ΠΩΣ ΤΟ «ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ» ΠΕΡΑΣΕ ΤΑ ΕΛΛΗΝΟ – ΑΛΒΑΝΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ

ΠΩΣ ΤΟ «ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ» ΠΕΡΑΣΕ ΤΑ ΕΛΛΗΝΟ – ΑΛΒΑΝΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ

Χθες λάδι η θάλασσα στην Πάργα, σήμερα θαλασσοταραχή. Βρέχει απ’ το πρωί με την κανάτα.

Αν θα ζούσε τώρα ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου και θα τον ρωτούσα: «Τι κάνει έξω;». Θα μου έλεγε: «Δεν βλέπω απ’ τα σταλάματα…»

Και θα τρίζαμε τα γέλια…

Ένας μικρούλης στο διπλανό διαμέρισμα, που η μανία του είναι να παίζει με τα κύματα, λέει κλαίγοντας στη μάνα του: “Η βροχή μας βραχεί τη θάλασσα!”.

Πάνω απ’ τη βεράντα, αντικρίζοντας το αφρισμένο κύμα να χτυπάει δυνατά τ’ ακρογιάλι, να ταρακουνάει τις βαρκούλες στην ακτή, ο νους μου πάει σ’ ένα παλιό αγαπημένο μου τραγούδι: Στο «Σπασμένο καράβι».

Περνούσε τότε τα σύνορα «παράνομα» ραδιοφωνικά και τ’ άκουγα στην μικρή μου υπέροχη Πατρίδα.

Κι αναστατωνόμουν … Γινόμουν λιώμα …

Το τραγούδι – κρυφό μου καμάρι – με τα εξαναγκαστικά ανοίγματα που επιχείρησε η «χώρα τον αετών» στη δεκαετία του ‘80, «μπήκε» στην Αλβανία μ’ ένα ελληνικό καλλιτεχνικό συγκρότημα απ’ την Κρυσταλλοπηγή.

Αυτό πέρασε τα σύνορα, όμως ο ερμηνευτής του, ο Κώστας Κάραλης, έμεινε απ’ έξω.

Δεν του επέτρεπαν με τίποτε οι τελωνειακοί να μπει μέσα, στην «καθαρή χώρα» από ξένους επηρεασμούς και σατανικές εκδηλώσεις, με μούσι.

Έφτασε το θέμα μέχρι την Κεντρική Επιτροπή…

Μόνο με ρητή διαταγή – του «Μεγάλου Καθοδηγητή» – πέρασε τα σύνορα αξύριστος ο τραγουδιστής. Στα πρώτα υποχρεωτικά ανοίγματα, που έκανε τότε ο Χότζια, για κάθε αλλαγή είχε και την ανάλογη δικαιολογία.

Είπε κοντολογίς, για τον αξύριστο τραγουδιστή: «Να μπει στη χώρα όπως είναι. Γιατί, το περιεχόμενο του τραγουδιού του, δείχνει την ταλαιπωρία του βαρκάρη μέσα στην ταραγμένη θάλασσα. Γι’ αυτό έχει μούσι …»

Κι ο τραγουδιστής – «βαρκάρης», ακολούθησε το τραγούδι του. Πέρασε κι αυτός τ’ απροσπέραστα σύνορα.

Συγκλόνισε το φιλόμουσο αλβανικό κοινό με την ερμηνεία του, μα περισσότερο εμάς τους Βορειοηπειρώτες με το:

Σπασμένο καράβι να ‘μαι πέρα βαθιά,/ έτσι να ‘μαι. / Με δίχως κατάρτια, με δίχως πανιά,/ να κοιμάμαι…

 ………………….

Να ‘ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά,/ έτσι να ‘ναι./ Και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά,/ να κοιτάνε…

Σχετικά άρθρα: