«Ποιον να πρωτοβοηθήσει η Παναγιά»

Από τη μια μεριά του τηλεφώνου η Μάνα μου, από την άλλη μια παλιά της φίλη, η Χρυσαυγή του Λίτσιου.
Τα λέγανε συχνά. Δεν κουραζόταν. Περνούσαν την ώρα τους.
Γριές και οι δύο έλεγαν το παράπονο τους, ότι τους πέρασαν τα χρόνια, τους κατρακύλησε τόσο γρήγορα η ζωή.
Κι όλο κλαιγόταν για αφόρητους πόνους στο κορμί τους. «Όπου να μ’ ακουμπήσεις πονάω» – έλεγε η μια. το ίδιο χάλι έχω κι εγώ παραπονιόταν η άλλη.
Ομολογούσαν για το μεγάλο κακό που πλάκωσε τον κόσμο, τις πολλές ασθένειες. Την κακή νόσο που τα έβαλε πολύ ακόμα και με νεαρούς.
-Να βοηθήσει η Παναγιά, να μας πάρει όλα τα κακά! – έλεγε η Μάνα μου.
-Ποιον να πρωτοβοηθήσει κι Αυτή;! Δεν προλαβαίνει, έγιναν πολλοί που έχουν χάλια – έσπρωχνε την κουβέντα πιο πέρα η φίλη της.
Τώρα και οι δύο κοιμούνται. Δεν πονάνε πια. Ξεκουράζονται στην «Αγία Παρασκευή».