Ως ποιο βαθμό είμαστε «αθώοι» για τα πέτρινα χρόνια
ΑΠΟΨΕΙΣ
Του Νίκου Υφαντή
Μετά την πτώση των ειδώλων και την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο οι πολίτες αυτών των χωρών ενεργούσαν ενσυνείδητα και συνέπρατταν με τη θέλησή τους με τα καθεστώτα ή ήταν παθητικά αντίθετα προς τα τεκταινόμενα.
Πρόκειται για ένα καίριο ερώτημα που απασχόλησε πολλούς και για να αποδειχτεί χρήζει ειδικής κοινωνιολογικής μελέτης. Μια έρευνα σε βάθος που θα αποδείξει τον βαθμό συμμετοχής των πολιτών και την παθητική ή αδιάφορη στάση τους απέναντι σε ολοκληρωτικά πολιτικά σχήματα, στα οποία η παρακολούθηση και ο έλεγχος των ανθρώπων, ο χαφιεδισμός και η υποτέλεια είχαν προτεραιότητα κρίνεται απαραίτητη.
Εκείνα τα χρόνια, γκρίζα και αδιαφανή, οι απλοί πολίτες μέχρι και του τελευταίου συνοικισμού του κράτους, για να πάρουν άδεια εργασίας ή απασχόλησης σε κάποιον τομέα (και μιλάμε για την απόλυτη κυριαρχία του κρατισμού), να γίνουν δεκτοί στα Ανώτερα και Ανώτατο Εκπαιδευτικά ιδρύματα (ανεξάρτητα από τον βαθμό επίδοσής τους, για να ακολουθήσουν κάποιο επάγγελμα κλπ, περνούσαν από λεπτομερειακό και εξονυχιστικό έλεγχο.
Συγκεντρώνονταν κάθε είδους πιστοποιητικά, βεβαιώσεις και αναφορές, (σχηματίζονταν η περίφημη «βιογραφία» του κρινόμενου), παίρνονταν πληροφορίες από χωριανούς και συντοπίτες, από φίλους και γείτονες, από την αστυνομία, τους τοπικούς κομματικούς υπεύθυνους, από επιτροπές και παραεπιτροπές, που ανήκαν στον πυρήνα του κόμματος και από άλλα εντεταλμένα προς τον σκοπό αυτό όργανα και ο ογκώδης φάκελος, η «βιογραφία» είχε στηθεί. Όλο αυτά, και μετά από ενδελεχή εξέταση του οικογενειακού περιβάλλοντος και του συγγενικού περίγυρου, εάν δηλαδή υπήρχαν στην οικογένεια φυγοδικεί ή αντιφρονούντες ή άλλοι αφιερωμένοι στους σκοπούς του κόμματος. ζυγίζονταν, αξιολογούνταν από κομματικούς κρατικούς υπαλλήλους και παίρνονταν αποφάσεις.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, όποια και αν ήταν, δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη. Δεν εξαρτιόταν δηλαδή η κρίση για μια θέση από την ικανότητα του πολίτη, από την υψηλή ή χαμηλή νοημοσύνη του ή από τις ιδιαίτερες κλίσεις του, αλλά από τη «βιογραφία» του που κατασκευαζόταν στα σκοτεινά κομματικά γραφεία.
Μετριόνταν οι σκέψεις των πολιτών, η συμπεριφορά τους προς το κόμμα, αν έπαιρναν μέρος στις κομματικές συγκεντρώσεις, στις παρελάσεις της Πρωτομαγιάς, στις γιορτές προς τιμή των ηγετών, στις αθεϊστικές πρωτοβουλίες και σε άλλες εκδηλώσεις στις οποίες «επιμορφώνονταν και αναμορφώνονταν». Έπαιζε δηλαδή ρόλο ο ξεχωριστός χαρακτηρισμός που έδιναν για κάθε περίπτωση. Ασφαλώς, όσοι χαρακτηρίζονταν «θιγμένοι» ήταν οι «κουλιάκοι», τους οποίους δεν έπρεπε να συναναστρέφονταν οι «καθαροί» πολίτες, ήταν τα μιάσματα που απομονώνονταν, εκτοπίζονταν και φυλακίζονταν.
Τα κομμουνιστικά καθεστώτα. όπου επικρότησαν, ήταν δημιουργήματα ενθουσιασμένων πολιτών, οι οποίοι, στις ελκυστικές τους ιδέες, είχαν ανακαλύψει την πραγματική πορεία προς την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ευδαιμονία, τον παράδεισο. Για το λόγο αυτό υπερασπίζονταν με πόθος τις ιδέες τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τις επιβάλλουν και εκτελούσαν όσους αντιστέκονταν ή σκέπτονταν διαφορετικά και, κυρίως. τους διανοούμενους, τους οποίους κυνήγησαν με πόθος
Βέβαια, πολύ αργότερα αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε παράδεισος και ότι όλα ήταν «λόγια του αέρα». Οι ενθουσιώδεις εκείνοι πολίτες, που με ζήλο συνέτρεξαν και στήριξαν τα καθεστώτα, απλά ήταν δολοφόνοι.
Στη μετακομμουνιστική Αλβανία, που ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει, άρχισε μια διαμάχη και συνεχείς συζητήσεις κατά πόσον εκείνοι οι οποίοι διέπρατταν τέτοια στυγερά εγκλήματα, γνώριζαν τι έκαναν ή μήπως οδηγούνταν στις πράξεις τους (ανακρίσεις, φυλακίσεις βασανιστήρια, στρατόπεδα συγκεντρώσεως, εκτοπισμούς θανατώσεις κλπ.) από άγνοια και μόνο.
Υπάρχει πιθανότητα μερικοί ή και αρκετοί να μην γνώριζαν στην πραγματικότητα όταν προέβαιναν σε τέτοιες φρικαλεότητες Το έκαναν αγκυλωμένοι σε έναν ενθουσιασμό για μια νέα κοινωνία απελευθερωμένη και κυρίαρχη Το θέμα όμως που μπαίνει πάλι έστω και αν πλημμυρισμένοι από απατηλό ενθουσιασμό, δεν γνώριζαν τις τραγικές διαστάσεις του ενθουσιασμού τους, είναι ως ποιο βαθμό μπορεί κάποιος να θεωρηθεί αθώος επειδή δεν γνωρίζει Στην περίπτωση αυτή η μόνη απαλλαγή που μπορεί να δοθεί είναι το γεγονός ότι ή κατατρύχονταν από συμπλέγματα κατωτερότητας ή ήσαν ηλίθιοι. Αλλά και η βλακεία πάλι μπορεί να τους απαλλάξει; Όταν κάποιος λόγω ηλιθιότητας ή μειωμένων αντιστάσεων προβαίνει σε τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα, μπορεί να αθωωθεί στη συνείδηση των συνανθρώπων του;
Όλοι υπεραμύνονται την καθαρότητα της συνείδησης και μάλιστα μετά την κατάρρευση επεζήτησαν και πολλοί πέτυχαν να πάρουν νέες θέσεις και αξιώματα στην νέα τάξη που αναδύθηκε από τα συντρίμμια.
Και εκείνοι που ασκούσαν εισαγγελικό λειτούργημα, έβγαζαν κίβδηλες ετυμηγορίες και επέβαλαν θανατικές ποινές σε αθώα θύματα, για το μόνο λόγο ότι αντιστρατεύονταν ή και αδιαφορούσαν για το καθεστώς, είναι αθώοι; Και οι υπεύθυνα της μυστικής αστυνομίας και οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι είναι και αυτοί αθώοι; Και όλοι εκείνοι οι συμπατριώτες μας Βορειοηπειρώτες που αναρριχήθηκαν ή πάλευαν να αναρριχηθούν στα αλβανικά κομματικό και κυβερνητικά αξιώματα είναι αθώοι; Και όλοι εκείνοι οι Βορειοηπειρώτες που έγιναν φερέφωνα του αλβανικού καθεστώτος και είχαν αναγάγει τον απάνθρωπο ταξικό πόλεμο σε «επιστήμη» και που σήμερα μερικοί απ’ αυτούς προσπαθούν να πουλήσουν συνταγές αδελφοσύνης και ομόνοιας είναι αθώο; Είναι η σημερινή τους στάση τόσο ειλικρινής, όσο προσπαθούν να δείχνουν προς το έξω. Έχουν τέτοιοι συμπατριώτες μας εθνικούς στόχους ή απλά προσπαθούν από εγωισμό ή προωθούμενοι από άλλα κέντρα να πετύχουν στη νέα τάξη θέσεις και αξιώματα, για να μπορούν, εύκολα από εκεί, να επιβάλλουν τις πολιτικές των πρώην πατρώνων τους και να θάψουν για μία ακόμη φορά το εθνικό μας ζήτημα: Τώρα διαπίστωσαν ότι εξέδιδαν καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος αθώων και θέλουν να έχουν ακηλίδωτη συνείδηση; Η εμμονή τους σε ένα σύστημα φαύλο συνέτεινε να χάσει ο τόπος την ελευθερία του, να μαραζώσουν οι άνθρωποι ψυχικά και να καταντήσουν ακόμη και καταδότες συγγενών και φίλων.
Πώς μπορούν λοιπόν να μιλούν για αθωότητα;
Ο Οιδίποδας, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, όταν έμαθε ότι σκότωσε τον πατέρα του και κοιμόταν με την ίδια τη μητέρα του, δεν μπόρεσε να υποφέρει τη δυστυχία που προξένησε από άγνοιά του, δεν ένιωσε αθώος, αλλά έβγαλε τα μάτια του και, τυφλός πια, έφυγε από τη Θήβα.
Το παράδειγμά του έπρεπε να ακολουθήσουν και όλοι εκείνοι που διαλαλούν άγνοια των όσων έπραξαν και μιλούν για ψυχική καθαρότητα.
(Από: Ο Παλμός της Λεσινίτσας, Ιανουάριος –Φεβρουάριος 2000)