Το τραγούδι του Δρίνου

Του Χαράλαμπου Πέτσκου
Τρίτο μέρος και τελευταίο
«Δήμητρα, ζηλευτή μου Δροπολίτισσα, που σ’ αγάπησα, πριν σε γνωρίσω, από τα πονεμένα τραγούδια της σκλάβας πατρίδας σου. Φαντάζομαι την απελπισία σου όταν έμαθες πως πληγώθηκα και με πήραν για την Αθήνα δίχως να με δεις. Αλλά καλύτερα. Τι να ’βλεπες από μένα έτσι που με κατάντησε ο πόλεμος; Ένα μισό ανθρώπινο ράκος, σακατεμένο κι ανάπηρο. Εσύ, Δήμητρα, είσαι νέα με ζηλευτή κορμοστασιά σαν τις λεύκες του Δρίνου, που καθόμασταν αρραβωνιασμένοι κι ακούγαμε το γλυκό τραγούδι της λευτεριάς και της αγάπης, που μας έφερνε το ρέμα. Σου ορκίζομαι, Δήμητρα, στο σακατεμένο απομεινάρι της ζωής μου, δεν είμαι επίορκος. Δε θέλω όμως, δεν το βαστάει η ψυχή μου να σκλαβωθείς μ’ ένα μισό και συφοριασμένο άνθρωπο, έστω και ήρωα, όπως συνηθίζουν να μας αποκαλούν εμάς τους άχρηστους.
Δήμητρα, ακριβή μου και πανώρια Δροπολίτισσα, σε παρακαλώ και σου κάνω θερμή έκκληση να με ξεχάσεις. Εσύ έχεις όλα, μα όλα τα φυσικά και ψυχικά χαρίσματα, για να προκόψεις και να ευτυχίσεις. Το πιστεύω πως δύσκολα θα ξεχάσεις. Αλλά θυμήσου πως τότε που ορκιζόμασταν αιώνια αγάπη στην όχθη του Δρίνου, ήμουν κι εγώ ένας λεβέντης, ψηλός, όμορφος, γεροδεμένος, με μια ακατάλυτη πίστη κι αισιοδοξία στη ζωή μας και στο μέλλον μας. Στο μέλλον του πιο ωραίου δεσμού, που γεννήθηκε μες στη φωτιά του πολέμου και κάτω από τις ιαχές του θριάμβου. Τώρα όλα χάθηκαν. Η πανέμορφη Δρόπολη ξανασκλαβώθηκε κι εγώ ο παλικαράς σου, έτσι πάντα μ’ έλεγες τις αλησμόνητες κείνες μέρες, είμαι ένας άτυχος ήρωας μιας χαμένης υπόθεσης μ’ ένα τιμητικό λίλι στο στήθος, με κομμένα πόδια και βγαλμένο το ζερβό μου μάτι.
Δήμητρα φτιάξε τη ζωή σου όπως νομίζεις καλύτερα και σε παρακαλώ να με ξεχάσεις. Εγώ θα ζω με μια ωραία ανάμνηση. Μες στα σκοτάδια της δύστυχης ζωής μου, θα με φωτίζουν από μακριά οι δυο μαύροι ήλιοι των ματιών σου. Παύλος».
Στο τέλος απομείναμε κι οι δυο σιωπηλοί, θλιμμένοι και τι να λέγαμε; Το παλιό κιτρινισμένο χαρτί τα ’λεγε όλα.
Την ώρα που θα ’φευγα, μου κρέμασε στον λαιμό ένα φυλαχτό με τίμιο ξύλο του πατέρα της του Παπαζαχαριά και με φίλησε.
«Μη στενοχωριέσαι. Θα προσεύχομαι κάθε βράδυ για σένα κι αυτό το φυλαχτό ποτέ να μην τ’ αποχωριστείς».
Το κέντρο διαβιβάσεων, που υπηρετούσα, ήταν στ’ Αργυρόκαστρο. Στους έξι μήνες που κράτησε ο πόλεμος πήγα στο χωριό τέσσερις φορές κι άλλες τόσες ήρθε κείνη στο Κάστρο. Μου ’φερε νόστιμες πίτες, βρασμένα αυγά και κάνα ψητό κοτοπουλάκι. Αυτά όμως δεν ήταν τίποτα κι ούτε είχαν καμιά αξία μπρος στο απέραντο μεγαλείο της ψυχής της και στην τρυφερή μητρική της καρδιά. Μου ’λεγε «γιε μου» και τη φώναζα «μανούλα»…
Όταν οι Ναζίδες μάς χτυπούσαν πισώπλατα κι υποχρεωθήκαμε να υποχωρήσουμε, τις μέρες που ο κόσμος ’τοιμάζονταν να γιορτάσει την Ανάσταση του Σωτήρα, τη βρήκα να στέκεται ολόρθη, στητή σαν αρχαϊκή κολόνα στο μπαλκόνι του σπιτιού και ν’ αγναντεύει τους νικητές που έφευγαν για τρίτη φορά.
Τα μάτια της είχαν βουρκώσει όταν μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της. Αναστέναξε από βαθιά κι όπως το κεφάλι μου ακουμπούσε στο στήθος της, άκουα την καρδιά της να διαμαρτύρεται.
Μου χάιδεψε το κεφάλι.
«Δε ριζώσατε ούτε και τώρα» είπε.
Τραβήχτηκα και γύρισα το βλέμμα μου κατά πάνω. Το δάκρυ είχε στεγνώσει και το πρόσωπό της είχε πάρει μια έκφραση σοβαρή και πονεμένη μαζί.
«Θα ’ρθεις μαζί μου» της φώναξα. Δεν μπορώ, μου πνίγεται η ψυχή να σ’ αφήσω εδώ μονάχη».
Δεν αποκρίθηκε. Τα μάτια της ήταν στραμμένα κάτω στις λεύκες του Δρίνου, που είχαν φορέσει πια την ανοιξιάτικη φορεσιά τους, για να υποδεχθούν κι αυτές τη μεγάλη γιορτή της Ανάστασης.
Ανάσαινε βαθιά και με ξαναχάιδεψε. Ποιος ξέρει πού και πόσο μακριά να γύριζε η σκέψη της…
Της έπιασα τα χέρια και τα ’σφιξα με θέρμη.
«Μανούλα, σε παρακαλώ, θα ’ρθεις μαζί μου… Σε θέλουμε! Θα μας δώσεις μεγάλη χαρά και θα σ’ έχουμε σαν αγία!…»
Με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Όχι, Δημήτρη γιε μου… Τώρα είναι αργά πια. Εδώ είναι τα λείψανα των προγόνων μου και τα κόκκαλα του πατέρα του παιδιού μου. Ύστερα η γη μας!… Η γη μας, Δημήτρη!… Πώς να προδώσω αυτή τη γη ποτισμένη μ’ άφθονο αίμα, πολλά δάκρυα; Οι νεκροί μας θα βρικολακιάσουν τότε και δε θα μας αφήνουν να βρούμε πουθενά ησυχία…»
Ήταν ανώφελο πια να την παρακαλώ. Στο πρόσωπό της απεικονιζόταν έντονα η απόφαση να μη μ’ ακολουθήσει, να μείνει στη γη των πατέρων της.
Πήρε το σακίδιό μου και το γέμισε εφτάζυμα κουλούρια και κόκκινα αυγά.
Μ’ αγκάλιασε και με φίλησε.
«Πήγαινε στην ευχή του Θεού, γιε μου, και πες του Παύλου ότι ποτέ δεν τον ξέχασα…»
Την άλλη μέρα πάνω στα υψώματα της Κακαβιάς, που ’ναι τα σύνορα, είχαν φτάσει οι Γερμανοί και τα πυρά σταμάτησαν.
Πριν φύγω, γύρισα κατά πίσω και χαιρέτησα, σηκώνοντας ψηλά το μαντήλι μου. «Αντίο ωραία Δρόπολη!… Αντίο ζηλεμένες και λυγερόκορμες Δροπολίτισσες! Αντίο Μανούλα!…»
Εδώ σταμάτησε την αφήγησή του ο συνταξιούχος δάσκαλος και πρώην έφεδρος αξιωματικός.
Μας κοίταξε όλους, όπως καθόμαστε γύρα του και πρόσδεσε.
«Ο πατέρας δεν υπάρχει πια. Η μανούλα ήταν δυνατή κράση. Μπορεί να ζει και γριούλα όπως θα ναι, να διαβάζει το φθαρμένο γράμμα και να κλαίει δίχως καμιά ελπίδα πια για την άτυχη ζωή της και τη χαμένη πατρίδα…»