταν η «αραχτή» ζωή των Πισκοπιανών που πέρναγαν τις μέρες τους ξένοιαστοι, ξαπλωμένοι κάτω απ’ τις συκιές, κι’ όπως λέει η παροιμία: «αργία τέχνας κατεργάζεται», οι Πισκοπιανοί είχαν τέχνη την ετοιμολογία.
Αν ρωτούσες τον Πισκοπιανό τι ώρα είναι; έλεγε κοφτά: «ξέχασα να το κουρδίσω», κι’ αυτό γιατί η μπρούτζινη αλυσίδα στο γιλέκο, ήτον μόνο αλυσίδα… χωρίς ρολόι. Κι’ αν ζητούσες να σου δείξουν τον δρόμο, δεν άνοιγαν το στόμα παρά μόνο με το χέρι ή το πόδι σου έδειχναν την κατεύθυνση. Τεμπέληδες τους έλεγαν, υπήρχαν όμως και οι επιστημονικές εξηγήσεις, όπως του διανοουμένου, ότι «ζουν σε έναν μικρόν παράδεισον δι’ αυτό συμπεριφέρονται έτσι» ή των γιατρών ότι λόγω των πολλών κουνουπιών, τους βασάνιζε χρόνια η ελονοσία με τα συμπτώματα του πυρετού και άλλα πολλά.
***
Να γυρίσουμε, όμως, πίσω στον Νάσιο Μάντη, που απ’ τον καιρό που διάβασε τα «περί οθωμανικό δικαίου» με ένα μικρό πεσκέσι στον Κατή του Λιμποχόβου είχε ανακηρυχτεί δικολάβος, μεταφραστής στο δικαστήριο του Λιμποχόβου και πολλές φορές έφθασε για σοβαρότερες υποθέσεις ως το Κάστρο (Αργυρόκαστρο).
Κάποτε, όμως, άλλαξαν τα πράγματα. Ήταν περίπου στην εποχή που βγήκε η παροιμία: «έγιναν κι οι δικηγόροι σαν της Βούρμπιαν’ οι μαστόροι», δηλαδή είχαν γίνει πολλοί οι δικηγόροι κι’ όλοι οι δικολάβοι έπρεπε να παρουσιάσουν κάποιο χαρτί σπουδών, κατόπιν ανωτέρας διαταγής. Χαρτί σπουδών δεν είχε ό Νάσιο Μάντης, άλλα ούτε κι’ ο Κατής του Λιμποχόβου. Και το ήξερε ό ένας για τον άλλο… Δικηγόρος, όμως, δεν φάνηκε στο Λιμπόχοβο.
Όλα πήγαιναν καλά, ως που μια μέρα σε μια δίκη που ο Κατής «τα είχε πάρει» πάνω στην κρίσιμη στιγμή ζήτησε το χαρτί σπουδών από τον Νάσιο Μάντη. Έμεινε το ακροατήριο να κοιτάζει.
Ο Νάσιο Μάντης έκανε πως έψαχνε στα χαρτιά του κι’ αυτόματα πως κάτι θυμήθηκε. Κοίταξε τον Κατή στα μάτια και του λέει:
-Προχτές που ήμουν σπίτι σου και που το έβαλες μαζί με το δικό σου σ’ ένα βιβλίο…
Ο Κατής χωρίς να χάσει καιρό (χάνοντας όμως το πεσκέσι), με μια βαριά νευρική κίνηση σφράγισε την υπόθεση υπέρ του πελάτη του Νάσιο Μάντη κι’ άρχισε την επόμενη υπόθεση…