Τα επαγγέλματα στην Καλογοραντζή

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Οι Γοραντζινοί είναι φιλομαθείς. Οι περισσότερες οικογένειες προσπάθησαν τα παιδιά τους να βγάλουν μεσαίο και ανώτερο σχολείο. Αυτό το επιβεβαιώνουν τα χειροπιαστά στατιστικά στοιχεία.
Όσοι νέοι δεν είχαν ούτε την πιθανότητα ούτε και την ικανότητα να ακολουθήσουν μεσαία και ανώτερη εκπαίδευση, επέλεγαν τον άλλο δρόμο, αυτόν του επαγγέλματος. Το πιο προτιμητέο επάγγελμα για τα γοραντζινά παιδιά ήταν αυτό του μαραγκού.
Το χωριό μας φημίζεται για τους πολλούς και καλούς μαραγκούς. Μέχρι το 1980 είχε 35 μαραγκούς, οι περισσότεροι από τους οποίους πέρασαν από το μπάγκο – πρόβα του διακεκριμένου μάστορα και καλοσυνάτου ανθρώπου, Γιώργου Πάσχου. Τα τσιράκια από το μάστορα – Γιώργο μάθαιναν την τέχνη, μα συνάμα μάθαιναν και την κοινωνική συμπεριφορά.
Το χωριό είχε και μια ολόκληρη στρατιά από εξαίρετους σερβιτόρους, που δούλεψαν στα καλύτερα εστιατόρια των τουριστικών ξενοδοχείων της χώρας. Σε αυτά έμαθαν τους ωραίους τρόπους συμπεριφοράς, τους οποίους τους μετέφεραν στην οικογένειά τους, αλλά και στο χωριό.
Άλλη, επίσης, προτιμητέα τέχνη ήταν κι αυτή των τσαγκάρηδων – κοντουράδων. Στα 4 τσαγκαράδικα του χωριού, έμαθαν την τέχνη αυτή, από την οποία εξασφάλιζες ικανοποιητικό μεροκάματο, πάνω από 20 νέοι.
Υπήρχαν και οι ραφτάδες, οι οποίοι με τις υπηρεσίες τους κάλυπταν όλες τις ανάγκες των συγχωριανών τους κι όχι μόνον. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο μπαρμπα – Κίτσιος Κίκης – Λιώλης, ο οποίος έραβε με υπομονή τα δίμιτα των βοσκών, τις κάπες, τα κατσιούλια, τα ποτούρια τους. Κεντούσε τις σίτες, τα γελέκια, τις ποδιές των νυφικών ενδυμασιών. Ο μπαρμπα – Κίτσιος το 1959 έφτιαξε και δώρισε στο Χρουστσόφ, που εκείνη τη χρονιά επισκέφτηκε το Αργυρόκαστρο, μια σπουδαία κάπα. Τον ρώτησαν να τους πει μια τιμή για τη δουλειά του.
Τους απάντησε:
«Δεν θέλω τίποτε. Αρκεί που μου δόθηκε η ευκαιρία, να κάνω στον κύριο Χρουστσόφ ένα δώρο!».
Εκείνη την χρονική περίοδο η Αλβανία το είχε μέλι γάλα με τη Ρωσία.
Το χωριό μας, με τόσο ωραία σπίτια, δεν είχε δικούς του χτίστες. Οι νέοι θεωρούσαν προσβλητική δουλειά αυτή του χτίστη. Όποιος νέος αναγκαζόταν να γίνει κτίστης, για να ζευγαρώσει πήγαινε και χτυπούσε πόρτες στη Μαύρης Ρίζα, γιατί τα κορίτσια του χωριού, τού γύριζαν την πλάτη.
Τα κτισίματα στο χωριό, τα έκαναν κτίστες από άλλες περιοχές. Από το 1900 και μέχρι το 1940 στην Καλογοραντζή συναντούσες το μάστορα Βασίλη από την Πυρσόγιαννη της Κόνιτσας, το Νίκο Λιούμη Γράβο, τον Καραφίλη, το Μεστάνη από την Κολιόνια. Οι ομάδες τους αποτελούνταν από 20 άτομα και πάνω κι αντιμετώπιζαν σχεδόν όλες τις δουλειές. Έβγαζαν πέτρα, την μετέφεραν, άνοιγαν τα θέμελα, τα γέμιζαν. Έχτιζαν τοίχο. Τελείωναν σχεδόν όλο το σπίτι. Ο νοικοκύρης εξασφάλιζε τον ασβέστη, τον οποίο τον έσβηνε μόνος του σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα.
Μόλις τελείωνε το άνοιγμα των θέμελων του καινούργιου σπιτιού, σύμφωνα με το έθιμο, πήγαινε ο παπάς κι έκανε τον αγιασμό. Ο σπιτονοικοκύρης έριχνε στα θέμελα νομίσματα, τα οποία τα έπαιρναν οι χτίστες. Θυσίαζε, επίσης, ένα σφαχτό: αρνάκι, ζυγούρι ή έναν κόκορα για το στερέωμα του σπιτιού. Ύστερα, όλοι μαζί, καθόταν στο στρωμένο τραπέζι και εύχονταν: «Πέτρα να μην ραγίσει!» Το τελευταίο δώρο προσφερόταν στους μαστόρους όταν τελείωνε η σκεπή. Έβαζαν το «καπέλο» στο σπίτι. Ο νοικοκύρης έδενε στο σκελετό της σκεπής μαντήλια και δώριζε στους μαστόρους πουκάμισα. Αυτοί εύχονταν: «Να το χαρείτε το σπίτι!».
Ορισμένοι κτίστες, αφού στα χωριά της Δρόπολης εξασφάλιζαν συνεχόμενη δουλειά, αποφάσισαν να γίνουν μόνιμοι κάτοικοί τους. Σιγά – σιγά με το πέρασμα του χρόνου αφομοιώθηκαν κιόλας, όπως στη Δερβιτσιάνη, κτλ. Όμως, κανένας από αυτούς, που εγκαταστάθηκαν στο χώρο μας, δεν έμεινε στην Καλογοραντζή. Αρχικά οι ερχόμενοι κράτησαν σαν επώνυμό τους το όνομα της τέχνης τους – το «Μάστορα». Αργότερα οι περισσότεροι το άλλαξαν.

Οι δύο βασικές και αιώνιες ενασχολήσεις των Γοραντζινών ήταν η κτηνοτροφία και η γεωργία. Από την κτηνοτροφία εξασφάλιζαν τα λίγα, αλλά απαραίτητα προϊόντα, όπως το κρέας, το γάλα, το τυρί, το μαλλί. Ενώ από τη γεωργία εξασφάλιζαν τα γεωργικά προϊόντα, όπως το καλαμπόκι, το λιγοστό στάρι, τα μποστανικά, κτλ.
Η πλειοψηφία των κατοίκων ασχολούνταν, ταυτοχρόνως, με τα δυο επαγγέλματα. Προπάντον όσοι μετακόμισαν από την Κολορτσή.
Οι Κολορτσινοί ήταν πολύτεκνοι. Μόνον η οικογένεια του Φιλίππη Γκέλιου μεγάλωνε εκείνον τον καιρό 20 γιους και θυγατέρες. Αυτές οι οικογένειες ανέβασαν αισθητά τον αριθμό των κατοίκων της Καλογοραντζής.
Στο χωριό υπήρχαν και καθαρά γεωργικές οικογένειες. Όμως κι αυτές κρατούσαν λίγα γιδοπρόβατα και καμιά αγελάδα.
Η χαμηλή παραγωγή, από τη μια μεριά και η καταπίεση των τσιφλικάδων από την άλλη, έκαναν πιο έντονη την οικονομική κρίση στις αγροτικές οικογένειες. Ο γεωργός, μετά τη συγκομιδή, ήταν υποχρεωμένος να στοιβάσει την παραγωγή σε δέκα σωρούς, από τους οποίους έναν έπαιρναν οι δεκατιστές και τρεις ο αγάς. Από το υπόλοιπο, ο γεωργός αφαιρούσε και το σπόρο της χρονιάς. Η φτώχεια ανάγκαζε τον καθένα να μάθει κάποια τέχνη για να βολευτεί κάπως καλύτερα στον τόπο του ή έπαιρνε το δρόμο της ξενιτιάς.
Στα χωράφια τους οι Γοραντζινοί καλλιεργούσαν και τα φημισμένα μποστανικά. Πουλούσαν στην αγορά της πόλης τ’ Αργυρόκαστρου, με δοκιμή, τα πιο γλυκά πεπόνια. (Εάν δεν έβγαινε γλυκό το πεπόνι, ο αγοραστής είχε το δικαίωμα να το γυρίσει πίσω).
Τα καλύτερα πεπόνια ήταν: το μπακίρι, η πόχα, το γοραντζινό και τα σιεμενέδια. Τα τελευταία ήταν καλογραμμένα και ολοστρόγγυλα. Τα έλεγαν και χειμωνιάτικα. Κρεμασμένα στις γρέντες του σπιτιού, άντεχαν μέχρι τον Απρίλη.
Στη φωτογραφία στο εξώφυλλο: Ο μπαρμπα – Κίτσιος – Κίκης Λιώλης
Από το βιβλίο του Αθανασίου ΚΑΜΠΕΡΗ «ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΟΤΑΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ»