Η αποτυχημένη μυστική αποστολή του αλβανού κατασκόπου υπολοχαγού Κώστα Καζαντζή στην Ελλάδα, η καταδίκη και η εκτέλεσή του (1951) Μέρος 4ο

Η αποτυχημένη μυστική αποστολή του αλβανού κατασκόπου υπολοχαγού Κώστα Καζαντζή στην Ελλάδα, η καταδίκη και η εκτέλεσή του (1951) Μέρος 4ο

Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ

Διδάκτωρ ιστορίας ΑΠΘ

Η μοιραία αποστολή

Την 5η Ιουνίου 1948, ενώ υπηρετούσε σε μεθοριακό φυλάκιο στην Κορυτσά, ενημερώθηκε για τη νέα μυστική αποστολή του στην Ελλάδα και γι’ αυτό έπρεπε να παρουσιαστεί άμεσα στα Τίρανα. Θα επικοινωνούσε με απόλυτη μυστικότητα με τον Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος ήταν πάντα άρρωστος ή προσποιείτο τον άρρωστο, γι’ αυτό λάμβανε όλες τις προφυλάξεις για να μην κρυώσει· όλοι τον έβλεπαν με φόβο ή και με σεβασμό, δεν μπορούσες να τα αντιδιαστείλεις αυτά τα δύο. Ο Ιωαννίδης ζούσε σε μια έπαυλη-διαμέρισμα στα Τίρανα, το οποίο οι αλβανικές αρχές είχαν επιτάξει και είχαν θέσει αποκλειστικά στη διάθεσή του. Σε παρόμοια διαμερίσματα, επιτασσόμενα επί τούτου, κατοικοέδρευαν και άλλοι υψηλόβαθμοί τιτλούχοι του ΔΣΕ, όλο το διάστημα της σύντομης διαμονής τους στα Τίρανα. Μάλιστα, σε αυτά τα διαμερίσματα, τα οποία φρουρούσαν με ιδιαίτερη σχολαστικότητα Αλβανοί στρατιώτες φιλοξενούντο κατά καιρούς και ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Μάρκος Βαφειάδης (ενίοτε παρουσιαζόταν με το ψευδώνυμο «Τρίμης»), ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, ο Λεωνίδας Στρίγκος, ο βλαχόφωνος Ανδρέας Τζήμας με μία δακτυλογράφο του κι άλλοι, διότι τα διαμερίσματα ήταν κοντά στον οικισμό που είχε εγκατασταθεί η αλβανική ύπατη κομματική και κυβερνητική εξουσία. Ο Ιωαννίδης χωρίς περιστροφές τού είπε ότι εν συντομία η αποστολή του θα ήταν ένα ταξίδι με καΐκι από το Δυρράχιο προς την Πελοπόννησο φορτωμένο με διάφορες προμήθειες και στρατιωτικό υλικό με ένα πενταμελές πλήρωμα αποτελούμενο από έλληνες αντάρτες του ΔΣΕ. Επικεφαλής του πληρώματος θα ήταν ο Λευτέρης, ο οποίος αφού το καΐκι θα κατέπλεε στην Πελοπόννησο θα τον οδηγούσε αποκλειστικά και με ασφάλεια στο Αρχηγείο του Στέφανου Γκιουζέλη. Εκεί θα ενεργούσε για την πρακτόρευση των συμφερόντων της Αλβανίας, όπως είχε ενημερωθεί.

Στην υπηρεσία αντικατασκοπείας –και προσωπικά ο υπουργός Κότσι Τζότζε– ενημέρωσαν τον Καζαντζή ότι στη γνώση των Σοβιετικών είχαν περιέλθει βάσιμες πληροφορίες ότι στη στρατιωτική βάση της Κεφαλονιάς υπήρχε αμερικανική βάση και για τον λόγο αυτό ζήτησαν από τον Βάσκε Κολέτσι (Vaske Koleci) υφυπουργό Ασφάλειας, να βρεθεί επίλεκτος αλβανός κατάσκοπος και να αποσταλεί επί τόπου για να παρατηρεί τις κινήσεις των Αμερικανών, να συλλέγει σχετικές πληροφορίες και να τις μεταδίδει μέσω ασφαλούς συστήματος ανταπόκρισης και διαβίβασης. Την αποστολή του θα διευκόλυνε ο αρχηγός του Αρχηγείου της Πελοποννήσου Στέφανος Γκιουζέλης, ο οποίος θα φρόντιζε για την άμεση μετάβαση από την Πελοπόννησο στο νησί. Εάν δεν μπορούσε να μεταβεί ο ίδιος, θα μετέβαινε έλληνας αντάρτης να συλλέξει πληροφορίες, ενώ αυτός θα παρέμενε στο Αρχηγείο από όπου θα τις μετέφερε μέσω ασυρμάτου. Μετά την εκτέλεση της αποστολής, με τη βοήθεια των ελλήνων φίλων και πάλι, θα επέστρεφε στην Αλβανία. Το κάλυμμα που χρησιμοποίησαν οι αλβανικές αρχές αντικατασκοπείας ήταν το εξής: Εκδόθηκε στον Καζαντζή πλαστό Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας (αυτός δήλωνε στην ανάκριση ότι το έσχισε καθ’ οδόν χωρίς να το χρησιμοποιήσει πουθενά) και πλαστή άδεια κυκλοφορίας, εμφανιζόμενος ως έλληνας πολίτης που θα ταξίδευε στο νησί για προσωπικές του υποθέσεις με τα εξής ταυτοτικά στοιχεία: Χρήστος Καμπάνης, του Γιώργη και της Ελένης, γεννηθείς το 1923 στη Μικρή Γότιστα Ιωαννίνων, με αριθ. 37 (εγγραφής), υπογεγραμμένο από τον Προϊστάμενο Ασφαλείας Ιωαννίνων. Στην κοινή συνάντηση που είχε ο Λευτέρης, ο Μπάρμπας (Ιωαννίδης), ο Τάρε και ο Καζαντζή, ο μπάρμπας παρήγγειλε τον Λευτέρη να προσκολλήσει με ασφάλεια τον Καζαντζή στον Γκιουζέλη, «καθώς είναι άνθρωπος μας». Για τα περεταίρω θα επικοινωνούσε ο ίδιος με τον Γκιουζέλη προσωπικά. Ως επιστάμενος της γραμμής προώθησής του υλικού εγκαθιστάμενος στα φυλάκια της Κυτέζε, Νικολίτσα, Τσέρτσε, Μπάντρα (Ερσέκα) και του Λεσκοβικίου, ο Καζαντζή διέθετε πλούσια εμπειρία σε παρόμοιες αποστολές αντικατασκοπείας κατά μήκος της μεθορίου και εντός της ελληνικής επικράτειας. Είχε διεισδύσει δυο τουλάχιστόν φορές στην Ελλάδα, προσκολλημένος στα αρχηγεία του ΔΣΕ για περισσότερο από έναν μήνα: τον Ιούνιο 1946 προσκολλήθηκε στο Αρχηγείο του Λεωνίδα Ράφτη στο Πωγώνι όπου παρατηρούσε και αντλούσε πληροφορίες επί 35 μέρες, υποπτευόμενος ότι είχε υποπέσει σε συμπλοκές με τον Εθνικό Στρατό. Η ίδια πληροφορία ελεγχόταν ως ακριβής και από τους Αλβανούς, αλλά ο Καζαντζή την απέκρυψε στην ομολογία του.

Εν τέλει, στα μέσα Αυγούστου του 1948 στον λιμένα του Δυρράχιο κατέπλευσε το σοβιετικό φορτηγό καράβι «Πούσκιν», το οποίο μετέφερε πολεμοφόδια, ιματισμό, άλευρα και είδη στρατιωτικού εξοπλισμού για τους έλληνες αντάρτες. Την όλη διαδικασία παραλαβής επιστατούσε ο ίδιος ο Μυφτάρ Τάρε, παρισταμένου του σοβιετικού στρατιωτικού ακόλουθου στα Τίρανα, Σοκόλοφ. Το καράβι περιείχε 400 τόνους στρατιωτικού υλικού: 40 κανόνια, νάρκες, τρακτέρ, δυναμίτιδα, τουφέκια και φυσίγγια. Η εκφόρτωσή του διήρκησε πέντε μέρες και θα ακολουθούσε τη διαδρομή: Δυρράχιο, Κορυτσά, Γράμμο, ενώ 90 τόνοι μεταφορτώθηκαν σε άλλο πετρελαιοκίνητο καΐκι προοριζόμενο για την Πελοπόννησο. Στα κιβώτια για τους αντάρτες αναγραφόταν «ΦΟΚΑ».

Την 28η Αυγούστου 1948 η φόρτωση είχε ολοκληρωθεί (γινόταν μόνον τη νύχτα): 1.500 τουφέκια, 1.000 νάρκες, 1.000 δυναμίτιδα, 180 οπλοπολυβόλα ιταλικά, 15 πολυβόλα, 15.000 χειροβομβίδες, φυσίγγια, βιβλία και άλλα έντυπα. Στο Καζαντζή εγχείρισαν και 500.000 δρχ. για προσωπικές του ανάγκες. «Η μητέρα μου, η αδελφή μου και η θεία μου έβαλαν τα κλάματα μόλις έμαθαν και με εκλιπαρούσαν γονυπετείς να αρνηθώ. Με κατευόδωσαν ραντίζοντας με νερό τα πόδια μου, ένα πανάρχαιο έθιμά μας, για να έχω καλή επιστροφή. Αλλά εγώ ήμουν αμετάπειστος, δήλωνε στους δημοσιογράφους. Ο αδελφός του Καζαντζή, Αλφρέντ αναφέρει ότι κατά τον αποχωρισμό ο Κώστα τους είχε πει: «Δεν πρόκειται να γυρίσω!»

Το πλήρωμα του πετρελαιοκίνητου, συγκροτούμενο πρόχειρα, αποτελείτο κυρίως από Βολιώτες: τον Βαγγέλη Στάθη Βαΐτση από ένα χωριό του Βόλου, γεννηθέντα το 1901, κομματικό μέλος, τον Γιώργη Κωνσταντίνου Παϊση, από το Τρικέρι Βόλου, γεννηθέντα το 1921, μηχανικό, κομματικό μέλος, τον Στέργιο Ιωάννου Φλώρου, Άνω Λεχώνια Βόλου, κομματικό μέλος, γεννηθέντα το 1913, μηχανικό, τον Νίκο Εμμανουήλ Ιαμάνογλου, κάτοικο Βόλου, μηχανικό, κομματικό μέλος, γεννηθέντα στην Κωνσταντινούπολη το 1916 και τον Ελευθέριο Νίκου Καρακατσάνη (σε άλλη κατάθεση αναφέρεται ως Ιωάννης Μπούρας), γεννηθέντα στην Ύδρα, μηχανικός, έως το 1945 κομματικός μέλος και αρχηγός του πληρώματος, ο οποίος όμως δεν γνώριζε πολλά από τη ναυτιλία. Ο Φλώρος ήταν ικανός ναυτικός, και αυτό στάθηκε αιτία για έντονους διαπληκτισμούς με τον Λευτέρη καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου. Μάλιστα, ο Φλώρος κάποια στιγμή –καθώς το κρατούσε μανιάτικο– υπέβαλε σχετική αναφορά στην κομματική ηγεσία κατά του Λευτέρη, προσάπτοντάς του λάθη και θεωρώντας τον υπαίτιο του ναυαγίου, αλλά η ηγεσία δεν υιοθέτησε την άποψή του και τελικά τον εκτέλεσαν, ομολογεί ο Καζαντζή. Καυγάδες από τις πρώτες μέρες ξέσπασαν και μεταξύ του Λευτέρη και του Βαΐτση για τον ίδιο λόγο.

Την 29η Αυγούστου 1948 στις 12:00 τα μεσάνυκτα το πετρελαιοκίνητο απέπλευσε από το Δυρράχιο, ενώ έχει διεισδύσει μέσα στο αμπάρι του με πλήρη μυστικότητα χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν ο Κώστα Καζαντζή. Στο νησί Σάσωνα της Αυλώνας ξανάβαψαν το καΐκι, το έκαναν μπλε και το βάπτισαν «Νίκη». Το τονάζ του καϊκιού ήταν 120 τόνων και το μήκος του 22 μέτρων, επιταγμένο από τον Αλβανό έμπορα Βάσο Καντία, το όνομα του οποίου έφερε μέχρι εκείνη την ημέρα. Τη Δευτέρα 30η Αυγούστου 1948 αποχώρησαν από το Καραμπουρούνι για το Αιγαίο. Για τον σκοπό της αποστολής δεν γνώριζε κανείς τίποτε, ούτε ο Λευτέρης.

Λόγω της απειρίας των ανδρών του πληρώματος, αντί της Πελοποννήσου το καΐκι κατευθύνθηκε νοτίως και το Σάββατο την 4η Σεπτέμβριου προσέγγισε τις ακτές της Κρήτης. Αναγκάσθηκαν να γυρίσουν, αλλά επειδή δεν γνώριζαν καλά τη περιοχή, προσέκρουσαν στα βράχια ενός ξερονησιού. Την 6η Σεπτεμβρίου 1948 η πρύμνη είχε γεμίσει νερό. Ο Βαΐτσης με τον Λευτέρη ήρθαν στα χέρια. Τότε το ναυάγιο έγινε αντιληπτό από το Βασιλικό Ναυτικό πριν ακόμα ελλιμενισθεί και στη συνέχεια, με συντονισμένη προσπάθεια περιπολικών πολεμικού ναυτικού και αεροπορίας, το καΐκι ανατινάχθηκε στον όρμο του Φωκιανού. Το πλήρωμα και ο Καζαντζή διέφυγε στο εσωτερικό του νησιού εγκαταλείποντας το φορτίο και όλα τα ενοχοποιητικά έγγραφα, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή των αποβατικών τμημάτων του στρατού και χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στη δίκη του Καζαντζή. Στην Αλβανία διαδόθηκαν φήμες ότι ναι μεν το πετρελαιοκίνητο ναυάγησε, αλλά ο Καζαντζή δεν ήταν μέσα.

Η μικρή εξαμελής ομάδα περιπλανήθηκε αρκετές μέρες σε άγνωστα μέρη. Με τους υπολοίπους του πληρώματος (όλοι είχαν γλυτώσει από τον βομβαρδισμό) χώρισαν στο χωριό Λαγκάδα και δεν βρέθηκαν ποτέ ξανά. Όπως έμαθε ο Καζαντζή, οι τέσσερεις αναζητούσαν καράβι και μετέβησαν ξανά στην Αλβανία για μεταφορά στρατιωτικού υλικού, ενώ ο Βαΐτσης με εντολή του Γκιουζέλη, εκτελέσθηκε. Η δίκη του από πρόχειρο στρατοδικείο έγινε στο Καρδαρίτσι της Γορτυνίας, κοντά στην Κοντοβάζαινα, τον Δεκέμβριο του 1948. Καταδικάστηκε σε θάνατο και τον τουφέκισαν επί τόπου. Ποτέ δεν μίλησε κανένας γι’ αυτόν. Στο κατηγορητήριο, για δειλία και ανυπακοή, εις βάρος του Γκιουζέλη, αναφερόταν ότι στην επιχείρηση ανατίναξης του καϊκιού ο Βαΐτσης είχε παραμελήσει το ημερολόγιό του, το οποίο υπέπεσε στην αντίληψη του στρατού από όπου τα αποσπάσματα άντλησαν στοιχεία για την επιχείρηση και τους εμπλεκόμενους.

Είχαν ήδη αρχίσει οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού και επικρατούσε πανικός στους αντάρτες. Ο δε Φλώρος παραδόθηκε στα αποσπάσματα του ΕΣ στις φονικές συγκρούσεις στην Αμαλιάδα.

Στο Αρχηγείο του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο

Τη 12η Σεπτεμβρίου του 1948, ύστερα από περιπετειώδεις προσπάθειες, ο Καζαντζή επικοινώνησε τελικά με τον Στέφανο Γκιουζέλη στη Τζίτζινα Λακωνίας, στον οποίο ανέφεραν την απώλεια του πετρελαιοκίνητου και του πολύτιμου φορτίου και στη συνέχεια μετακινηθήκαν και σε άλλα μέρη, προσπαθώντας τις πρώτες μέρες να κατατοπισθεί.

Ο Γκιουζέλης συμπεριφέρθηκε ψυχρά και του είπε ότι την κατάλληλη στιγμή θα τον έπεμπε στην Κεφαλονιά όπου ήταν και ο τελικός προορισμός της αποστολής του, αλλά μέχρι τότε έπρεπε να κάνει υπομονή.

Εκείνες τις μέρες στη Τζίτζινα της Λακωνίας, θυμόταν ο Καζαντζή, στήθηκε ένα πρόχειρο στρατοδικείο με 5-6 στρατοδίκες αντάρτες. Κατηγορούμενος για λιποταξία και προδοσία ήταν ένας νεαρός 16-17 χρονών, από ένα γειτονικό χωριό. Είχε εγκαταλείψει τη σκοπιά, αλλά μετά από λίγες μέρες τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο Αρχηγείο. Ήρθε και η μητέρα του να φέρει δικηγόρο. Η δίκη διεξήχθη σε υπαίθριο χώρο, δημοσίως. Δεν εισακούσθηκε ούτε ο δικηγόρος ούτε οι ικεσίες της μητέρας του, τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον εκτέλεσαν την ίδια μέρα, δήλωνε ο Καζαντζή. Αυτή ήταν η πρώτη οδυνηρή εμπειρία από το μέτωπο της Πελοποννήσου, όχι όμως άγνωστη για τον ίδιο, καθώς είχε βιώσει παρόμοιες τραυματικές περιπτώσεις και στη Μακεδονία.

Ύστερα από μία εβδομάδα, μετακινήθηκε στον Ταΰγετο όπου συνάντησε τον Γιώργο Κονταλώνη, επιτελάρχη της Μεραρχίας Πελοποννήσου, τον Πολιτικό Επίτροπο, Γιώργο Παπαδόπουλο, τον Βαγγέλη Ρογκάκο, διοικητή της Πολιτοφυλακής του Αρχηγείου του Πάρνωνα και άλλους. Σε λίγες μέρες πέρασαν την Ολυμπία και έφτασαν στην Ανδρίτσαινα, στο Στρατηγείο του Σαρηγιάννη.

Ο Κονταλώνης ήταν απότομος, βλασφημούσε και καθύβριζε αισχρώς τους πάντες, δήλωνε ο Καζαντζή. Πληροφορούμενοι από τους Καπαπίτες (μέλη των κέντρων πληροφοριών), έμαθαν ότι εκείνες τις μέρες, στα μέσα Σεπτεμβρίου 1948, η 9η Μεραρχία του Στρατού θα άρχιζε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα Τρόπαια, όπου δρούσε ο Κώστας Μουλόπουλος, μέλος του Γραφείου του ΚΚΕ της Περιοχής Πελοποννήσου και αντιπρόσωπος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στην Πελοπόννησο. Πράγματι, οι συνεχείς εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Στρατού αποδυνάμωναν το μέτωπο της Πελοποννήσου, καθώς ήταν απομονωμένο από το κύριο μέτωπο της Μακεδονίας και της Ηπείρου, τα οποία τύγχαναν καλύτερου εφοδιασμού και οργάνωσης. Η 20η Σεπτεμβρίου 1948 σήμαινε τη διάλυση του ανταρτικού στην Πελοπόννησο, πίστευε και δήλωνε ο Καζαντζή ενώπιον των αρχών.

Στη δίνη των άσκοπων περιπλανήσεων –και ανώφελων για την εν γένει αποστολή του–, η υπόθεσή του τηρήθηκε μυστική. Λεπτομέρειες γνώριζαν μόνον τρεις: Γκιουζέλης, Μουλόπουλος και Ρογκάκος, ενώ ήταν σε καθημερινή επικοινωνία και συνεργασία με τον ταγματάρχη επικοινωνιών γιατρό Μετερίζη, στον οποίο προσκολλήθηκε και μετέδιδε πληροφορίες.

Τη 18η Οκτωβρίου 1948 κατέφτασε στη Δίβρη, όπου είχε εγκατασταθεί το Αρχηγείο Πελοποννήσου, ο βρετανός δημοσιογράφος και ανταποκριτής του ΡΣ του Λονδίνου Κένεθ Μάθιου (Kenneth Mathews) ερχόμενος από τις Μυκήνες, συνοδευόμενος από παλιούς αντάρτες και από τον κρυπτογράφο του Αρχηγείου Παύλο Βούτσια, που όμως αργότερα παραδόθηκε στον Ελληνικό Στρατό, δήλωνε ο Καζαντζή. Η υποδοχή και τα γλέντια που επακολούθησαν επί δύο εβδομάδες ήταν στημένα, συνεχίζει. Ο Μάθιους είχε επικοινωνία με τον Κώστα Καραγιώργη (τέως αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη, που τότε με τον βαθμό του στρατηγού είχε αναλάβει τη διοίκηση του ΚΓΑΝΕ (Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας) του ΔΣΕ με ζώνη ευθύνης τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, ο οποίος έδινε εντολές στους ταγούς του Αρχηγείου να μην φείδονται περιποιήσεων και πληροφοριών στον Μάθιους. Οι αντάρτες το θεώρησαν σπουδαίο γεγονός, αλλά ποτέ δεν έμαθα, δήλωνε ο Καζαντζή, τι τελικά έγραψε ύστερα από τόσα γλέντια και περιποίηση, ο περιβόητος δημοσιογράφος.

Το Αρχηγείο του Γκιουζέλη στη Δίβρη ήταν εγκαταστημένο στο σπίτι του Στέφανου Στεφανόπουλου, το οποίο είχαν καταλάβει οι αντάρτες. Ήταν αρχοντικό δίπατο στο υψηλότερο μέρος του χωριού, με ωραίο μπαλκόνι, το οποίο οι αντάρτες είχαν οχυρώσει με άμμο και χώμα. Υπό το βάρος του οχυρωματικών υλικών το μπαλκόνι κατέρρευσε, το ίδιο και το σπίτι του Θάνου Πετραλιά, το οποίο είχαν μετατρέψει σε δεύτερο Αρχηγείο. Το βασικό, όμως, Αρχηγείο τους, αυτό με τους ασύρματους ήταν στο δάσος της Ερυμάνθου, μια ώρα μακριά από τη Δίβρη.

Εγώ περιπλανιόμουν μαζί με αυτούς από μέρος σε μέρος, άσκοπα, σαν θίασος, κατέθετε ο Καζαντζή εν μέρει για να καταδείξει την αδράνειά του.

Στα μέσα Νοεμβρίου 1948 ενώ βρισκόντουσαν στην Κοντοβάζαινα και στο Κατάκωλο ήρθε σήμα ότι θα κατέφθανε από την Αλβανία άλλο καΐκι με πολεμοφόδια, καθώς υπήρχε έλλειψη πολεμοφοδίων, κάθε πολυβόλο διέθετε από 100 σφαίρες και κάθε τουφέκι από 15-20 σφαίρες. Οι αντάρτες αρνούντο να μεταβούν στη μάχη με τόσα λίγα πολεμοφόδια. Η παραλαβή ήταν δύσκολη, καθώς οι ανταρτικές ομάδες έπεσαν σε ενέδρα των μεταβατικών αποσπασμάτων του Ζάρα –ο φόβος και ο τρόμος των ανταρτών– και διαλύθηκαν.

Τον Δεκέμβριο 1948, αφηγείται ο Καζαντζή, στις πλαγιές του Ταϋγέτου είχε πέσει ένα τσεχολβακικό αεροπλάνο και όλοι οι επιβάτες σκοτώθηκαν. Οι αντάρτες εφόρμησαν στον τόπο της πτώσης, συνέλεξαν τα λάφυρα και τα μοίρασαν. Βρήκαν 5.000 χρυσές λίρες και ναπολεόνια, 4.000 δολάρια και άλλα ξένα νόμισμα και τιμαλφή. Ξέσπασαν καυγάδες στη μοιρασιά. Ο Κονταλώνης βλασφημούσε με αισχρόλογα, εμένα μου έδωσαν μόνον 82 εικοσόφραγγα. Πάντα γινόταν το θέλημά του Γκιουζέλη, ως έμπιστου του Ζαχαριάδη και του Μάρκου. Ο Κονταλώνης δεν πήρε σχεδόν τίποτε γιατί είχε πάρει από προηγούμενο πλιάτσικο, αποκάλυπτε ενώπιον των ανακριτών ο Καζαντζή.

Υπό τις προκείμενες δυσμενείς εξελίξεις, την αδικαιολόγητη κωλυσιεργία για τη μετάβασή του στην Κεφαλονιά, ο Καζαντζή επισήμανε στον Γκιουζέλη ότι υπήρχε κίνδυνος αποκλεισμού της Πελοποννήσου από τα υπόλοιπα ανταρτικά τμήματα, και αυτή η καθυστέρηση συνεπαγόταν τον οριστική ματαίωση της αποστολής του. Ο Γκιουζέλης δεν έδωσε καμιά σημασία στις αιτιάσεις του αλβανού κατασκόπου, αλλά και η μετάβαση από την Πελοπόννησο στα Επτάνησα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πράγματι, η εκτέλεση της αποστολής του κατέστη ιδιαίτερα δυσχερή καθώς στις εχθροπραξίες της 18ης Ιανουαρίου 1949 ο Εθνικός Στρατός έπληξε τις επίλεκτες δυνάμεις του ΔΣΕ, οι οποίες είχαν ξεμείνει από πολεμοφόδια. Η προσπάθεια μεταφοράς των ασυρμάτων με ζώα ματαιώθηκε, εγκαταλείποντάς τους στον δρόμο κοντά στην Ντιρβινή, ενώ πέντε μέρες μετά την 23η Ιανουαρίου είχαν προσέθετες απώλειες, έχασαν και τους υπόλοιπους ασυρμάτους και τα ραδιόφωνα και από τότε το Αρχηγείο στερείτο κάθε πληροφόρησης και συνεννόησης με τα άλλα κέντρα.

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΣ και το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλη την Πελοπόννησο από τον Δεκέμβριο 1948 – Ιανουάριο 1949 ανάγκασαν τον Γκιουζέλη, κάτω από ανήλεή σφυροκόπημα του στρατού, να ελαττώσει τον αριθμό των ανδρών της συνοδείας του, αλλά και πάλι δεν κατόρθωσε να βρει ασφαλές μέρος καταφυγής. Τα πυρομαχικά, ο ρουχισμός και τα υποδήματα είχαν σχεδόν στερέψει. Επακολούθησαν συνεχείς λιποταξίες, παράπονα και ανυπακοή από τους αντάρτες. Τα τμήματα ήταν υπό διάλυση, καθώς η εξασφάλιση των τροφίμων γινόταν πλέον διά των ληστρικών διαρπαγών στα χωριά της περιοχής, τις οποίες τις νομάτιζαν ως «σαλαμπρέτες» ή «επιμελητικές ενέργειες». Η ανάκληση δε του Αλέξανδρου Παπάγου και ο διορισμός του ως Αρχιστράτηγου από τον Θεμιστοκλή Σοφούλη την 20η Ιανουαρίου 1949 έσπειρε τρόμο στο ανταρτικό στράτευμα: δεν υπήρχε πια καμιά προοπτική νίκης. Την ίδια μέρα μια μεγάλη ομάδα ανταρτών αυτομόλησε, μεταξύ των οποίων και ο συνοδοιπόρος του Καζαντζή, ο Στέργιος Φλώρος, ο μηχανικός του καϊκιού. Ο Φλώρος στη συνέχεια παραδόθηκε στα αποσπάσματα. Με τις λιποταξίες και τις ατομικές ή ομαδικές αυτομολήσεις η αριθμητική δύναμη του στρατού μειωνόταν. Για τη συγκράτηση του κύματος αυτομολήσεων διατάχθηκαν αυστηρά μέτρα: λίγες μέρες μετά συνελήφθησαν δυο χωρικοί από τις παρακείμενες περιοχές, κατηγορούμενοι για μεταφορά πληροφοριών στον στρατό για τις κινήσεις των ανταρτών. Τους ονόμασαν «Χίτες», τους ανέκριναν και, ύστερα από λίγη ώρα, τους εκτέλεσαν. Ο Παύλος Βούτσιας, ο κρυπτογράφος του Αρχηγείου, έγραψε δυο χαρτιά και τα κάρφωσε στο στήθος τους: «Σκοτώνεται για προδοσία». Μερικούς από αυτούς τους εκτελούσαν διά της σφαγής για να μην ξοδεύουν τις σφαίρες, που ήταν πολύτιμες, δήλωνε ο Καζαντζή με σκληρότητα ενώπιον της ανάκρισης.

Λίγες μέρες μετά, την 4η Φεβρουαρίου 1949, στην Κάμπελη, ασύνδετοι και απομονωμένοι από τα άλλα τμήματα, σκοτώθηκε σε ενέδρα ο αντισυνταγματάρχης Κώστας Κανελλόπουλος πρώην μόνιμος αξιωματικός του ΕΣ, ο οποίος εθεωρείτο ως ένα από τα χαρισματικά στελέχη του αντάρτικου στην Πελοπόννησο.

Ο Καζαντζή διηγείτο με λεπτομέρειες την απήχηση της αποπομπής του Μάρκου Βαφειάδη από την αρχηγία του ΔΣΕ, γεγονός που προκάλεσε ανεπανόρθωτη ρήξη στις τάξεις του ανταρτικού στρατεύματος και έθεσε την ταφόπλακα στο κίνημα. Η υπόθεση του Μάρκου δίχασε και έπληξε αθεράπευτα την όποια ομοιογένεια υφίστασο ως τότε στις τάξεις του ΚΚΕ και του ΔΣΕ. Ήταν εμφανές ότι η συντριπτική ήττα ήταν θέμα ελάχιστου χρόνου.

Ο Στέφανος Γκιουζέλης επρόσκειτο στον Μάρκο, συνεπώς η θέση του καθίστατο δυσμενής. Η κομμουνιστική προπαγάνδα επιχείρησε να εμφανίσει την αποπομπή του Μάρκου Βαφειάδη, και την ανάδειξη του Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΔΣΕ ως μια θετική εξέλιξη, που θα μετέβαλε την εξέλιξη των γεγονότων και την έκβαση του αγώνα. Στην πραγματικότητα η αλλαγή της στρατηγικής του πολέμου από αντάρτικο σε σχηματισμούς τακτικού στρατού επέφερε την μοιραία συντριβή του ΔΣΕ από τις πολυπληθείς διμοιρίες του Εθνικού Στρατού. Η Αλβανία έκρινε την αντίληψη αυτή του αμετροεπούς Ζαχαριάδη, ως μια τυχοδιωκτική ενέργεια που μοιραία οδηγούσε στην τελική ήττα.

Ο Καζαντζή περιγράφει επίσης με λεπτομέρειες τον πανικό που επικρατούσε από την άνοιξη του 1949 και ως την ημέρα της σύλληψής του στις τάξεις του Αρχηγείου της Πελοποννήσου με αλλεπάλληλες επιθέσεις του Εθνικού Στρατού, τις οδυνηρές ήττες των ανταρτών της Πελοποννήσου στις απέλπιδες μάχες αντιπερισπασμού υπό την ηγεσία του Στέφανου Γκιουζέλη. Οι ψυχοδυναμικές περιγραφές των πρωτεργατών στελεχών του Αρχηγείου πολλές φορές με εμφανή απαξιωτική χροιά, ως φοβητσιάρηδες, συνωμότες, εγωιστές, μυστικοπαθείς, οι οποίοι το μόνο που σκέπτονταν ήταν «πώς να γλιτώσουν το τομάρι τους» θα πρέπει να ελεγχθούν με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα, πολλές φορές ως αναληθή, υπερβολικές ή και ως προϊόν ανταλλαγής με τους συνομιλούντες, ή ως προϊόν σκοπιμότητας για να εξασφαλίσει την ευμένεια και τη συμπάθεια των ανακριτικών υπαλλήλων. Αλγεινή εντύπωση προκαλεί φυσικά η διαρκής λογομαχία μεταξύ του Κονταλώνη και του Γκιουζέλη, οι διαπληκτισμοί τους, οι ύβρεις, οι συνωμοσίες που αποδεικνύουν το σαθρό κλίμα που επικρατούσε στο Αρχηγείο της Πελοπόννησου, σύμφωνα πάντα με τις προφορικές μαρτυρίες του αλβανού κατασκόπου.

Στις μαρτυρικές καταθέσεις του ο Καζαντζή επέμενε –και όχι αδίκως–ότι τα λαϊκά ερείσματα του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο ήταν ισχνά, οι απλοί Μοραΐτες δεν επιθυμούσαν την επικράτησή του στην περιοχή, απεναντίας όταν έβρισκαν την ευκαιρία ενώνονταν με τις στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον των ανταρτών, ή μετέφεραν πληροφορίες για τις κινήσεις και τα περάσματα τους, αρνούντο να τους βοηθήσουν με τρόφιμα ή οιαδήποτε άλλη αρωγή. Το μέτωπο της Πελοποννήσου, παρότι επιχείρησε να αποκαταστήσει δίαυλους επικοινωνίας με το Γενικό Αρχηγείο στη Μακεδονία, δεν μπόρεσε να το κατορθώσει μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου. Χειμαζόμενοι δε από τη μακρά κατοχή και τον οδυνηρό Εμφύλιο οι Μοραΐτες επιζητούσαν την παύση των εχθροπραξιών, την κατάθεση των όπλων και την αποκατάσταση της νομιμότητας, της συνταγματικής τάξης και της εθνικής γαλήνης. Η βίαιη στρατολόγηση αθώων, οι συχνές έφοδοι για διαρπαγές και λεηλασίες τροφίμων, ρούχων και άλλων αγαθών από τους φτωχούς χωρικούς οι οποίες διαπράττοντο ενίοτε με ωμή βία είχαν κουράσει τον άμαχο πληθυσμό ο οποίος δεν έβλεπε τον λόγο γιατί έπρεπε να συνταχθεί σε μία προσπάθεια που κρινόταν ως τυχοδιωκτική και που δεν υπήρχε πιθανότητα κομμουνιστικής επικράτησης. Τέτοιες περιπτώσεις λαφυραγώγησης και λεηλασιών αναφέρονταν στις περιοχές των χωριών Λογκανίκο, Κολίνο, Μπελάνα και Καρδάρι, οι οποίες μετέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό τις συνειδήσεις του κατοίκων της περιοχής.

Εξ αντικειμένου, το αντάρτικο ατονούσε μέρα με τη μέρα. Οι εχθροπραξίες μειώθηκαν. Το Αρχηγείο του Στέφανου Γκιουζέλη ταμπουρώθηκε σε μια γιάφκα στη χαράδρα της Κονοβίτσας επί τρεισήμισι μήνες, έως τα μέσα του Αυγούστου, χωρίς τις συνεχείς μετακινήσεις που μας είχαν εξαντλήσει, δηλώνει ο Καζαντζή. Τότε, δηλαδή το καλοκαίρι του 1949, και ενώ η τελική κατάπτωση του κινήματος ήταν ορατή, ο Στέφανος Γκιουζέλης, σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες του αλβανού κατασκόπου, είχε απωλέσει κάθε εξουσία, ενώ τους υπόλοιπους αντάρτες τούς ένωνε μόνον ένα στοιχείο: ο φόβος και η αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης. Στην προσπάθειά τους να λεηλατήσουν νοικοκυριά και να λαφυραγωγήσουν τρόφιμα, οι αντάρτες φόνευαν όσους αμάχους αντιστέκονταν. Ο Καζαντζή αναφέρει στοιχεία και γεγονότα που αποδεικνύουν τον εσωτερικό αλληλοσπαραγμό, τον κοινωνικό δαρβινισμό στον πόλεμο επιβίωσης με αλλεπάλληλα αλληλοκαρφώματα, αλληλοεπιβουλή, με συμπεριφορές κοινών απατεώνων εις βάρος αλλήλων, καθώς ο κλοιός του Εθνικού Στρατού είχε περισφίξει επικίνδυνα την ολιγομελή ομάδα της Πελοποννήσου.

Έκλεβαν, αναφέρει, ο ένας στον άλλον, κοιτούσαν ποιος να σώσει πρώτος το τομάρι του, ποιος θα κοροϊδέψει και θα περάσει καλύτερα, αγνοώντας την ιδεολογία· αν δεν είχαν τον φόβο μέσα τους, θα έτρεχαν πρώτοι να παραδοθούν στο απόσπασμα, αλλά φοβόταν ο ένας τον άλλον και δεν ήξεραν τι θα συναντήσουν ώσπου να φθάσουν στο απόσπασμα.

Μια μέρα, αναφέρει ενδεικτικά ο Καζαντζή, ο Γκιουζέλης του ζήτησε να του παραδώσει όλα τα χρήματα, τα οποία τα φύλασσε, ισχυριζόμενος ότι είναι πόλεμος και κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει. Ο Καζαντζή τού παρέδωσε όλο το ταμείο του Αρχηγείου, το σύνολο του οποίου ήταν αρκετά μεγάλο και, όπως δηλώνει ο ίδιος, για δικές του ανάγκες κράτησε μόνο 1250 $ και μερικές δραχμές που είχε φέρει από την Αλβανία. Δύσκολα, όμως, μπορείς να υιοθετήσεις ως αληθείς τις μαρτυρίες του.

Όλο το θέρος του 1949, και ενώ οι ενδείξεις της γενικής αποσύνθεσης ήταν πλέον ορατές, η ηγεσία και το Αρχηγείο προσπαθούσαν να πείσουν τους αντάρτες ότι οι συνεχείς νίκες των κινέζων κομμουνιστών θα άλλαζαν τις ισορροπίες και στην Ελλάδα, αλλά κι αυτό το κόλπο κανένας δεν το πίστεψε: φαινόταν καθαρά ότι η τελική ήττα δεν θα καθυστερούσε. Αποκομμένοι από παντού, όλη μας η έννοια ήταν πώς να βρούμε τρόφιμα και να συντηρηθούμε. Στη Μπελάνα κάναμε έφοδο στην εκκλησία, τη λεηλατήσαμε, αρπάξαμε το λάδι και τα κεριά. Ήταν Αύγουστος και δεν αισθανόμασταν πουθενά ασφαλείς, ούτε στην κοιλάδα του Ευρώτα όπου είχαμε μείνει τρεισήμισι μήνες γιατί και εκεί εφορμούσε με μανία ο αντίπαλος στρατός. Όλοι είμαστε ξυπόλητοι, πώς να συνεχίσουμε τις ανυπόφορες πεζοπορίες; Περιτυλίγαμε τα πόδια με κάτι παλιόπανα όπου τα βρίσκαμε. Η κατάσταση ήταν άθλια, ομολογούσε ο Καζαντζή. Στις αρχές Σεπτεμβρίου η ομάδα των ανδρών του Στέφανου Γκιουζέλη μαζί με τον Παναγιωτόπουλο πλησίασαν το χωριό Περιβόλι, όπου λήστεψαν κάποια σπίτια για να διασφαλίσουν τρόφιμα για λίγες μέρες. Ασυντόνιστοι, χωρίς συνοχή και, κυρίως, υπό τον τρόμο του Εθνικού Στρατού, ο οποίος περιέκλειε επικίνδυνα τις δυνάμεις των ανταρτών, προοιωνιζόταν δυσοίωνη και την τύχη του ίδιου του Καζαντζή.

Είναι χαρακτηριστική μια στιχομυθία που αναφέρει: κάποια στιγμή, τονίζει, προς τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1949 ύστερα από ανηλεές σφυροκόπημα του στρατού, συνεχείς συμπλοκές με τμήματα περιπολίας, αψιμαχίες με ΜΑΥδες και αποσπάσματα, και με απερίσταλτες ανάγκες για τρόφιμα βρέθηκα κάποια στιγμή νηστικός επί μια βδομάδα με τον Παναγιωτόπουλο, σε μια άθλια γιάφκα. Έτσι, απογοητευμένος και παροπλισμένος, χωρίς καμιά προοπτική εκτέλεσης της αποστολής μου, πρότεινα στον Παναγιωτόπουλο να παραδοθεί, διότι έτσι θα γλίτωνε το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Παναγιωτόπουλος, μεταφέρει ο Καζαντζή, τον κοίταξε επίμονα και του είπε: Εσύ, τι θα γίνεις; Εγώ είμαι ξένος, κατάσκοπος, καταδρομέας, την ξέρω την τύχη μου, του αποκρίθηκε. Ήθελα, δηλώνει, να παραδοθώ και εγώ, διότι δεν υπήρχε καμία προοπτική εκπλήρωσης του καθήκοντος. Εν τέλει, το κύριο μέτωπο του Γράμμου είχε καταρρεύσει στα τέλη Αυγούστου 1949 και ο ΔΣΕ είχε υποχωρήσει κακήν κακώς στην Αλβανία. Η πεισματώδη άρνηση του απομονωμένου από τα υπόλοιπα μέτωπα Αρχηγείου της Πελοποννήσου να καταθέσει τα όπλα ήταν ανόητη αδιαλλαξία. Ο Καζαντζή δηλώνει ότι είχε συμβουλέψει τον Γκιουζέλη να αποδεχτεί ότι δεν υπήρχε πια καμιά ελπίδα, να συνεννοηθεί με τον στρατό για την κατάπαυση του πυρός. Ο Γκιουζέλης από εγωισμό δεν το αποδεχόταν, μόνο αναθεμάτιζε εκείνους που τον είχαν εγκαταλείψει μόνο και αβοήθητο. Ο Παναγιωτόπουλος εμφανιζόταν τόσο αναστατωμένος και έντρομος από τα νέα που μάθαινε, που δεν άρθρωνε κουβέντα. Λίγες μέρες μετά, την 30η Αυγούστου 1949 από ό,τι με ενημέρωσε ο Παναγιωτόπουλος, ο οποίος είχε πάει στον κάμπο για να βρει τσιγάρα, χωροφύλακες, Χίτες και ΜΑΥδες έστησαν ενέδρα κοντά στο Καστόρι και τα ξημερώματα της 31ης Αυγούστου 1949 σκότωσαν τον ίδιο τον Στέφανο Γκιουζέλη, τον ασυρματιστή του Αρχηγείου της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ Μάκη Μίχο και τον ανθυπολοχαγό του ΔΣΕ Σταύρο Ζερβέα. Ο θάνατος του Γκιουζέλη προκάλεσε τεράστια απογοήτευση σε όλους μας, όχι γιατί ο Γκιουζέλης μπορούσε να μας προστατεύσει, ή να μας εξασφαλίσει τρόφιμα, ή να μας σώσει. Απλώς ως σύμβολο συσπείρωνε παρηγορητικά όλους εμάς τους εναπομείναντες που διατηρούσαμε τις ελπίδες για κάποιο θαύμα. Αλλά το τέλος του ήταν προδιαγεγραμμένο. Και το δικό μας, αναφέρει ο Καζαντζή.

Σχετικά άρθρα: