Το μορφωτικό επίπεδο των Καλογοραντζινών

Κάποτε νόμιζα ότι ήταν σκέτη ανοησία και μάλιστα υπερβολή η έκφραση κάποιων συγχωριανών μας ότι το μορφωτικό επίπεδο της Καλογοραντζής στη δεκαετία του ’30 ήταν περίπου ίδιο με αυτό των πιο αναπτυγμένων χωρών.
Για να καταλήξουμε στο παραπάνω συμπέρασμα πρέπει να δούμε αναλυτικά όρους και προϋποθέσεις που πληρεί το χωριό μας στην περίοδο εκείνη.
Και στην Καλογοραντζή, όπως σε όλη τη Δρόπολη, διδασκόταν η ελληνική γλώσσα. Από πότε όμως, από ποια χρονολογική περίοδο, δεν μπορούμε να μιλήσουμε, αφού δεν έχουμε χειροπιαστά στοιχεία. Όμως γνωρίζουμε καλά ένα γεγονός: Ότι αρχικά το ρόλο του δάσκαλου τον έπαιζαν οι ιερείς. Αυτοί, στην εκκλησία ή σε άλλους θρησκευτικούς χώρους, μάθαιναν στα παιδιά γράμματα. Δεν έχουμε, επίσης, ολοκληρωμένη εικόνα, για το ποιοι ήταν οι ιερείς και ποια η παιδεία τους πριν από το 1850.
Βλέπουμε να αναφέρεται μόνο το όνομα του παπα – Μπεζάτη, του ανθρώπου με τεράστια μόρφωση. Πιθανόν να έπαιξε κι αυτός τότε ρόλο δάσκαλου. Ένα γεγονός είναι σίγουρο για τον παπα – Μπεζάτης, ότι διέθετε την πιο πλούσια βιβλιοθήκη στην περιοχή. Σε αυτή έβρισκες εγκυκλοπαίδειες και βιβλία μεγάλης αξίας. Οι απόγονοί του σε χαλεπούς καιρούς: πολέμων, ανακατατάξεων και πείνας, πούλησαν από ανάγκη αυτόν τον ανεκτίμητο θησαυρό.
Πιο ξεκάθαρη εικόνα, σε σχέση με την παιδεία, έχουμε μετά από το 1870. Τότε αρκετά παιδιά του χωριού πηγαίνουν να σπουδάσουν σε σχολεία του εξωτερικού. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε να ανεβαίνει αισθητά το μορφωτικό επίπεδο του χωριού.
Το 1870 -1880 ο Χρήστος Κουρούνης ή Κουρουνόπου- λος, έβγαλε με άριστα την Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων. Εργάστηκε 36 ολόκληρα χρόνια σαν ελληνοδιδάσκαλος στην Καλογοραντζή και σε αλλά χωριά της περιοχής. Πάλεψε, επίσης, με πάθος και μεράκι και για τη διατήρηση των ηθών και εθίμων. Πέθανε το 1925.
Μετά το 1920 βγήκαν κι άλλοι δάσκαλοι, όπως ο γιος του Χρήστου Κουρούνη, ο Θεόδωρος ο οποίος το 1928 τελείωσε με άριστα το Σχολαρχείο της Πωγωνιανής, ενώ το 1933 τελείωσε το διδασκαλείον της Βελλάς. Δίδαξε στους μαθητές την ελληνική γλώσσα. Από το μεγάλο πάθος για την διδασκαλεία έλεγε:
-Να διδάξω και μιαν ώρα και ας πεθάνω.
Ακολουθώντας το καλό παράδειγμα των πρώην δασκάλων του, πάντοτε συμπέρανε:
-Πρέπει να μελετάμε καλά τις αρετές και τις τάσεις του κάθε παιδιού κατ βάσει αυτών να προωθούμε τις επιλογές του.
Για την μεγάλη του πρόσφορα στην διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς θα μείνει για πάντα στη μνήμη μας. Στη νέα γενιά έμπασε το ζήλο για τα γράμματα. Το ζήλο για να ανεβάζει διαρκώς το μορφωτικό της επίπεδο.
Δεν ήταν ο μόνος. Στο χωριό μας υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει ολόκληρη στρατιά από αξιόλογους δασκάλους, όπως ο Σταύρος Γκιόκας, ο Μενέλαος Πασκόπουλος – τελειόφοιτος της δίχρονης Ακαδημίας Αθηνών, ο Κώστας Λέκκας, ο Γιάννης Σούκουρας, ο Βασίλης Τάλλιος – δάσκαλος και συνάμα διάσημος ζωγράφος, κτλ. Για να καταλάβουμε καλύτερα το πόσο συνέβαλαν όλοι τους στην περαιτέρω αναβάθμιση της παιδείας, αρκεί να αναφέρουμε ένα στοιχείο: Μέχρι το 1990 το χωριό μας αριθμούσε 78 δασκάλους. Μεγάλος ο αριθμός αυτός για ένα χωριό με 800 κατοίκους.
Οι δάσκαλοί μας με αρκετές γνώσεις και σφρίγος για δουλειά, ανέβασαν αρκετά το μορφωτικό επίπεδο του χωριού. Τα γοραντζινά παιδιά διακρίνονταν σε όλα τα σχολεία.
Δεν είναι καθόλου υπερβολή, ούτε και καύχημα να πούμε ότι λόγω των στέρεων βάσεων που ρίχτηκαν στα πρώτα χρόνια, καθώς και της συνεχόμενης φιλομάθειας των Γοραντζινών, το 24% του πληθυσμού, που αντιστοιχεί σε 195 άτομα, να είναι με ανώτερη εκπαίδευση.
Παράλληλα με τους ευεργέτες, που συνεισφέρανε οικονομικά στο χωριό, δεν πρέπει να ξεχάσουμε και αυτούς που πάλεψαν με διάφορους τρόπους και μορφές για να βοηθήσουν τα παιδιά μας να σπουδάσουν. Ένας από αυτούς ήταν ο Ανδρέας Ανδρεάδης (Ανδρικός), τελειόφοιτος του Νορμάλε του Ελμπασάν και διορισμένος στο χωριό μας σαν αλβανοδιδάσκαλος.
Τότε σκοπός της κυβέρνησης του Ζώγκου ήταν η κατάργηση της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία των μειονοτικών χωριών. Το Ί 925 στην περιοχή μας λειτουργούσαν εβδομήντα οκτώ ελληνικά σχολεία, ενώ το 1933 μόνον δέκα. Κι είχαν μόνον 11 δασκάλους. Το 1933 -1934 προσπάθησαν να τα καταργήσουν κι αυτά, παρόλο που η αλβανική κυβέρνηση εγγυήθηκε τότε στην κοινωνία των εθνών, συγκεκριμένα στις 2 Οκτωβρίου 1921, ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας.
Για αυτή την περίοδο ο συγχωριανός μας, Ηλίας Τσίγκος, αναφέρει:
-Ήμουν 8 ετών παιδί όταν ο δάσκαλός μας, Μιχάλης Βρανός, από τους Μπουλιαράτες, μας μάζεψε στην τάξη και μας λέει: «Παιδιά η κυβέρνηση του Ζώγκου θέλει να καταργήσει την μητρική μας γλώσσα. Αυτές τις μέρες θα στείλει στο σχολείο μας αλβανοδιδάσκαλους. Είναι καλά να μην τους μιλήσετε! Να μην τους βγείτε καθόλου μπροστά!».
-Σεβαστήκαμε τις συμβουλές του δάσκαλού μας. Την επόμενη όχι μόνον που δεν τους βγήκαμε μπροστά, αλλά κρυφτήκαμε μια βδομάδα πάνω στο Μοναστήρι. Κανένας δεν πήγε στο σχολείο.
Ένεκα της πανελλήνιας κατακραυγής και τις 30.000 υπογραφές του ηπειρωτικού ελληνισμού, η κοινωνία των εθνών τον Απρίλιο του 1934 προσκάλεσε την αλβανική κυβέρνηση, η οποία ύστερα από πιέσεις, σεβάστηκε τις διεθνείς συμβάσεις, πετυχαίνοντας παράλληλα με την ελληνική και την διδασκαλία της αλβανικής γλώσσας. Συμφώνησε ότι σε όλα τα σχολεία των ελληνικών χωριών να υπάρχει ενιαίο πρόγραμμα διδασκαλίας με προτεραιότητα την μητρική γλώσσα. Στο χωριό μας έστειλαν σαν αλβανοδιδάσκαλο τον Ανδρέα Ανδρεάδη, ο οποίος άρχισε να διδάσκει την αλβανική γλώσσα ανόρεκτα. Προσπαθούσε να δώσει όσο το δυνατό λιγότερες ώρες μάθημα στην αλβανική.
Θυμάμαι… μια μέρα, οι μαθητές τολμούν και του λένε:
– Δάσκαλε, έχουμε δυο εβδομάδες να κάνουμε αλβανικά;
Ο δάσκαλος Ανδρέας τους απαντάει:
-Ναι…, παιδιά…, έτσι είναι… Μα… δεν τα αφήνουμε και σήμερα;!
Όπως και έγινε. Ήταν έξυπνος και αγαπητός άνθρωπος.
Με την πάροδο του χρόνου τον διόρισαν επιθεωρητή για τα εκπαιδευτικά ζητήματα και σε συνεχεία προϊστάμενο στο τμήμα παιδείας της επαρχίας Αργυρόκαστρου, όπου του δόθηκε η ευκαιρία – βασιζόμενος και στη φιλομάθεια των μαθητών του χωριού – να βοηθήσει όσο το δυνατό περισσότερο, για να φοιτήσουν σε μεσαία και ανώτερα σχολεία. Εκείνη την περίοδο φοιτούσαν 20 γοραντζινά παιδιά.
Συνέχεια έλεγε:
-Τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν σχολείο για να μορφωθούν.
Έκανε ότι καλύτερο μπορούσε. Λόγω του κύρους και της επιρροής του στη Δρόπολη, το 1961 φυλακίζεται. Το δικτατορικό καθεστώς την ίδια περίοδο διοργάνωσε εκστρατεία για την απομόνωση κι εξαφάνιση κι άλλων πολλών στελεχών, όπως του Τέμε Σέικο, του Αμπντούλ Ρεσούλι, του Ταχίρ Ντέμι, του Τίλια Γκιζέλη, του Χαλίμ Τζέλιο, του Θανάση Γκέρτζιου, του Δημήτρη Οικονόμου, του Ευάγγελου Μπάρη, του Ευάγγελου Ζάχου, κλπ. «Προέκυψε» σε δικαστική απόφαση ότι όλοι αυτοί ήταν όργανα της Ελλάδος. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς το 1962 εκτελέστηκαν. Εκείνη την περίοδο σκοπός του καθεστώτος ήταν να τρομοκρατήσει την περιοχή μας κι όχι μόνο.
Αρκετά βοήθησε τα γοραντζινά παιδιά και ο Θωμάς Σιάρας, ο οποίος τελείωσε άριστα το δημοτικό σχολείο στο χωριό του και το μεσαίο στο Αργυρόκαστρο. Λόγω του πολέμου και ορισμένων άλλων προβλημάτων που μεσολάβησαν, διορίστηκε αργά στο επάγγελμα του δάσκαλου και πρωτοδίδαξε σε σχολεία της Δρόπολης. Το 1960 έβγαλε με άριστα το Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Η συνέχεια του: δάσκαλος αγγλικής φιλολογίας στους Αγίους Σαράντα και αργότερα στην Κουτσιόβα – Qyteti Stalin. Αργότερα κι ώσπου συνταξιοδοτήθηκε, εκτέλεσε χρέη καθηγητή και σε συνέχεια προϊσταμένου σε έδρα αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Από αυτή τη θέση βοήθησε πολλά γοραντζινά και δροπολίτικα παιδιά.
Το σπίτι του ήταν κέντρο υποδοχής και εξυπηρέτησης συνανθρώπων. Μετά την συνταξιοδότηση, για το καλό της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας εργάστηκε σκληρά και υπεύθυνα σαν πρόεδρος της Ομόνοιας στο παράρτημα των Τιράνων. Πάλεψε δυναμικά για το σεβασμό των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων. Με τον πρόωρο θάνατό του η οικογένεια έχασε τον αγαπημένο άνθρωπό της, το χωριό τον πνευματικό ευεργέτη, ενώ η Εθνική Ελληνική Μειονότητα ένα αξιόλογο στέλεχος.
(Από το βιβλίο: «ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΟΤΑΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ» του Αθανάσιου Χρ. ΚΑΜΠΕΡΗ)