Νικόλαος ΛΑΜΠΡΟΥ: «Όταν η πέτρα ξεκόβεται από τον τόπο της και κατρακυλάει, φθείρεται»

Νικόλαος ΛΑΜΠΡΟΥ: «Όταν η πέτρα ξεκόβεται από τον τόπο της και κατρακυλάει, φθείρεται»

(Συνέντευξη)

Τον κουβαλούσαμε μέσα μας από παλιά. Από τότε που ανέβαζε στο σανίδι του επαγγελματικού Θεάτρου του Αργυρόκαστρου αγνούς χαρακτήρες. Μετά το χίλια εννιακόσια ενενήντα, κι ας γίναμε «σκορποχώρι», ρωτούσαμε να μάθουμε νέα του. Πρόσφατα τον εντοπίσαμε. Του τηλεφωνήσαμε κι έδειξε πρόθυμος να τα πούμε από κοντά. Ένα καλό απόγευμα έφτασε στο γραφείο μας για να συνοδεύσουμε τη συνέντευξη με ελληνικό καφέ και λίγο τσίπουρο του τόπου μας.

Συχνά, αντί να απαντούσε στα ερωτήματα, έμπαινε σε ρόλο. Ένιωθε πάνω στη σκηνή, έπαιζε ποτπουρί: Λίγο Μάτο Γκρούντα, τον τυπικό λιάμπη στο «Ο άνθρωπος με κανόνι», (για τον οποίο το ‘76 του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο ανδρικού ρόλου), λίγο Ζεμάν Μασκουλόρα, από το «Ελευθερία ή θάνατος», λίγο Γκάκιο από «Την πρώτη νύκτα της λευτεριάς». Παίζει θέατρο και στην Ελλάδα. Όμως, όχι όσο επιθυμεί. Ό,τι του προσφέρεται να κάνει, το κάνει με ψυχή. Μελετάει χαρακτήρες, ζει έντονα τις καταστάσεις. Δακρύζει εύκολα, χαίρεται με ψυχή. Δουλεύει μέσα του το συναίσθημα της πραγματικής εκπροσώπησης του ρόλου. Έτσι πράττει κι είναι ο ωραίος της σκηνής. 

Ερ: Γιατί φύγατε από τον τόπο σας, όταν ήσασταν το όνομα;

Απ: Με τις ανατροπές στην Αλβανία, έκλεινε για μένα η σελίδα του μεγάλου πάθους – του θεάτρου, που το έμαθα περισσότερο στη ζωή παρά στα θρανία του σχολείου. Κι άνοιγε, με την άφιξή μου στην Ελλάδα, η άλλη σελίδα. Να ασχοληθώ με ότι μου βγει μπροστά. Απομακρυνόμουν από τη γενέτειρα κι ένοιωθα να φθείρομε διαρκώς. Ταξίδευα προς το άγνωστο.  Προς το πουθενά. Με ένα βάρος στην ψυχή. Η πραγματικότητα είναι ότι δεν έφυγα από μόνος μου. Όπως πολλούς διανοούμενους κι εμένα με έδιωξαν οι αντίξοες καταστάσεις. Η χώρα, που δεν μπορούσε να μας κρατήσει άλλο. Αν θα αποφάσιζες να μείνεις, θα έπρεπε να αλλάξεις χαρακτήρα. Να προσαρμοστείς στη νέα τάξη πραγμάτων. Να μπεις σε κερδοσκοπικά παιχνίδια. Να βουτήξεις μέσα στη βρωμιά. Αδύνατο πράγμα για μας. Όσα σωστά μυαλά έμειναν στον τόπο, τα είδαμε να πονάν και να πεινάν.    

Ερ: Τι ξέρατε για την Αθήνα;  

Απ: Από τον πατέρα μου, που την είχε «φάει» με το κουτάλι, ήξερα πολλά. Έμαθα περισσότερα από έναν δικηγόρο, που μου έκανε λεπτομερειακή ανάλυση. Παρομοίασε την Αθήνα με ζούγκλα και είπε ότι για να επιβιώσεις, πρέπει να είσαι Ταρζάν. Εάν δεν έχεις δουλειά και ασφάλεια, είσαι τελειωμένος. Έφυγα από την Αλβανία κι  ήξερα σχεδόν τι με περίμενε στην Ελλάδα. Δεν έπεσα βάρος σε κανέναν. Στήριξα την επιβίωσή μου στις δυνάμεις μου. Όλη η οικογένεια γίναμε ένα σώμα, ένας μικρός Ταρζάν. Κι αντέξαμε, πετύχαμε μια θέση στην κοινωνία. Εγώ σιγά – σιγά βρήκα τον εαυτό μου. Με έμαθε η Αθήνα και η υπόλοιπη Ελλάδα.

Ερ: Πάνω σε ποιες βάσεις λειτουργεί το θέατρο στην Ελλάδα; 

Απ: Διαφέρουν τα πράγματα εδώ. Υπάρχουν πολλές σχολές ηθοποιίας. Στην Αλβανία είχαμε τη Ρωσοευρωπαϊκή με το δικό της ξεχωριστό προφίλ. Στη σκηνή ο ηθοποιός ανεβάζει το χαρακτήρα που ζητάει το κείμενο. Αυτό το μελετούσες καλά και μέσα από τους χαρακτήρες της ζωής. Πράγμα που εδώ δεν γίνεται. Εδώ υπάρχει η στάμπα. Επιλέγεται ο τάδε ηθοποιός για τον τάδε χαρακτήρα και αυτό είναι. Ο κάθε ηθοποιός μελετάει το κομμάτι του. Έχει ένα συγκεκριμένο προφίλ, μπαίνει στη δική του κοίτη.

Ερ: Δηλαδή τα πάντα στο θέατρο κινούνται εμπορικά;  

Απ: Ακριβώς. Εδώ ο σκηνοθέτης δεν έχει χρόνο για πολλές επιλογές. Αφού σε είδε να παίζεις κάποιο ρόλο και του άρεσες, σου δίνει αμέσως τον ίδιο ρόλο στο δικό του έργο. Θέλω να πω ότι τον ηθοποιό δεν τον αφήνει κανείς να επιλέξει από μόνος του. Να δοκιμάσει τι του πάει καλύτερα στο χαρακτήρα του.  Μόνον οι ταλαντούχοι ηθοποιοί μπορούν να σπάσουν τα ταμπού, το σκληρό κατεστημένο και να καταλήξουν στο ρόλο που επιθυμούν. Αυτό το καταφέρνουν τα μεγάλα ονόματα και μόνον στο θέατρο. Και μερικά νέα, που προχωρούν δυναμικά. Που μπορούν να αλλάξουν τον εαυτό τους. Να μπουν στους χαρακτήρες, στον πόνο, στη χαρά και στον προβληματισμό του χαρακτήρα.  

Ερ: Στην Ελλάδα τι κερδίσατε; 

Απ: Το πολυτιμότερο πράγμα. Αυτό που σχετίζεται με το μέλλον των παιδιών μου. Βασικά γι’ αυτά τόλμησα να εγκαταλείψω τόπο και επάγγελμα. Δηλαδή δέχτηκα να πληγωθώ βαριά. Μη νομίσετε ότι πιάσαμε το μέλλον;! Ακόμα κολυμπάμε μέσα στη θάλασσα. Δερνόμαστε διαρκώς από σαράντα κύματα. Η ζωή είναι βρώμικη. Σου στήνει καρτέρι. Όσο πας να ορθοποδήσεις, σου δίνει μια και πάλι από την αρχή. Συνέχεια σου χαλάει τα σχέδια. Ο μεγάλος μου  γιος τελείωσε σχολή τουριστικών επαγγελμάτων. «Μυρίστηκαν» τις ικανότητές του και του προσφέρανε θέση εργασίας πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές. Τώρα συνέχεια πετάει. Ταξιδεύει από χώρα σε χώρα. Όπου έχει ανάγκη η εταιρία. Δούλεψε σκληρά από μικρός. Αυτό με πόνεσε πολύ. Όμως, η δουλειά τον έμαθε πώς να επιβιώσει μέσα σε ζούγκλα. Οι σπουδές είναι η περιουσία που έδωσα στους υιούς μου. Άλλο τίποτε δεν είχα. 

Ερ: Πώς αντέξατε τη σκληρή δουλειά όντας ηθοποιός; 

Απ: Οι γονείς μου, η κοινωνία, οι φίλοι μου, το θέατρο κι όλη η ζωή, με δίδαξαν να είμαι δυνατός. Να μη λυγίζω. Να κρατώ το κεφάλι ψηλά. Να είμαι περήφανος. Όταν είδα ότι το θέατρο τελείωσε, επέλεξα άλλο μονοπάτι. Γιατί η εξαμελής οικογένεια έπρεπε να ζήσει. Άρπαξα τον τενεκέ της οικοδομής. Εργάστηκα σε δημόσια έργα. Σκούπιζα στη «Ζήνωνος» στο κέντρο της Αθήνας, μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Με είδε φίλος μου και δεν πίστευε στα μάτια του. Μου λέει: – Εσύ είσαι, βρε Νικόλα;! Με αυτή τη φόρμα και με αυτή τη σκούπα;! Πόσο χαμηλά έπεσες! – Τι θεωρείς πέσιμο, του λέω. Μήπως έκανα κάποιο έγκλημα; Έκλεψα, ασχολήθηκα με ναρκωτικά; Έγινα πολιτικός και είπα ψέματα; Είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Του λέω: – Βλέπεις αυτόν τον ιδρώτα; Είναι ο τίμιος ιδρώτας, που μου δίνει γλυκό ψωμί.  

Ερ: Δηλαδή πάτε να παρατήσετε το θέατρο;  

Απ: Δούλευα σκληρά κι όμως, δεν μπορούσα με τίποτα να ξεχάσω το θέατρο. Να ξεριζώσω από μέσα μου το μεγάλο πάθος. (Δεν είναι καθόλου εύκολο). Παρόλο που το εισιτήριο έπεφτε ακριβούτσικο στα ψιλά της τσέπης μου, παρακολούθησα λίγες παραστάσεις. Όταν είδα τον «Ματωμένο γάμο» δεν άντεξα, ξέσπασα στα κλάματα. Παραλίγο να πάθω σοκ. Δεν πήγα πια σε θέατρο, για να μην κάνω το μοιραίο λάθος. Να μπλεχτώ με αυτό και να τα παρατήσω όλα. Ακόμα και την οικογένεια, που ως τότε την είχα μακριά. Αμέσως έτρεξα στο Αργυρόκαστρο κι έφερα κοντά μου τα αγαπημένα πρόσωπα: γυναίκα, υιούς και γονείς.   

Ερ: Πότε έγινε η  απόπειρα της επιστροφής στην παλιά αγάπη; 

Απ: Το ενενήντα τρία ή το ενενήντα τέσσερα, αν θυμάμαι καλά. Εκείνη την περίοδο παιζόταν ένα σίριαλ με το καυτό θέμα των μεταναστών. Κάποια αληθινά γεγονότα ο σκηνοθέτης, μέσω τηλεοπτικής σειράς, τα μετέφερε στην οθόνη. Σε ένα επεισόδιο ήθελε να δείξει το πρόσωπο της αλβανικής μαφίας. Καθώς είδα να μπερδεύει το άτομο με το σύνολο, να γενικεύει το μεμονωμένο περιστατικό, δεν συμφώνησα να παίξω. Εάν συμφωνούσα, τώρα ίσως να είχα ανέβει πολύ ψηλά. Να είχα και κανένα σπίτι… Η κανονική μου επιστροφή στο θέατρο έγινε το 2003. Μετά, με πρωτοβουλία του Μανούσου Μανουσάκη, που με ήξερε καλά από πριν, έπαιξα το ρόλο του Ραμίζ, του Αλβανού χαφιέ, που κουβαλάει πάνω του όλα τα κακά του κόσμου. Στο σίριαλ «Η αγάπη έρχεται από μακριά».    

Ερ: Τώρα ασχολείστε αποκλειστικά με το θέατρο; 

Απ: Στο θέατρο όσο έμπασα λίγο τη μύτη. Να μπεις καλά θέλεις ολόκληρη ζωή. Τα κυκλώματα, που λειτουργούν άψογα, σου κόβουν το δρόμο. Π. χ., όταν παίζει κανείς σε σίριαλ, ακόμα και σε μικρό ρόλο, όταν διακρίνεται, πάει να βγει πάνω από τον πρωταγωνιστή ή τον «σκοτώνουν» ή «τον στέλνουν στην Αμερική». Δηλαδή του κόβουν τη συνέχεια. Σε περιμένουν στη στροφή για να κάνεις το λάθος. Όμως, αν θέλεις να προχωρήσεις, δεν δίνεις σημασία  σε ανοησίες. Δεν μασάς, δεν χαρίζεις όταν βλέπεις ότι υποτιμούν την ύπαρξή σου. Συνεχίζεις να είσαι περήφανος και παλεύεις να προστατέψεις την περηφάνια σου, που είναι η λεβεντιά σου. Υπάρχουν και θετικά πρόσωπα, που σε ωθούν, που σε κρατούν κοντά, που θέλουν να σε προβάλουν. Που σου λένε: «έλα να πάμε μαζί». Όμως, αυτά είναι σε μεμονωμένες περιπτώσεις.   

Ερ: Τι σας πόνεσε περισσότερο στα χρόνια της μετανάστευσης;

Απ: Η παλιά πληγή του πατέρα μου. Το βλήμα, που «φύλαγε» μέσα στο σώμα του από τον ελληνο – ιταλικό πόλεμο – δείγμα αγώνα, που δεν το σεβάστηκε κανείς. Τον αγωνιστή ήρθε η στιγμή, για μια βίζα, να τον στήσουν ώρες στην ουρά έξω από την πόρτα του Ελληνικού Προξενείου του Αργυρόκαστρου. Για μια απλή επέμβαση καταρράκτη του έβγαλαν την ψυχή. Στο Υπουργείο Υγείας η ξανθιά αδυνατούλα Φωφώ, με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, με περίμενε σαν οχιά. Μόλις παίρνει τη βεβαίωση και διαπιστώνει κάπου κόλλημα, γυρίζει και μου λέει:

 – Έχουν περάσει από τα χέρια μου χιλιάδες τέτοιες παλιοχαρτούρες.  Και πετάει περιφρονητικά τη βεβαίωση χάμω…

Και μετά; 

Εκείνη τη στιγμή ξέρεις πώς έγινα;! Αν με έκοβες, δεν θα μου έβγαινε κόμπος αίμα. Ξεθύμανα χτυπώντας δυνατά το τραπέζι. Κι είπα καταθυμωμένος:

– Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να πετάξεις κάτω αυτό το χαρτί, γιατί είναι βαμμένο με αίμα. Βάφτηκε για να υπάρχει Ελληνισμός και Βόρειος Ήπειρος σήμερα κι εσύ να καμαρώνεις πάνω σε αυτή την αναπαυτική καρέκλα.

Όταν έπιασε το αφτί της την απειλητική έκφραση: «ξέρεις τι σου κάνω» κατάλαβε ότι έμπλεξε με το μάστορα της κι άλλαξε αμέσως ταχτική:

 – … μα  χρειάζεται κι ένα άλλο…  χαρτί για να καλυφτεί η περίπτωση…

Περίεργο, το έχω παρακολουθήσει και σε άλλες περιπτώσεις. Σε γραφεία του ελληνικού δημοσίου, αντί να φοβάται ο υπάλληλος όταν μπαίνει πελάτης, τρέμει ο πελάτης από το φόβο του.

Ερ: Τον πατέρα σας τον είχατε μαζί σας;

Απ: Αραιά και που ερχόταν στην Αθήνα. Έβγαζε ήρεμα μόνον τον πρώτο μήνα. Το δεύτερο ήταν σκέτος γκρίνια. Ζητούσε να φύγει. Τον έτρωγε το καφενείο χωρίς κουβέντα και οι δρόμοι χωρίς καλημέρα. Όταν αρρώστησε και αισθάνθηκε να τον αφήνουν οι δυνάμεις, μου είπε:  – Αν δεν με πας στον τόπο μας, θα σε καταραστώ! Θυμήσου να γράψεις στην κεφαλή: «Φιλίππης Λάμπρος». Όσοι να το διαβάζουν να λένε: «Εδώ τον έχουμε και το Φιλίππη. Δεν έφυγε». 

Του έγραψα το όνομα και στις δυο προσόψεις.

Ερ: Πώς αισθάνεστε στην πατρίδα σας; 

Απ: Την αγαπάω την Ελλάδα αφάνταστα. Είναι υπέροχη χώρα η πατρίδα μου. Όμως, έχει και τα προβλήματά της. Εγώ είμαι στη μέση, πάνω στο σύνορο. Νιώθω και Έλληνας και Αλβανός. Είμαι Έλληνας, γιατί μέσα στις φλέβες μου κυλάει αίμα ελληνικό. Όμως, αισθάνομαι και Αλβανός, γιατί γεννήθηκα και έζησα πολλά χρόνια στην Αλβανία. Μεγάλωσα στο Αργυρόκαστρο, χτύπησα τα γόνατα στις πέτρες του. Έκανα μακροβούτι στο ποτάμι του, σκαρφάλωσα σε τοίχους κήπων κι έκλεψα κούμουλα  και ρόιδα. Πήρα μια παιδεία, έγινα κάποιος. Έχω φίλους από κει. Με χειροκρότησε ο κόσμος της ιδιαίτερης πατρίδας σαν ηθοποιό. Παντρεύτηκα Αλβανίδα κι απόχτησα δύο γιους που ρέει στις φλέβες τους ελληνοαλβανικό αίμα. Νιώθω υπέροχα ανάμεσα σε Αλβανούς και Έλληνες. Κρατώ απόσταση όπως από τον κακό Αλβανό κι από τον κακό Έλληνα. Είμαι κάθετος με όσους προσπαθούν να σβήνουν τα πάντα. 

Ερ: Αν έχετε επαφές με φίλους και γνωστούς;  

Απ: Μετά από δέκα χρόνια είσαι ξένος από κει που φεύγεις και ξένος εδώ που είσαι. Λίγες επαφές έχουμε με φίλους και γνωστούς. Όμως και η καλή κουβέντα στο τηλέφωνο ή κάποιες ευχές σε ανεβάζουν. Και λες: «Έχω κάποιον που με σκέφτεται».  

Ερ: Ας γυρίσουμε λίγο πίσω. Τι ήταν αυτό που σας έσπρωξε να γίνετε ηθοποιός; 

Απ: Από μικρός το όνειρό μου ήταν να έβλεπα πολεμικές ταινίες. Συνήθως με γενναίους άντρες. Για να δω μερικές φορές την εκλεκτή ταινία, έκλεβα αβγά από το σπίτι και τα πουλούσα στο γκέγκα. Η άλλη εκδοχή, εξοικονόμησης ψιλών για εισιτήριο ήταν ο θειος – Γιώργος, που επισκεύαζε γραφομηχανές. Του γινόμουν κολλιτσίδα, ώσπου να του ξεκόψω το πεντάρικο. Όταν έρχονταν το Εθνικό Θέατρο κι έδινε παραστάσεις στον θερινό σινεμά, για να ρίχναμε μια ματιά στοιβάζαμε σύρριζα του τοίχου πολλές πέτρες και τις καβαλούσαμε. Μόλις έβγαινε λιγάκι το κεφάλι μας πάνω από τον τοίχο, έπεφταν βροχή τα πετραδάκια πάνω του. Όταν γύριζα μεσάνυκτα στο σπίτι, μου έδινε η μάνα το ξύλο της χρονιάς. Στη μικρή παρέα μου άρεσε να κάνω τον αρχηγό και τον παλικαρά. Να γλιτώνω ανθρώπους. Μεγαλώνοντας, μου έμπασαν την αλογόμυγα του ηθοποιού κι εγώ όλο ψαχνόμουν. Μετά το γυμνάσιο, ενώ ζήτησα να σπουδάσω σε σχολή καλών τεχνών, με προώθησαν για μεταλλειολόγο. Μέσα στο εξάμηνο γυρίζω πίσω και πιάνω δουλειά στο εργοστάσιο μεταλλικών ειδών. Σε συνέχεια φοράω και το χακί. Αργά με επέμβαση «φίλου» μπήκα στο σχολείο της αρεσιάς μου.  

Ερ: Είναι αγνοί οι ρόλοι σας. 

Απ: Έχω ένα «ελάττωμα». Κάθομαι πολύ με τους ανθρώπους. Πίνω καφέ με τους πάντες. Ο καθένας είναι και μια ξεχωριστή ιστορία, ένα ανοικτό βιβλίο, μια ολόκληρη φιλοσοφία. Από αυτούς παίρνω πολλά στοιχεία. Προσπαθώ να ανακαλύψω στον καθένα το ξεχωριστό. Αυτό που τον εκπροσωπεί επάξια. Κοντά, μέσα στον κόσμο, μαθαίνω πολλά. Όσα δεν ξέρω. Κι όσα επιθυμώ να μάθω. Κι ωριμάζω καλλιτεχνικά. Αυτό χειροκροτεί ο θεατής στους ρόλους μου. Ότι είναι δικό του. Όταν έπαιξα το Μάτο Γκρούντα στο θέατρο και πήγα μετά στη λιαμπουριά, ο κόσμος εκεί δεν πίστευε με τίποτε ότι δεν είμαι λιάμπης. Έβαζαν στοίχημα γι’ αυτό. Έλα και να τους αποκάλυπτες μετά την καταγωγή σου από το ελληνόφωνο Γαρδικάκι. Ο Αλβανός  και ειδικά ο λιάμπης, με έχει εντυπωσιάσει με τη βαθιά σκέψη και το υψηλό συναίσθημα. Και με την ειλικρίνειά του. Μισεί τη μπαμπεσιά, την ανανδρία. Τον «έφαγες» στη μπέσα, μην του βγαίνεις μπροστά. Όλα αυτά τα είπα μέσω του Μάτο Γκρούντα.  Με αγαπούν οι θεατές και νιώθω όμορφα.

Ερ: Λέτε δεν μετέχετε σε κινήματα ομογενών. Ποιος ο λόγος;

Απ: Κοίτα να δεις. Εκείνοι που ήταν καλά χθες, αφού ήξεραν να παίξουν ωραία ένα ρόλο, είναι καλά και σήμερα, με τον άλλο ρόλο. Αυτοί οι τύποι με έβγαλαν έξω από τον αγώνα, για να μη πετύχουμε περισσότερα σαν Βορειοηπειρώτες και στις δύο πατρίδες. Και τα εθνικιστικά συνθήματα, δεν τα αντέχω. Δεν θέλω να ακούω φωνές – οδοστρωτήρες, που ισοπεδώνουν τα πάντα. Και να μηδενίζομε είναι κακό κι οι αβάσιμες ευχαριστίες είναι λάθος.  Σε τέτοιου είδους «παραστάσεις» δεν μετέχω. Απλά παίρνω απουσίες. 

Ερ: Ο Έλληνας είναι ρατσιστής; 

Απ: Είναι ρατσιστής. Του ξύπνησαν, αυτό το κακό συναίσθημα, οι διάφοροι κύκλοι. Για να υπάρχει η ξενοφοβία. Στην τηλεόραση φαίνεται περισσότερο ο ρατσισμός. Στον κόσμο όχι και τόσο. Αν προσέξεις, για τον Αλβανό στη γενικότητα, σου λένε τα χειρότερα λόγια. Όταν στενεύει ο κύκλος και ρωτούμε κάποιον Έλληνα για τον Αλβανό που έχει στη δουλειά ή τον κρατάει στο σπίτι του, αλλάζουν τα πράγματα. Σου λέει ότι είναι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο. Σου έχει την ανάγκη είσαι ο φίλος του. Σε αγκαλιάζει, σε φιλάει. Δεν σου έχει την ανάγκη, σε ξεχνάει. Αυτό εμένα με πειράζει. Με πληγώνει βαριά.  

Ερ: Με τα οικονομικά πώς τα πάτε; 

Απ: Κάθε αρχή και δύσκολη. Στο νέο ξεκίνημα εδώ, έπαιξα και για ένα κομμάτι ψωμί. Τώρα επιμένω, αποκλείω προτάσεις, ευκαιρίες που δεν με συμφέρουν. «Λυπούμαστε», μου λένε, καθώς χαλάει η συμφωνία. «Εγώ λυπούμαι για σας», τους απαντάω. Σε μικρούς ρόλους, είναι ευνόητο, δεν μπορείς να ζητήσεις λαγούς με πετραχήλια. Όμως, γνωρίζω πια, την αξία μου. Και την αξία του ρόλου που θα παίξω. Στις διαφημίσεις είμαι λιγότερο απαιτητικός, όσον αφορά την αμοιβή. Γιατί η διαφήμιση, είναι η προβολή που μου χρειάζεται. Αν θα είχα αρκετές ευκαιρίες για θέατρο, δεν θα έκανα τηλεόραση, δεν θα ασχολούμουν με τη διαφήμιση. Επειδή θέλω να με βλέπει η ποιότητα. 

Ερ: Με ποιους ηθοποιούς πλάι σας επιθυμείτε να παίζετε θέατρο; 

Απ: Με τον Δημήτρη Πιατά, τον Γιάννη Βόγκλη, τον Γιώργο Κυμούλη… Με καθαρά μυαλά και αξιόλογα πρόσωπα του θεάτρου. Έχουν χωνεμένα πράγματα, είναι ολοκληρωμένοι. Από αυτούς δεν μπορεί να μην «αγοράζεις» διαρκώς. Ό,τι θα κάνουμε, από δω και πέρα, πρέπει να είναι υπέροχο. Να αρέσουμε στον κόσμο και να μείνουμε στο χώρο. Να μας ρίχνει το χέρι στην πλάτη ο θεατής με ικανοποίηση. Όταν είμαι στο ρόλο, ξεχνώ κάθε αμοιβή. Ακόμα εδώ μου λείπει το θέατρο, που αγαπώ πολύ και υπόσχομαι σε αυτό πολλά. Όσο περισσότερο ανεβάζω το επίπεδο, τόσο δυνατότερα μου κλείνουν την πόρτα. Για να μη αποχτήσω μονιμότητα στο σανίδι. Συνήθως, στη σάπια κοινωνία που ζούμε, αυτά συμβαίνουν. Νιώθω καλά, γιατί μπορώ να κάνω πράγματα. Είμαι σαν ένα ηφαίστειο, που θα εκραγεί κάποτε. Με λάβα ή με σκόνη, δεν το ξέρω!  

Ερ: Αν έλαχε να αισθανθείτε άβολα σε κάποια παράσταση; 

Απ: Συνέβηκε κι αυτό. Μάλιστα, σε διάρκεια ίδιας παράστασης, δοκιμάσαμε απογοήτευση και χαρά συνάμα. Παρακολουθώντας τους «Εμιγκρέδες», Αλβανοί θεατές, σηκώθηκαν και φύγανε. «Αυτά που υποφέρουμε καθημερινά, ήρθαμε να δούμε κι εδώ», εκφράστηκαν αναχωρώντας από την αίθουσα. Είχαν δίκιο. Δεν μπόρεσαν να αντέξουν το βαρύ θέμα: Να βλέπουν έναν διανοούμενο κι έναν εργάτη, από την ίδια χώρα, να συναντιούνται ως μετανάστες Πρωτοχρονιάτικη νύκτα, μέσα σε ένα υπόγειο άλλης χώρας. Η ανταπόκριση, όπως, από τους Έλληνες θεατές ήταν φοβερή. Χειροκροτούσαν, έκλαιγαν. Τους  θύμιζαν  «Οι εμιγκρέδες» ένα κομμάτι από τη μεταναστευτική τους ζωή. Ταυτόχρονα και τους προβλημάτιζε. 

Ερ: Αν παίξατε ποτέ αρνητικό ρόλο; 

Απ: Όχι, στην Αλβανία δεν έπαιξα ποτέ αρνητικό ρόλο. Όμως, να που ήρθε η στιγμή να τον παίξω στην Ελλάδα. Σε σίριαλ έπαιξα τον χειρότερο χαρακτήρα. Αυτόν του Αλβανού καταδότη ή του Ραμίζ – κούρβα. Ένιωθα μέσα μου ανάμικτα συναισθήματα. Αγαπούσα το ρόλο και μισούσα τον κακό Αλβανό. Μπήκα κάτω από το πετσί αυτού του κακού στοιχείου και προσπάθησα να τον παρουσιάσω όσο πιο χειρότερα γίνεται. Πολλούς Αλβανούς ο ρόλος μου τους πείραξε τόσο πολύ που, όταν με αντίκριζαν στο δρόμο με αποκαλούσαν Ραμίζ – κούρβα. Με είδε ένας στο τρένο κι έγινε θεριό να με ξεσχίσει. Βγάζει το κεφάλι από το παράθυρο και με προκαλεί:

 – Δεν το πιστεύω… ο μπάσταρδος… εξαφανίσου από μπροστά μου!

– Τι σου έκανα. Κάτσε καλά, ηρέμησε παρακαλώ! Έλα κατέβα να πιούμε έναν καφέ μαζί. Υπάρχουν κι ανάμεσά μας κακοί.  

– Πάψε! ωρύεται, ξέρεις από πού βγήκα εγώ σήμερα; Από τη φυλακή. Όταν σε είδα να παίζεις στην ταινία το φρικτό ρόλο, αποφάσισα: μόλις σε βρω να σε σκοτώσω. Φύγε όσο είναι νωρίς, πριν  κάνω φόνο και ξαναμπώ στη φυλακή.   

Ερ: Ενθουσιασμένοι θεατές  από την εμφάνισή σας στο σανίδι, σας  έσφιξαν ποτέ στην αγκαλιά τους…;  

Απ: Όχι μία και δύο … παρά πολλές φορές. Το έκαναν και πρόσφατα στην παράσταση «Οι εμιγκρέδες», που έπαιξα το ρόλο του μετανάστη. Όταν κατέβηκα στην αίθουσα με αγκαλιάζανε, με φιλούσανε και κλαίγανε μαζί μου. Με σταματάνε συχνά και στο δρόμο άνθρωποι διαφόρων ηλικιών και με συγχαίρουν. Προσπάθησα να βγάλω όλο τον πόνο και την πληγή του μετανάστη. Όχι μόνον του Αλβανού, μα του κάθε μετανάστη.

Ερ: Αυτή η πληγή είναι κοινή;

Απ: Είναι ίδια για όλο τον κόσμο. Θα ήθελα να παίξω ξανά στο θέατρο του «Νέου Κόσμου», που συμβολίζει τόσο δυνατά το νέο κόσμο. 

Ερ: Πώς ήταν η συνεργασία σας με το Μανούσο Μανουσάκη; 

Απ: Άψογη. Μου έδινε συχνά το σενάριο να του έριχνα μια ματιά. Όταν είδα, σε επεισόδιο, μπαγιάτικο καυγά – απλά οι αντίπαλοι αλληλοσπρώχνονται –  του είπα: Σε τσακωμό Αλβανών πέφτει ξύλο, βγαίνει πιστόλι. Μου έδωσε το δικαίωμα να στήσω άλλη σκηνή. «Έδωσα» γερό ξύλο στο Ραμίζ, στον τύπο που το έπαιζε πιο Έλληνας κι από τον ίδιο τον Έλληνα. Ήταν το κακό σκυλί του αφεντικού, που σε κάρφωνε πισώπλατα, χωρίς καν να το καταλάβεις. Στο τέλος τον σιχάθηκε  και το ίδιο το αφεντικό.

Ερ: Δηλώνετε ανεπιφύλακτα ότι είστε αριστερός. Συνήθως, πολλοί «το πιστεύω τους» το κρύβουνε. Κυρίως διανοούμενοι. 

Απ: Θέλω να πω το μεράκι μου. Είμαι αριστερός και βλέπω ότι έχω χάσει την πολιτική ταυτότητα. Δεν έχω πού να ενταχτώ, γιατί τώρα έχουμε μόνον κωλογυριστική αριστερά. Κακά τα ψέματα, κανένας δεν σου χαρίζει τίποτα. Τίποτα δεν αποκτάς χωρίς  αγώνα, χωρίς πόλεμο. Με την κρίση που την προκαλεί η μεγάλη διαφοροποίηση στην κατανομή του πλούτου, ο κόσμος οδεύει αναπόφευκτα προς τη  σύγκρουση. Καταλαβαίνω ότι στη ζούγκλα, στην παγκοσμιοποίηση, ο καλός άνθρωπος είναι το θύμα. Πράγμα που το δοκιμάζουμε  καθημερινά στο πετσί μας, το βλέπουμε στη τσέπη μας.   

Ερ: Τι εννοείτε με τη λέξη «δημοκρατία»; 

Απ: Με «δημοκρατία» εννοώ ότι είμαι καθαρός μέσα μου. Έχουμε δημοκρατία, όταν δέχομαι τον απέναντί μου όπως είναι και τον νοιάζομαι. Τον βοηθώ να σηκωθεί, όταν τον βλέπω που έχει πέσει κάτω. Του δίνω το κομμάτι, όταν τον βλέπω που πεινάει. Του προσφέρω δουλειά. Του σκουπίζω το δάκρυ, όταν κλαίει. Για μένα δημοκρατία είναι το μοίρασμα της πίτας σε όλο το λαό το ίδιο. Δημοκρατία είναι να βοηθάς το συνταξιούχο, τον άστεγο, τον αδύναμο, στη γενικότητα. Αυτό, θα πεις εσύ, είναι ουτοπία. Κι εγώ θα σου πω, ότι δεν υπάρχει δημοκρατία, όταν διαδηλώνεις στο δρόμο ειρηνικά και τρως το ξύλο της αρκούδας.  

Ερ: Η Αλβανία βλέπετε να λειτουργεί  δημοκρατικά; 

Απ: Στην Αλβανία έχουμε κανίβαλους της δημοκρατίας. Εκεί «φάγανε» την 50χρονη ιστορία ενός λαού, που δεν την έγραψε ο Χότζα, ούτε το Κόμμα. Δεν υπάρχει κακή και καλή ιστορία ενός λαού. Η ιστορία είναι ιστορία. Και δεν έχει κανείς δικαίωμα να την αλλάξει. Αυτός ο λαός αγωνίστηκε να φτιάξει υδροηλεκτρικούς σταθμούς, μεταλλουργικό συγκρότημα, εργοστάσια… Πες μου τώρα γιατί δεν υπάρχει ρεύμα, νερό, όταν σε αυτή τη χώρα όπου τρυπήσεις θα πεταχτεί νερό. Λέγονται 20 χρόνια αυτά δημοκρατίας. Όμως, χωρίς ίχνος δημοκρατικής λειτουργίας;!   

Ερ: Έτσι ακριβώς, εκφράζετε το νοσταλγό του πρώην συστήματος.

Απ: Προσπαθώ να μιλήσω με στοιχεία, όχι με νοσταλγία. Και άλλες ανατολικές χώρες άλλαξαν σύστημα, όμως δεν καταστρέψανε όπως εμείς. Λειτουργούσαν οκτώ θέατρα και δώδεκα επιθεωρήσεις πριν. Κλείσανε όλα και το 80 % των ηθοποιών φύγανε. Όσοι έμειναν είναι άνεργοι. Για να δουλέψεις σήμερα στο Εθνικό Θέατρο δεν χρειάζεται ταλέντο. Απλά, πρέπει να είσαι μέσα στο κύκλωμα. Μετρούνται στα δάχτυλα οι ηθοποιοί που στέκουν στα πόδια τους. Αυτοί, με περισσότερα δακτυλίδια πάρα δάχτυλα, είναι ηθοποιοί της πλάκας. Οι κανίβαλοι, ό,τι ήταν κομμουνιστικό το έσβησαν. Το καθαρό μυαλό το άφησαν ή το ανάγκασαν να φύγει στο εξωτερικό. Στον τόπο ήθελαν τους αλήτες για συνεργάτες. Στον άξιο, στον ικανό βάζουν τρικλοποδιά να πέσει χάμω. Του κόβουν τα πόδια. Δεν προωθούν  θέατρο και επιθεώρηση, γιατί τους βγαίνουν τα άπλυτα. Γεννιέται κανένας Λαζόπουλος και τους χαλάει τα σχέδια στην πολιτική.

Ερ: Ο κόσμος έχασε το μπούσουλα, δεν μπορεί πλέον να σκεφτεί την αντίσταση.

Απ: Δεν είναι ότι κοιμάται, απλά είναι αδύναμος, γιατί πεινάει. Ούτε διάλογο δεν κάνεις εύκολα με την κυβέρνηση. Αν της πας κόντρα, σου σπάει το κεφάλι. Πέσαμε έτσι, σε μια άλλη δικτατορία. Στην εποχή του μπάχαλου, που επικρατούν οι ανίκανοι. Οι πεχλιβάνηδες, οι γλείφτες.

Ερ: Αν διατηρείτε νωπές, κάποιες αναμνήσεις από την ανατροπή του πρώην συστήματος;  

Απ: Να σας πω μια ιστοριούλα, που μου έχει κολλήσει στο νου: Με τις ανατροπές, κάτω στην πλατεία «18 Shtatori» του Αργυροκάστρου, γινόταν συλλαλητήριο. Να, ο κόσμος, μαζεμένος κι άκουγε. Εγώ ήμουν κοντά στο Σπίτι των Αξιωματικών. Άκουγα από κει. Περνάει πλάι μου ο Σπύρος Κουφός, παλιός κομμουνιστής και μου λέει:

– Ρε συ, Νίκο, δεν είσαι με αυτούς εκεί πάνω;! Αφού όλοι οι ηθοποιοί κι όλοι οι καλλιτέχνες εκεί είναι;!

 – Όχι, του λέω, με ψευτοπερηφάνια. Όχι, γιατί έχω δώσει τον  όρκο σε ένα κόμμα. 

Συνεχίζει: 

– Νίκο, τον όρκο τον δίνουμε στην Πατρίδα, όχι στο Κόμμα. Γιατί το κόμμα είναι σαν η πουτάνα, που αλλάζει βρακί.

Τον θυμάμαι και γελάω αυτό το σοφό άνθρωπο. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.    

Ερ: Τώρα που παίζετε; 

Απ: Στη «Ζωή των άλλων». Είμαι ο πατέρας. Εμφανίζομαι περίπου στο μισό του σίριαλ. Αλλά με βάρος. Κι ας μπαίνει από  λίγο ο ρόλος, ξανά φαίνεται. 

Ερ: Αν σας δίνονταν η ευκαιρία να παίξετε κάτι που αγαπάτε περισσότερο τι θα επιλέγατε; 

Απ: Την απολογία του Σωκράτη. Μάλιστα και στις δύο γλώσσες. Στην ελληνική και την αλβανική. Γιατί είναι όλης της οικουμένης ο Σωκράτης. 

Σχετικά άρθρα: