«Στόλιζα και κερνούσα τη νύφη»

«Στόλιζα και κερνούσα τη νύφη»

Βλέπετε τη μάνα μου στη φωτογραφία να δένει τη σκούφια, να στολίζει με τη νυφική δροπολίτικη ενδυμασία τη δισέγγονή της, τη Χρύσα.

Τη ρωτάω, ενώ καρφώνει το ασπρομάντηλο, φτιάχνει την πιέτα:

-Μάνα μου, αν υπολόγισες ποτέ, πόσες νυφάδες στόλισες σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου;

Με κοιτάει κατάματα, χαμογελάει καλοσυνάτα και σηκώνει τους ώμους της.

-Ποιος τις θυμάται. Λουλούδια του μπαχτσέ ήταν όλες. Πανέμορφες, ζηλεμένες.

(Δηλαδή στόλισε πολλές.)

– Σε πλήρωναν για τον κόπο;

– Ανιδιοτελώς προσφερόμουν. Κερνούσα κι από πάνω τη νύφη. Όμως μου έβαζαν κι έτρωγα. Το στόλισμα ήταν η χαρά μου. Μ’ έπαιρναν από το σπίτι αγκαζέ, με ταξί και με πήγαιναν αράδα σχεδόν σ’ όλα τα χωριά της Δρόπολης. Και με ποδήλατο με κουβάλησαν ένα τροπάρι στη Φράστανη … Ήμουν νέα τότε…

Με κούραζαν οι πολλοί γάμοι…

Σχετικά άρθρα: