Στην Αγία Τριάδα της Πέπελης

Στην Αγία Τριάδα της Πέπελης

Του Αλεξ. X. Μαμμοπούλου

Οί παρακάτω σελίδες αφιερώνονται στους έπισκόπους, πού έχοροστάτησαν στήν Πέπελη, στους ιερείς πού ιερούργησαν στούς διακόνους πού διακόνησαν, στούς δασκάλους, πού έψαλλαν καί μετά τήν απόλυση τής έκκλησιάς τραγούδησαν.

Αφιερώνονται ακόμα στούς πανηγυριστάς καί προσκυνητάς τής Πέπελης καί στά παιδόπουλα, πού άνέβαιναν μέ τά κόκκινα – σάν τής φωτιάς τό χρώμα – τσαρούχια καί τώρα ασπρομάλληδες θυμούνται τά περασμένα.

Τό πασίγνωστο τής Πέπελης μοναστήρι απέχει μιά ως μιάμιση ώρα μέ τά πόδια άπό τά Έλληνοαλβανικά σύνορα, κοντά στήν Κατούνα, τήν Κακαβιά καί τόν “Αγιο Νικόλαο. Τιμάται έπ’ όνόματι τής ‘Αγίας Τριάδος καί είναι άφάνταστη ή κοσμοσυρροή, μέσα στήν ώραιότερη έποχή τού έτους.

Είχε έλάχιστη δική του περιουσία σέ χωράφια, μέ­σα στήν Πέπελη. Είχε 300-400 γιδοπρόβατα, 30 γελά­δια, 30 φοράδια, 300 γκριμπούρια (κυψέλες) μελίσσια.

Άν όμως τό δοξασμένο μοναστήρι δέν είχε δική του, μεγάλη περιουσία, ήταν άτράνταχτα θρονιασμένο στή συνείδησι τού λαού καί ό λαός τό στήριζε. Καί νά πώς.

Λειτουργούσε κάθε μέρα μέ δυό – τρείς παπάδες. Οί προσκυνηταί κάθε μέρα ήταν πάνω άπό πενήντα. Ξό­δευε κάθε τριήμερο όγδόντα όκάδες άλεύρι καλαμποκί­σιο, πού σημαίνει μέ τό λογαριασμό, τό ένα άλλο ένα, έκατόν έξήντα όκάδες ψωμί, δηλαδή πενήντα όκάδες ψωμί τήν ήμέρα.

Σέ κανένα προσκυνητή δέν έπέτρεπε ό ήγούμενος νά βγάλη ψωμί άπό τό ταγάρι του. Άπό τήν ώρα πού πατούσαν στό μοναστήρι ήταν φιλοξενούμενοί του. Μπορούσαν νά καθήσουν όσοι ήταν, όσο καιρό ήθε­λαν. Κανένας δέ θά τούς ρωτούσε πότε θά φύγουν. Οί πόρτες τού μοναστηριού ήταν μέρα-νύχτα άνοιχτές. Κανένα σκυλλί δέν έκανε γκάμ! Κανείς δέ βαστούσε λογαριασμό μά καί κανείς δέν έτρωγε τήν Αγία Τριάδα τής Πέπελης.

Βασίλευε στήν καρδιά τού λαού καί τήν άφοσίωσι τών πιστών.

Τά τετρακόσια γιδοπρόβατα τά βόσκαν Λιάμπιδες πιστικοί, σ’ όποιο τσαΐρι (βοσκότοπο) ήθελαν, χρι­στιανικό ή άγαλίτικο. Κανείς δέν τούς μίλαε. Τά φύλα­γαν όλοι οί άνθρωποι σά τά δικά τους καί τά σέβονταν καί οί λύκοι άκόμα…

Τά γελάδια τής Μονής βόσκαν στόν πλούσιο κι άπέραντο κάμπο τού Βούρκου τού Δελβίνου μαζί μέ τά γελάδια τής περιοχής. Ήταν σημαδεμένα μέ σταυρό στ’ αύτιά κι όταν γεννούσαν καί πάχαιναν, τά πήγαιναν οί κάτοικοι στή Μονή μαζί μέ τά δαμάλια. Τά φοράδια, όταν γεννούσαν τά πήγαιναν, μαζί μέ τα πουλάρια καί τά παραδίναν στόν ήγούμενο.

Ή άγάπη καί ό σεβασμός του λαού στήριζε τόν πλούτο τής Μονής καί τό βιό της ήταν γιά τόν ίδιο τόν λαό.

Άν κανείς ήθελε ν’ άγοράση άπό τή Μονή ένα φοράδι ή ένα δαμάλι πήγαινε στόν ήγούμενο.

– Πόσο κάνει γούμενε;

– Δέν ξαίρομε μείς άπ’ αυτά. Τοΰ λόγου σου ξαίρεις! Πλήρωσε καί κάμε καλά μέ τήν Αγία Τριάδα!

Έτσι τών πιστών ή εύλάβεια καί ό σεβασμός αύγάταιναν τής Μονής τόν πλοΰτο.

Τής Μονής τά εισοδήματα, έκτος άπ’ αύτά πού άναφέραμε ήταν οί εισφορές τών χριστιανών. Κάθε τόσο ένας παπάς μέ τό μουλάρι κι ένας χουσμεκιάρης (ύπηρέτης) τής Μονής γυρνούσαν τά χωριά. Όπου περνούσε τό μουλάρι τής Μονής μέ τόν παπά, παραμέριζε ό κόσμος, τούρκοι καί χριστιανοί κάναν τό σταυρό τους. Κάθε χρόνο άντηχούσαν οί ράχες καί οί λαγκαδιές άπό τόν ιδιόρρυθμο κύπρο τής Μονής. Ό παπάς κόνευε στού έπιτρόπου ή τού παπά τού χωριοΰ τό βράδυ, τό πρωΐ έκανε μιά μικρή λειτουργία κι υστέρα γύριζε μέ τόν έπίτροπο άπό σπίτι σέ σπίτι μέ τό κουτί στά χέρια. Ό χουσμεκιάρης βάσταγε τό κουτί καί κανένας δέν πρόσεχε τί ρίχνει ό κάθε χωρικός μέσα. Τό βράδυ γύριζαν στήν Πέπελη καί παραδίναν τό κουτί στόν ήγούμενο.

– Αύτό είναι τό κουτί τής Σωτείρας!

Στά χωριά πού είχαν ξενήτες μάζευαν παράδες. Μά στά γεωργικά χωριά;

Έκεί ό παπάς μέ τόν έπίτροπο βαστούσαν έναν κατάλογο στό χέρι μέ τά όνόματα τών χωρικών καί κάθε ένας γραφόταν κι έταζε: είκοσι όκάδες γέννημα, ένα σακκί καρύδια, δέκα κότες, ένα έρίφι, έναν τράγο, ένα δαμάλι, ένα διπλάρι, ένα κιλίμι, ένα ρουτί. Τήν έποχή τής συγκομιδής τά μουλάρια έκαναν πάλι τό γύρο τών χωριών καί μάζευαν τά τάματα, πάντα περισ­σότερα άπ’ ό,τι ήταν γραμμένα. Κανένας δέν έτρωγε τήν Αγία Τριάδα. Μά καί ή Αγία Τριάδα κανένα δέν έπίεσε.

– Τί έχεις στο νου σου; Πήγαινέ το στόν έπίτροπο! Βοήθεια σας ή Άγια Τριάδα.

* * *

Άπό τούς πρώτους άφιερωτάς ήταν καί αγάδες. Τά μουλάρια τής Μονής κουβαλούσαν όλόκληρα φορτώ­ματα άπό τά κοτσέκια των αγάδων μόλις αυτοί παίρναν τό ϊμορο. Χριστιανοί καί Τούρκοι λατρεύαν τή Μονή τής Πέπελης.

“Αν όμως ή προθυμία των πιστών μάς προκαλεί τή συγκίνησι τό ιερό “Ιδρυμα μάς γεμίζει σεβασμό μέ τή δράσι του.

Είπαμε γιά τή φολοξενία των προσκυνητών. Θά πούμε ακόμα πώς οί ξενώνες του ήταν πάντοτε γεμάτοι, είτε απ’ αύτούς είτε άπό κοσιάδες, απόσπασμα, είκοσι ή καί όλιγωτέρων ζαπτιέδων, ζαπίτες (χωροφύλακες), ταξιντάριδες (ταχσίλ-δαρέ είσπράκτορες). Οί φούρνοι δούλευαν κάθε μέρα καί τά καζάνια βράζαν συνεχώς.

Οί πιστοί καί οί υπηρέτες κουβαλούσαν τά πάντα, ως καί νερό άπό το Λυκομύλι τού Σελλιού, όταν τό καλοκαίρι άπό τήν άνομβρία άδειάζαν οί στέρνες τής Μονής.

Κάθε Χριστούγεννα καί άπόκρηες μοιράζαν ψωμιά καί κρέατα παντού, όπου είχαν πληροφορίες, πώς ήταν φτωχές καί άναξιόπαθες οικογένειες.

– Πόσες ψυχές είστε; καί γέμιζαν τούς ντορβάδες τών φτωχών.

Άπό τό μέγα Σάββατο ώς τήν Κυριακή τού Θωμά τό τυρί δέν άλατίζονταν, τό μοιράζαν χλωρό σέ κάθε οικο­γένεια, πού ξαίραν πώς δέν είχε δικά της γιδοπρόβατα. Άλλοι δίναν στή Μονή τής Πέπελης κι άλλοι παίρναν. Όσοι δέν ήταν γραμμένοι στά δοσίματα, θά πή πώς ήταν άνάγκη νά πάρουν καί παίρναν.

Τέσσερες μέρες κρατούσε τό πανηγύρι τής Αγίας Τριάδος. Κάθε μέρα ήταν ώρισμένο μέ τή σειρά ποιά χωριά θά έρχόταν καί έτσι χωρίς συνωστισμό, άλλά μέ τάξη μπορούσαν νά έξυπηρετηθούν όλοι. Χιλιάδες κό­σμος έρχόταν άπό τή Δρόπολη, άπό τό Πωγώνι, άπό τό Βούρκο τού Δελβίνου, άπό τό Μπαμπούρι καί τόν Τσαμαντά. Μέχρι τά τελευταία χρόνια έπί τρεις ήμέρες πέφταν τά σύνορα. Τά κελλιά τής Μονής γέμιζαν άπό κόσμο καί τά κελλάρια της άδειάζαν γι’ αύτό τό άτελείωτο ψυχομέτρι δωρεάν. Κανένας δέν έπλήρωνε. Κα­νένας δέ βάσταγε λογαριασμό. Κάθε μέρα έβγαινε δί­σκος, κάθε άπόγευμα, καί ό κόσμος έπρόσφερε «ό,τι προαιρείτο». Χιλιάδες προσκυνηταί άνέβαιναν καί κα­τέβαιναν όλες τίς ήμέρες κι όλες τίς ώρες λαμπροντυμένοι, έπάνω στά σελλωμένα καί όμορφοστολισμένα μέ κελίμια ζώα. Όμπόλιες άσπρες τού Πωγωνίου, πόσια καί μονέτρες τών γυναικών τής Δροπόλεως καί τά μαύρα μέ τά πολύχρωμα κεντίδια μαντήλια τών γυναι­κών τού Βούρκου άνέβαιναν τά στενά μονοπάτια, ένώ τίς γύρω-γύρω πυκνές λόχμες δέν τίς έσκιζε ούτε φείδι.

Κάτω άπό τά δέντρα άναδίδονταν καπνός άπ’ τά σφαχτά, πού ψηνότανε, δαμάλια καί τραγιά. Σφάχτηκε νιάγκρος στήν Αγία Τριάδα, πού βγήκε καθαρός τριάντα δύο όκάδες. Πολύβουο κύμα πανηγυριστών τριγύριζε τή Μονή καί τά δέντρα όλοτρόγυρα. Χοροί καί τραγούδια δονούσαν τόν άέρα. Σωτηριώτες μέ διμιτένιες μπλέ φουστανέλλες άνοιγαν τό χορό. Μελισσόκερο έζωνε γύρω-τριγύρω τή Μονή, ένώ τό μυροφόρο άγέρι έφερνε στούς πιστούς τή χάρι τής Αγίας Τριά­δος. Πραμματευταί καί έμποροι κάναν έμπορικές πρά­ξεις. “Εβλεπες έκεί χιλιάδες ζώα, μαζεμένα, νά χλιμιντράνε βλέποντας τό ένα τό άλλο, μούσκες (μουλά­ρια), άλογα καί γομάρια (γαϊδούρια) σελλωμένα κι άσέλλωτα. Σ’ όσα πουλιόταν βάζαν στή σέλα ή στό σαμάρι ένα λουλούδι, μιά τούφα άπό καλάμι ή μιά χεριά γρασίδι, σημάδι πώς δέν έπρεπε νά γίνη πιά λόγος γι’ αύτά.

Αλλού λαϊκοί τεχνίτες μέ τά έκθέματά τους τής τέχνης τού ξύλου, τής ξυλογλυπτικής. Τσιπουργιές, κάδους ειδικούς πού βάζουν στά σταφύλια καί τά συμ­πιέζουν νά βγάλουν κρασί καί άργαλιοί μέ τήν άρματωσιά τους, τ’ άντιά, τά ξυλόχτενα, τις μιταρόβεργες. Φκιάργια, πού οί νοικοκυρές φκιαρίζουν τό ψωμί στό φούρνο καί πλάστες, πού άνοίγουν τά πέτουρα καί πινακωτές, πού βάζουν τό ζυμάρι. Άλωνόφτιαρα πού μαζεύουν στ’ άλώνι τόν καρπό καί σκάφες γιά τίς μπουγάδες καί χουλιάρια καί πηρούνια μοσχομυρισμένα άπό ξύλο πυξαριού ή χρυσάφι ξύλο κέδρου.

Πάρα πέρα μπατανίες τής νεροτριβής καί κιλίμια καί σαΐσματα καί φλοκάτες καί γιουρντιά καί τσέργες όμορφοσιασμένες.

Σ’ άλλο μέρος άραδιασμένα είδών – ειδών λιλιά καί μπιχλιμπίδια, πού φέρναν άπό τίς πολιτείες, συγκεντρώναν τίς κοπελλιές τού πανηγυριού, πού θαυμάζαν μέ λαχτάρα, κι άλλού χαλκώματα φερμένα άπό τό Δέλβινο, καζάνια καί τεντζερέδες καί ταψιά καί δίσκοι σφυρηλατημένοι καί σινιά μεγάλα, πού άστράφταν στόν ήλιο.

‘Η Αγία Τριάδα όμως δέν ήταν μόνο αύτό πού είδα­με. Δέν ήταν μόνο καταφύγιο τών φτωχών καί όδοιπόρων, δέν ήταν μόνο ταμείο βοήθειας.

Στό σύσκιο, πανσεβάσμιο μοναστήρι, στό ειδυλ­λιακό τοπίο πού τό κλειναν βελανιδιές, έληές καί πουρ­νάρια ήταν έγκατεστημένο βρεφοκομείο, ύποτυπώδες, άλλ’ ίσως μοναδικό στήν Ανατολή, τόν καιρό πού ή άγαθοεργία δέν είχε άποκρυσταλλωθή στίς σημερινές της μορφές.

Βρέφη πού οί μανάδες δέν μπορούσαν νά τά ζήσουν μά κυρίως βρέφη, μπαστιά καρποί τής αμαρτίας γυναι­κών, πού οί άνδρες τους λείπανε χρόνια στά ξένα καί πού παραστρατήσανε. Μανάδες καί βρέφη κατέφευγαν στό έλεος τής Αγίας Τριάδας. Πώς μπορούσαν νά ζή­σουν σέ μιά κοινωνία τής όποιας παρέβησαν τούς νόμους; Χάρις στή Μονή τής Πέπελης οί παραβάτιδες τοΰ κοινωνικού νόμου έβρισκαν τό θείο έλεος.

Τά έκθετα παιδιά τού βρεφοκομείου τής Πέπελης τά παίρναν γυναίκες καί τά πήγαιναν σέ άτεκνες οικογέ­νειες τού Πωγωνίου, πού τά ζητούσαν.

Δέν είναι όμως μόνο τό βρεφοκομείο πού μας κάνει νά θαυμάζωμε αλλά καί τό πρωτόγονο σωφρονιστήριο, τρελλοκομείο τής Μονής.

Δέν ξέρω «ιστορική καταγραφή» τής ίδρύσεως τοΰ τρελλοκομείου τής Πέπελης. Ξέρω όμως πόσο παλλαϊ­κή ήταν ή άναγνώρισή του, πού είχε γίνει σέ χρόνια μακρυνά.

Χριστιανοί φέρναν τούς αρρώστους τους απ’ όλη τήν περιοχή, ιδίως τούς έπικινδύνους σχιζοφρενείς καί μανιακούς, όσους δέν μπορούσε νά κρατήση κοντά ή αγάπη των συγγενών. Συχνά έβλεπες άρρώστους ακόμα καί από τήν Δήλωνα καί άπό τήν Πρέβεζα. Κοντά μέ τούς άρρώστους έμενε διαρκώς καί κάποιος συγγενής τους. Έτσι ή έπιβάρυνση τής Μονής ήταν διπλή. Δέν έπαιρνε όμως ούτε νοσήλεια ούτε ξενοδοχειακά. Ό,τι ήθελαν έδιναν.

Οί άρρωστοι έμεναν χωριστά οί γυναίκες καί χωρι­στά οί άντρες. Σέ ώρισμένα κελλιά. Αύτό γίνονταν γιά τούς ήσυχους άρρώστους. Κάθε πρωί πήγαιναν στήν έκκλησιά καί διαβάζονταν ειδικές γι αύτούς ευχές.

Τούς μανιακούς, όσων τό νοΰ είχαν σκεπάσει τά πυ­κνά σκοτάδια καί έθόλωναν τά λογικά τους τής μανίας τά γαμψά νύχια, τούς ρίχναν στις μπίμτσες, ύπόγεια θολωτά, δεμένους στά κούτσουρα κι έκεί είτε κλαίγαν, είτε γελούσαν!

Άπό τό βιβλίο του Άλεξ. X. Μαμμοπούλον, Ή “Ηπειρος, Λαογραφικά – Ηθογραφικά – Εθνογραφικά. Τόμος Α’ Άθήναι 1961. σελ. 23-27 καί 107-108). (Απόσπασμα)

Σχετικά άρθρα: