Γιώργος ΜΑΝΟΣ: «Θέλαμε να κάνουμε τη διαφορά»

Γιώργος ΜΑΝΟΣ: «Θέλαμε να κάνουμε τη διαφορά»

(Συνέντευξη)

Είχαμε ακουστά κάποια πράγματα για τον  Γιώργο Μάνο και θέλαμε να μας τα εξιστορήσει ο ίδιος. Όταν τον συναντήσαμε, εκτός των άλλων, ανακαλύψαμε σε αυτόν δυναμισμό και λέγειν.  

Το αντικείμενο της συνέντευξης που ακολουθεί, δεν σχετίζεται με το επάγγελμά του, το γιατρό γυναικολόγο, μα με το άλλο κομμάτι. Την ενασχόλησή του με τα κοινά. Την ανησυχία του και το πάθος του για τον τόπο του, τη Βόρειο Ήπειρο, που τον κρατάνε δέσμιο χρόνια τώρα.

Ερ: Λένε ότι είστε ο οργανωτής της διαμαρτυρίας του ‘90 για το σκοτωμό των παιδιών τ’ Αλήκου στα σύνορα. 

Απ: Προσωπικά, νομίζω ότι δεν υπήρχαν διοργανωτές, με την έννοια ότι κάποιοι είχαν σχέδιο στο μυαλό και πάμε να το εφαρμόσουμε. Η αντίδραση του λαού ήταν αναμενόμενη. Βρήκε αφορμή το τραγικό επεισόδιο, για να την εκδηλώσει. Κάποιοι από μας – κι ήταν αρκετοί – κυρίως σπουδασμένοι άνθρωποι, ασφαλώς και παίξανε πρωταρχικό ρόλο. Παρέσυραν τη μάζα. Έβλεπε ο άλλος το γιατρό, το δάσκαλο, τον κτηνίατρο…, τους ευνοούμενους του συστήματος (υποτίθεται), να μετέχουν στην εξέγερση κι έλεγε: γιατί να μην πάω κι εγώ; Τι έχω να χάσω; Το φτυάρι ή τον κασμά; Οι πρωτοστάτες έριξαν τα πρώτα συνθήματα: «Κάτω η δικτατορία – θέλουμε δημοκρατία», «Σκυλί Αλία – είσαι δολοφόνος», «Ένωση με την Ελλάδα», κτλ. Άκουγες αυτά τα συνθήματα και σου σηκώνονταν η τρίχα κάγκελο.  

Ερ: Υπήρξε μαζική συμμετοχή;

Απ: Διαδηλώσαμε πάνω από έξι, μπορεί και δέκα χιλιάδες άτομα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά: Όταν μάθαμε πού και ποιά ήταν τα παιδιά που σκοτώθηκαν, αλλά οι αρχές δεν δίνουν τα πτώματα, το πήραμε στο κρανίο. Είπα σε φίλους: Οι κανόνες λένε ότι οι δραπέτες τιμωρούνται. Τα παιδιά πήραν την εσχάτη των ποινών: Το θάνατο. Και τώρα δεν δίνουν τα πτώματα;! Κουβέντα την κουβέντα άναψαν τα αίματα. Αποφασίσαμε κάποια στιγμή να πάμε να πάρουμε τα πτώματα. Οργίαζε και η φαντασία τότε. Έλεγαν: Θα σύρουν τα πτώματα πίσω από τρακτέρ και θα βάλουν τον κόσμο να τα φτύσει. Είχαν προηγηθεί κι άλλα γεγονότα: Των αδερφών Πράσσου, του Παπουτσή  και του Ντάλα, που μαρτυρούσαν τη βαρβαρότητα. Οπότε ο καθένας έδινε τη δική του εκδοχή. Έλεγαν, επίσης, ότι θα δικαστούν τα πτώματα και θα θαφτούν σε φυλακές. Θα περάσουν την ποινή μέσα στα κάτεργα και μετά… θα πάνε οι συγγενείς να πάρουν τα λείψανα…      

Ερ: Ποια ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή;

Απ: Δεν ήταν μία, ήταν πολλές. Έχω ακόμα μπροστά στα μάτια το φορτηγό που έφερε τα πτώματα στο Μπογάζι. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, η αγανάχτηση μεγάλη. Οι συγγενείς των σκοτωμένων, όταν αντίκρισαν τα τρυπημένα σώματα από λόγχες κι αδειασμένο περίστροφο πάνω στο δεκαεξάχρονο παιδί, κατέρρευσαν. Το μοιρολόι και οι σπαραγμοί των ανθρώπων, που δεν μπορούν να αντικρίσουν πτώματα, θα με ακολουθήσουν όλη τη ζωή.  Μια άλλη στιγμή, που μας συντάραξε κι αυτή: Τα φέρετρα των σκοτωμένων παιδιών, ακουμπημένα πάνω σε δυνατούς πλάτες συγγενών και φίλων, βγήκαν από τα σπίτια την ίδια ώρα και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία. Στο σημείο της συνάντησης εμφανίστηκαν τα πανό: «Κάτω η δικτατορία – θέλουμε δημοκρατία». Πολλαπλά τα συναισθήματα ξανά. Αποφασίστηκε: με τα φέρετρα μπροστά να κάνουμε πορεία διαμαρτυρίας προς τους Αγίους Σαράντα και στο γύρισμα να γίνει ο ενταφιασμός. Προχωρώντας, πλήθαινε η πομπή. Στη Γκιάστα μας είχαν στήσει καρτέρι στρατιώτες και αστυνομικοί. Όταν πλησιάσαμε, πάνω μας και στα φέρετρα, άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες  βροχή. Αφού είδαν να μην οπισθοχωρούμε,  ρίχνουν στο ψητό και πετυχαίνουν το Μήτσιο Μάνο. Ο τραυματίας έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως σε νοσοκομείο. Σταματάμε μια IFA και ο μακαρίτης ο Θοδωρής ο Παπάς, ο γεωπόνος από του Χάλιου λέει στον οδηγό: «Ξέρω ποιος είσαι, πού μένεις και τι οικογένεια έχεις… Παίρνεις τον τραυματία και σφαίρα για τους Αγίους Σαράντα. Σταματάς στο μπλόκο, σου καίμε το σπίτι… θα πάρεις κι άλλους στο λαιμό σου». Είναι οι συγκυρίες που σε αναγκάζουν να περάσεις σε άγρια κατάσταση. Φοβερές στιγμές, δεν περιγράφονται με τίποτα.  

Ερ: Με πειράζει η αφήγηση, δεν διακόπτω. Θέλω να την ακούσω ως το τέλος. 

Απ: Συνοδεύω κι εγώ τον τραυματία. Δεν μπορούσαμε να σπάσουμε από τις πέτρες που ερχότανε καταπάνω μας. «Δεν μπορώ ρε παιδιά, λέει ο οδηγός», και σταματάει, κατεβαίνει κάτω. Ανεβαίνουν πάνω στρατιώτες. Εκεί είδα με τα μάτια μου πώς δέκα οπλισμένοι από αυτούς, περιλάβαιναν και πετσόκοβαν από έναν δικό μας. Κάποιος, που έτυχε να γνωρίζει εμένα, διατάζει: «Αφήστε τους γιατί τους συνοδεύει ο γιατρός!». Έτσι προχωρήσαμε προς τους Αγίους Σαράντα. Στο νοσοκομείο μας υποδέχτηκαν εντυπωσιακά οι Βορειοηπειρώτες γιατροί. Μετά από τις πρώτες βοήθειες στο νοσοκομείο των Αγίων Σαράντα ήταν απαραίτητη η μεταφορά του τραυματία στο Αργυρόκαστρο, κι έπειτα στα Τίρανα. Την επόμενη το πρωί γυρίζω στ’ Αλήκου με το σκεπτικό μήπως αγρίευε η κατάσταση κι ήθελαν μεθόδευση τα πράγματα. Σε όλη τη διαδρομή, από το Βρυώνι που με άφησε κάποιο αυτοκίνητο και μέχρι στο χωριό, με αγκαλιάζανε άνθρωποι που ούτε τους ήξερα, ούτε και τους θυμάμαι. Έλεγαν: «Μπράβο παιδιά!». Ανατρίχιαζες. Μόλις πάτησα στο χωριό, για πρώτη φορά αισθάνθηκα τι θα πει ελευθερία. Τι θα πει αυτόνομη περιοχή. Δεν φοβόσουνα      τίποτα. Είχες γύρω σου ανθρώπους που σε αγαπούσανε, που σε θαυμάζανε, που σε αγκαλιάζανε. Θυμάμαι, κάποια στιγμή κάνει την παρουσία του ο αστυνομικός της περιοχής. Χωρίς να του μιλήσουν, τον περικυκλώνουν περίπου σαράντα – πενήντα χωριανοί και του  στενεύανε τον κλοιό. Έκλαψε. Τελικά κάποιος του άνοιξε δρόμο κι έφυγε. Χωρίς να του πουν λέξη, μόνο που τον πλησιάζανε τα έκανε πάνω του. Μετά από αυτό το χουνέρι που έπαθε, δεν ξέρω αν επισκέφτηκε πια τ’ Αλήκου.

Ερ: Μετά από όλα αυτά ελπίζατε ότι η επόμενη θα ήταν άλλη μέρα; 

Απ: Εκείνη την περίοδο οι εξελίξεις ήταν τόσο σιγανές, που δεν συνειδητοποιούσες εύκολα την αλλαγή. Έκανες, μεν, μια εξέγερση με τόσα άτομα, που σημαίνει ότι φεύγει ο φόβος κι από τον τελευταίο, όμως από την άλλη μεριά, άκουγες να σου λένε άλλα πράγματα. Π. χ., εσένα τώρα θα σε βάλουνε στο μπουντρούμι. Κι όντως, μετά από δύο μέρες, έφτασε η ειδοποίηση να παρουσιαστώ στον ανακριτή. Αργότερα έμαθα ότι στη Γκιάστα βιντεοσκοπούσαν. Με είχαν εντοπίσει και ζούμαραν για να με δουν καλύτερα. Ζούμαραν και πάνω σε άλλα πρόσωπα, που τα θεωρούσαν διοργανωτές. Μεσολαβούν μετά, ραγδαίες εξελίξεις. Έρχεται στ’ Αλήκου ο Ριντβάν Πεσκεπία, ως εκπρόσωπος του Μπερίσια, και προτείνει σε μένα και το Νάσιο Παπαθανάση να κατεβούμε στις πρώτες εκλογές μαζί με το Δημοκρατικό Κόμμα. Κι οι δικοί μας βουλευτές, μετά τη νίκη, να ανεξαρτητοποιούνταν. Εκείνο που μου άφησε ανεξίτηλα ίχνη, που με έκανε να νιώσω μεγάλη ανακούφιση, ήταν το υπόμνημα που στείλαμε στο Μπερίσια, γραμμένο από το χέρι του Νάσιου, που έλεγε τι ζητάμε από το νεοσύστατο κόμμα. 

Ερ: Τι ακριβώς ζητούσατε;

Απ: Πρώτον: στις περιοχές μας να υπάρχει δίπλα στην αλβανική σημαία η ελληνική σημαία. Δεύτερον: να αστυνομεύεται η περιοχή μας από Βορειοηπειρώτες. Τρίτον: να επεκταθεί η ελληνική γλώσσα και σε ανώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης. Τέταρτον: να αναγνωριστεί η ελληνική γλώσσα ως η δεύτερη επίσημη γλώσσα, δηλαδή τα κείμενα να ήτανε δίγλωσσα. Και πέμπτον: οι δημόσιες υπηρεσίες, όπου υπάρχει ελληνισμός, αναγκαστικά να λειτουργούν με προσωπικό που να γνωρίζει τις δύο γλώσσες. Τα σημεία αυτά, όταν τα είδα αργότερα, ήταν αναφορά στο πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Ήταν τα σημεία της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου. Κι αυτοί τα δεχόντουσαν.

Ερ: Περίεργο δεν σας φαίνεται το γεγονός; 

Απ: Αυτοί εκείνη την εποχή έλεγαν: «Ναι εν λευκώ». Γιατί ήθελαν απλά να κατέβουμε μαζί στις πρώτες εκλογές και να κερδίσουν. Είπα στο Νάσιο, που μου είχε εμπιστοσύνη από τον πατέρα μου, που τον ήξερε πολύ καλά: «Προχώρα κι είμαι μέσα». Μετά από αυτή τη συνάντηση έκανα την απόπειρα να φύγω, γιατί έτρεμα στην ιδέα ότι θα παρουσιαστώ στον ανακριτή. Είχα το χαρτί στη τσέπη. 

Ερ: Την περίοδο εκείνη όλοι σκεφτόταν τη φυγή, μάλιστα κι έφευγαν μπουλούκι. Ποια ήταν τα σχέδιά σας;  

Απ: Με φίλους κάναμε κι εμείς σχέδια και απόπειρες φυγής. Όμως, καθώς βλέπαμε να χαλαρώνει το σύστημα και ακούγαμε ότι εντός μερικών ημερών θα επισκεφτούν την Αλβανία οι κύριοι Μητσοτάκης και Σαμαράς, καθίσαμε να δούμε τι θα πούνε. Μπας και πάρει μια άλλη τροπή το πράγμα. Τότε μύριζε για καλά η πτώση του συστήματος. Είχε προηγηθεί το τοίχος του Βερολίνου, είχε πέσει αισθητά κι η πίεση   στην Αλβανία. Στα τέλη Δεκεμβρίου μεσολάβησαν ραγδαίες εξελίξεις: έγινε η ένοπλη εξέγερση στη Σκόδρα, η μαζική εξέγερση των φοιτητών στα Τίρανα, ένα νέο κόμμα ήδη είχε γίνει, απλώς δεν είχε ανακοινωθεί.

Ερ: Τι ακριβώς περιμένατε να πουν οι Μητσοτάκης και Σαμαράς για να αισθανόσασταν κάποια ικανοποίηση;

Απ: Περιμέναμε να πουν πολλά, στην πράξη, όμως, δεν είπαν τίποτα. Ελπίζαμε ότι θα έλεγαν: «Εδώ είναι μια Ελληνική Μειονότητα, η οποία να κάτσει τώρα και να αποφασίσει τι θέλει. Τι καθεστώς να επικρατεί εδώ». Και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με κάποιες συναρπαστικές ιδέες, παρέσυρε το κομμουνιστικό κίνημα πολλούς Βορειοηπειρώτες. Ότι οι μειονότητες πολεμούν, μέσα στην πατρίδα που επικρατούν, κατά του φασισμού και μετά από την απελευθέρωση αυτοπροσδιορίζουν την αυτονομία, την ένωση με το μητρικό κορμό ή τη λειτουργία μέσα στις χώρες που υπάγονται. Και πολεμούσαν γι’ αυτήν την ιδέα. Στου Αλήκου υπήρχε το ρεύμα του παπα – Ανδρέα, του Σταύρου Κόκαλη, του Γιάννη Παπά και πολλών άλλων που λέγανε: «Πολεμάμε δίπλα στα αδέρφια, τους Έλληνες και ότι βρει εκείνους να βρει και εμάς». Ο Λευτέρης ο Τάλλιος, ο πολύ φίλος και κολλητός του παπα – Ανδρέα, είχε διαφορετική άποψη ως προς τη στάση που έπρεπε να κρατήσει η μειονότητα. Το Λευτέρη δεν τον αγνοώ για τις προθέσεις του, μα για το δρόμο που ακολούθησε. 

Ερ: Απογοητευμένοι του δίνετε και φεύγετε.  

Απ: Περίμενα να γίνει κάτι. Αφού δεν έβλεπα αλλαγές, με δεκαπέντε δολάρια στη τσέπη και το πτυχίο μαζί μου ξημέρωσα ένα πρωί στα Γιάννενα. «Ξεπέζεψα» στο Γιάννη Παπά, στον άνθρωπο με καθαρά εθνική δραστηριότητα, στενός φίλος και συναγωνιστής του παπα – Ανδρέα, τ’ Αληκιώτη. (Αφού είδε ότι χάλασε το συνέδριο της Μεμόραχης, κτλ, μαζί και με πολλούς άλλους πέρασε στον ελλαδικό χώρο κι εντάχτηκε στο Ζέρβα). Όταν έμαθε ποιος είμαι κι ότι είχα βγάλει και σχολείο ιατρικής, με οδήγησε να  αναγνωρίσω το πτυχίο. Μετά έκανα αγροτικό, μπήκα στη διαδικασία της ειδικότητάς μου, κτλ, κτλ. Το αφτί μου ήταν κολλημένο σε αλβανικό ραδιοφωνικό σταθμό. Παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Όταν έμαθα ότι ιδρύθηκε η Ομόνοια, ξετρελάθηκα. Ένας πολιτικός φορέας του ελληνισμού είχε πλέον το δικαίωμα να κατεβαίνει σε βουλευτικές και τοπικές εκλογές. Στις πρώτες εκλογές έκλεξε πέντε βουλευτές. Άκουσα μια θαρραλέα ομιλία του βουλευτή Παναγιώτη Μπάρκα στο Κοινοβούλιο κι έμεινα άφωνος. Είχα τέτοιο κόλλημα εκείνη την περίοδο με την Ομόνοια που όποιον έβλεπα να την προκαλεί, τον θεωρούσα προδότη. 

Ερ: Πότε γίνατε δραστήριο μέλος της Ομόνοιας; 

Απ: Το 1996.

Ερ: Όλη την άλλη περίοδο απουσιάζατε; 

Απ: Όχι, λειτούργησα με την ΕΝΒΗ. Με το Μπάμπη Καραθάνο. Κουβάλησα για πολλούς υποψηφίους βουλευτές της Ομόνοιας – ΚΕΑΔ αφίσες και κόσμο. Οργάνωσα μερικά παραρτήματα της νεολαίας, όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας, της Λαμίας, με παιδιά που τα ήξερα από πριν. Σχεδιάζαμε, βάζαμε τον πήχη μας ψηλά. Στοχεύαμε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Τότε, ορισμένα στελέχη της Ομόνοιας έλεγαν: «Κάποια κατσαφλιάκια πάνε να μας υποδείξουν από την Αθήνα τι θα κάνουμε εμείς εδώ». Ο κύριος Κυριαζάτης, παρόλο το σεβασμό που έχω για τον πρόεδρο, μας ονόμασε εξωγήινους και τσιροπούλια.

Ερ: Πάνω σε ποια βάση στηρίζατε τη στόχευσή σας για αυτονομία;

Απ: Μιλούσαμε για αυτονομία, για να αναγκαζόταν η ηγεσία της Ομόνοιας να πει κάτι λιγότερο από μας, που θα ήταν περισσότερο από αυτό που σκεπτόταν η ίδια. Και πραγματικά, το 1994 η Ομόνοια ζήτησε την πολιτιστική αυτονομία. Εγώ, προσωπικά, από τότε ξεκίνησα να κάνω συνειδητά ορισμένες πράξεις. Κάθισα κι ανάλυσα όλη τη δραστηριότητα της Ομόνοιας. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η οργάνωση είχε εξελιχθεί σε ιδιωτική επιχείρηση που έδινε το δικαίωμα στα πρωτοκλασάτα στελέχη: βουλευτές, προέδρους, έπαρχους, κτλ, μέσω πώλησης βίζας να πλουτίσουν. Και, κάθε ορθά σκεπτόμενο και φιλόδοξο πρόσωπο, που ήθελε να είχε πολιτικό λόγο, τον θεωρούσαν αντίπαλο. Τον απομόνωναν.   

Ερ: Η αντίσταση από δω, την Αθήνα ή την Ελλάδα γενικώς, για τον τόπο σου είναι λίγο περίεργη. Είναι βολίδες εξ’ αποστάσεως. Να φωνάζουμε, μεν, για αυτονομία εδώ, αλλά να πηγαίνουμε να φωνάζουμε κι εκεί. Να πιέζουμε, μεν, για την επίλυση του περιουσιακού ζητήματος την αλβανική πρεσβεία στην Αθήνα, αλλά να πηγαίνομε να αγωνιζόμαστε κι επιτόπου στο χωράφι μας, στο λιβάδι μας, στο οικόπεδό μας.

Απ: Αυτό που λέτε έχει μεγάλη δόση αλήθειας. Επειδή θέλω να μιλάω μόνο για μένα, σας λέω ότι ύψωνα πάντα τη φωνή μου εδώ στην Αθήνα, πήγαινα, όμως και τα φώναζα ξανά σε κάθε εκλογική αναμέτρηση κι επιτόπου. Περνούσα από χωριό σε χωριό. 

Ερ: Ένα βασικό συμπέρασμα είναι ότι σαν Βορειοηπειρώτες μας βλάπτει πολύ η καχυποψία.  

Απ: Το ‘91 ήμασταν τελείως αγνοί. Εγώ τότε ήμουν 25 χρονών. Μου έλειπε η πείρα και δυστυχώς η καχυποψία μου φρέναρε κάθε απόφαση, κάθε κίνηση. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε το κόμπλεξ της καχυποψίας αφού μεγαλώσαμε σε σύστημα που το καλλιεργούσε σκοπίμως. Σου έλεγαν τότε: «Μίλα ελεύθερα, εδώ έχουμε δημοκρατία», κι από την άλλη μεριά σε φασκιώνανε, σε βάζανε φυλακή. Κοίτα να δεις με τι καχυποψία κρίναμε ορισμένες κινήσεις και πράξεις στην Ομόνοια: «Αν κάποιος εκλεγόταν στα διοικητικά όργανά της, λέγαμε: γιατί εκλέχτηκε αυτός; Αν κάποιος την κριτίκαρε, λέγαμε: γιατί την κριτικάρει, αν κάποιος έφευγε απ’ αυτήν, λέγαμε: γιατί φεύγει κι ούτω καθ’ εξής». Επακολούθησαν κι άλλα γεγονότα, όπως η αηδία της Ομόνοιας, που έκανε σήμερα τον Βορειοηπειρώτη να είναι καχύποπτος προς πάσα κατεύθυνση. Κι έχει δίκιο, γιατί εξορίστηκε, φυλακίστηκε, σκοτώθηκε στο όνομα του ελληνισμού και της δημοκρατίας και δεν είδε κανένα αποτέλεσμα. 

Ερ: Φιλοδοξήσατε ποτέ να πιάσετε κάποιο πόστο; 

Απ: Το 1996 λέγω: «Γιατί να μην είμαι κι εγώ ένα    στέλεχος της οργάνωσης, για να δω από μέσα τα πράγματα;!». Τότε ήταν η περίοδος που πέφτει ο Κυριαζάτης κι ανεβαίνει ο Λαμποβιτιάδης. 

Ερ: Για μια πιο αποτελεσματική λειτουργία της οργάνωσης αν σκεφτήκατε ποτέ τι χρειάζεται; 

Απ: Πίστευα κατ’ αρχήν ότι χρειάζονται πιο τολμηρά άτομα, που να έχουν περισσότερη επαφή με τον έξω κόσμο και να συνεργάζονται καλύτερα με τους Βο-ρειοηπειρώτες στην Ελλάδα. Είχε καλά δείγματα ο Θωμάς ο Μήτσιος εκείνη την εποχή. Στη διαμαρτυρία για τον Μητροπολίτη ήταν μέσα στους διοργανωτές. Πήγα να στηρίξω το Θωμά για να πάρει το τιμόνι της Ομόνοιας. Δεν βγήκε ο Λαμποβιτιάδης πρόεδρος, μεθοδεύτηκε η εκλογή του. Κι από τότε αρχίζω να παρακολουθώ με περισσότερο σκεπτικισμό τι λένε τα συμβούλια της Ομόνοιας, τι αποφάσεις παίρνουν, σε ποια πλαίσια κινούνται… Είδα πρόσωπα που δεν με εκφράζανε. Είδα, πλέον, από κοντά και τη μπίζνες.

Ερ: Είδατε να αγγίζετε κάπως και το θέμα της αυτονομίας; 

Απ: Στις κουβέντες που κάναμε με αρκετό κόσμο το θέμα της αυτονομίας το θεωρούσαμε πολύ αδικημένο και ότι ήταν αναγκαία η χάραξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής. Όλο αυτό έδειχνε και προσμονή. Ελπίζαμε ότι κάτι θα γίνει. Το ‘93 μεσολάβησαν τα έξι σημεία του κυρίου Μητσοτάκη προς τον κύριο Μπερίσια. Μέσα εκεί είναι και η έκφραση: «Ό,τι θα γίνει στο Κόσσοβο θα γίνει και στη Βόρειο Ήπειρο». Εγώ τότε επέμενα: «Είναι το προζύμι της Ομόνοιας που θα ερεθίσει την πολιτική της Ελλάδος». Τώρα, όμως, βλέπω το άλλο: «Θα έπρεπε να είχε πρόγραμμα η Ελλάδα και να κατεύθυνε σωστά τους άλλους».  

Ερ: Παλιά (πριν το ‘90) πώς σκεφτόσασταν; 

Απ: Οι ιδέες μου πάντοτε είχαν μια κατεύθυνση. Έλεγα: «Μην έρθει κάποιος Αλβανός στην περιοχή μας και γίνει πρόεδρος του συνεταιρισμού. Πρόεδρος να είναι Έλληνας για να επικοινωνούμε πιο ελεύθερα. Να μην μας επιβάλλουν ντιρεκτίβες άλλοι από πάνω. Εμείς να αποφασίζομε». Έλεγα και το άλλο: «Εδώ δεν υπάρχει δημοκρατία, αφού η κάθε Ελληνίδα μάνα, που δεν ξέρει καθόλου αλβανικά, πάει και ζητάει να της λύσει το πρόβλημα ένας υπάλληλος που ξέρει μόνον αλβανικά».    

Ερ: Το παραστράτισμα της οργάνωσης πώς έγινε; Μετά και η διείσδυση σε αλβανικά κόμματα; 

Απ: Όλοι ξεκίνησαν με αγνές προθέσεις. Κανένας δεν μπήκε πονηρά στην Ομόνοια, γιατί φοβούνταν. Με το πέρασμα του χρόνου, κάποιοι πονηροί ξεθαρρέψανε. Μάλιστα, μπαίνανε στην οργάνωση εσκεμμένα, αφού έβλεπαν ότι δεν γίνεται λόγος για εθνικό έργο κι αν κονομάς δεν σε πειράζει κανένας. Επόμενο ήταν να γεννηθεί μετά και η ιδέα: «Αφού δεν βολεύομαι μέσω της Ομόνοιας, γιατί να μη βολευτώ μέσω ένταξης στο Δημοκρατικό ή το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας. Αυτά αλλάζουν στην εξουσία, έτσι βολεύομαι κι εγώ κατά διαστήματα». Ως το ‘97 – ‘98 ήμουν της άποψης ότι στην Ομόνοια φταίνε τα στελέχη. Κι ενώ τους έκανα αυστηρή κριτική, πολλοί με συμβούλευαν να πάω κι εγώ να δοκιμάσω. Έτσι το 1998 αποφασίζω να βάλω υποψηφιότητα για πρόεδρος της Ομόνοιας.  

Ερ: Ασφαλώς, με την πεποίθηση ότι θα παίρνατε το χρίσμα. 

Απ: Προέβλεπα στον πρώτο γύρο της εκλογικής αναμέτρησης να βγω δεύτερος και στον δεύτερο γύρο να είμαι ο νικητής. Όταν έβαλα την υποψηφιότητα με καλούν στο Προξενείο και μου λένε: «Εσύ είσαι εθνικιστής και πρέπει να φύγεις». Απαντώ στον κύριο Κακιούση: «Να πας να πεις στα αφεντικά σου ότι θέλω να αγωνιστώ για την Πατρίδα και για την οικογένεια. Και, επειδή οι γονείς μου με γέννησαν χριστιανό ορθόδοξο, θέλω να αγωνιστώ και για τη θρησκεία». Ακούγοντας αυτά έριξε κάπως τους τόνους κι όμως δεν έβγαινε από τη γνώμη του. Συνέχισε να λέει ότι θα αποτύχεις κι ότι εμείς έχουμε άλλο σκεπτικό… Αυτοί τότε ιδρύσαν και τους πρώτους σοσιαλιστικούς πυρήνες όταν εγώ έλεγα ότι χρειάζεται ενιαία φωνή και δεν πρέπει να χωριστούμε στα κόμματα… γιατί μόνον ενωμένοι θα είμαστε δυνατοί και υπολογίσιμοι… Τότε έγινα αντιπρόεδρος, ενώ ο κύριος Ντούλες, μέσω και της στήριξής μου στο δεύτερο γύρο, έγινε πρόεδρος.  

Ερ: Αν στήριξε ο κύριος Ντούλες την ενωτική σας πλατφόρμα και πώς βοηθήσατε συγκεκριμένα σαν αντιπρόεδρος για να γίνουν ορισμένες αλλαγές; 

Απ: Αυτός (ο κύριος Ντούλες) δεν μπαίνει ποτέ σε διάλογο. Απλά λέει σαν ποίημα ορισμένα πράγματα και τυφλώνει όσους δεν έχουν πολιτική σκέψη. Όταν τον πρωτάκουσα τον αποκάλεσα ανώριμο κι έμαθα ότι ήταν και βουλευτής. Τότε μια από τις απαιτήσεις μου, ως αντιπρόεδρος, ήταν η ενεργοποίηση των Βορειοηπειρωτών που ζουν στην Ελλάδα. Για να μην αισθάνονται σαν άλλο κομμάτι. Ήμουν της ιδέας να υπάρχει αντιπρόεδρος της οργάνωσης που να δρα και να εδρεύει στην Ελλάδα. Αφού δικαιώματα ζητάει ο κόσμος μας από τις δύο μεριές, από Αλβανία κι από Ελλάδα. Χρειαζόταν συντονισμός κι ο κύριος Ντούλες συμφώνησε μαζί μου. Εκείνη την περίοδο ιδρύσαμε μερικά παραρτήματα και τον δυναμικό σύλλογο της Αχαΐας. Κάναμε σοβαρές επαφές με δημάρχους, με νομάρχες, με βουλευτές. Θέσαμε προβλήματα.  

Ερ: Η συνεργασία πρόεδρου αντιπρόεδρου έφερε κάποια θετικά αποτελέσματα; 

Απ: Δεν υπήρξε συνεργασία. Η άποψη του πρόεδρου ήταν εγώ να μην διαμαρτύρομαι και να έχω από πολιτικής πλευράς ότι επιθυμώ. Του έλεγα: «Αυτά είναι κομμένα, ήρθα εδώ για να φωνάξω. Αν δεν συνεργαστούμε, δεν θέλω ούτε τη φιλία σου, ούτε και τη θέση του αντιπρόεδρου». Αυτοί, βέβαια, χρόνια μέσα στην Ομόνοια κάνανε κατευθυνόμενες εκλογές. Εκλέγανε ένα ελεγχόμενο συμβούλιο. Οι περισσότεροι σύμβουλοι όταν ψηφίζαμε κάτι, περίμεναν να δουν τι θα κάνει πρώτα ο Ντούλες. Έριχνα ιδέες και άκουγα διαρκώς το γνωστό ρεφρέν: «Εδώ είμαστε δημοκρατική οργάνωση. Λες την άποψή σου και την ψηφίζομε». Καμιά φορά σήκωνα και τον τόνο της φωνής μου και με αποκαλούσαν αλαζονικό.

Ερ: Αντέξατε πολύ μέσα σε αυτή την αποπνιχτική ατμόσφαιρα; 

Απ: Μόνο δύο χρόνια κι είδα από μέσα το μπίζνες της Ομόνοιας. Πιθανότατα οι παράγοντες της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος, βλέποντας το επίπεδό μας, σου έλεγαν: «Το πρόγραμμά μας για τη Μειονότητα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί με ανθρώπους του πεντοχίλιαρου». Πήγα να επισκεφτώ τον πρόξενο για να συζητήσουμε από κοινού  προβλήματα που αφορούσαν γενικότερα τον ελληνισμό και με έστησαν στο περίμενε. Ενώ έφευγα εκνευρισμένος με καλούν από το Προξενείο στο κινητό. Τους τα ρίχνω κατάμουτρα: «…εδώ είστε υπηρέτες του ελληνισμού κι ήρθατε για να ακούτε φωνές και να λύνεται προβλήματα». Μα…, σου…, μου…, του… κανονίζουμε ραντεβού την επόμενη. Εκείνη την ημέρα να κι ένας βουλευτής πίσω μου. Λέγω, όταν μπαίνω μέσα: «Μα …, συγνώμη…, αισθάνομαι άσχημα. Να δεχτείτε πρώτα τον κ. βουλευτή». «Ας τον κακομοίρη. Κανένα διαβατήριο για βίζες θα έχει».  Εκεί έχασα πάσα ιδέα και για την εδώ εξωτερική πολιτική. 

Ερ: Αν συνομιλήσατε αυτό το διάστημα και με άλλον Ελλαδίτη διπλωμάτη; 

Απ: Έτυχε να μιλήσω και με τον κύριο Μαλλιά στο Δέλβινο. (Μάζευε κι αυτός κατά διαστήματα μια κλίκα και μιλούσε). Ανάμεσα στ’ άλλα, μου λέει: «Κύριε Μάνο, εσείς δεν εμφανίζεστε». Του απαντάω: «Συγνώμη, μα εσείς, κύριε πρέσβη, κάνετε επαφές μόνο με επιλεγμένα άτομα που δέχονται τυφλά κατευθύνσεις. Ανθρώπους σαν κι εμένα, που σκέφτονται διαφορετικά και υψώνουν τον τόνο της φωνής, καμιά φορά  δεν τους δέχεστε και στα ραντεβού». «Τι είναι αυτά…, κάνετε λάθος…». Έγινε, τότε, μεταξύ μας μια μακρά συζήτηση.  

Ερ: Επί της ευκαιρίας, αν θέσατε κάποιο σημαντικό πρόβλημα! 

Απ: Αλίμονο κι αν δεν το έκανα. Είπα στον κύριο Μαλλιά ότι η πολιτική της Ελλάδος προς την Αλβανία, πρέπει να περνάει μέσα από την Ομόνοια. Με το εξής σκεπτικό: «Όταν επισκέπτεται π. χ. πρωθυπουργός, υπουργός ή άλλος παράγοντας την Αλβανία, η πρώτη στάση του πρέπει να είναι στη Βόρειο Ήπειρο. Να έρχεται σε επαφή και να ενημερώνεται για τις απαιτήσεις, για το σχεδιασμό, για όλα σχεδόν τα προβλήματα από την Ομόνοια. Ο δεύτερος σταθμός, για μια γενικότερη εικόνα και ίσως πιο εμπεριστατωμένη, να είναι στην Πρεσβεία. Να μην έρχονται σ’ επαφή με τους Αλβανούς εάν το προηγούμενο βήμα, βάσει συμφωνίας, δεν έχει ολοκληρωθεί». Αυτή ήταν η άποψή μου κι ο κύριος πρέσβης συμφώνησε κυριολεχτικά. 

Ερ: Αν κατάλαβα καλά, διαφωνήσατε σε πολλά σημεία με στελέχη της Ομόνοιας. Αντιδράσατε ποτέ δυναμικά π.χ. για κάποιο απαράδεκτο γεγονός;

Απ: Διαμαρτυρήθηκα για τη στημένη Συνδιάσκεψη του 2000, στην οποία πήγα να θέσω υποψηφιότητα για πρόεδρος της Ομόνοιας. Είπα να μαζέψω υπογραφές, να ανατρέψω την κατάσταση. Κάποιοι, που τους θεωρούσα συναγωνιστές και στενούς φίλους, δεν υπέγραφαν. Ένας από αυτούς ήταν ο Λεωνίδας ο Παπάς, ο οποίος εμφανιζόταν με ένα προφίλ ατόμου που έχει πραγματικά σκέψη εθνικού χαρακτήρα και δεν είχε φθαρεί στο παρελθόν. Αφού φεύγω, του δίνουν να τυπώσει, στο σπίτι, σε υπολογιστή τα αποτελέσματα. Δεκάχρονη η Ομόνοια και δεν είχε ακόμα υπολογιστή.

Ερ: Τότε η Ομόνοια είχε γραφεία, τηλέφωνο, γραμματέα; 

Απ: Όλα τα είχε και τίποτε δε λειτουργούσε. Πληρωνόντουσαν κάποιοι «γραφιάδες», αλλά δεν άνοιγε κανείς πόρτα γραφείου. Δεν σήκωνε κανείς τηλέφωνο. 

Ερ: Αφήσαμε στη μέση την κουβέντα με το Λεωνίδα…

Απ: Ναι. Με παίρνει τηλέφωνο ο Λεωνίδας και μου λέει: «Έχω πάθει την πλάκα μου. Ήρθανε δέκα φορές όλη τη νύκτα και κανονίσαμε τα ονόματα των σύμβουλων. Πετάνε όποιους δεν αρέσουν. Βγάζουν τον -χ- από τον εκλογικό κατάλογο και βάζουν το Θωμά Μήτσιο». «Μου τα λέτε αυτά για να με εξοργίσετε περισσότερο – του απαντάω». «Μη με ενοχλείτε εσείς που δεν υπογράψατε, για να τους κάνουμε ρεζίλι…». Κι από τότε είπα: «Με την Ομόνοια και τους ομονίτες δεν ασχολούμαι πια». 

Ερ: Η Ομόνοια, όμως, είναι όλων μας.

Απ: Όχι. Υπάρχουν κάποια φαινόμενα στη φύση και στην κοινωνία, τα οποία είναι δεδομένα και δεν τα αλλάζεις με τίποτε. Η Ομόνοια είναι το άρρωστο σκυλί με αγιάτρευτη νόσο, που φυλάγει το κοπάδι. Προσπαθούμε εμείς, οι βλάκες τσομπάνηδες, να θεραπεύσομε το σκυλί και μας τρώει ο λύκος τα πρόβατα. Αντί να πάρουμε άλλο, νέο, δυναμικό σκυλί. Ο κύκλος της Ομόνοιας για μένα έχει κλείσει από καιρό. Η Ομόνοια πρέπει να σβήσει. (Δεν έρχεται το τέλος του κόσμου).  Και να λέμε έδρασε από τότε μέχρι τότε. Είχε αυτά τα θετικά κι αυτά τα αρνητικά. Άλλος φορέας, πλέον, πρέπει να εκπροσωπήσει τους Βορειοηπειρώτες. Μπορεί να είναι δύο φορείς, να είναι τρεις, δεν ξέρω.  

Ερ: Από το 2000 και δώθε κοιτάξατε τη δουλειά σας; Δεν ασχοληθήκατε πια με τα κοινά; 

Απ: Βοήθησα σε εκλογικές αναμετρήσεις την Ομόνοια. Θεωρούσα τον Ανδρέα το Μήτση καλό παιδί κι έκανα την προσωπική μου υποχρέωση. 

Ερ: Μετά κουραστήκατε και βγήκατε στο περιθώριο; 

Απ: Δεν κουράστηκα κι ούτε παραιτούμαι από τον αγώνα. Απλά βλέπω ότι νοσεί το όλο σύστημα και είναι δύσκολο να το ανατρέψεις. Έχω ξοδέψει χρόνο και χρήμα από τη ζωή μου. Από τέτοιου είδους υπηρεσίες όταν άλλοι κονομούσαν, εγώ τα έβαζα όλα από τη τσέπη μου: καύσιμα αυτοκινήτου, λεφτά. Και λέω κάποια στιγμή: για  κάτσε λίγο, στο τέλος θα καταλήξω ένας ζητιάνος επιστήμονας. Το 2001 άνοιξα ιατρείο στην Αθήνα. Έφυγα στην Αγγλία για ένα διάστημα κι είπα πρέπει να ταχτοποιηθώ τουλάχιστον… Για να μη μου πουν κάποια στιγμή: «Εσύ δεν μπορείς να φτιάξεις τον εαυτό σου και θα φτιάξεις την Ομόνοια;!».  

Ερ: Πώς βλέπετε την πρωτοβουλία του ΥΠΕΞ της Ελλάδας για την αναδιοργάνωση της Ομόνοιας και πώς την πολιτική των δύο μεγάλων ελληνικών κομμάτων για τα ζητήματά μας; 

Απ: Εγώ προσωπικά δεν βλέπω καμιά πρωτοβουλία. Κι αν υπάρχει είναι αποτυχημένη. Γιατί όλοι κοιτάνε να βγάλουν τον δικό τους πρόεδρο. Δεν περιμένουν να αναδειχθεί από έντιμη δημοκρατική διαδικασία. Κι όποιος πρόεδρος γίνει, χωρίς πρόγραμμα από δω (την Αθήνα), είναι από πρώτο χέρι αποτυχημένος. Μετά ότι και να κάνει το ΥΠΕΞ, αυτοί από κει έχουν την αδιάλλακτη πορεία τους. Μόνον ένα θαύμα μπορεί να αλλάξει την κατάσταση την οποία τη θεωρώ μην αναστρέψιμη. Ίδια κι απαράλλαχτη διαπιστώνω να είναι η πολιτική και των δύο μεγάλων κομμάτων για τα ζητήματά μας. Χειροτερεύει ακόμα η κατάσταση, επειδή οι Βορειοηπειρώτες  αποχτώντας την ελληνική ιθαγένεια  γίνονται και ψηφοφόροι στα ελληνικά κόμματα. Από δω και πέρα θα μπούνε να μας αλωνίσουν καλύτερα οι βουλευτές τους. Καθένας θα πλευρίσει όσους από μας μπορέσει. Και θα κατατεμαχιστούμε χειρότερα.    

Ερ: Πώς βοηθάτε τώρα την εθνική μας υπόθεση; 

Απ: Συχνά βοηθάνε και οι προσωπικές επαφές. Κάθομαι συνήθως με βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, χωρίς να αποκλείω κι άλλους, όπως τον Παντούλα του ΠΑΣΟΚ και τον Νιώτη ακόμα. Ο στόχος μου είναι να ευαισθητοποιώ πάνω στα ζητήματά μας βουλευτές με φωνή στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η άποψή τους είναι: «Πολύ καλά τα λες, αλλά για να μπορέσουμε να  μεταφέρουμε τα μηνύματα σε αποδέκτη, πίσω τους πρέπει να έχουν τη μαζική δύναμη. Εσείς δεν είστε ικανοί να φτιάξετε αυτή τη δύναμη, γιατί είστε διαμελισμένοι». Άρα δεν υπάρχει δύναμη. 

Ερ: Ελπίζετε στον επαναπατρισμό; 

Απ: Θα ελπίσω όταν δω πρόγραμμα, συγκεκριμένα μέτρα και χειροπιαστή πράξη επαναπατρισμού. Αν θέλομε να μην χάσομε αυτό το κομμάτι πρέπει να έχομε σε αυτό φυσική παρουσία. Ανθρώπους δηλαδή. Και για να παραμείνει ή να πάει κάποιος εκεί, τον βοηθάς να κάνει τη βιώσιμη επιχείρηση, του φτιάχνεις το σχολείο, το καλό ιατρείο. Του φτιάχνεις καλύτερο δρόμο, του πας περισσότερο νερό και φως. Του δημιουργείς συνθήκες για αξιοπρεπέστατη ζωή. Πρέπει να γίνει ένα πρόγραμμα, ένα σχέδιο και να πιεστεί η ελληνική εξωτερική πολιτική για να το εφαρμόσει. Υπάρχει σε πολλούς η ιδέα να γυρίσουν πίσω. Τους βοηθάς με τον καθαρό λόγο και τη συγκεκριμένη επενδυτική βοήθεια για να το κάνουν. Μόνον έτσι κάποτε θα αναζωογονηθεί ο τόπος.  

Ερ: Η μανία πολλών δικών μας ανθρώπων είναι:  όλοι θέλουν να είναι πρόεδροι; Τι το λέτε αυτό; 

Απ: Η προϊστορία μας λέει: «Πρόεδρος είναι αυτός που κονομάει περισσότερα λεφτά». Όσοι ποθούν αυτή τη θέση έχουν υπόψη τη θέση του πρόεδρου της Ομόνοιας, του βουλευτή μας που, χωρίς έντιμη ψήφο ανεβαίνουν και κονομούν. Αυτό το δείγμα γραφής έχομε κι αυτό αντιγράφομε. Και σου λέει ο άλλος κι ας έχει έλλειψη ουσιαστικής παιδείας πάνω στην ιστορία μας: «Γιατί να μην γίνω πρόεδρος κι εγώ». Δεν θέλουν να ξέρουν ποια είναι η πραγματική σημασία και η υποχρέωση, η ευθύνη ενός πρόεδρου, που θα εκπροσωπήσει έναν κόσμο. Λείπει η διάθεση να εφαρμόσουμε το Καταστατικό και να στηρίξομε τους ανθρώπους. Το μόνο εύκολο είναι να τους πουλάμε στη δεδομένη στιγμή.

Ερ: Βλέπετε ότι τελειώνουμε;

Απ: Κάποτε είπα σε ένα μπάρμπα ότι ξοφλάμε. Όχι, μου λέει, δεν αληθεύει αυτό που λέτε. Έχουμε στην προϊστορία μας πιο βαριά γεγονότα. Αν έχετε ακουστό το χαλασμό του δώδεκα, ποδάρι δεν είχε μείνει στον τόπο. Κι όμως ξαναγυρίσαμε, πολεμήσαμε και φτιάξαμε τη ζωή στα χώματά μας. 

Έτυχε να δω σε φωτογραφία τον παππού μου, μαζί με ένα Σταμούλη. Ερχόμενοι κι οι δύο από το εξωτερικό – ο ένας από την Κωνσταντινούπολη κι ο άλλος από την Αμερική – το ‘14 κατεβαίνουν στην Κέρκυρα και ντύνονται τσολιάδες. Ετοιμάζονται να πάνε να πολεμήσουν για την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Και αναρωτιέσαι: «Τι τάχα κάνουμε εμείς τώρα; Τόσο ανάξιοι είμαστε;». Πουλιόμαστε πολύ φθηνά. Ίσως να μας χάλασε και η φιλοξενία στην Ελλάδα. Αν την πίεση του ‘90 – ‘91 και μετά, θα την δεχόμασταν μέσα στον τόπο μας, ίσως να είχαμε πετύχει την αυτονομία. Κάπου θα ξέσπαγε ο θυμός …  

Ερ: Τι ήταν αυτή η περιβόητη Ομόνοια της Ελλάδος; 

Απ: Μια πρωτοβουλία ήταν, μια κίνηση του 2002. Το κοινό σημείο, ο μοναδικός στόχος που μάζεψε σε ένα τραπέζι ορισμένους ανήσυχους ανθρώπους  ήταν: «Να γίνει μια σωστή οργάνωση των Βορειοηπειρωτών που ζουν και εργάζονται στον ελλαδικό χώρο η οποία να προωθεί για  επίλυση τα ζητήματά τους εδώ και  να ασκεί συνεχόμενη πίεση στην Ομόνοια για να σηκώσει στην πλάτη τα βάρη του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού». Έγινε επιτόπου ένα πρόχειρο σχέδιο διοργάνωσης. Βρήκαμε δυναμικά παιδιά από κάθε χωριό. Καλύψαμε με εκπροσώπους και τη διασπορά. Γεωγραφικά είχαμε μέσα όλους τους Έλληνες.  

Ερ: Ποια λάθη διαπιστώνατε τα οποία έπρεπε να εξαλειφθούν;

Απ: Πρώτον: η Ομόνοια ήταν τελείως ξεκομμένη από τη βάση κι είχε έναν πρόεδρο που δεν μπορούσε να αγγίξει την πληγή του απλού πολίτη. Δεύτερον: η ηγεσία αποτελούνταν από μια ομάδα – κλίκα, μέσα από την οποία εξυπηρετούνταν ορισμένα οικονομικά συμφέροντα. Τρίτον: η ηγεσία είχε φθαρεί. Της είχε βγει η μπογιά με το θέμα της βίζας. Και τέταρτον: η Ομόνοια δεν είδαμε να θέσει προβλήματα στην αλβανική κοινωνία, που αφορούσαν άμεσα τη Μειονότητα: όπως το θέμα των λιβαδιών, της απογραφής του πληθυσμού, της εκδίωξης και εκβιασμού δικών μας ανθρώπων. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο κόσμος μας στην Ελλάδα ουδέποτε κάθισε να τα συζητήσει. 

Ερ: Αν ξέρετε ποιανού ήταν η πρωτοβουλία για τη διοργάνωση Παγκοσμίου Συνέδριου Βορειοηπειρωτών και ποιος την έσπασε; 

Απ: Πήρε την πρωτοβουλία η ΠΟΑΚΑ. Κλείστηκαν ξενοδοχεία, έγιναν προσκλήσεις… Όλα αυτά σε συνεργασία με την Ομόνοια προχωρούσαν μια χαρά. Το σκεπτικό ήταν φοβερό. Ο κύριος Ντούλες έβαλε φρένο. Τίναξε το συνέδριο στον αέρα με το αιτιολογικό ότι έβρισκε διαφωνίες μεταξύ μας, κτλ. Προκαταβολικά θεωρούσε το συνέδριο πολύ θετικό βήμα κι ότι έπρεπε να είχε γίνει από καιρό κι ευτυχώς που ήρθανε οι μέρες μας και το κάνουμε εμείς τώρα. Και από την άλλη μεριά πριόνιζε. Ανέβαλε το συνέδριο για «αργότερα». Κίνηση μέσα στο στιλ του για να εξοντώνει οράματα. Ποτέ δεν είδε θετικά κάποια πρωτοβουλία…

Ερ: Ποιος ήταν ο ρόλος του αείμνηστου, Μενέλαου Ζώτου;

Απ: Ήταν ο άνθρωπος της υπομονής. Συνιστούσε υπομονή για να μπορέσουμε να συσπειρωθούμε. Ας έχει και αρνητικά ο κύριος Ντούλες, έλεγε. Αυτός είναι ο πρόεδρος της Ομόνοιας, με αυτόν να πάμε στο Συνέδριο, αρκεί να το κατορθώσουμε. Ας κάνουμε και δυο βήματα πίσω, αρκεί να πετύχουμε τους στόχους. Είχε μεράκι, είχε πάθος ο άνθρωπος. Το 1997 πετάξαμε μαζί προς το Μαϊάμι. Πήραμε μέρος στο Συνέδριο της Πανηπειρωτικής. Αυτός εκπροσώπησε το Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Μελετών κι εγώ την ΕΝΒΗ. Εκεί  συναντήσαμε εξέχουσες προσωπικότητες, όπως τον Γκαζογιάννη, το Μιχάλη το Σερβό, που πλησιάζει πολύ το Μενέλαο, ως προς την καθαρότητα της σκέψης.     

 Ερ: Η  Ομόνοια της Ελλάδος τι  πέτυχε;

Απ: Πριν βαφτίσουμε το φορέα είπαμε να προηγηθεί συζήτηση για τη σχέση του με την Ομόνοια. Ανέλαβε το κομμάτι αυτό ο Φρέντης ο Μπελέρης. Συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Ομόνοιας κι αποφάσισαν από κοινού ώστε ο νέος φορέας να είναι σαν παράρτημα της οργάνωσης. «Προχωρήστε εν λευκώ, λέει ο κύριος Ντούλες  και θα σας στηρίξουμε». Αυτό ήταν το ψιλό γαζί. Βάλαμε το όνομα: Ένωση Βορειοηπειρωτών Ομόνοια Ελλάδος. Την Πέμπτη δώσαμε συνέντευξη και την Κυριακή διοργανώσαμε στο Broduej το συνέδριο με περίπου 1200 άτομα. Το ωραίο είναι ότι ο κύριος Ντούλες μετείχε στη συνέντευξη και απουσίασε από το συνέδριο. Έστειλε εκπρόσωπο, τον Μιχάλη Νάτσιο, για να μας «διαφωτίσει» από το βήμα: «Τι πάτε εσείς να κάνετε;! Έχουμε Ομόνοια… και… και … και….». Και ο κόσμος τον κατέβασε από το βήμα. Ήρθαν για να χαλάσουν, όχι για να στηρίξουν. Η συνέχεια είναι: μας ξέκοψαν άτομα. Όταν είδαμε ότι καταντήσαμε ψεγάδι, υποχωρήσαμε. Να κρατούσες έναν άλλο φορέα σε μέτρα παλιών, δεν είχε νόημα. Εμείς θέλαμε να κάναμε τη διαφορά, να είχαμε τη μαζικότητα και να κάναμε δουλειά.

Ερ: Περάσατε αστραπιαία κι από το Φόρουμ.  

Απ: Μπήκα στο Φόρουμ με καλή διάθεση κι αποχώρησα άρον – άρον,  γιατί στις συσκέψεις εκφράστηκαν οι εξής απόψεις: πρώτον: εμείς είμαστε που τα κάνουμε όλα.  Ενώ εγώ έλεγα: «Δεν είμαστε μόνον εμείς που τα κάνουμε όλα». Δεύτερον: όσοι είναι πάνω από 40-45 χρονών, έλεγαν, είναι σκάρτοι, δεν έχουν θέση στο Φόρουμ. Τους είπα: «Για να υπάρχουμε εμείς σήμερα, υπήρξαν πριν από μας οι σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, που είναι και πατεράδες μας. Το νέο γεννιέται μέσα από το παλιό. Δεν μπορεί να γεννηθεί από μόνο του». Όμως,  περισσότερο απ’ όλα, με ενόχλησε η κομματικοποίηση του Φόρουμ. Και λέγω: «Δεν έχει νόημα να είμαι σε έναν κομματικοποιημένο βορειοηπειρωτικό φορέα». Διαφωνώ κάθετα με τέτοιου είδους παραλογισμούς. 

Ερ: Αν θα ξεκινούσατε μια νέα πορεία τι θα θέλατε να είχατε; 

Απ: Σοβαρούς ανθρώπους, που δεν σε πουλάνε. 

Ερ: Υπάρχουν τέτοιοι;

Απ: Νομίζω ναι. Κι ας με άφησαν μεσοδρομίς ορισμένοι κάποτε, δεν είναι όλοι ίδιοι γύρω μας. Νέες προσπάθειες πρέπει να γίνονται. Χωρίς να υπολογίζεις την ήττα. Αξίζει τον κόπο να γίνει μια νέα προσπάθεια τώρα, αφού πλέον, προκύπτουν νέα δεδομένα. Υπάρχει ενδιαφέρον από την επίσημη πολιτεία, στον ευρύτερο χώρο βλέπουμε ανακατατάξεις, υπάρχουν νέα δεδομένα κι ως Βορειοηπειρώτες που ζούμε στην Ελλάδα. Σαν Έλληνες πολίτες πλέον, που θα έχουμε    καθαρό λόγο στην κοινωνία, μπορούμε να εκπροσωπηθούμε κάλλιστα σε τοπικά όργανα, γιατί όχι και στο Κοινοβούλιο. 

Ερ: Πώς, όμως, στο Κοινοβούλιο;

Απ: Υποψήφιοι με τα δύο μεγάλα κόμματα, πιθανόν και με το ΚΚΕ, θα υπάρχουν σίγουρα.

Ερ: Να μπούμε από μόνοι μας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο δεν το βλέπετε πιθανό;

Απ: Δεν βλέπω να υπάρχει τέτοια πιθανότητα, γιατί οι επιρροές των κομμάτων πάνω στους Βορειοηπειρώτες είναι μεγάλες. Ένα αυτό. Μετά ο Βορειοηπειρώτης είναι καχύποπτος. Δοκίμασε μια Ομόνοια που τον απογοήτευσε όσο και το σύστημα του Χότζα, γιατί ο τρόπος λειτουργίας ήταν ο ίδιος. Έτσι που το έχει δύσκολο τώρα να στηρίξει μια οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Θα πει: «Αφού δεν μου έριξε μάτι η μια που έτρεξα να την ψηφίσω από την Αθήνα, θα με βοηθήσει τώρα η άλλη;!». Ενώ με ένα κόμμα θα έχεις άλλο πρόσωπο να μιλήσεις και άλλα πράγματα να ζητήσεις. Ο κάθε Βορειοηπειρώτης θα ψηφίσει αυτόν που ξέρει. Όποιον έχει κοντύτερα και γνωστότερο. Κι ελπίζει ότι θα του προσφέρει περισσότερα.

Απ: Είναι άλλες οι καταστάσεις εκεί. Εκεί έχουμε τον κόσμο μας μαζεμένο σε έναν γεωγραφικό χώρο. Εδώ είμαστε σκορπισμένοι σαν το άχυρο στο αλώνι.

Σχετικά άρθρα: