«Για να ζήσουν στον τόπο που αποφάσισαν και να πεθάνουν»

«Για να ζήσουν στον τόπο που αποφάσισαν και να πεθάνουν»

(Μια επίσημη επιστολή από τους Δερβιτσώτες, που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της)    

Προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κύριο Κωστή Στεφανόπουλο,
Προς τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας, κύριο Κώστα Σημίτη,
Προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, κύριο Απόστολο Κακλαμάνη,
Προς τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, κύριο Γιώργο Παπανδρέου,
Προς τον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, κύριο Κώστα Καραμανλή,
Προς τον Πρόεδρο του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, κύριο Νίκο Κωνσταντόπουλο,
Προς την Πρόεδρο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, κυρία Αλέκα Παπαρήγα,
Προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, Σύλλογο Δημοσιογράφων της Ελλάδας, κλπ.

 Το  υπόμνημα που ακολουθεί, μετά από μακρά υπομονή, είναι το πρώτο βήμα διαμαρτυρίας και αντίστασης προς εσάς από μας, ένα μεγάλο κομμάτι των κατοίκων της κοινότητας της Δερβιτσάνης, προπύργιο του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, που με πίκρα και λύπη διαπιστώνουμε τον αφανισμό της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, πράγμα που δεν συνέβη σε άλλους πιο δύσκολους καιρούς.

… Δεν μετρήσαμε την αγάπη, τη στοργή της Μητέρας Ελλάδας από τη στιγμή που, ενώ άκουγε τα ωραία μας ελληνικά, με το άνοιγμα της Κακαβιάς, άρχισε να τρίβει τα μάτια. Ούτε με τα κρύα συναισθήματα των πρώτων χρόνων της αντάμωσης, μετά από το χωρισμό, που βρέθηκε μπροστά στο απρόοπτο και δεν ήξερε τι να κάνει με μας. Μα, μετά από την κατρακύλα δέκα ολόκληρων χρόνων καταλήξαμε στο συμπέρασμα, στην πικρή αλήθεια ότι η Μάνα μας, μας αγνοεί, μας γυρίζει την πλάτη. Αγαναχτήσαμε κιόλας με τη στάση της όταν μετρήσαμε αυτά που κάναμε για αυτή μέχρι χθες: – Στο δικτατορικό καθεστώς σε «πρόδιδε» το συναίσθημα, έλεγες «είμαι Έλληνας», σε οδηγούσαν αμέσως σε σκοτεινό κελί. Ανέφερες, ακόμα και σε στενό περιβάλλον, τη λέξη «Ελλάδα», διέρρεε το μυστικό, γιατί είχε ο τοίχος αφτιά και ο κάμπος μάτια, σε συλλαμβάνανε και σου άλλαζαν τα φώτα…

Να μας βλέπει τώρα η Μητέρα να σκοντάφτουμε και να μη μας δίνει το χέρι να σηκωθούμε, δεν μπορούσαμε να το αντιληφθούμε. Να μας βλέπει να τραβούμε με δυσκολία τη μεγάλη ανηφόρα και να μη μας σπρώχνει λιγάκι, ούτε το φανταζόμασταν…

Δεν θέλουμε να μας νιώθει σαν αγκάθι στις εστίες μας, γιατί ποτέ δεν κάναμε  ανεξέλεγκτες πράξεις στην ιδιαίτερη Πατρίδα. Ούτε σημαίες σηκώσαμε άσκοπα. Υψώνουμε τη φωνή όταν διαπιστώνουμε ότι μας θίγονται τα συμφέροντά μας. Αντιστεκόμαστε  όταν μας ποδοπατούνε τα ανθρώπινα και μειονοτικά μας δικαιώματα. Σε δύσκολες καταστάσεις για την ύπαρξή μας η Ελλάδα συνιστά ψυχραιμία και δηλώνει ότι οι ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι άριστες. Δεν τις κλονίζει τίποτε. Πάνω σε οξύνσεις, σε τριβές μας μετατρέπει σε καρφί για να κρεμάει το παλτό της.

Εάν επιδίωκε να μην μαραθεί ο τόπος, μα να  ανθίσει, θα προσέφερε. Θα εκτελούσε έργα. Θα αξιοποιούσε τον κάμπο. Θα έφτιαχνε θερμοκήπια, θα συγκροτούσε κτηνοτροφικές μονάδες. Θα στήριζε τις πολλές βιοτεχνίες σε όλο το χώρο.

Γιατί βρισκόμαστε έξω από το νου της, τη σκέψη της, δεν το αντιλαμβανόμαστε εύκολα. Αυτό σε καιρό πλέριας δημοκρατίας και πολλαπλών κινητοποιήσεων για Ενωμένη Ευρώπη. Αν στοχεύει μακριά, θα χάσει κάποια στιγμή σίγουρα το στόχο από τα μάτια της.

Πάει να προσφέρει σε μας διαμέσου συνολικής βοήθειας προς την Αλβανία. (Ότι  χειρότερο μπορεί να γίνει). Συνεχίζει ακόμη και σήμερα την παλιά ταχτική: στέλνει το μερίδιο μας στα Τίρανα και μέχρι να φτάσει σε μας καταντάει μπουκιά.

Επίσημα δεν επισκέφτηκε ακόμα η Ελλάδα τον τόπο μας για να δει τα ζητήματα από κοντά, να τα αγγίξει κιόλας. Κάποιοι υπουργοί κατεβαίνουν αραιά και που, όταν τους καλούν τα Τίρανα. Στην επιστροφή για την Αθήνα πατούν εθιμοτυπικά και τα εδάφη μας, ρίχνουν κι από καμιά αλογόμυγα. Όπως λόγου χάρη ο κύριος Παπανδρέου, που «δεσμεύτηκε» πρόσφατα στον Πρόεδρο του Συλλόγου Βιοτεχνών: «Επιμένετε, μείνετε στις εστίες σας, κρατάτε ανοιχτές τις δουλειές και θα βοηθηθείτε!». Τι εννοούσε; αυτός το ξέρει. Μάλλον και η Ελλάδα, που θα βοηθήσει τον τόπο όταν θα ερημώσει.

Από κυβερνήσεις όλα τα περιμένεις. Αποφασίζουν να σε εγκαταλείψουν, να σε σβήσουν και το πράττουν. Μα από τη Βουλή των Ελλήνων δεν αντιλαμβάνεσαι εύκολα τέτοιου είδους απόφαση και πράξη. Στα καυτά ερωτήματά μας: ποια είναι η τύχη μας; Αν χαράχτηκε ποτέ κοινή στρατηγική για το μέλλον μας; η Βουλή πρέπει να απαντήσει. Όμως δεν το συζήτησε ακόμα. Δεν βρήκε, δυστυχώς, χρόνο ούτε να το σκεφτεί. Αυτή πρέπει να σε αγκαλιάσει. Να δείξει στοργή έθνους. Αγάπη μάνας προς το παιδί. Υποχρέωση Ελλάδας για το πιο αδικημένο κομμάτι του Ελληνισμού.

Ο ελληνικός λαός έχει ιδιαίτερη ευαισθησία για την Ε.Ε.Μ. στην Αλβανία. Ποθεί ώστε ο λίγος κόσμος που επιμένει στα πατρώα εδάφη να ζει τη ζωή του Έλληνα. Ο ελληνικός λαός φωνάζει, η Βουλή σιωπά. Η σιγή τάφου γρήγορα ή αργά θα οδηγήσει στην αποτυχία: να θρηνήσουμε και μια άλλη χαμένη Πατρίδα.

Με τα δόντια παλεύουμε να κρατήσουμε και μια σπιθαμή γης, που επιχειρούν να μας την ξεκόψουν οι αλλοεθνείς. Γιατί η γης είναι η ύπαρξή μας. Και η Αθήνα αγναντεύει. Μας βάζουν φωτιά στα σπαρτά, στα αμπέλια, ρίχνουν οβίδες στους τάφους μας, η Αθήνα συμβουλεύει: «Κάνετε υπομονή!». Κι από την άλλη μεριά ταΐζει συνέχεια  αυτούς που μας αρπάζουν τα λιβάδια, τα οικόπεδα. Με αυτά που λέμε δεν σκοπεύουμε να αποδυναμώσουμε τη συνύπαρξή μας με τους Αλβανούς. Απεναντίας, θέλουμε να εδραιώσουμε περισσότερο τη θέση μας και να πάμε μαζί μπροστά, να  πετύχουμε κοινούς στόχους.

Ακούμε από υψηλά στελέχη διαφόρων παρατάξεων ότι βοηθήθηκε με πολλά δισεκατομμύρια η Ε.Ε.Μ. Μια παρένθεση  (είναι αυτοί  που, όταν τους αναφέρεις την τραγική κατάσταση του τόπου, όλο σφυρίζουν). Αντί να ενίσχυαν τις επιχειρήσεις, επέτρεψαν να μπούνε σε τσέπες αεριτζήδων τα λεφτά.

Συντάσσονται προγράμματα στήριξης, ανάπτυξης μόνον για μεγάλους επιχειρηματίες. Οι μικροί, που γι’ αυτούς πρέπει να είναι τα προγράμματα για να αντέξουν στον τόπο που αγαπάνε, μένουν εκτός παιχνιδιού. Πρέπει να καταρτιστούν προγράμματα επιβίωσης από την Ελληνική Κυβέρνηση κι όχι ξεριζωμού. Και η μικρότερη επιχείρηση και οι ελεύθεροι επαγγελματίες τίθεται καθήκον να βοηθηθούν. Για να  ζήσουν στο χώρο, στον τόπο που αποφάσισαν και να πεθάνουν. Μάλιστα χείρα βοήθειας να δοθεί και σε όποιον επιθυμεί να γυρίσει πίσω.

Άνοιξε κάποτε  στην πόλη του Αργυρόκαστρου το Ελληνικό Προξενείο και νομίσαμε ότι κατέφτασε ο σωτήρας μας. Με προσωπικό που θα  συμπαραστέκονταν σε όλους μας, που θα μελετούσε καταστάσεις και θα έδινε λύσεις. Μα όπως διαπιστώνομε ήρθε για μας και κάνει άλλα. Μετατράπηκε σε τουριστικό,  σε εμπορικό γραφείο. Σε προξενείο για προξενιό.

Όλα αυτά τα χρόνια ελπίζαμε ότι κάποιος ηγέτης της πολιτικής οργάνωσης Ομόνοια, θα μας οδηγούσε στη μεγάλη αντίσταση για να μην αφανιστούμε. Δυστυχώς τέτοιον ηγέτη δεν είδαν ακόμα τα μάτια μας. Γιατί  όλοι  πιάνουν την καρέκλα με δικό σας δάχτυλο και μετατρέπονται για τα ιδιοτελή τους συμφέροντα σε δικοί σας υπάκουοι υπάλληλοι.

Σε στιγμή που το μαχαίρι έφτασε στο κόκαλο, δεν μπορούμε να μιλήσουμε με την διπλωματική σας γλώσσα. Γιατί εδώ σε μας ο κόσμος χάνεται και δεν μας επιτρέπει να μιλάμε χαλαρά. Χρειάζεται ταχύτητα στην οικονομική ανάπτυξη, στήριξη του πολιτισμού, της παιδείας, που κατρακυλούν σκοτώνοντας το μέλλον. Όχι πια με τρίματα, μα με σοβαρές επενδύσεις προς ένα κομμάτι του εαυτού σας που, από δικά σας λάθη στο παρελθόν, βρίσκεται για κακή του τύχη, εκτός συνόρων.

 Σας ευχαριστούμε!

Ακολουθούν υπογραφές

1999

Σχετικά άρθρα: