Στη Λιντζουριά

Του Βασίλη ΝΙΤΣΙΑΚΟΥ, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Γιαννίνων
Το απόγευμα αποφασίζουμε να επισκεφτούμε την περιοχή της Lunxëri (Λιντζουριά), έχοντας κατά νου κυρίως το Labovë (Λάμποβο) του Ζάππα. Παίρνουμε το δρόμο για το Τεπελένι και στρίβουμε δεξιά μετά το Βλαχοχώρι Anton Poçi (Αντόν Πότσι) ακολουθώντας έναν δρόμο που περνά από μια από τις πολλές γέφυρες του Δρίνου. Το πρώτο χωριό που συναντάμε ανηφορίζοντας είναι το Τërbuq. Μπαίνοντας στον οικισμό συναντάμε κοπάδια που επιστρέφουν από τη βοσκή.
Ρωτώ έναν βοσκό αν είναι Βλάχος και μου λέει ότι η γυναίκα του είναι Βλάχα. Ο Θεμιστοκλής πιάνει κουβέντα στα αλβανικά. Λίγο πιο πέρα συναντάμε έναν νέο άντρα που μας λέει ότι είναι αστυνομικός και μας προτείνει να μας συνοδεύσει στο Λάμποβο. Τον λένε Πέτρο. Από την πρώτη στιγμή, σε σχετικά καλά ελληνικά, μας δίνει το στίγμα της «ελληνικότητάς» του. Λέει ότι οι πρόγονοί του έχουν έλθει από την Ελλάδα, το γνωστό στερεότυπο που ακούω συνεχώς από Αλβανούς Ορθόδοξους του νότου.
Υποστηρίζει ότι τα χωριά τους είναι ελληνικά και ότι πρέπει να το καταλάβουν αυτό εκεί στη Ελλάδα. Ο ίδιος έζησε ένα χρονικό διάστημα στην Αθήνα και δραστηριοποιήθηκε στον εκεί Σύλλογο Βορειοηπειρωτών. Θεωρεί ότι είναι άδικο που δεν αναγνωρίζονται στην Ελλάδα ως Έλληνες, ενώ στα Τίρανα τους λένε «κωλογκρέκ».
Τον ερεθίζω λίγο σχετικά με το θέμα της ταυτότητάς τους. Επιμένει να αναφέρεται στο «ελληνικό παρελθόν» της Λιντζουριάς. Όταν τον ρωτάω να μου πει ειλικρινά τι έχει μέσα στην ψυχή του, μου απαντά «no comment» με νόημα. Όταν τον ρωτάω για τον Aleksander Meksi που κατάγεται από το Λάμποβο και έγινε πρωθυπουργός της Αλβανίας, μου απαντά απλά ότι είναι ένας προδότης. Η γενικότερη συμπεριφορά του επιβεβαιώνει ό,τι έχω ακούσει ως τώρα για τους Λιντζουριώτες και τη σχέση τους με την Ελλάδα.
Τον ρωτώ και για τους Βλάχους. Εκφράζεται με τα καλύτερα λόγια. Τους θεωρεί έντιμους και εργατικούς. Αναφέρεται στην προσωπική του φιλία με τον Δήμαρχο του Anton Poçi. Με τα πολλά και αντιδρώντας στην επιμονή μου πάνω στο ζήτημα της ελληνικότητας της Λιντζουριάς μου λέει με έντονο ύφος: «Φίλε, εδώ δεν είναι Αλβανία». Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ακούω αυτά τα λόγια από έναν εν ενεργεία αστυνομικό…
Συνεχίζει τεκμηριώνοντας τις απόψεις του με παροιμίες «Εμείς κάνουμε τη δουλειά μας και τρώμε το ψωμί μας. Δεν τρώμε το ψωμί του Τούρκου για να κάνουμε τη δουλειά μας» (Nuk ham bukën e Turkut te bëjmë punonton. Pnojme për vetet dhe bomë vetë nuk bejme duka).
Στο Λάμποβο μείναμε αρκετή ώρα, κυρίως στα χαλάσματα του αρχοντικού των αδελφών Ζάππα. Στο νου μου έρχονται και ξανάρχονται λόγια του Πέτρου. Η τελευταία παροιμία με μπέρδεψε κάπως. Του ζητώ να μου τη γράψει στο δεφτέρι μου. Όταν επιστρέφοντας στο Αργυρόκαστρο την έδειξα σε ένα φίλο μου, μου είπε ότι δεν είναι σωστή, προτείνοντας τη δική του σωστή εκδοχή: «Τρώω ψωμί τούρκικο και προσεύχομαι για το Χριστιανό» (Ha bukën e Turkut bën duva ne e kaurit). Προσπαθώ να καταλάβω…
(Έτσι τελειώνει το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ, εκδ. Οδυσσέας, 2010 και…ο νοών νοείτω!)