Το κλαρίνο και τα βιολιά στο Πωγώνι
ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ
Του Θανάση ΜΠΟΛΟΥ
1. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΘΙΣΤΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Ο ΧΟΡΟΣ
Το τραγούδι κι ο χορός αποτελούσαν πάντοτε αναπόσπαστο μέρος της ζωής των προγόνων μας. Μετά τη δουλειά, ύστερα από την κούραση, για να ξεχάσουν τα βάσανα, θα ’βρισκαν την ευκαιρία να το πουν. Τραγούδι και χορό. Κι όχι για μια στιγμή, όσο να περάσει, δηλαδή, το ντούφι. Το τραγούδι κι ο χορός ικανοποιούσαν αισθήματα και εξευγένιζαν συναισθήματα ανθρώπων που ήξεραν να τα αξιοποιούν και να τα ’καναν φλάμπουρο, ορμητήριο για την αυριανή πάλη. Για να νικήσουν την κούραση. Για να κάμουν ευχάριστη τη δύσκολη ζωή. Εξάλλου το ’ξερε η λαϊκή σοφία ότι το αντιφάρμακο της πίκρας και της μελαγχολίας είναι το τραγούδι κι η μουσική.
Έτσι συνέβαινε και στο μακρινό Πωγώνι. Τόπος τραχύς. Δάση πυκνά. Ρεματιές και δύσβατα περάσματα. Τα γύρω βουνά – προστάτες της περιοχής από ποικίλους εχθρούς των ανθρώπων, μα κι από τους βοριάδες κι οστό τους νοτιοδυτικούς αγέρηδες ακόμα που ευνοούν την πρωιμιά γίνονται αιτία να διατηρηθούν εδώ οι πιο αμόλυντες συνήθειες, τα πιο παστρικά ήθη και έθιμα, τα πιο αγνά τραγούδια. Κι η φύση πιο αγνή: Με τα χελιδόνια του Μάρτη. Με τις τρυγόνες του Μάη. Με τα αηδόνια του θερτή. Με την πέρδικα που προδίνει τον τόπο στους ξένους με τη χαρακτηριστική της μελωδία άνοιξη και φθινόπωρο.
Τέτοια ήταν και τα τραγούδια των κατοίκων: Μελωδικά σαν του αηδονιού και της τρυγόνας. Διαπεραστικά και διαρκή σαν της πέρδικας.
Και σαν άρχιζαν οι μεγάλες νύχτες του χειμώνα, που γίνονταν συνήθως οι γάμοι, έλα και να τελείωναν οι ατέλειωτες «παρτήδες» των ακόμα πιο ατέλειωτων τραγουδιών ως το άλλο πρωί. Μα μήπως μονάχα στους γάμους; Όχι! Και στα καλοκαιριάτικα πανηγύρια δεν έπαψε το τραγούδι κι ο χορός ως το καλό νύχτωμα.
«Ότ’ έδωκε ο αυγερινός
και τ’ άστρι της ημέρας,
μωρή κοντιά κοπέλα,
πάρε τη ρόκα κι έλα…».
ήταν το αγαπημένο τραγούδι του Γρηγόρη Στόγια από την Τσιάτιστα, που έζησε τέσσερις δεκαετίες απ’ τον περασμένο αιώνα κι άλλες τόσες στον δικό μας. Μελωδική η φωνή του. Γλυκό το γύρισμα της θοδώρως του. Αρμονικότατο το ίσο της παρέας. Αθάνατο λαϊκό δημιούργημα!
Μα μήπως ήταν αυτός ο μόνος στο τραγούδι; Η Τσιάτιστα δεν ξέρει ποιόν να πρωτοκαταγράψει στον κατάλογο των τραγουδιστών. Τη Δοξία του Γκουτζέλη με την απαράμιλλη φωνή της στο στρωτό πάρσιμο ή τη Βασιλική του Πάνου με το καγκελιστό της γύρισμα;-συνομήλικες του γέρο – Γρηγόρη.
«Σταυρομάνα – σταυρομάνα,
σε παρακαλώ μωρ’ μάνα
και σε προσκυνώ πατέρα,
μη μ’ αρραβωνιάζεις τώρα,
’κόμα τούτον το χειμώνα,
’σο να ’ρθεί το καλοκαίρι…»
Του Αντρέα Μπεζιάνη αυτό, αγαπημένο τραγούδι. Ούτε οι ίδιοι οι χωριανοί του μπορούν να ξεχωρίσουν το γέροντα αυτόν στο τραγούδι – μεγαλύτερο του γέρο – Γρηγόρη – από τον κατοπινότερό του το γνωστό Μπάμπα, το λεβεντόκορμο γέροντα Σπύρο Πάνο, που άφησε άξιους, κι απογόνους στη μερακλίτικη τέχνη του μαραγκού και στο καμπανιστό τραγούδι!
Άλλοι οι Λαμπραίοι. Δε βράχνιαζαν τραγουδώντας μερόνυχτα. Είχαν «εγκεφαλική φωνή» έλεγαν στο χωριό. Κι αχολογούσε ως το Λόγγο του μοναστηριού τους, όλο σχεδόν το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα κι ως το πρώτο τέταρτο του δικού μας, το τραγούδι του κοντόσωμου γέροντα Κώστα Λάμπρου:
«Στον ουρανό θα λανεβώ,
να σταυρωθώ να κάτσω,
να πάρω πέννα και χαρτί,
τα ντέρτια μου να γράψω…».
Άλλοι τραγουδιστές στο Χλωμό, άλλοι στις Σχωριάδες, άλλοι στη Σωπική και στην Πολίτσιανη. Αυτά κι άλλα τροιγούδια. Πολλά τραγού δια, με μεράκια της αγάπης συνήθως μα και με άλλους στόχους. Τραγούδια παλικαριών, λεβεντιάς και αγώνων:
«Τα καλά, ω, τα καλά,
τα καλά τα παλικάρια,
τα καλά τα παλικάρια
την ημέρα τρων και πίνουν
και το βράδυ καραούλι,
καραούλι στο ντερβένι.
Να κι ένας Τούρκος διαβαίνει
με μια κόρη ρωμιοπούλα.
-Πού την πας, Τούρκε, την κόρη;…»
Στις Σχωριάδες, εκτός απ’ αυτά θα άκουγες και πολλά κωμικά. Όλοι τους οι τραγουδιστές θα ’ξεραν από ένα τέτοιο. Μα προπορεύονταν ο Στεφάνης ο Μπερούκας, ο Αντώνης ο Λώλης και τόσοι άλλοι. Και σαν έμπαιναν αυτοί στο χορό χωρίς άλλο γελούσες με τους μορφασμούς τους κι απ’ το περιεχόμενο των τραγουδιών.
Να ο πρώτος:
«…όλοι μου λένε νε την επάρω
τ’ ακούς, κουμπάρα μ’, τ’ ακούς;
θέλει χουλιάρια, θέλει περούνια,
τ’ ακούς, κουμπάρα μ’, τ’ ακούς;
θέλει και μια πυροστιά,
τ’ ακούς, κουμπάρα μ’, κι αυτά..»
Κι ο δεύτερος:
«Στην καλύβα μ’ ο καημένος ήμουν καλομαθημένος,
είχα και την κερασιά μου, πόκανε τα κερασάκια,
κι έρχονταν τα κοριτσάκια κι έτρωγαν τα κερασάκια…»
Στο τραγούδι της καλύβας όμως τον περνούσε ο Κίτσιο Βάγιος. Το πιο κωμικό τραγούδι του Αντώνη, που υποχρέωνε τους χορευτές να χορέψουν όπως ο πρώτος, ήταν η «Αλαμπίνα». Ένας χορός ιδιόρρυθμος, που υποχρέωνε τον καθέναν να περάσει το αριστερά του πόδι πάνω απ’ το δικό του αριστερό χέρι που το ’χε πιασμένο με το δεξιό του κατοπινού του, για να σχηματιστεί μια παράξενη ζωντανή αλυσίδα, που θα συνεχίσει το χορό και το τραγούδι:
«Αλαμπίνα, αλαμπίνα,
πιάσε τούτην αλαμπίνα…»
και μετά άρχιζε το περιβόητο γνωστό «Πώς στουμπίζουν το πιπέρι». Έλα και μην ξεκαρδίζεσαι λοιπόν, βλέποντας δέκα – δεκαπέντε άντρες να μπλέκονται με τα χέρια τους, με τα πόδια τους και να κατρακυλούν οι πιο ατζαμήδες στο πάτωμα, μην αναγνωρίζοντας περίπου τα δικά τους άκρα!…
2. ΜΑΚΡΥΝΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΤΟΥ ΚΛΑΡΙΝΟΥ
Ως εδώ μια σύντομη εικόνα των διασκεδάσεων στο μέρος αυτό του Πωγωνίου, απ’ τα 1850 κι ως τις μια-δυό πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Τραγούδι και μόνον τραγούδι.
Το κύλισμα του χρόνου όμως δε μπορούσε να μην φέρει κι εδώ τα δικά του, τα καινούρια του. Να, που οι τραγουδιστές δεν ήταν όλοι Λαμπραίοι με εγκεφαλική φωνή να μην βραχνιάζουν. Να, που οι καινούργιοι χρόνοι απαιτούσαν κάτι το πιο σύγχρονο. Να, που κάποιος που δρασκέλησε κάμποσα βουνά και ποτάμια και έφτασε σε άλλους τόπους, για να βρει λίγο πλιότερο ψωμί, άκουσε και κάποια άλλη μουσική. Και τον άρεσε. Και δεν τον άρεσε. Αγαπούσε το δικό του τραγούδι πολύ και του ’ρχοντα ντροπή και κρίμα να το παρατήσει. Όμως κάποιο θετικό έβρισκε στην ομάδα των 4-5 ανθρώπων, που κρατούσαν στα χέρια τους κάποια παράξενα εργαλεία, που τα κουνούσαν, που τα φυσούσαν και κείνα έβγαναν όμορφους ήχους…
– Τι καλά θα ’ναι, είπαν, σ’ αυτά τα εργαλεία να «ρίξομε» την «Τρυγόνα», το «Φυσούνι», τα «Χιόνια», και κείνα να κελαηδούν και μεις να χορεύουμε!…
Έτσι έγινε στ’ αλήθεια.
3. ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΠΩΓΩΝΙ ΤΑ ’ΦΕΡΑΝ ΟΙ ΜΕΤΣΑΙΟΙ
Οι Μετσαίοι με «ταπί» είχαν καταδικό τους το επάγγελμα του σιδερά. Η τέχνη τους υποχρέωνε να βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Από περιοχή σε περιοχή, από ψωμοτόπι σε ψωμοτόπι, χωρίς να ξεχνούν τα Ριζά και τα Ψηλώματα, που ζητούσαν και κείνα με τη σειρά τους του μπέλια και δικέλια, γυνιά και τσεκούρια, σφυριά και βαριές και σιδεριές για τα παραθύρια… Και γερές μεγάλες κλειδωνιές. Και κα φίτσες τότε που δεν έφκιαναν οι φάμπρικες…
Έτσι γυρολόγος σιδεράς έφθασε στο Χλωμό του Πωγωνιού. κι ο Δημήτρης Μέτσιος. Πότε; Δεν είναι εξακριβωμένο. Απ’ το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, ίσως. Βέβαιο είναι το γεγονός ότι κοιτά το 1850 ήταν κάτοικος αυτής της κοινότητας.
Η οικογένειά του πλάταινε και ρίζωνε ολοένα και περισσότερο στο χωριό και πιο πέρα. Ως το Ζερβάτι ως τη Δερβιτσιάνη, ως τα Δολιανά. Πολλά παιδιά, πολλές κοπέλες. Πολλοί γάμοι, πολλά βαφτίσια. Πολλές συμπεθεριές, πολλές διασκεδάσεις, πολλά τραγούδια.
Η μεγάλη αυτή φαμπίλια των Μετσαίων ήταν η μοναδική που «δρασκέλησε κάμποσα βουνά και ποτάμια», μα που δεν απομακρύνονταν από τη βάση της. Στα παιδιά της άρεσαν τα κάποια παράξενα εργαλεία, που έβγαζαν όμορφους ήχους. Κι ο Σπόρος αγκιστρώθηκε στο κλαρίνο. Από τα δεκαπέντε του, μετά το σφυροκόπημα με τη βαριά και το φύσημα με τα κατσιούπια στο καμίνι του πατέρα του, ξεχνιόνταν παίζοντας κλαρίνο. «Έριχνε» μέσα σ’ αυτό με το νου του το «Χειμώνα», τα «Μάτια του Δήμου», τον «Αμάραντο» κι έβγαιναν από το γλούπο του μελωδικά τραγούδια χωρίς λόγια, που σε τραβούσαν, σε ευχαριστούσαν και περίμενες να τα ξανακούσεις πάλι την άλλη μέρα. Αυτό όμως ως τη γειτονιά ακόμα.
Με το πέρασμα του χρόνου ο Σπύρος ανδρώνονταν και ειδικεύονταν όσο στο δέσιμο του σίδερου στο καμίνι, άλλο τόσο και στην καλλιέργεια του κλαρίνου. Τα χωρίς λόγια μελωδικά τραγούδια που περίμενε να ξανακούσει την άλλη μέρα η γειτονιά του Σπύρου, σιγά – σιγά άρχισαν να τα ζητάνε μικροί – μεγάλοι στο χωριό.
Ο Σπύρος Μέτσιος αντικατέστησε τους παραδοσιακούς τραγουδιστές του χωριού, τους Στραταίους, τους Μπαφκαίους, τους Μπιρμπιλαίους και τόσους άλλους στους γάμους, με τις ίδιες μελωδίες αυτών των τραγουδιών, μόνον που ήταν μελωδίες χωρίς λόγια. Ασφαλώς όχι μόνος του. Αυτός είχε το κλαρίνο. Είχε κι άλλους συντρόφους: δυό με βιολιά, έναν με λαβούτο κι έναν με ντέφι. Απαρτίστηκε έτσι η πρώτη δημοτική ορχήστρα στο πιο βόρειο μέρος του Πωγωνιού με κλαρινοπαίχτη το σιδερά και για σιδερά, τον κοντόσωμο, εύρωστο και δυναμικό Σπόρο Μέτσιο. Δυστυχώς δε γνωρίζομε τους (άλλους τρεις. Ούτε τους βιολιτζήδες ούτε το λαβουτιέρη. Γνωρίζουμε μόνο και το Γιώτη Μέτσιο, που τον έλεγαν Κούγκουλη στη Σωπική όπου κατοικούσε. Αυτός έδινε το ρυθμό στην παρέα του Σπύρου με το ντέφι.
Ο Σπύρος Μέτσιος άρχισε έτσι να διασκεδάζει τους καλεσμένους στους περισσότερους γάμους του Χλωμού και σε πολλούς γάμους στην Τσιάτιστα, στις Σχωριάδες, στο Μαυρόγυρο και στη μεγαλύτερη Σωπική. Κι αυτό το γεγονός χρονολογείται κοιτά την προτελευταία ή τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα.
Φθάνομε έτσι στα εννιακόσια, στα εννιακόσια δέκα κι η παρέα της δημοτικής ορχήστρας του Σπόρου Μέτσιου διασκεδάζει τους ανθρώπους, σε γάμους και σε πανηγύρια, στο Πωγώνι και έξω απ’ αυτό.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο γέρος πια κλαρινοπαίχτης Μπάρμπα – Σπόρος, παρέδωσε τη σκυτάλη στα παιδιά του και στα αγγόνια του κατά την τρίτη δεκαετία του αιώνα μας. Το κλαρίνο του παρέλαβε ο Λάμπρος. Και σε συνέχεια, βιολιά, λαβούτα, ντέφια, χτυπούσαν πάλι δικοί του απόγονοι: Αντώνης, Λεωνίδας, Αχιλλέας, Θεμιστοκλής, Γιάννης… Και πιλάλα τα γλέντια και οι διασκεδάσεις σε γάμους και σε συμπόσια.
* * *
Σ’ αυτή την εποχή που άρχισε το κλαρίνο ο Λάμπρος Μέτσιος στο Χλωμό, στη Σωπική ηχεί από καιρό η ορχήστρα κάποιου Κώστα Μπατζή (ή Ντίνου Μπατζή), που κατάγονταν από τα Βασιλικό Πωγωνίου κι ήταν γνωστός με το παρατσούκλι Κουλός. Δεν αρκούσαν, βλέπεις, οι Μετσαίοι. Μεγαλοχώρι η Σωπική, είχε μεγαλύτερη ζήτηση από μια τέτοια ορχήστρα.
Μετά το 1925 παρουσιάζεται στη Σωπική ο Κίτσιος ο Τσιόκανος. Ειδικευμένος στο βιολί, σχηματίζει μαζί με το Γιώργο Κάπαρο απ’ το ίδιο χωριό και τους Μετσαίους του Χλωμού μια ευρύτερη ορχήστρα δημοτικής μουσικής. Το κλαρίνο όμως μένει ένα, γι’ αυτό ο Κίτσιος υποχρεώνεται να συμπληρώσει την παρέα και με άλλους κλαρινοπαίχτες, πότε τον Πέτρο Τσιόκανο από τη Βόδριστα και άλλοτε με κάποιον Ράμο από την Αυλώνα – γυρολόγο κλαριντζή με τα δυό παιδιά του Σκεντέρη και Πέτσιο.
Κι ήταν καλός βιολινίστας ο Κίτσιος; Ήταν ιδιαίτερος. Χαρακτηριστική του μελωδία είχε το «ρεμπάπι», που το εκτελούσε τραβώντας το δοξάρι ταυτόχρονα στις δυό μεσαίες χορδές του βιολιού. Ξεκούρτιζε τη «λα» ως που έβγαζε τον ήσο «σολ» κι ύστερα έπαιζε πρίμα πάνω της κρατώντας ίσο με τη «ρε». Και τραβούσε το δοξάρι του αργά, ρυθμικά και μελωδικότατα έβγαζε έναν ανεπανάληπτο Πωγωνίσιο σιγανό στα δύο, που τον ζήλευε κάθε χορευτής.
– Δώστου ρεμπάπι, Κίτσιοο! – φώναζαν οι μερακλήδες απ’ τη μέση του χορού.
Ο ίδιος ο Κίτσιος αυτή την αξέχαστη μελωδία την έλεγε «Σωτηριώτικο». Γιατί; Δεν ξέρει ο Γιώργος του το γιατί. Ξέρει όμως πολύ καλά κι ο Γιώργος να παίξει τέλεια με το βιολί του το ρεμπάπι. Κι όχι μόνο το ρεμπάπι με τόσους και τόσους άλλους χορούς και μελωδίες, προωθώντας επάξια την πιο αγνή κληρονομιά του πατέρα του.
4. ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Οι παρέες αυτές των οργανοπαιχτών γνώριζαν καλά την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων κατά τις διασκεδάσεις τους. ήξεραν ποιες νότες προτιμούσε ο κάθε χορευτής. Και κείνες πατούσαν. Και ικανοποιούσαν τον καθέναν. Το ’ξεραν καλά κι ο Κίτσιος κι ο Κατσαρός και οι άλλοι ντόπιοι οργανοπαίχτες πως στις διασκεδάσεις της Σωπικής οι χοροί θα ’ρχιζαν από τους γρήγορους και τους πεταχτούς, από τη «Βασιλαρχόντισσα», απ’ το «Ζαγόρι», την «Αλεξάντρα», το «Πουλάκι», το «Φυσούνι», το «Βάλτο» κι ύστερα περνούσαν στα σιγανά. Το αντίθετο συνέβαινε στα αντικρινά χωριά. Στο Χλωμό, στο Μαυρόγυρο, στην Τσάτιστα το κλαρίνο θα ’ρχιζε με ένα βαρύ και «στον τόπο» σιγανό Πωγωνίσιο, θα συνέχιζε αυτό αρκετά χωρίς άλλο και με το ρεμπάπι του Κίτσιου, κι ύστερα έμπαιναν στη «Βλάχα», στο «Μενούση», στον «Καροτσέρη», στα «Καλαματιανά», στα πεταχτά.
Αυτό το ’χε διαπιστώσει κι ο Κουλός, που φημίζονταν τότε για την καλλιτεχνία του στο κλαρίνο, μα δεν τα ’χε καταφέρει να μπει στο εσωτερικό των ανθρώπων κι είχε πει με πεποίθηση στο Λάμπρο Μέτσιο:
– Αυτός ο τόπος είναι για τε σένα, Λάμπρο!
Υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση απ’ το να σε εκτιμάει ο τόπος σου;
5.ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΟΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Οι δημοτικές ορχήστρες έδωσαν νέα ώθηση στις διασκεδάσεις. Διεύρυναν τον μελωδικό ορίζοντα των ανθρώπων. Οι οργανοπαίχτες προσπαθούσαν να ευχαριστήσουν το αυτί των ακροατών και των χορευτών. Και οι γλεντζέδες από μεριά τους απαιτούσαν από τους οργανοπαίχτες ολοένα και καλύτερη εκτέλεση των σκοπών. Έτσι οι ορχήστρες τελειοποιούνταν ολοένα και καλύτερα χάρη στις απαιτήσεις των χορευτών κι οι χορευτές εξευγένιζαν όλο και πιο πολύ τα αισθήματά τους.
Όμως και κάτι αρνητικό έφεραν οι ορχήστρες αυτές στην παράδοση. Έκαμαν να ξεχαστεί μέχρι το «τελείως» σε πολλές περιπτώσεις, ο πλούτος των δημοτικών τραγουδιών – το τέλειο αυτό δημιούργημα της λαϊκής διάνοιας του τόπου μας. Δυστυχώς ναι! Παρ’ ότι έμεινε από συνήθεια να αρχίζουν οι διασκεδάσεις στους γάμους με τραγούδια, δεν επαρκεί να σωθεί απ’ τη λησμονιά ο θησαυρός της λαϊκής δημιουργίας.
Κάτι πρέπει να γίνει όμως. Κάποιος στο χωριό θα πρέπει να περιμαζέψει ό,τι απέμεινε αξέχαστο, να το ταχτοποιήσει και να το τοποθετήσει στο μουσείο του χωριού. Στο σχολείο του χωριού. Στο γραφείο της νεολαίας του χωριού. Για να ξέρουν οι γενιές ποιοι ήταν οι πρόγονοί τους και ποιος ο βαθμός της κουλτούρας.
Κι όχι απλά για να γνωρίσουν οι γενιές τους προγόνους τους. Ένα τέτοιο γνώρισμα σαν απλό στολίδι, σχεδόν είναι ανώφελο. Ο λόγος είναι πιο βαθύς. Οι γενιές πρέπει να γνωρίζουν καλά τις παραδόσεις τους, γιατί ένα οσοδήποτε μικρό ξέκομμα απ’ αυτές ισοδυναμεί περίπου με την ανυπαρξία μας. Από δω προβάλλει επιτακτικά το καθήκον της γνώσης και μελέτης των παραδόσεών μας, για να μπορέσει η νέα γενιά να τις προωθήσει και να δημιουργήσει νέες παραδόσεις που θα αποτελούν προχωρημένη συνέχεια της κληρονομιάς των προγόνων μας.
6. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΜΕΤΣΑΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΤΟΠΙΟΙ
Αναπολώντας τα περασμένα σ’ αυτόν τον τομέα δε μπορούμε να μη φθάσομε στο σήμερα. Υπάρχει η συνοχή και η συνέχεια της παράδοσης.
Οι Μετσαίοι στο τμήμα αυτό του Πωγωνιού έφεραν, διάδωσαν και διατήρησαν τη δημοτική μουσική επί μισόν και παραπάνω από μισόν αιώνα. Σχημάτισαν σωστή την ορχήστρα τους με απαραίτητο το κλαρίνο – παρτής της μελωδίας των τραγουδιών, το ένα βιολί γλυκογυρίζοντας τα τραγούδια και κρατώντας ίσο, το άλλο βιολί συνοδός του κλαρίνου, το λαβούτο ολοκληρωτικά για ίσο και το ντέφι για το χρόνο και το ρυθμό των χορών. Κι αυτό το ’καμαν πρώτα για τον εαυτό τους, για να ξεχνούν τα μαράζια και τους καημούς. Το ’καμαν για να ’ναι αγαπημένοι και με τον κόσμο, να ευχαριστήσουν τους ανθρώπους που τους φιλοξένησαν. Γιατί όχι να επωφεληθούν κάπως και οικονομικά;
Έκαμαν καλά; Έκαμαν το καλύτερο που μπορούσαν να προσφέρουν στην κοινότητα και στην περιοχή για τη φιλοξενία που τους πρόσφερε. Αυτό έκαμαν ακριβώς!
Όμως για πολλές δεκαετίες το κλαρίνο, το βιολί και το ντέφι έμειναν «προνόμιο» των καταφρονεμένων σιδεράδων. Παρ’ ότι οι Μετσαίοι αναδείχτηκαν και αποδείχτηκαν τέλειοι, ειλικρινείς και σοβαροί τεχνίτες σιδεράδες, τιμιότατοι όσον αφορά την κοινωνική τους συμπεριφορά και τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, έμειναν κάπως μακριά απ’ αυτούς. Μα αυτό όχι εξαιτίας τους. Οι ντόπιοι ήταν εκείνοι που κράτησαν απόσταση απ’ αυτούς, θεωρήθηκαν, λοιπόν, και το κλαρίνο και το βιολί και το ντέφι εργαλεία και τέχνη κατώτερων ανθρώπων, ευκαταφρόνητα.
Ουσιαστικά οι ντόπιοι θα ’θελαν να ξέρουν και κείνοι βιολί και κλαρίνο. Μα έλα και σπάσε το αδιάσειστο τείχος της συνήθειας και της κοινής γνώμης. Μ’ όλα ταύτα σημάδια παρουσιάστηκαν απ’ τις δεκαετίες του 1920 και 1930.
Αυτοσχέδιο κλαρίνο χωρίς κλειδιά και τενεκεδένιο λαβούτο επινόησε ο Κώτσιος Μίλιας στις Σχωριάδες. Έμαθε βιολί και έπαιρνε μέρος σε πλατιές διασκεδάσεις ο Γιώργος Κάπαρος (γνωστός Κατσαρός) από τη Σωπική. Έμαθαν κλαρίνο μερικά παιδιά τότε στο Χλωμό μα… ντρέπονταν να το λαλήσουν ανοιχτά.
Όπως για όλα τα πράγματα έτσι και για το γκρέμισμα αυτού του φρουρίου της διάκρισης έπρεπε να έρθει η μεγάλη εποχή της κοινωνικής επανάστασης. Σαν αποτέλεσμα κατάλαβαν οι άνθρωποι πως δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους. Διαφορά υπάρχει μόνο σε καθυστερημένα μυαλά και σε καταρρακωμένες συνειδήσεις. Σε μας δεν υπήρχαν αυτά τα αρνητικά. Υπήρχε μια λανθασμένη αντίληψη που προέρχονταν από καθυστερημένες συνήθειες του παρελθόντος, μα που παραμερίστηκε ευτυχώς, έστω και αργά και ανοίχτηκαν οι ορίζοντες της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων.
Έλα, λοιπόν, σήμερα στο Πωγώνι. Πήγαινε το Σεπτέμβριο στις Σχωριάδες, στην κοινή γιορτή της περιοχής και ξεχώρισε τις ορχήστρες των χωριών. Δε θα τα καταφέρεις. Η μια καλύτερη από την άλλη.
Τέσσερις «ζυγές βιολιά» από τις Σχωριάδες. Τρεις «ζυγές βιολιά» από το Χλωμό. Ο Μήτσης Γάτσης με τη δική του παρέα από την Τσιάτιστα. Ο Γιώργος ο Τσόκανος από τη Σωπική με τους δικούς του. Κι όταν έρχεται σε διάθεση αρπάζει το κλαρίνο κι ο Γιώτης ο Ζώτος, κι αυτός Σωπικιώτης, όχι όμως παιδί τώρα. Παιδί ώριμο ήταν το 1945, που έσπασε από τους πρώτους τα περιθώρια της διάκρισης της λεγάμενης «γύφτικης» τέχνης κι έμαθε λίγο βιολί, σχετικά καλά τη φυσαρμόνικα και καλύτερα το κλαρίνο.
***
Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η πορεία της δημοτικής μουσικής και της δημοτικής μας ορχήστρας, μέσα σ’ έναν αιώνα ίσα με σήμερα, στο μικρό μα τόσο πλούσιο σε γνήσιες παραδόσεις βόρειο Πωγώνι μας.
Στο εξώφυλλο: Άποψη από ένα στρωτό νυφιάτικο χορό στο Χλωμό κατά τη 10ετία 1930. Οι άντρες, βέβαια, προηγούνται των γυναικών. Όμως στον ίδιο γαϊτάνινο κύκλο, χωρίς παραπατήματα. Η ορχήστρα αποτελείται από απογόνους του Σπύρου Μέτσιου που έφερε το κλαρίνο στην περιοχή. Η φωτογραφία του 1937