Σε αυτή την πόρτα φυλακής

Σε αυτή την πόρτα φυλακής

Όταν σε φυλάκιζαν, από τις πρώτες μέρες κιόλας της ανάκρισης, ειδοποιούσαν την οικογένειά σου, για να σου έφερνε στρώμα, προσκέφαλο και κανένα σκέπασμα για να κοιμηθείς στο σκοτεινό κελί.

Για τον προφυλακισμένο πατέρα μου, η μάνα μου ετοίμασε ένα πρωί όλα τα χρειαζούμενα πράγματα, τα τύλιξε με σεντόνι, τα ζάλωσε με τριχιά και βγήκε στη δημοσιά. Με την ελπίδα ότι κάποιο αυτοκίνητο θα σταματήσει να την πάρει.

Σε αυτά που κατέβαιναν από το χωριό μας, είχε περισσότερο το νου της. Την ελπίδα και το θάρρος.

Πέρασε το πρώτο, πέρασε το δεύτερο, το τρίτο… τίποτε. Κανένα δε σταμάτησε. Οι οδηγοί μόλις την διέκριναν από μακριά, όταν την πλησίαζαν, έριχναν το βλέμμα κάπου αλλού. Προσποιούνταν, έκαναν ότι δεν την είδαν…

Ο Γιώργος Οικονόμου από το Πωγώνι, γαμπρός στο χωριό μας, φρέναρε μπροστά της, φόρτωσε τα πράγματά της στο αυτοκίνητό του κι όταν έφτασαν στ’ Αργυρόκαστρο τα κατέβασε ο ίδιος και τα άφησε μπροστά σε αυτή την πόρτα φυλακής, σήμερα ερείπιο. Για να βγει μετά, ο άψυχος αστυνομικός της βάρδιας και να τα πάρει μέσα.

07.01.2019

Σχετικά άρθρα: