Δεροπολίτικο νυχτέρι
Νικόλαος Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Από το βιβλίο ΔΡΟΠΟΛΙΤΙΚΑ
Τρίτο μέρος
Ζιγιαφέτι μεγάλο γένονταν, σαν ήρθαν οι Έλληνες, στου Μπαμπότσι τ’ αλώνι. Κι ήταν μαζωμένοι εκεί όλοι οι άντρες του χωριού. Σφαγμένα τ’ αρνιά και τα τραγιά ψήνονταν σ’ όλες τις μεριές τ’ αλωνιού, κι ο χορός και το γλέντι άναβε για τα γερά. Ποτέ στο χωριό μας δεν είχε γίνει μεσ’ στ’ αλώνι του τούρκου του Μπαμπότσι τέτοιο γλέντι. Αληθινό ξεφάντωμα. Κι άρχισε σε λίγο και το ντουφεκίδι, πόλεμος σωστός, κι ολ’ οι δρόμοι άστραφταν ’πο τα φουσέκια που ρίχνονταν. Πρώτη φορά στο χωριό μας ρίχνονταν τόσα πολλά ντουφέκια – και τι κρίμα – πρώτη και τελευταία φορά. Άναψαν οι χωριανοί μας για τα καλά, ήθελαν να χαρούν για τον ερχομό των μαύρων ’πο Μέσα, που χρόνια και ζαμάνια τους καρτερούσαμε, κι αυτοί δεν φαίνονταν. Τώρα σώθηκαν τα ψέματα, σημαίες ελληνικές παντού σ’ όλα τα σπίτια, στο χαγιάτι της εκκλησίας, στην ελιά ’πο κάτω, στο καμπαναριό με τις δυο καμπάνες, που τις χτυπούσαν αδιάκοπα, σαν σε Πασχαλιά. Κι ήταν αλήθεια Πασχαλιά για τ’ εμάς. Μεγάλη ακόμα Σαρακοστή, τ’ Αηθοδώρου το πρωί, κι εβάψαμε κόκκινα τ’ αυγά, ’πο τη χαρά μας για το μαύρο το Ρωμαίικο. Κι οι ίδιοι οι Έλληνες τα ’χασαν μ’ εμάς. Κι οι ταμουζάνες με τη ρακή και το κρασί έρχονταν ή μια ύστερ’ από την άλλη στου Μπαμπότσι τ’ αλώνι.
Ο Δήμος, που λέτε μάτια μου, ήταν εκεί, πρώτος στο τραγούδι, κι όλο το μάτι το ’ριχνε στην πέρα τη μεριά, στο δρόμο του σπιτιού του Ρούσιου. Άξαφνα χάνεται ο Δήμος ’πο το αλώνι. Πήρε παράμερα τον Κίτσιο Κιάκη και το Βαγγέλη Γιωβάννη, κι όλο κάτι πουσπούριζαν μεταξύ τους και με τις ντουφέκιες κρεμασμένες στην πλάτη, έτριβαν τα μουστάκια τους. Κι έφυγαν άξαφνα για το σπίτι του Ρούσιου, εκεί πέρα στο λάκκο. Ο Ρούσιος, ’πο το φόβο του είχε κλειστή μέσα στο σπίτι του, είχε μανταλώσει πόρτες και παράθυρα κι εκαρτέραγε να περάσ’ η πρώτη μπόρα, κι ύστερα να βγει στο μεζάτι. Δεν πρόφτακε να φύγει γλήγορα για το Κάστρο, τον έπιακε το ζουλούμι, και δεν γλύτωσε το κεφάλι του. Τ’ ασκέρι του Κωνσταντίνου – έτσι λέγαμε τότε το στρατό τον ελληνικό, – πλάκωσε γλήγορα.
Και θυμάμαι με δακρυσμένα μάτια, βγήκαν οι άντρες του χωριού στις Κορφές, στις Καλόγριες, στον Αηξάρχη κι έγλεπαν πέρα κατά την Γλίνα και την Πισκοπή, που ροβολούσε το ρωμαίικο ασκέρι του Κωνσταντίνου. Και σαν τους είδαν να ’ρχονται, άρχισαν να πηδούν και να χορεύουν σαν τα μικρά παιδιά και να γουργιάζουν «έρχοντ’, έρχονται». Ντουφέκι και μολύβι που να τους έπαιρε τους ξεμπινιασμένους, που ’ρθαν ψίχα, κι έφυγαν και μας άφηκαν πίσω στη σκλαβιά του τουρκαρβανίτη. Ναι, ισέ, δέν πειράζει. Ας είν’ καλά, κάποτε θα ξανάρθουν.
Και συνέχισε η μάλε την ιστορία της. Ο Δήμος με τους άλλους δυο τράβηξε ίσια για το σπίτι του Ρούσιου. Χτύπησαν την πόρτα δυνατά, μια της έδωκαν και μπήκαν μέσα στο πελιαύρι. Η σκύλα του Ρούσου χύθηκ’ απάνω τους να τους φάει, αλλά μια ντουφεκιά της δίνουν και την αφήνουν στον τόπο. Ο Ρούσιος βγήκε τότες στο παραθύρι. Σαν τους είδε και τους τρεις, τα ’χασε και μονάχα μπόρεσε να τους πει:
– Τι έχετε με τη σκύλα, τι σας έκαμε και τη σκοτώσετε.
Και ο Δήμος τ’ απολογιέται με γινάτι:
– Θα σκοτώσουμε τώρα κι ένα άλλο σκυλί, και στη στιγμή τον βάρεσε το Ρούσιο και τον άφηκε στον τόπο. Κι η πικοδομένη η Χρύσω του Σιούντρη, σαν άκουσε τα ντουφέκια στου Ρούσιου το σπίτι, έβαλε τις φωνές και τα γουργιατά κι όλο έλεγε:
– Πάει ο μαύρος ο Ρούσιος, τον σκότωσαν. Τι τους έφταιγ’ ο μαύρος!
Κι ο Δήμος, όπως ήτανε αναμμένος, σαν σκότωσε το Ρούσιο και πήρε το χάκι του λάλου του, χύθηκε στο σπίτι της Χρύσως για να σκοτώσει κι αυτή. Πήδησε τον οβορό και βρέθηκε κοντά στην πόρτα της με τους άλλους δύο, τον Κίτσιο Κιάκη και τον Βαγγέλη Γιωβάννη. Κι αυτή ’πο το φόβο της, σαν τους είδε να ’ρχονται πάνω της, στην πόρτα της, δίπλα στην περγουλιά, αρέντεψε να κλείσει την θύρα με τον καταρράχτη. Κι όσο να καλοκλείσει, έπεσε κάτω κι έμεινε στον τόπο. Αυτό ήταν το τέλος της, τη γλύτωσε ’πο το μαρτίνι του Δήμου.
-Και τι έπαθ’ ύστερις ο Δήμος ο δάσκαλος», – ρώτησαν τη μαναγάλη όλες με μια φωνή οι γυναίκες, που ’τραξαν το καλαμπόκι, – τον έπιακαν και τον φυλάκισαν οι Έλληνες ή τον άφηκαν έτσι;
Κι η μαναγάλη άρχισε και πάλι:
-Α, ναι, ήρθαν οι χωροφυλάκοι στο χωριό ’πο τα Σωφράτικα και τον έδεσαν το Δήμο και τον πήγαν στο Κάστρο στον καλιά. Κι υστέρα συνοδεία τον τράβηξαν στα Γιάννινα, για να τον δικάσουν σε μεγάλο δικαστήριο στο Χουκιμέτι των Γιαννίνων. Και θα ’ντενε ο μαύρος ο Δήμος, αν δεν γένονταν ένα θιάμα. Πέρασαν δυο μήνες κι ο Δήμος ήταν φυλακισμένος στα Γιάννινα και θα τον δίκαζαν για χρόνια φυλακή. Κείνες τις μέρες ο τόπος μας είδε για πρώτη φορά βασιλόπουλο να περνάει στο ντερβένι, ήταν ο Διάδοχος Γεώργιος, που πήγαινε με αυτοκίνητο, από το Κάστρο στο Δέλβινο.
Όλες παραξενεύτηκαν μ’ όσα έλεγε η μαναγάλη. Οι πιο μεγάλες κάτι ήξεραν για το Διάδοχο. Οι μπάμπες τον είχαν δει με τα μάτια τους, κι οι νιότερες κοπέλες της Δερόπολης του 30, για πρώτη φορά άκουαν πως πέρασε Διάδοχος μια φορά ’πο τον τόπο τους, βασιλόπουλο, σαν αυτά που ’λεγαν τα βράδια μαζωμένες στις πόρτες στα παραμύθια.
Κι ήθελαν τώρα να μάθουν τι γύρευε το βασιλόπουλο στον τόπο μας. Και πως γλύτωσε το Δήμο το δάσκαλο.
-Και τι γύρευε εδώ ο Διάδοχος, μω, μάλε, – ρωτάει με περιέργεια η Φτέλιω, η άξια και χρυσοχέρα, πούθε ήρθε και γιατί σταμάτησε στο ντερβένι;!
Κι η μαναγάλη, με μεγαλύτερη τώρα συγκίνηση, συνεχίζει την ιστορία της:
-Ο Διάδοχος, μάτια μου, ήρθε στον τόπο μας τότες, γιατί ήθελαν οι κριτές του κόσμου, οι Μεγάλοι, να τον σκλαβώσουν στον Τουρκαρβανίτη και στον καστερό αγά. Ήρθ’ εδώ για να δείξει στον κόσμο, ότι δεν θα μας αφήκει μόνους, να μη σκιαχτούμε ολότελα, να ’χουμε θάρρος κι απαντοχή. Και τι όμορφος που ’τανε ο Διάδοχος! Ψηλός, λιγνός, με γαλάζια μάτια και ρούσα μαλλιά, σαν τα βασιλόπουλα του παραμυθιού. Με μπότες ψηλές και το πηλήκιο με χρυσά σιρίτια, που γυάλιζαν κι άστραφταν στον ήλιο. Κι έλαμπ’ ο κάμπος κι ο κόσμος όλος.
Στα Σωφράτικα βγήκαν όλα τα χωριά να καρτερέσουν το Διάδοχο, άντρες και γυναίκες, κοπέλες και παιδιά, νιοι και γέροι. Στα δέντρα του Σωφράτικα παρατάχτηκαν όλες οι όμορφες γυναίκες του τόπου μας με τα ντουφέκια στον πλάτη.
Κι αράδιασ’ η μαναγάλη ονόματα γυναικών, που πάησαν στην υποδοχή του Διάδοχου με τί ντουφέκια στον πλάτη, τη Καλλιόπη του Μπότση, τη Γληγορικιάκαινα, την Κόλη Πάναινα, την Πάτρα του Παπά, τη Βαγγέλη Κέντροβα κι άλλες. Στο πλάι, κοντά στο σερτό, στα μούλκια του Γιαννάκη Αζά, σαν πέρασ’ ο Διάδοχος έγινε μεγάλο ζιγιαφέτι, χοροί και τραγούδια και ψητά.
-Κι ο Διάδοχος στέκονταν και κοίταζε με μάτια δακρυσμένα από χαρά και συγκίνηση. Και τι δεν είδαν τα μάτια μας, μωρ’ κοπέλες, – συνεχίζ’ η μαναγάλη. -Σταμάτησε ψίχα, γιατί την πήρε το παράπονο. Θυμήθηκε τις καλές μέρες και τα περασμένα μεγαλεία του τόπου, που δεν περίμενε να τις ξαναδεί πια.
Δάκρυσε η μαναγάλη κι αναστέναξε, κι άρχισε τις κατάρες γι’ αυτούς που σκλάβωσαν τον τόπο μας στον Αρβανίτη. Μ’ αγανάχτηση και πάθος συνεχίζει τις κατάρες της η μάλε:
-Οι ντουφεκισμένοι και ξεμπινιασμένοι Ιταλοί, που να μη φτάκουν, μάτια μου, μας πούλησαν. Να το βρουν από το Θεό, εδώ στον ίδιο τόπο, που μαραινόμαστε εμείς. Εδώ να δώκ’ ο Θεός κι η Παναγιά να ’ρθουν να ψηθούν κι οι ίδιοι, όπως ψήνουνε τώρα εμάς οι φίλοι τους οι Αρβανίτες.
-Μη χολιάζεις, μω, μάλε και σικλιτίζεσαι, έχει ο Θεός, κάποτε θα μας γλυτώσει από τα χέρια των Καστερών, – της κρένει από την πέρα τη μεριά η Φτέλιω του Θάνου.
-Μ’ τι να μη χολιάσω, μω, μάτια μου, δεν γλέπεις τι γίνεται, στο κομάντο του Σωφράτικα όλο τουρκαρβανίτες βάλανε και μας παραφυλάνε, σαν να ’ναι σωστό τούρκικο.
-Όχι, μάλε, μη σκιάζεσαι, δεν θα μας αφήκει έτσι ο Θεός, – της ’πολογιέται η Λένη του Μπότση, – κάποτε θα ’ρθουν πάλι καλές μέρες.
Κι η μάλε συνεχίζει:
-Εσείς μάτια μου γραμμένα, που ’στε νιούτσικες, θα ζήσετε και θα ξαναδείτε καλές μέρες, σαν δώκει ο Θεός και ’ρθει το μαύρο το Ρωμαίικο. Και θα ’ρθη κάποια μέρα, όπως το ’χε πει ο Άγιος, «σαν έρθει το χιλιάρμενο στην Αυλώνα, να φύγετε στα βουνά, στου Μπεκερμέ το Χάνι, κοντά Ζερβάταις και Γιωργουτσάταις ένα μουσκάρι θα πνιγεί στο γαίμα, κι ύστερις θα ’ρθει το Ρωμαίικο».
-Κι ύστερα, μω μάλε, τι απογίνηκε με το Δήμο. Περικόψαμε στη μέση την κουβέντα καί κοντεύομε νά τον αστοχήσουμε το Δήμο και τον Διάδοχο, – λέει η Όλγα του Πάνου.
-Α, καλά λες, Όλγα, – ξανάρχισ’ η μάλε. -Τι απογίνε; Σαν πέρασ’ ο Διάδοχος ’πο τα Σωφράτικα καί έφυγε με τ’ αυτοκίνητα, δυο τρία αυτοκίνητα ήταν κοντά του, σταμάτησε στο σερτό, κοντά στις Μεσαργιές, γιατί χάλασε τ’ αυτοκίνητο. Κατέβηκαν αξιωματικοί κι ο σωφέρης να το φτιάκη. Τρουγύρω τους μαζώθηκαν τα παιδιά του χωριού, που ’παιζαν στις Μεσαργιές, γιατί το σχολείο ήταν κλειστό από τη μέρα που πήραν στον καλιά του Κάστρου το Δήμο το δάσκαλο. Οι αξιωματικοί έδωκαν κουφέτρες στα παιδιά, που κοιτούσαν με περιέργεια το Διάδοχο. Αρέντεψε ψίχα να δει το Διάδοχο κι ο Νάνη Γιωβάννης, πο ’βοσκε τα πρόβατά του εκεί κοντά στα τσιαϊρια της Αγιοπαρασκευής και πάησε ίσια στο Διάδοχο. Έσκυψε να του φιλήσει τις μπότες. Μ’ αυτός τον εμπόδιδε και του ’πε: «μπάρμπα, όχι δεν θα σ’ αφήκω να μου φιλήσεις τις μπότες, γιατί μονάχα σκλάβοι στους Τούρκους φιλούσατε τις μπότες τους, εμείς ήρθαμε να διώξουμε τους Τούρκους, είστε τώρα ελεύτεροι, να μη φιλάτε τις μπότες», και μονάχα το χέρι του πέτρεψε να του φιλήσει.
Όλες οι γυναίκες με λαχτάρα άκουαν τη μαναγάλη τη Γιωργιτσέπαινα, που ιστορούσε με το νι και με το σίγμα. Άλλες δάκρυσαν κι άλλες καταριώνταν τους βουρκόλακες τους Ιταλούς, που τις σκλάβωσαν και πάλι στον Τούρκο. Αυτό δεν ήταν νυχτέρι το βράδυ εκείνο στης Κακωπαπαδιάς το σπίτι, αυτό ήταν για τις σκλάβες της Δερόπολης, γύρω στα 30, εθνικό βάφτισμα, εθνική ανάσταση, πίστη στη φυλή και στο μέλλον της. Οι αναμνήσεις του 13 τις ζωογονούσαν αυτή τη δύσκολη εποχή, που ο καστερός αγάς ξεθάρρεψε, και τις ήθελε και πάλι σκλάβες στης Δερόπολης τον κάμπο και το Ντοβλέτι ’πο τα Τίρανα, ήθελε με το στανιό να τις κάμει Αρβανίτισες. Τις ήθελε να ξαστοχήσουν τη γλώσσα τους και την πίστη τους στην Ελλάδα και τις ελπίδες για απελευθέρωση. Αυτός ο καημός για απελευθέρωση και η πίστη στο έρμο το Ρωμαίικο, έτσι τους μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα, από μικρό σε μέγα, από τη μαναγάλη στ’ αγγόνι, από τ’ αγγόνι στις φόσινες. Κάθε φορά, που τους δίνονταν ευκαιρία, στον κάμπο, στο βουνό, στο νυχτέρι, στις γιορτές και τα πανηγύρια, όλο και το Ρωμαίικο πανώβαναν. Έτσι τα δίσεχτα εκείνα χρόνια, η πίστη για το μέλλον της σκλαβωμένης Δερόπολης διατηρούνταν ακέραια και ζωηρή και δεν έσβηνε η ιδέα της Ρωμιοσύνης.
Η ώρα είχε περάσει. Θα ’ταν περασμένα μεσάνυχτα και το νυχτέρι δεν είχε τελειώσει. Κι ούτε κι οι ίδιες οι γυναίκες, που ’τραξαν το καλαμπόκι ήθελαν να τελειώσει, αν δεν τέλειωνε την ιστορία της η μαναγάλη. Κι είχε περάσει η σικλιτισμένη μοναγάλη τα 70, με πίκρες και με βάσανα. Όμως το θυμητικό της ήτανε μεγάλο. Για να ξαποστάσει ψίχα η μαναγάλη, η Τσιάντα του Τσέπου, της Κακωπαπαδιάς η νύφη, της έδωκ’ ένα ποτήρι νερό κι ένα χουλιάρι γλυκό.
-Κι ύστερα, μάλε, τι απόγινε, με το Διάδοχο; – ρωτάει, πίσω από το σωρό με τα τσιώκαλα η Βάνθω του Τσέπου, η αγγονή της, μια χοντρή κι όμορφη κοπέλα, χεροδύναμη και κοκκινομάγουλη, σαν τα κούμπουλα του κήπου της, π’ όσοι την έγλεπαν, τους πήγαινε το μάτι.
-Τί έγινε, – πισωκρένει η μάλε. – Ο Διάδοχος κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κοιτούσε με το ντουλμπί όλα γύρω τα χωριά ως πέρα στο Λυμπόχοβο, τη Σούχα, τη Γκρίκα. Κι ύστερα γύρισε στα παιδιά, που ’χαν περιτριγυρίσει τ’ αυτοκίνητό του και τα ρώτησε, σαν τα ’γλεπε εκεί κάτω στον κάμπο:
-Γιατί παιδιά δεν πάτε σήμερα στο σχολείο και παίζετ’ εδώ κάτω;
Κι αυτά τ’ αποκρίθηκαν με μια φωνή:
-Δεν έχομε δάσκαλο, τον πήραν φυλακή…
-Και γιατί τον πήραν φυλακή το δάσκαλο; – ξαναρωτά ο Διάδοχος.
Κι αυτά αποκρίθηκαν μονομιάς:
-Γιατί σκότωσ’ έναν Τούρκο.
Τότες πετάζεται στη μέση και πάλι ο Νάνης Γιωβάννης και λέει στο Διάδοχο την ιστορία του Δήμου. Ό Διάδοχος, σαν άκουσε όλη την ιστορία από το Νάνη, έδωκε διαταγή στο γραμματικό του να κρατήσει τ’ όνομα του δάσκαλου. Χαιρέτισε τα παιδιά και τράβηξε για το Δέλβινο με όλη του την ακολουθία. Άμα έφτακαν στο Δέλβινο, δεν ξέχασ’ ο Διάδοχος, σαν είδε την παράτα, των παιδιών του Δέλβινου με τους δασκάλους όλους στη γραμμή, τον Δήμο το δάσκαλο του χωριού μας. Έδωκε διάτα να βαρέσουν ίσια τελιόγραφο στα Γιάννινα, ν’ αφήκουν λεύτερο το Δήμο το, δάσκαλο, πού σκότωσ’ έναν Τούρκο. Και τον άφηκαν.
Τ’ άλλο το πρωί τον βγάλανε από τον καλιά των Γιαννίνων με τις χλάπες στα χέρια το Δήμο για το Χουκιμέτι, το μεγάλο, που ’ταν στημένο στην πλατέα. Κι ήταν κόσμος την ώρα εκείνη μαζωμένος σούσιαλο, μυρί, μιντζίρι, π’ άκουε τη μουσική του στρατού, πο ’παιζε τη μπάντα. Τον περάσανε με τις χλάπες το μαύρο το Δήμο, σαν άϊντούτη, και τον πάησαν ίσια στο Χουκιμέτι να τον δικάσουν. Σαν τον πέρασαν μέσα στρ Χουκιμέτι, του φώναξ’ ο μεγάλος:
-Δάσκαλε, δάσκαλε, πολλά μέσα έβαλες, κι ο Διάδοχος ενδιαφέρθηκε για τ’ εσένα.
Τάχασ’ ο μαύρος ο Δήμος και δέν ήξερε τι ν’ απολογηθεί. Πάντεχε σαν να τον περιπαίζει ο μεγάλος στο Χουκιμέτι. Που να ξέρει ο έρμος ο Δήμος, ότι ο Διάδοχος έμαθε στις Μεσαριές, που τον έχουνε φυλακή στα Γιάννινα και θα τον δικάσουν σαν φονιά, και ενδιεφέρθηκε. Ύστερις τον άφηκαν λεύτερο να φύγει για το χωριό του, και το ’δωκαν την ορμήνια: «Τώρα να κάτσεις φρόνιμα, δάσκαλε, να μη σκοτώσεις άλλον Τούρκο, γιατί αν θα σε ξαναβάλουμε φυλακή, και τότε κανένας δεν θα μπορεί να σε γλυτώσει. Κι ο βασιλιάς ακόμα ο Κωνσταντίνος δεν θα μπορεί να σου κάμει τίποτε».
Έτσι τη γλύτωσε τότες ο Δήμος ο δάσκαλος. Και γύρισε στρ χωριό. Και βγήκε όλο το χωριό να τον υποδεχτεί κάτω στο σερτό.
-Μάλε, – της πισωκρένει η Βάνθω, η άγγονή της, – σε γλέπω και τα μάτια σου δάκρυσαν μ’ αυτή την ιστορία του Δήμου, σταμάτα τη πια, γιατί δεν μπορώ να σε γλέπω να κλαις.
-Ντε μω, Βάνθω, τι να καψοκάμω, τα θυμάμαι και μου φαίνονται σαν να ’τανε χτες.
Πως πέρασαν τα έρημα και μαύρα χρόνια, και πουθενά δεν γλέπουμε καλό, ’πο τους μαύρους ’πο Μέσα που μας αστόχησαν. Εσείς μάτια μου, θα ζήσετε και θα τους δείτε πάλι να ’ρθουνε και να διώξουνε τον Τούρκο. Εγώ η μαύρη γέρασα και δεν ελπίζω πια.
Και τέλειωσε την ιστορία της η μάλε Πέρα.
*
Άκουγαν πολλές φορές ένα τραγούδι του τόπου, που το τραγουδούσαν κάποτε, όταν δεν ήταν κοντά Τούρκοι κι Αρβανίτες, τραγούδι που το ’λεγαν «του Διαδόχου». Όμως δεν ήξεραν τίποτε περισσότερό για το Διάδοχο. Γι’ αυτό και ρώτησαν τη μαναγάλη, αν το τραγούδι του Διαδόχου ήταν αληθινό. Κι η μαναγάλη το ξαναθύμισε. Το ’ξεραν οι πλιότερες και το ’χαν τραγουδήσει πολλές φορές. Πρώτη το πήρε η μαναγάλη, κι ύστερα τα ’ρχισαν όλες μαζί να το τραγουδούν σε δεροπολίτικο σκοπό, με καημό και πάθος, που αντηχούσε όλο το χωριό. Λες και ξαναγύρισ’ ο Διάδοχος και περνούσε στο ντερβένι του Κάστρου, σαν τότες που πέρασε κι έλαμψ’ ο τόπος. Αληθινό Ρωμαίικο ήταν το βράδυ εκείνο στης Κακωπαπαδιάς το σπίτι. Και το τραγούδι του Διαδόχου αντηχούσε:
Τ’ Αηθοδώρου το πρωί,
έρθανε οι στρατηγοί
κι έβγαλανε διαταή,
για να βγουν οι χριστιανοί.
Στην Κολοριτσή τη νέα,
έστησαν και τη σημαία.
Η σημαία κυματίζει
και τους Τούρκους φοβερίζει,
Αργυρόκαστρο, καημένο,
είσαι πια λευτερωμένο,
στον καλιά σου, στον καλιά σου,
τραγουδούνε τα παιδιά σου:
«Αυτοκίνητο διαβαίνει,
αγοπάνω στο ντερβένι,
στ’ Αργυρόκαστρο πηγαίνει,
με το Γιώργο το λεβέντη».
Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα. Θα ’ταν η ώρα δυο και τρεις, κι ακόμα το νυχτέρι δεν είχε τελειώσει. Πυκνολαλούσαν τα ρίθια για την αυγή, και τότες σηκώθηκαν ’πο τον τόπο και κίνησαν για τα σπίτια τους. Κι έμειναν αυτές που ’ταν από μακριά, από το γειτονικό χωριό, και δεν μπορούσαν να φύγουν τέτοια ώρα. Αυτές έμειναν εκεί. Τους έστρωσε στη γωνιά η Κακωπαπαδιά, κοντά στην ομπλή, και κοιμήθηκαν ψόφιες ως που έδωκ’ ο ήλιος κι επήρε η αυγή.
Την άλλη μέρα οι γειτόνισσες, π’ ακούγανε τα ολονύχτια τραγούδια και δεν μπορούσαν ντότι να κλείσουν μάτι, τις παραπήραν με τα λόγια τους.
– Ντε μω, ντουφεκισμένες, τι ’ταν αυτό απόψε. Μάτι δεν κλείσαμε, το φέρετε το έρημο το Ρωμαίικο και το Διάδοχο.
Κι οι αγουροξυπνημένες πο ’τραξαν όλη νύχτα το καλαμπόκι της Κακωπαπαδιάς το σπίτι, με μια φωνή απολογιούνται:
– Θα ’ρθει και δεν θα φύγει.
Καημένη Δερόπολη!
Στο εξώφυλλο: «Στης Δερόπολης τον κάμπο», του Μηνά Στράτη.
Τέλος