«Χριστός Ανέστη!»

«Χριστός Ανέστη!»

Του Χρήστου ΝΤΡΙΤΣΟΥ

Ήταν Σαββατόβραδο όταν ο Χρήστος Λιάκος, δάσκαλος τότε, γύριζε στο χωριό του, τη Δερβιτσάνη από τα αλβανοχώρια. Τον είχαν διορίσει μακριά, ως τιμωρία, γιατί κάποια Κυριακή, περνώντας έξω από την εκκλησία του χωριού, άκουσε να ψέλνουν και δεν άντεξε, μπήκε μέσα και, παίρνοντας την κάποτε θέση του, ως ψάλτης, άρχισε να ψέλνει. Ήταν καλλίφωνος και το αισθανόταν.

Εβδομάδες, καμιά φορά και μήνες, έμενε εκεί, στο χωριό που δίδασκε, μακριά από το σπίτι του, ο μεσόκοπος και φιλάσθενος δάσκαλος. Πηγαινοερχόταν, ταξιδεύοντας ώρες ολόκληρες πάνω στο μουλάρι του.

Και να, τώρα γύριζε, ύστερα από σχεδόν δύο μήνες.

-Χριστός Ανέστη! – φώναξε όλο χαρά στον πρώην μαθητή και πλέον συνάδελφό του, Βασίλη Μάνο, στη στροφή του χωριού.

Ο Μάνος, που δεν του έλειπαν τα αστεία και το γλυκό χαμόγελο, τον κοίταξε κάπως περίεργα.

-Τι είναι αυτό το «Χριστός Ανέστη, δάσκαλε;!» – του λέει – Ιούνιος τώρα. Το Πάσχα ήταν τον Απρίλη!

-Ναι, παιδί μου, το ξέρω – του απαντάει ο δάσκαλος. -Το «Χριστός Ανέστη!» δεν μπόρεσα να το πω σε κανέναν εκεί στα λιαμποχώρια. Και είπα μέσα μου ότι, όποιον θα συναντήσω πρώτον στο χωριό μου, σε εκείνον θα το πω. Και να, πρώτος είσαι συ, Βασίλη μου.

-Αληθώς Ανέστη! Αληθώς Ανέστη! – φώναξε όλο χαρά ο Μάνος κι έτρεξε να υποδεχτεί το δάσκαλό του.

Ο Λιάκος κατέβηκε από το μουλάρι του, αγκάλιασε τον πρώην μαθητή και συνάδερφό του και συνομιλώντας προχώρησαν μαζί προς το κέντρο του χωριού.

Σχετικά άρθρα: