Το χρονικό μιας αρμονικής συνύπαρξης

Το χρονικό μιας αρμονικής συνύπαρξης

Αλκιβιάδης ΝΤΑΛΕΣ

(Αναδρομή στο βίο των Βλάχων του χωριού Σχωριάδες)

Αν επικεντρωθεί κανείς στις πολλές ιστορικές πηγές των σύγχρονων ιστορικών μελετητών, αλλά και σε αυτές των πολλών βυζαντινών λογίων και περιηγητών, θα συμπεράνει πως οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί της Πίνδου και της Βορείου Ηπείρου, παρακλάδι των οποίων αποτελούν και οι δικοί μας βλάχοι, είναι ντόπια αρχαϊκά φύλα με γλωσσικό λατινοποιημένο ιδίωμα. Όπως ακριβώς συνέβη και με πολλούς άλλους λαούς επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ιβηρική χερσόνησο και μέχρι τα Καρπάθια όροι.

Στην καθημερινή λαϊκή συνείδηση τον όρο «βλάχος», πολλές φορές τον συναντούμε ως συνώνυμο του απολίτιστου και άξεστου χωρικού επαρχιώτη. Δεν ευσταθεί όμως ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός αν ρίξουμε μια γρήγορη ματιά, όχι πολύ μακριά στο χρόνο, αλλά στις αρχές το 18-ου αιώνα. Στις πατροπαράδοτες περιοχές που βιώνουν, με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους βλάχους, έχουμε μία έκρηξη πολιτισμού και των ελληνικών γραμμάτων, με αποκορύφωση αυτό που λέμε «το φαινόμενο της Μοσχόπολης». Χτίζουν σχολεία, εκκλησίες, αναπτύσσουν το εμπόριο και τις τέχνες, φτιάχνουν το πρώτο τυπογραφείο στα Βαλκάνια και ευεργετούν Μέγαρα παντού, όπου φτάνουν οι παροικίες και η δράση τους. Ακόμα και σήμερα η Βιέννη, η Αθήνα, καμαρώνουν με τα καμώματα τους. Τα καραβάνια των βλάχων φτάνουν μέχρι το Δυρράχιο, τη Βουδαπέστη, τη Βιέννη, την Κωστάντζα και μέχρι τη μακρινή Οδησσό, μεταφέροντας μαζί με τα εμπορεύματά τους και Ελληνικό πολιτισμό. Η καταστροφή της Μοσχόπολης το 1769 και άλλων κέντρων, και αυτών που ακολούθησαν, από της βίαιες οθωμανικές και συνεργάσιμες με αυτούς σκοταδιστικές δυνάμεις της εποχής, προκάλεσαν το σκόρπισμα των κατοίκων τους σε διάφορες περιοχές. Ένα κομμάτι από αυτούς θα υποδυθεί στην νομαδική ζωή, ασχολούμενοι κατά κύριο λόγο με την κτηνοτροφία. Ακριβώς μέρος αυτών αποτελούν και οι βλάχοι που καταμεσής του προηγούμενου αιώνα θα εγκατασταθούν μόνιμα πια και στο χωριό μας, αλλά με πολύ παλιότερες προϋπάρχουσες σχέσεις.

Ας αφήσουμε το ψαχούλεμα στα ντολαποσέντουκα της ιστορίας και ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην λαογραφία και τη μουσική παράδοση του τόπου μας.

Βλάχος

Ακόμα και ένας απλός άνθρωπος, χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις περί ιστορίας και εθνολογικής καταγωγής της βλάχικης φυλής, αρκεί να ρίξει μια ματιά στην δημοτική και λαογραφική παράδοση, για να βγάλει κάποια συμπεράσματα. Ποιος από μας δεν έχει ακούσει και δεν έχει τραγουδήσει παλιά δημοτικά τραγούδια όπως:

«Στην κεντημένη σου ποδιά,
μωρ βλάχα.
Λαλούν αηδόνια και πουλιά,
μωρ βλάχα.»
«Πάνω σε μια ραχούλα,
κάθονταν μια βλαχοπούλα.
Και ο βλάχος από πέρα,
τα ’λεγε με τι φλογέρα».
«Βλάχα πλένει στο ποτάμι
κι άλλη βλάχα την ρωτάει:
-Βλάχα κρέμεται η σουγιά σου
και λερώνεται η ποδιά σου».
«Βγήκαν οι βλάχοι στα βουνά,
βγήκαν κι βλαχοπούλες.
Βάζουν το μόσχο στα μαλλιά,
αράδα – αράδα τα φλουριά».
«Τα πη’ βλάχα, τα πήρανε
τα πρόβατα
μέσα από την στρούγκα,
βλάχα τσελιγκοπούλα».

Θα μπορούσα να αραδιάσω άπειρα τέτοια τραγούδια. Ένα στοιχείο, όπως το βλάχικο, με τόσο έντονη παρουσία και χιλιοτραγουδημένο στη μουσική παράδοση ενός λαού, μόνο ξενόφερτο και διαφορετικό δεν μπορεί να θεωρηθεί.

Η λαογραφία, λοιπόν, του τόπου μας, είναι ένα μικρό δείγμα από τα πολλά της κοινής ιστορίας, της συνύπαρξης και συμβίωσης της βλάχικης φυλής με τις υπόλοιπες ελληνικές φυλές του τόπου μας.

Η γεωγραφική τοποθεσία του χωριού μας στην περιφέρεια της ιστορικά φυσικής παρουσίας και διαβίωσης της φυλής των Βλάχων γύρω από τον όγκο της Πίνδου και των γύρο περιοχών και στο επίκεντρο της διαδρομής μετακίνησής τους από τα θερινά λιβάδια προς τα χειμαδιά και αντιθέτως, το καθιστούσαν ανέκαθεν σημαντικό πόλο έλξης. Ένα από τα δύο μεγάλα περάσματα των κοπαδιών απάνω από τον όγκο της Νεμέρτσικας, με κατεύθυνση τον Γράμμο και τα βουνά της Κορυτσάς, εκτός τον αυχένα του Δεμπέλι, ο αυχένας του Αγκαθάκι, βρίσκεται ακριβώς πάνω από το χωριό Σχωριάδες. Τα πλούσια βοσκοτόπια, τα λιβάδια και τα δάση γύρω του, ήταν στις προτιμήσεις των κτηνοτρόφων βλάχων που τα μισθώνανε έναντι αμοιβής στην κοινότητά μας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 ο μεγάλο τσέλιγκας Μίτε (Δημήτρης) Μεντής, εκδηλώνει το ενδιαφέρον για μόνιμη εγκατάσταση στο χωριό μας.

Όπως διηγούνταν ο γιος του, Σπύρος Μεντής, «Ψάχναμε να αγοράσουμε ένα σπίτι σε κάποιο από τα χωριά Πολύτσανη ή Σχωριάδες». Τότε οι πρόκριτοι του χωριού μας, τού προτείνουν να αγοράσει το αρχοντικό της οικογένειας Μπεκιάρη, που προσφέρονταν προς πώληση. Έτσι εγκαθίσταται μόνιμα στο χωριό μας, αγοράζει χωράφια, χτίζει στάβλους και εξελίσσεται σε σημαντικός οικονομικός παράγοντας του τόπου. Παντρεύει τον μεγάλο γιο του, Νάσιο, με κοπέλα του χωριού, την Χαριτήνη Βαγγέλη και εντάσσεται πλήρες στην κοινωνική ζωή του χωριού. Δεν έπαψε όμως να ξεχειμωνιάζει τα κοπάδια του, συνεταιριζώμενος και με ντόπιους κτηνοτρόφους στο Βούρκο και τα Εξαμίλια. Οι προϋπάρχουσες σχέσεις της κοινότητάς μας, με την κοινότητα των Βλάχων, αποδεικνύεται και από τη μαρτυρία του γέρου Λεωνίδα Πότση, εγκατεστημένος πια στην Κούταλη της Πρεμετής. Θυμούνταν με κάθε λεπτομέρεια όλους τους παλιούς γέροντες του χωριού, λόγο το ότι, κάθε καλοκαίρι η οικογένειά του ενοικίαζε τα βοσκοτόπια της Πάρας και της Παραπούλας. Ακόμα και σήμερα υπάρχει ένα σημείο στην Παραπούλα που το λένε «Τα κονάκια των Βλάχων». Από τη μία και μοναδική συνάντηση με τον μπάρμπα Λεωνίδα (ήταν παππούς της συζύγου μου), θυμάμαι τον εξής διάλογο σε άψογα ελληνικά από τον ίδιο: -Είναι τυχερά τα εγγόνια μου που μεγαλώνουν στης Σχωριαδες – μου είπε κάποια στιγμή». (Ο μπάρμπα Λεωνίδας είχε πολλά παιδιά και εγγόνια διάσπαρτα στη Λυντζουριά, Πρεμετή, Κορυτσά και μέχρι το Ελμπασάν) – Μα γιατί – του απάντησα εγώ. – Εσείς εδώ είστε σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Κούνησε το κεφάλι του και μου απάντησε: – Γιατί εκεί είναι πιο κοντά με τις ρίζες. Και οι ρίζες μας, παιδί μου, είναι ελληνικές.

Χρόνια αργότερα θα εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό και ο Κήτας (Χρήστος) Φούκης, ο οποίος νυμφεύεται και αυτός ντόπια κοπέλα, την Ελένη Νάκα.

Το 1956 με απόφαση της τότε κυβέρνησης για εγκατάλειψη της νομαδικής ζωής και μόνιμης και σταθερής εγκατάστασης όλων των βλάχων, έρχονται και άλλες οικογένειες, όπως τα αδέρφια Βασίλης, Λουκάς και Ράκος Μεντής, Χρήστος Μάρκος, Κωνσταντίνος Θύμιος, Κωνσταντίνος Πότσης και Χρήστος Δήμας. Στη γενικότητα, όλοι τους συγγενείς μεταξύ τους. Για ένα διάστημα εγκαταστάθηκε και η οικογένεια Γκερμότση, η οποία αργότερα μετακόμισε αλλού.

Όλοι τους ήταν άνθρωποι νοικοκυραίοι, εργατικοί, συνεργάσιμοι, φιλήσυχοι, φιλόξενοι και βαθιά θρησκευόμενοι.

Αρχικά οι αρχές του χωριού τους τακτοποιούν σε διάφορα κενά σπίτια. Αργότερα κάποιοι ή τα αγόρασαν από τους πρώην ιδιοκτήτες ή κατασκεύασαν δικά τους σπίτια. Κατά κύριο λόγο, όλοι τους ασκούσαν το επάγγελμα του κτηνοτρόφου ή του αγωγιάτη (καρβανιάρη). Από την πρώτη στιγμή εντάσσονται στον νέο ιδρυθέντα συνεταιρισμό, παραχωρώντας σε αυτόν το μεγαλύτερο μέρος της ζωικής τους περιουσίας. Εννοείτε από αυτά που τους είχαν μείνει από την κατάσχεση της μεγάλης περιουσίας που έγινε τα πρώτα χρόνια μετά το 1945.

Υπάρχουν αρκετά δείγματα της γρήγορης και πλήρης ένταξης της κοινότητας των Βλάχων στην κοινωνική ζωή του χωριού και της απόλυτης ταύτισής τους με τον ντόπιο πληθυσμό. Από την πρώτη στιγμή όλα τα βλάχικα παιδιά συνδέονται με τον θεσμό του βλάμη με ένα αντίστοιχο παιδί του χωριού. Αναπτύσσονται πολλές κουμπαριές και, το πιο σημαντικό, συντελούνται πολλοί μικτοί γάμοι. Το τελευταίο είναι ένα φαινόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τον κλειστό χαρακτήρα της φυλής και το πατροπαράδοτο έθιμο να παντρεύονται μέσα για μέσα και του αρραβωνιάσματος των παιδιών από την κούνια. Εκτός από τούς προαναφερθέντες σήμερα αριθμούνται πάνω από είκοσι μικτοί γάμοι στο χωριό μας. Από τα μικρά μου χρόνια, θυμάμαι τους παραδοσιακούς βλάχικους γάμους, στους οποίους στήνανε στις αυλές των σπιτιών πρόχειρες τέντες, σκεπασμένες με μάλλινες βελέντζες, όπου στρώνανε το γαμήλιο τραπέζι. Πάντα καλεσμένοι στους γάμους τους θα ήταν όλο το χωριό. Στη μνήμη μου έχει μείνει ο γάμος του Ηλία Σ. Μεντή τον Αύγουστο του 1972, στον οποίο συμμετείχαν εκτός των χωριανών και όλοι απομακρυσμένοι συγχωριανοί μας που είχαν βρεθεί στο χωριό για να συνδράμουν στην κατασκευή του υδραγωγείου. Ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι.

219676224_1106539786503936_8740421462365673887_n

Όσον αφορά τα επαγγέλματα, εκτός του κτηνοτρόφου, αξίζει να σημειωθεί η δεξιότητα των βλάχικων γυναικών στην επεξεργασία των μάλλινων προϊόντων. Δεν υπήρχε σπίτι στο χωριό μας που να μην είχε ένα χαλί, μία μάλλινη κουβέρτα ή μία κουρελού, υφασμένα από τα επιδέξια χέρια τους στους πρόχειρους αργαλειούς που στήνανε στις αυλές των σπιτιών τους.

Τα παιδιά τους πια φοιτούν μόνιμα στο ελληνικό δημοτικό σχολείο του χωριού και πολλά απ’ αυτά διακρίνονται, φτάνοντας μέχρι τις ανώτατες σχολές. Στην ελληνική τους παιδεία όμως δίνεται ένα τέλος το 1967-1968, όταν το καθεστώς της Αλβανίας αγνοώντας και αποκλείοντας την ελληνικότητα τους, τους επιβάλει δια του νόμου την υποχρεωτική τους φοίτηση σε αλβανικό σχολείο που ανοίγει στο χωριό για αυτό το σκοπό. Ήταν μια απόφαση που, εκτός από τον απαράδεκτο διαχωρισμό τους από την κοινωνία που ζούσαν, αργότερα προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες και αντιρρήσεις, ειδικά από γονείς παιδιών προερχόμενα από μικτούς γάμους.

Ένα άλλο βάρη χτύπημα υπέστησαν την δεκαετία του 1970, οι φιλήσυχοι και ειρηνικοί αυτοί άνθρωποι, όπως και πολλοί άλλοι συγχωριανοί μας, από το τότε δικτατορικό καθεστώς. Αρκετοί από αυτούς φυλακίστηκαν και πολλές οικογένειες εξορίστηκαν με τον πιο βάναυσο τρόπο.

Ως γνωστό, όλη η πρώτη γενιά των βλάχων του χωριού μας, ήταν γραμμένοι στους ληξιαρχικούς καταλόγους του χωριού Κεφαλόβρυσο του Πωγωνίου των Ιωαννίνων, γεγονός που συντέλεσε στην γρήγορη αποκτήσει της Ελληνικής ιθαγένειας μετά το 1990.

Το απολυταρχικό καθεστώς, με την 45ετή φραγή των συνόρων, στέρησε από αυτούς τους ανθρώπους κάθε επαφή με το μητροπολιτικό τους κέντρο το Κεφαλόβρυσο και τα συγγενικά τους πρόσωπα. Θα ξανακτίσουν τις σχέσεις τους μόνο μετά το 1990. Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια αυτά, τα αδέρφια Κεφαλοβρυσήτες Σπύρο και Βαγγέλη Πότση με την αφοσίωση και αγάπη τους, στήριξαν και συμπαραστάθηκαν, όχι μόνο στα συγγενικά τους πρόσωπα, αλλά και σε πολλούς άλλους πατριώτες μας.

Τη δεκαετία του ’90 πολλοί από αυτούς, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού μας, ακολούθησαν το δρόμο της φυγής προς την Ελλάδα. Συνεχίζουν όμως να έχουν τακτικές επαφές με το χωριό, συντηρώντας τις περιουσίες τους και ανακαινίζοντας τα σπίτια τους.

Η Σχωριάδες, για όλους μας, παραμένει η μόνιμη κοινή μας Πατρίδα.

Σχετικά άρθρα: