«Μπρος γκρε­μός και πίσω ρέμα…»

«Μπρος γκρε­μός και πίσω ρέμα…»

Του  Θεοφάνη ΜΠΟΥΖΗ

Οι προβληματισμοί της γενιάς μου

Οι σημερινοί σαρανταπεντάρηδες (+/- κάτι), οι άνθρωποι της δικής μου γε­νιάς, πέραν των γνωστών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το σύνολο των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα, έχουν επί πλέον ειδικούς προβληματισμούς, οι οποίοι πηγάζουν από συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, που χαρακτηρίζουν την εν λόγω γενιά. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Αλβανία και η μεγάλη φυγή προς την Ελλάδα, βρήκε την γενιά μου στο σταυροδρόμι της ζωής.

Είχε διανύσει υπό τις γνωστές συνθήκες της κομμουνιστικής δικτατορίας, περίπου το μισό της ζωής της, και άρχισε μία νέα πορεία υπό νέες συνθήκες και νέα δεδομένα. Ακριβώς, αυτή η ιδιαιτερότητα, έχει δημιουργήσει και συ­νεχίζει να δημιουργεί αστάθεια στον προσανατολισμό, στους στόχους, τις κι­νήσεις, στον προγραμματισμό, γενικά στην όλη πορεία της ζωής των ανθρώ­πων της γενιάς μου. Η γενιά των γονέων μας και οι ελάχιστα εναπομείναντες από την γενιά των παππούδων μας, σε γενικές γραμμές έχουν προσδιορίσει οριστικά την θέση τους, όσον αφορά την πορεία που πρόκειται να διανύσουν (το πού και πώς) για το υπόλοιπο της ζωής τους. Συνεχίζουν να παραμένουν σταθεροί, ακλόνητοι στον χώρο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, στον χώρο της Βορείου Ηπείρου. Όταν διατυπώνω αυτή την άποψη, αναφέρομαι στο σύνολο και όχι σε ειδικές εξαιρέσεις. Οι νεότερες γενιές από την γενιά των 45αρηδων και ακόμη πιο πολύ η γενιά των παιδιών μας, απ’ ότι φαίνεται, έχουν προσδιορίσει και αυτές κατά κάποιον τρόπο την πορεία τους. Γι’ αυτούς, το μέλλον είναι η Ελλάδα. Βάσει αυτού του σκεπτικού, κινούνται, ερ­γάζονται, σπουδάζουν, ειδικεύονται, προγραμματίζουν, γιατί όχι και ονει­ρεύονται. Ωστόσο, η γενιά μου, 10 χρόνια τώρα ψάχνεται να βρει κάποια ισορροπία μεταξύ των αναμνήσεων του παρελθόντος και των ονείρων του μέλλοντος. Έχει μείνει κάπου στην μέση της πορείας της και δυσκολεύεται ν’ αποφασίσει το τι θα πράξει στη συνέχεια. Αισθάνεται (δεν ξέρω πόσο αληθινή είναι αυτή η αίσθηση), μπρος γκρε­μός και πίσω ρέμα …

Η συνταξιοδότηση

Για τους ανθρώπους της γενιάς μου, η συνταξιοδότηση αποτελεί όχι μόνο το ειδικότερο πρόβλημα, αλλά ίσως και το πιο σημαντικό. Αν και όχι της παρούσης στιγμής, το πρόβλημα αυτό με τις τεράστιες διαστάσεις του, τους απασχολεί και τους αγχώνει από τώρα. Αναρωτιούνται για το πώς θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν την απαραίτητη σύνταξη ως ασφάλεια για τα γηρατειά που έρχονται.

Ο ουρανός φαίνεται συννεφιασμένος και, αν δεν με απατούν τα φαινόμε­να, μάλλον υπάρχει μαυρίλα. Στην συνέχεια θα προσπαθήσω να γίνω πιο σα­φής, όσον αφορά την μαυρίλα και τα σύννεφα. Είναι γεγονός, πως η γενιά μου έχει εργασθεί περίπου 15 – 20 χρόνια (ανάλογα με το επάγγελμα, την η­λικία, τις σπουδές, κ.λ.π.) στο αλβανικό κράτος, σε διάφορους τομείς της οικονομίας (κυρίως στην γεωργία και οικοδομές) επιστήμης, πολιτισμού, κ.λ.π. Ο σημερινός αλβανικός νόμος για συνταξιοδότηση, απαιτεί εργασία πάνω από 35 χρόνια. Τα δικά μας 20 χρόνια, 20 χρόνια από τα νιάτα μας, κα­ταλήγουν στους κάδους των αχρήστων. Για συνταξιοδότηση στην Ελλάδα (αν υπολογίσουμε πως την δεκαετία 1991 – 2001 τα ένσημα που έχουν εξασφαλιστεί είναι ελάχιστα) θα χρειαστεί τουλάχιστον μία 25ετία. Δυστυχώς, για τα όρια της ηλικίας μας, δεν ξέρω εάν θα έχουμε την αντοχή να φτάσουμε στο τέρμα, να κόψουμε το νήμα, ίσως μείνουμε ξανά κάπου πιο πάνω από την μέ­ση της διαδρομής …

Τι γίνεται; Σίγουρα οι ειδικοί (οι ασφαλιστές) από τις δύο πλευρές των συνόρων προτείνουν λύσεις, έχουν έτοιμες απαντήσεις για κάθε περίπτωση, για κάθε έναν από εμάς ξεχωριστά. Δεν μένει λοιπόν παρά να τρέξουμε σε αυτούς.

Μπορείτε, θα σας πουν στο ΙΝSIG (Ασφαλιστικό Ίδρυμα στην Αλβανία) να πληρώσετε από τώρα (σταδιακά ασφαλώς) την διαφορά χρόνων που χρει­άζεται για συνταξιοδότηση. Στην Ελλάδα θα σας προτείνουν δεκάδες ασφα­λιστικές εταιρείες με συγκεκριμένους όρους πληρωμής, ακόμα και Κρατικά Ιδρύματα όπως το Ο. Γ. Α. Όλοι έχουν κάτι κοινό, ζητούν επιπλέον χρήμα­τα. Το ερώτημα που εγώ θέτω, είναι τι θα γίνει με τα χρήματα που έχουμε «δώσει» διαμέσω της μέχρι στιγμής εργασίας μας; Και απαντώ:

-Θα μπορού­σε να βρεθεί κάποιος τρόπος που να συνυπολογίζονται για συνταξιοδότηση τα χρόνια εργασίας μας σε Αλβανία και Ελλάδα. Η πρότασή μου ίσως δείχνει ουτοπική, όχι ρεαλιστική και εφαρμόσιμη στην πράξη, ωστόσο εγώ επιμένω για το αντίθετο, αρκεί εμείς να ξέρουμε τι ζητάμε, οι εκπρόσωποί μας (βου­λευτές, ομονήτες, τοπικοί άρχοντες) να ασχοληθούν με το θέμα, οι κυβερνή­σεις της Ελλάδος και Αλβανίας να έχουν την θέληση για συγκεκριμένες λύ­σεις, οι διεθνείς Οργανισμοί να ενημερωθούν σωστά και έγκυρα, κ.λ.π.

Τι μπορεί να γίνει

Σημαντικός, πιστεύω για την λύση του συγκεκριμένου προβλήματος (όπως και για πολλά άλλα), είναι ο ρόλος των εκπροσώπων μας. Δεν αμφι­βάλλω πως οι εκπρόσωποι μας (βουλευτές, ηγεσία Ομόνοιας, Πρό­εδροι και Προεδρεία Συλλόγων, τοπικοί άρχοντες, κ.λ.π.) δεν έχουν την αρ­μοδιότητα να αποφασίσουν αυτό που εγώ προτείνω, έχουν όμως την δυνατό­τητα να θέσουν το θέμα για συζήτηση σε διάφορους οργανισμούς και φορείς σε Ελλάδα, Αλβανία και όχι μόνο. Σίγουρα, για να πείσουν για αυτά που θέτουν και λένε, χρειάζεται προετοιμασία. Οι απαντήσεις των ερωτήσεων (γιατί, πόσα, πότε, πώς) που θα χρειαστεί να δώσουν οι εκπρό­σωποι μας σε αρμόδιους φορείς, απαιτεί μελέτη. Δυστυχώς, όλοι τους, λίγο νοιάζονται για τέτοιου είδους μελέτες … Η ελληνική και αλβανι­κή πολιτεία στο πλαίσιο των Ελληνο – Αλβανικών σχέσεων, θα μπορούσαν να δώσουν οριστική λύση στο εν λόγω θέμα, αρκεί να έχουν την θέληση για συ­γκεκριμένες λύσεις και όχι για όμορφα λόγια. Βαρεθήκαμε να ακούμε τα ίδια και μονότονα. Έχουν γίνει τόσο επαναληπτικές οι δηλώσεις των εκπροσώπων (σε διάφορες περιπτώσεις) στις δύο χώρες όταν αναφέρονται στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα, που δεν χρειάζεται να ακούσουμε τι θα πουν. Γνωρίζου­με από πριν το περιεχόμενό τους. Στις δηλώσεις αυτές, τα λόγια γυροφέρνουν στο γνωστό σλόγκαν της «γέφυρας φιλίας», όπως μας αποκαλούν οι πάντες και πάντοτε. Καλά κάνουν και τονίζουν την «γέφυρα φιλίας», μόνο που η «γέ­φυρα» για να κρατηθεί χρειάζεται συντήρηση. Αν έχουμε υπ’ όψιν μας πως η γενιά μου (για τις ιδιαιτερότητες που προαναφέραμε) αποτελεί τον «σκελετό της γέφυρας», είναι αυτονόητο πως χρειάζεται και ειδική μεταχείριση.

Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης (φαινόμενο πλέον υπαρκτό και υπό εφαρμογή) οι μειονότητες εμπλουτίζονται με νέα χαρακτηριστικά. Στην περίπτωσή μας, στην περίπτωση της γενιάς μου, γιατί να μην είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό η συνυπολογίσιμη (από εργασία σε δύο χώρες) συνταξιοδότηση;

Απαραιτήτως πιστεύω, κάποιος θα πρέπει να ευαισθητοποιήσει και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς. Για μένα οι νεοεκλεγμένοι βουλευτές μας, θα ήταν η ιδανική περίπτωση. Τους καλώ, λοιπόν, ν’ ασχοληθούν με την δική μου πρόταση, όχι απλά για την γενιά μου (έτσι κι αλλιώς εμείς θα βρούμε τρόπο να πορευτούμε), αλλά για το μέλλον της Βορείου Ηπείρου (που δη­λώνουν πως νοιάζονται), γιατί πιστεύω πως η γενιά μου έχει σημαντικό ρόλο σε αυτό το μέλλον, αποτελεί τον συνδετικό κρίκο του χθες, του σήμερα και του αύριο.

Συνδετικός κρίκος

Η γενιά μου αποτελεί συνδετικό κρίκο μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος, μεταξύ των πατεράδων και των παππούδων μας, που φυλάνε Θερμοπύλες στα άγια χώματά μας, από την μία πλευρά και της νεολαίας μας, που στην πλειοψηφία της έχει προσαρμοστεί πλήρως στην Μάνα Ελλάδα, από την άλλη πλευρά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και για κύριο λόγο, γίνεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της Μητροπολιτικής Ελλάδος και του χώρου της Βορείου Ηπείρου. Έχοντας αυτόν τον ρόλο, είναι αυτονόητο πως στους ώμους της γε­νιάς μου βαραίνει ταυτόχρονα ένα μέρος των προβλημάτων των γονέων και των παιδιών τους. Δεν θα ασχοληθώ ιδιαίτερα με αυτούς τους προβληματι­σμούς (πολλοί από τους οποίους είναι γνωστοί) άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός του άρθρου μου. Θα τονίσω μόνο δύο παραδείγματα, προσπαθώντας να γίνω πιο κατανοητός. Η απόφαση της ελληνικής πολιτείας για συνταξιοδότηση των ηλικιωμένων Βορειοηπειρωτών, διαμέσου του Ο.Γ.Α. (ίσως η πιο ουσιώδης κατά την δική μου άποψη, απόφαση μέχρι στιγμής) είναι ένα μεγάλο βοήθημα για την γενιά των πατεράδων μας, έμμεσα όμως «απαλλάσ­σει» και την γενιά μου εν μέρει από τις οικονομικές υποχρεώσεις έναντι των γονέων της.

Αντιθέτως τώρα, η μη ρύθμιση του θέματος για την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας από τους νέους Βορειοηπειρώτες, προβληματίζει όχι μόνο τους ίδιους, αλλά κυρίως τους γονείς τους. Οι χθεσινοί πιτσιρικάδες ή ακόμα και τα χθεσινά μωρά που ήλθαν από την Βόρειο Ήπειρο στην Ελλάδα, στην αγκαλιά των πατεράδων τους, σήμερα έγιναν και στο προσεχές μέλλον θα γίνουν άνδρες. Ως άνδρες οφείλουν να στρατευθούν. Στην Ελλάδα όμως, δεν μπορούν (δεν είναι πολίτες αυτής της χώρας) άσχετα εάν το επιθυμούν. Στην Αλβανία, το έχουν δύσκολο, γιατί κακά τα ψέματα, ούτε καν την γλώσσα δεν γνωρίζουν. Αυτά μεγαλώνουν περιμένοντας μία δίκαιη λύση. Ωστόσο οι πα­τεράδες τρέχουν και δεν φτάνουν. Τρέχουν να πληρώσουν τις στρατιωτικές υποχρεώσεις των παιδιών τους …

Στο εξώφυλλο: Στην Επιχείρηση Παραγωγής Καλλιτεχνικών Ειδών, κυρίως από ξύλο, εργάζονταν αρκετοί Βορειοηπειρώτες.

«Ομογενής», Ιούλιος 2001

Σχετικά άρθρα: