Σαν Έλληνας, προσέφερε, χωρίς όρους και ανεπιφύλακτα μέγιστες εθνικές υπηρεσίες
ΠΡΟΣΩΠΑ
Βασίλειος Άντ. Ζώγκος
Γεννήθηκε στο χωριό Βάνιστα της Επαρχίας Δρόπολης (Δρυϊνουπόλεως) του Νομού Αργυρόκαστρου της Βόρειας Ηπείρου τον Ιούλιο 1908.
Αφού τελείωσε τα μαθήματα της τότε πλήρους Αστικής Σχολής του χωρίου του, διακριθείς μεταξύ των συμμαθητών του κατά τις απολυτήριες εξετάσεις του Ιουνίου 1922, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου πήγε στην Κέρκυρα, όπου, ύστερα από επιτυχή δοκιμασία, μπήκε στην πρώτη τάξη του 4τάξιου τότε Γυμνασίου Κερκύρας κατά δε το σχολικό έτος 1923-25 γράφτηκε στο νεοϊδρυθέν Βο Γυμνάσιο της Κέρκυρας απ’ όπου αποφοίτησε κατά το σχολικό έτος 1925-26, διακριθείς και πάλιν μεταξύ των συμμαθητών του.
Είχε την τύχη να έχει γυμνασιάρχες στα δύο Γυμνάσια της Κέρκυρας τους φωτισμένους και έγκριτους Ηπειρώτες δασκάλους Κωνσταντίνο Αράπη και Δημήτριο Σάρρο, καθηγητές της Μεγάλης του Γένους Σχολής, που λάμπρυναν και οι δύο τα Ελληνικά Γράμματα.
Το Σεπτέμβριο του 1926, υστέρα από επιτυχή δοκιμασία που καθιερώθηκε για πρώτη φορά κατά το πανεπιστημιακό έτος 1926, μπήκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Μάρτιο του 1931, ύστερα από λίαν επιτυχή δοκιμασία κατά την οποία διακρίθηκε μεταξύ των συμφοιτητών του, έλαβε το πτυχίο της Νομικής.
Ακολούθως επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου, αφού στο μεταξύ χρόνο εξέμαθε την Αλβανική γλώσσα, άσκησε στο Αργυρόκαστρο για ένα χρόνο το λειτούργημα του δικαστικού αντιπροσώπου στα Μονομελή Πρωτοδικεία και στα Ειρηνοδικεία της Αλβανίας, από δε του Μαρτίου 1933, έτυχε άδειας ασκήσεως του λειτουργήματος του δικηγόρου σε όλα τα Πολιτικά και Ποινικά Δικαστήρια του Αλβανικού Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και του Εφετείου και του Αρείου Πάγου(DICTIΜΙ) που έδρευαν στα Τίρανα.
Η απελευθέρωση της αλύτρωτης, αλλά αδούλωτης πατρίδας του το Δεκέμβριο του 1940, τον βρήκε στο Αργυρόκαστρο με την οικογένειά του, όπου, από την Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση διά τη Διοίκηση και Διαχείριση των πραγμάτων του Δήμου Αργυροκάστρου διορίστηκε Διοικούσα Δημαρχιακή Επιτροπή αποτελούμενη από τον Β. Ζώγκο και τους Μπεσίμ Γκέγκαν, φαρμακοποιόν, Μπασίμ Ντελβίνα, έμπορον και Βασίλειον Τζιαν, δικηγόρον.
Τόσο κατά την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του από τα νικηφόρα Ελληνικά στρατεύματα, όσο και προ της Ιταλικής επίθεσης, σαν Έλληνας, προσέφερε, χωρίς όρους και ανεπιφύλακτα μέγιστες εθνικές υπηρεσίες, αναπτύξας έντονα και έκτακτα επικίνδυνη δραστηριότητα με μοναδικό και ανυποχώρητο σκοπό την πραγμάτωση του πόθου των Βορειοηπειρωτών με την ένωση της ιδιαίτερής τους πατρίδας με τη Μητέρα Ελλάδα.
Έτσι, όταν τον Απρίλη του 1941, πριν ακόμα, ύστερα από την επίθεση των Γερμανών και τη διάσπαση του Μακεδονικού μετώπου, αρχίσει η αποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων από την πατρίδα του, ειδοποιήθηκε κατά τρόπο απόλυτα μυστικόν από την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση και Ανώτατη Διοίκηση Χωροφυλακής Αργυροκάστρου (αείμνηστοι Βασίλειος Μελάς, Αντιστράτηγος και Δημήτριος Δρακόπουλος, Συνταγματάρχης Χωροφυλακής) ότι διά των τηλεπικοινωνιακών μέσων που διέθεταν συνέλαβαν ανακοίνωσιν περί καταδίκης του ερήμην εις θάνατον από έκτακτον Ιταλικόν στρατοδικείον Αυλώνος διά κατασκοπείαν και του συνέστησαν να φύγει οικογενειακώς την ίδια νύχτα διά την Ελλάδα, δεν εξεπλάγη, διότι τούτο ήταν από εκείνον αναμενόμενον, αφού η καταδίκη ήταν απότοκη της, όπως ανωτέρω, έκτακτα επικίνδυνη δι’ εκείνον εθνικής δραστηριότητας, που είχε αναπτύξει, συναποδεχόμενος και κάθε συνέπεια που ήτο φυσικόν να έχει η δραστηριότητά του αυτή.
Γι’ αυτό την ίδια νύκτα, ημέραν Παρασκευήν παραμονήν του Σαββάτου του Λαζάρου με συνοδείαν ενός ενωμοτάρχου της Χωροφυλακής (ενθυμείται ακόμη το επίθετόν του, Λουκαδούνος) και ενός χωροφύλακος που προσφέρθηκε διά την ασφάλειάν του από την Αν. Διοίκηση Χωροφυλακής Αργυροκάστρου, ανεχώρησε με την αλησμόνητη σύζυγό του Μπέττυ και την ηλικίας 9 μηνών τότε θυγατέρα του, Βίλμαν, νυν δικηγόρον, και αφού πέρασε από το χωριό του, Βάνιστα για να αποχαιρετήσει για τελευταία φορά τον συντετριμμένο από την αδόκητη έκβαση των πραγμάτων φιλόστοργον πατέρα του, έφυγε για την Ελλάδα και το βράδυ του Σαββάτου της Αναστάσεως του Λαζάρου έφθασαν στον Πύργο της Ηλείας και κατέλυσαν στο τότε ξενοδοχείον «Εμπορικόν», με προοπτικήν να φθάσουν εις Γύθειον και από εκεί να μπορέσουν να βρούνε την σωτηρίαν τους στην Κρήτην, η οποία ήταν ακόμη ελεύθερη τότε.
Δυστυχώς κάθε προσπάθεια απέτυχε, διότι στο μεταξύ διάστημα ήταν πια φανερόν ότι οι Γερμανοί ετοιμάζονταν για επίθεση προς κατάληψή της.
Έτσι αναγκάστηκαν κατά τα τέλη του Μαΐου 1941 να φθάσουν με πλαστές ταυτότητες στην Αθήνα με την ελπίδα να φύγουν για τη Μέση Ανατολή, ελπίδα η οποία για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του δεν πραγματοποιήθηκε.
Έτσι στις 7 Ιανουαρίου 1942 το βράδυ οι Ιταλοί τους πιάσανε στην Αθήνα μέσα στον Κινηματογράφο «Άστυ» της οδού Σταδίου εκείνον και τη σύζυγό του, την αξέχαστη Μπέττυ, που στάθηκε δίπλα του θερμός συμπαραστάτης του σ’ όλες τις περιπέτειες της πολυτάραχης ζωής του.
Ευτυχώς την σύζυγό του την άφησαν ελεύθερη υστέρα από 15-20 μέρες, αφού δεν υπήρχε τίποτε εις βάρος της.
Το θέμα όμως πως και με τι προσπάθειες και οικονομικές θυσίες κατωρθώθη να σωθεί η ζωή του ξεπερνάει τα όρια του βιογραφικού σημειώματος και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαιτέρας απασχολήσεώς του, μαζί με συγκεκριμένα περιστατικά που σφραγίζουν την εθνικήν του δράση και να αποτελέσουν για τα παιδιά του βάση για την ορθή τοποθέτησή τους στο μέγα εθνικό ζήτημα της αλύτρωτης ιδιαίτερης πατρίδας μας.
Και μετά το λυτρωμό του συνέχισε τους εθνικούς αγώνας στην πρώτη γραμμή των επάλξεων για την ιδιαίτερή του πατρίδα.
Έγραψε πολλά επώνυμα άρθρα για το εθνικό ζήτημα της ιδιαίτερης πατρίδας του σε ελληνικές και Βορειοηπειρωτικές εφημερίδες.
Έκαμε επίσης επανειλημμένες διαλέξεις και κατά το 1945 έγραψε μελέτη Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου, σχετικά με τη συμμετοχή της Αλβανίας στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παρά το πλευρόν των Δυνάμεων του Άξονος κατά της Ελλάδος και των Συμμάχων Χωρών.
Και παριστάμεθα ακόμη μάρτυρες του διεθνούς εκείνου εγκλήματος εις βάρος των μαρτυρικών ελληνικών πληθυσμών της Βόρειας Ηπείρου, που συνεχίζει να φέρει το σταυρό του μαρτυρίου οδεύοντας το δρόμο προς Γολγοθάν, το οποίο έγκλημα αποτελεί στίγμα για τον σύγχρονο πολιτισμό!
Αθήνα 15.1.1990
Από το περιοδικό “Ηπειρωτική Εταιρεία”.