Πώς σώθηκε το μοναστήρι της Δούβιανης από την εκδίκηση της Μονοβύζας

Του Νικόλαου Κ. Παπαδόπουλου
Πότε έκτίσθη ή Δουβιανή δέν είναι ακριβώς γνωστόν, ώς καί ή ίδρυσις άλλων Ηπειρωτικών χωρίων καί συνοικισμών. Ή παράδοσις ανάγει τήν ίδρυσιν τού χωρίου εις τους βυζαντινούς χρόνους, εις τό 1050 μ.ΧΛ.[1] Τούτο όμως είναι αμφίβολον, διότι ούδαμοΰ της Δουβιανής καί τών πέριξ λόφων εύρέθησαν ίχνη συνοικισμών τών βυζαντινών χρόνων. Λείψανα βυζαντινά υπάρχουν εις τήν έπαρχίαν Δροπόλεως εις την Γορίτσαν, την Σούχαν, τήν Βραχογοραντζήν, την Επισκοπήν καί τήν Σωτείραν’ έκ τών χωρίων τούτων ή Σούχα καί ή Επισκοπή άναφέρονται εις τό χρυσόβουλλον [2] τού Ανδρονίκου Γ’. Ή πρώτη όμως επίσημος μνεία τού χωρίου Δουβιανής άναφέρεται είς τούς πρώτους χρόνους τής τουρκικής κατακτήσεως, τό 1431, οπότε οί Τούρκοι προβάντες εις άπογραφήν τού πληθυσμού καί τών χωρίων τής Δροπόλεως, κατέγραψαν εις τά δεφτέρια των τά διάφορα χωρία ώς καί τάς οικογένειας αυτών, διά νά διευκολυνθούν εις τήν είσπραξιν τών φόρων καί τήν διανομήν τών πλουσίων μερών εις Τούρκους μεγιστάνας. Κατά τήν πρώτην ταύτην τουρκικήν άπογραφήν τού 1431, ή Δουβιανή ήτο μικρός συνοικισμός έκ 15 σπιτιών, ύπαγομένη έκκλησιαστικώς εις τήν έπαρχίαν Δρυϊνουπόλεως[3] [4]. Τούτο όμως δέν πρέπει νά φανή παράδοξον, διότι κατά τούς χρόνους τής τουρκικής κατακτήσεως τά μεγαλύτερα χωρία τής Δροπόλεως δέν ύπερέβαινον τά 40-50 σπίτια.

Μεταγενέστεραι μνείαι τού χωρίου γίνονται είς τά Δίπτυχα τών Ιερών Μονών Δρυάνου τού χωρίου Ζερβάταις καί τού Προφήτου Ήλιου τού χωρίου Γεωργουτσάταις, όπου αναγράφονται τά ονόματα ευλαβών άφιερωτών έκ διαφόρων χωρίων τής Ηπείρου καί τής έπαρχίας Δροπόλεως από τού 16 αί. καί μετά ταύτα, οί δέ έκ Δουβιανής άφιερωταί άναγράφονται ύπό τό όνομα τού χωρίου Δόβιανης, Δοβιανής καί Δουρβιανής[5]. Έπομένως νεωτέρα είναι ή ονομασία Δούβιανη καί Δουβιανή, τού δευτέρου τύπου, κατά πάσαν πιθανότητα λογίου. Άπό τού (1669 – 1820) ό τύπος Δούβιανη ήτο κατ’ έξοχήν έν χρήσει. Ό τύπος Δουβιανή έπεκράτησε φαίνεται μετά τό 1850, οπότε ή Δουβιανή ήρχισε νά γίνεται περισσότερον γνωστή εις τόν ήπειρωτικόν κόσμον διά των εμπόρων καί μεταναστών εις τήν Κωνσταντινούπολης Ρουμανίαν καί άλλαχού, ώς καί διά των σχολείων της, καί ιδία της Ύφαντουργικής Σχολής τού Μοναστηριού, περί της όποίας έγένετο ανωτέρω λόγος. Ό λαός όμως δέν συνήθισε τόν τύπον Δουβιανή καί έξακολουθεί μέχρι τής σήμερον νά χρησιμοποιή τόν παλαιόν τύπον Δούβιανη.
Ό συνοικισμός τής Δουβιανής, κατά τούς πρό τής άλώσεως χρόνους καί τούς πρώτους αιώνας μετά τήν τουρκικήν κατάκτησιν ήκολούθησε τόν αυτόν τρόπον συνοικισμού, τόν όποίον συναντώμεν καί τά άλλα ήπειρωτικά χωρία. Μικρός συνοικισμός κατ’ άρχάς άποτελούμενος έξ ολίγων οικογενειών, αί οποίαι ύπό τήν άρχηγίαν γενάρχου έγκαθίσταντο εις μέρος κατάλληλον διά τήν γεωργίαν καί τήν κτηνοτροφίαν, άνεπτύσσετο μέ τήν πάροδον τού χρόνου εις χωρίον. Τό επάγγελμα τού γεωργού ή τού κτηνοτρόφου, μέ τό όποίον ήσχολούντο οί κάτοικοι τής Δροπόλεως ήνάγκαζε τούτους νά κατοικούν κατά γένη εις μέρη κατάλληλα διά τήν συντήρησιν τών ποιμνίων των καί τήν καλλιέργειαν τής γής. Διά τούτο δέν είναι άξιον απορίας, διατί ή Δρόπολις ήτο πυκνοκατοικημένη καί διατί ύπήρχον τόσα χωρία, παλαιότερα καί νεώτερα. Αλλά καί είς τάς άλλας Ηπειρωτικός έπαρχίας ό αύτός τρόπος συνοικισμού παρατηρείται. «Τό επάγγελμα τού γεωργού καί τού κτηνοτρόφου» γράφει ό Κ. Στεργιόπουλος «ήνάγκασαν τούς κατοίκους, ούχί μόνον κατά τούς πρώτους τής Τουρκοκρατίας αιώνας, διότι άργότερον αρχίζει ή συγκέντρωσις τών χωρίων καί ο σχηματισμός «κεφαλοχωρίων», αλλά καί κατά τούς μεσαιωνικούς καί αρχαίους ακόμη χρόνους, νά μή συνοικίζωσι χωρία ή κώμας συγκεντρωμένας, αλλά νά οικώσιν εκεί, οπού έκαστος είχε τά κτήματά του ή τά ποίμνιά του, μακράν τής κατοικίας τού άλλου. Επομένως ο κατακτητής εύρε άρχαιόθεν ύφιστάμενον τόν τρόπον τούτον τής συνοικίσεως καί παρ’ όλας τάς έπιδρομάς έξηκολούθησεν ούτος νά ύφίσταται. Ή ιδέα τού συγκεντρωμένου χωρίου άνεπτύχθη μετά δύο αιώνας άπό τής κατακτήσεως, ότε ήρχισε πλέον νά πνέη άνεμος άναπτύξεως ύλικής καί πνευματικής[6]».
Καί ή Δουβιανή πριν ή άναπτυχθή εις χωρίον, είχε συνοικισθή κατά γένη, άποτελούντα μικρούς συνοικισμούς, Σωρονειά, Μετόχι, Αλώνια, οί όποιοι άργότερον συνηνώθησαν καί άπετέλεσαν τό σημερινόν χωρίον.
Παλαιά παράδοσις εύρύτατα διαδεδομένη εις όλην τήν Δρόπολιν, άναφέρει ότι ή Δουδιανή, όπως καί τά άλλα χωρία τής Δροπόλεως ήσαν άλλοτε κτισμένα εις ύψηλοτέραν θέσιν τής σημερινής, εις τάς ύψηλάς καί απόκρημνους κορυφάς των διακλαδώσεων τού Πλατοδουνίου, έκεί όπου σήμερον σώζονται παλαιά χαλάσματα, εις τοποθεσίας μη όρστάς άπό τήν πεδιάδα, διά νά αποφεύγουν οί κάτοικοι τήν λεηλασίαν καί τάς διαρπαγάς των διαφόρων τουρκικών στρατευμάτων, πού έπερνούσαν άπό τήν πεδιάδα τής Δροπόλεως, διά νά μεταβούν εις τό Άργυρόκαστρον καί τήν Αυλώνα. Καί άφού κατεστράφησαν τά «παλιά χωριά», αναφέρει ή ιδία παράδοσις, οί Τούρκοι έπέτρεψαν εις τούς Δροπολίτας νά κτίσουν χαμηλότερα τά νέα χωριά, κοντά εις τήν πεδιάδα, διά νά διευκολύνωνται περισσότερον εις τήν είσπραξιν τών αγαθών τής παραγωγής καί νά επιτηρούν καλύτερα τούς «τσιφτήδες», τούς δουλοπαροίκους δηλαδή υπηκόους των, οί όποιοι είργάζοντο διά τούς αγάδες καί μπέηδες τού Άργυροκάστρου καί τού Λυμποχόβου. Ίσως ή παράδοσις αύτή νά μή άπέχη καί πολύ άπό τήν άλήθειαν, διότι όλα σχεδόν τά χωριά τής Δροπόλεως ύψηλότερον τής σημερινής των θέσεως διασώζουν παλαιά ερείπια σπιτιών, εκκλησιών, πηγαδιών καί δρόμων. Καί ή σημερινή Δουβιανή, κατά τήν ιδίαν παράδοσιν, ήτο κτισμένη τά «παλιά χρόνια» εις τήν άλλην πλευράν τού χωριού, κοντά εις τό «τζιαμί», καί μετά τήν ομαδικήν καταστροφήν όλων τών χωριών τής Δροπόλεως μετεφέρθη εις τήν σημερινήν της θέσιν, όπου καί άνεπτύχθη εις μεγάλον χωρίον, εις κεφαλοχώρι, αφού άπεφάσισαν οί τότε άρχοντες τού τόπου, καί έδωσε τήν συγκατάθεσίν του τό Μοναστήρι, διότι τό μέρος ήτο ιδιοκτησία του.
Ασφαλώς ή παράδοσις αύτή δεν στερείται ιστορικής βάσεως. Είναι άναμφισβήτητον γεγονός, ότι ή παλαιά Δουβιανή, όπως καί τά παλαιότερα χωρία τής Δροπόλεως, τά ιδρυμένα είς τάς ύψηλοτέρας κορυφάς τού Πλατοβουνίου, ύπέστησαν ομαδικήν καταστροφήν είς άγνωστον μέχρι τούδε εποχήν διά συμμετοχήν αυτών είς επαναστατικά κινήματα έναντίον τών Τούρκων. Ίσως ή όμαδική αυτή καταστροφή τών παλαιοτέρων συνοικισμών τής Δροπόλεως νά όφείλεται είς συμμετοχήν τών Δροπολιτών είς τάς επαναστατικός κινήσεις τού 16 αί. καί είς συμμαχίαν αύτών μετά των Βενετών καί των Ισπανών. Μετά την δημοσίευσιν των εγγράφων του ισπανικού Αρχείου Simancas[7], κατά τά τελευταία χρόνια, πληροφορούμεθα, ότι γύρω εις τά (1572 – 76) επαναστατική προσπάθεια έκυοφορείτο εις την Βόρειον Ήπειρον, μέ αρχηγούς τον Μάνθιο Παπαγιάννην από τό Άργυρόκαστρον καί τόν Πανον Κεστόλικον, από άγνωστον χωρίον τής επαρχίας Αργυρόκαστρου. Είς τήν έπαναστατικήν ταύτην κίνησιν φαίνεται, ότι συμμετείχαν καί τά χωρία τής Δροπόλεως. Οί Τούρκοι τού Αργυρόκαστρου πληροφορηθέντες τήν κίνησιν ταύτην καί τήν συμμετοχήν εις αυτήν των χωρίων τής Δροπόλεως, έλαβαν αυστηρότατα μέτρα, διά νά προλάβουν τήν έξέγερσιν. Έξηγριωμένοι καί φανατικοί γενίτσαροι κατέστρεψαν καί ήρήμωσαν τά παλαιά χωρία τής Δροπόλεως καί τήν παλαιόν Δουβιανήν. Αλλά καί άλλη παράδοσις σωζομένη εις τήν Γορίτσαν καί τήν Φραστανήν άναφέρει, ότι ή Παλιά Δρόπολις κατεστράφη άπό τούς Βενετσάνους. ‘Η συχνή μνεία των Βενετών εις τήν δροπολίτικην παράδοσιν δεν ήμπορεί νά έξηγηθή διαφορετικά παρά μόνον, ότι ανέκαθεν υπήρχε συνεννόησις των Δροπολιτών μετά των Βενετών διά τήν έξέγερσιν εναντίον των Τούρκων[8].
Ευρύτατα όμως διαδεδομένη είναι καί άλλη παράδοσις περί τής καταστροφής των παλαιών χωρίων τής Δροπόλεως. Ή παράδοσις περί τής έκδικήσεως τής Άργύρως διά τήν άρπαγήν τών αγαθών της εις τά Σωφράτικα. Ή Άργύρω ή Μονοβύζα, άνέφεραν πολλάς φοράς οί παλαιοί γέροντες τής Δουβιανής, «κατέστρεψε τόν τόπον μας καί υστέρα άπό χρόνια οί Τούρκοι έπέτρεψαν νά κτισθούν τά νέα χωριά, πού κατοικούμεν σήμερα».
Ή Άργύρω ή Μονοβύζα, κατά τήν εις Δουβιανήν σωζομένην παράδοσιν, όταν οί τούρκοι τής έπήραν τό Κάστρο, τό Άργυρόκαστρον, πού ή ιδία είχε κτίσει καί έβασίλευε έκεί χρόνια πολλά δοξασμένη καί τιμημένη, «έφυγε τήν τελευταίαν στιγμήν άπό τήν μυστικήν θύραν τού Κάστρου, έπήρε τούς θησαυρούς της καί μέ τά παλληκάρια της καβάλλα στ’ άλογα, έβάρεσε ρεβάνι καί έφτασε εις τά Σωφράτικα. Έκεί στό Παλιόκαστρο έκλείστηκε μέ τά παλληκάρια της, κι’ έδωσε διαταγή εις όλα τά χωριά τής Δερόπολης καί τού Δέλβινου και τών Αγίων Σαράντα νά μή πειράξη κανείς τά τζιοβαΐρια της (θησαυρούς), κι’ ούτε νά κλέψη τά κοπάδια τίς αγελάδες της, πού έβοσκαν εις τήν Λευτοκαρυά. Τά χωριά όλα έτήρησαν τή διαταγή τής Μονοβύζας τής αρχόντισσας καί δεν έπείραξαν τίποτε άπό τό βιό της. Όλα τά βουνά γύρω ήταν δικά της, καί τού Δέλβινου καί τής Δερόπολης. Άπό τό Γκατζάβι τής Δούβιανης ροβολούσαν τ’ άλογα καί πήγαιναν στό Δέλβινο. Κάποτε μαθεύτηκε, ότι ή Άργύρω ή Μονοβύζα έχασε όλο τό βιός της, τής έπήραν μέ πονηριά τό Παλιόκαστρο άνθρωποι δικοί της, καί θέλησαν νά κλέψουν καί τήν ίδια καί νά τήν παραδώσουν εις τούς τούρκους. Τότε ή Μονοβύζα έδωκε διαταγή νά εκδικηθούν τον τόπο μας. Άπό τό Γκατζάβι τού βουνού τής Δούβιανης ήρθαν από τό Δέλβινο καβαλλάρηδες τής Μονοβύζας καί σκόρπισαν σ’ όλα τά χωριά, κι’ έβαλαν φωτιά καί καταστροφή. Δεν άφησαν τίποτε στή θέσι του. Μονάχα τά μοναστήρια δέν έπείραξαν. Έτσι σώθηκε τότε τό μοναστήρι τής Δούβιανης από τήν έκδίκησι τής Μονοβύζας[9]».

Υπάρχει καί άλλη παράδοσις εις τήν Δουβιανήν, σχετική μέ τήν ίδρυσιν τού νέου χωρίου καί τήν εκκλησίαν τού Αγίου Βλασίου, τού ένοριακού ναού. «Μετά τήν καταστροφήν τής παλαιάς Δούβιανης όλα τά βακούφια της έρήμαξαν καί έπεσαν. Μέ τον καιρό έγέμισαν σωρό χώματα καί έτσι είχαν λησμονηθή. Κανένα αχνάρι τους δέν έφαίνετο. Κάθε βράδυ όμως έλαμπε ένα μικρό παράξενο φως εις τήν θέσιν, όπου ήτο άλλοτε ή έκκλησία τού Αη – Βλάση, τής παλιάς Δούβιανης. Άπό τήν άπέναντι μεριά έβλεπαν τό παράξενο αυτό φως, κι’ άρχισαν νά φοβούνται. Μιά βραδιά μαζώθηκαν οί γέροντες τού χωριού στήν Κούλα, για νά έξηγήσουν τό παράξενο αυτό φως. Άπεφάσισαν νά κατέβουν πέρα άπό τό λάκκο, νά πάνε έκεί νά ιδούν τί είναι αύτό τό φώς. Έτσι κι’ έγινε. Σάν έφτασαν όμως, τό φώς έσβησε καί δέν έφαίνετο τίποτε. Τό ίδιο βράδυ είδ’ όνειρο μιά γριά. Τής παρουσιάστηκ’ ό Άγιος καί τής είπε νά σηκωθούν τό γρηγορότερο οί χωριανοί καί νά σκάψουν στό μέρος, πού φαίνεται τό φώς, έκεί θά βρούν χωμένη μέσα στά χώματα τήν παλιά τήν έκκλησιά καί νά χτίσουν στό ίδιο μέρος άλλη, γιατί άλλοιώτικα μέγα κακό θά βρή τό χωριό. Τήν άλλη μέρα ή γριά ξέχασε τ’ όνειρο καί δέν είπε τίποτε. Έπεσε τό βράδυ νά κοιμηθή καί δέν τήν έπιανε ύπνος απ’ τό φόβο της. Νά σέ λίγο ένας φωτεινός άγιος παρουσιάζεται καί πάλι καί τήν πρόσταξε νά μή άστοχήση τήν παραγγελία του. Τό πρωί ή γριά τρομαγμένη άνέφερε στό χωριό, τί τής είπ’ ό άγιος, καί τό χωριό έσκαψε έκεί, στό ίδιο μέρος, καί βρήκε τά χαλάσματα τής παλιάς τής έκκλησιάς κι’ έκτισε τήν καινούργια. Όχι αυτή τήν σημερινήν, μά τήν παλιά τήν ξύλινη, πού έπεσε, κι’ ύστερα έκτισαν τήν σημερινήν, τήν έκκλησιά τού Αη – Βλάση».
[1] Ν. Γ. Μυστακίδου, σύντομος, γεωγραφική καί ιστορική περιγραφή τοΰ τμήματος Δρυϊνουπόλεως, Ήπειρωτ. Άστήρ, 1904, σελ. 67—73.
[2] Π. Άραδαντινοΰ, Χρονογραφία τής Ηπείρου, Β’, σελ. 314.
[3] Η.Inalçik Hicri 835. Τarihli Suret – ί Defter – ί Sancak – ί Αrvanid, Αnkara 1954, Αrvanid Sancagi timar defterine gore 1431.
[4] Π. Πουλίτσα, Έπιγραφαϊ καϊ ένθυμήσεις έκ Β. Ηπείρου, Έπετ. Έταιρ. Βυζαντινών Σπουδών, Ε’ (1928), σελ. 57—63.
[6] Κ. Στεργιοπούλου, Παρατηρήσεις είς τήν νεωτέραν Γεωγραφίαν τής Ηπείρου, Άθήναι 1937, σελ. 30—31, Α. Βακαλοπούλου, Ιστορία τοΰ Νέου Ελληνισμού, Β’ Θεσσαλονίκη, 1964, σελ. 62—98, Βασ. Πλιάτσικα καί Νικολάου Λώλη, τό Τεριάχιον δπως τό ζήσαμε, Άθήναι 1965, σελ. 25—34.
[7] I. Κ. Χασιώτη, ό Αρχιεπίσκοπος Άχρίδος Ιωακείμ και οί συνωμοτικές κινήσεις στη Βόρειο Ήπειρο (1572—1576), π. Μακεδονικά ΣΤ’ (1965), σελ. 237 — 255, και σελ. 290, Κ. △. Μέρτζιου, Μικρός Έλληνομνήμων, τ. β’, Ήπειρωτ. Εστία, Θ’ (1960), σελ. 107—108.
[8] Πρ6. περί τής καταστροφής Ηπειρωτικών συνοικισμών υπό τών Βενετών έν Β. Μπαρά, τό Δέλβινο, Άθ. 1966, σελ. 34.
[9] Περί των σχετικών προς τήν ’Αργύρω τήν Μονοβύζα θρύλων βλ. Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις Α’ (1904), σελ. 7—10, Κ. Ρωμαίου, «ή Μονοβύζα», Αφιέρωμα εις τήν Ηπειρον, ’Αθήναι, 1956 σελ. 215—236, Ν. Κ. Παπαδοπούλου, Στού Σωφράτικα τά δέντρα, έφ. Ήπειρος, Ιούνιος 1967 — Μάρτιος 1968.