Στης Δερόπολης τον κάμπο
Του Νικόλαου Κ. Παπαδόπουλου
Από το βιβλίο ΔΡΟΠΟΛΙΤΙΚΑ
Δεύτερο μέρος
Ξερική ή Κάτω Δερόπολη, χωρίς πράσινο καί βλάστηση, άφθονο όμως τό πράσινο στήν Απάνω Δερόπολη, κι έκεΐ ὃπου ὁ Ξεριάς σμίγει με τό ρέμα τοΰ Δρίνου, πώρχεται άπό τήν Άρίνιστα. Πλατάνια καί φτελιάδες, γκοριτσιές καί κρανιές, βελανιδιές ήμερες κι άγριες συμπέκονται κάτω ’πό τό ντερβένι τής Άρίνιστας, καί σ’ όλες τις μεριές γράβοι καί σφενδάμνια, φράξοι καί κουτσουπιές, παλιούρια καί ήμερόδεντρα γεμάτη ή δεξιά ὂχτη τοΰ Δρίνου, έκεί οπού τά νερά του μπαίνουν στ’ άλβανικό. Καταπράσινο τό τοπίο στήν Απάνω Δερόπολη, άπό τά Βρυσερά ώς τή Σωτήρα. Έδώ τά χωριά, άλλα κοντά κι άλλα μακριά άπό τόν κάμπο, σκαρφαλωμένα σέ πράσινες πλαγιές, κατάλευκα μέσ’ στις χαράδρες τών γύρω βουνών, μοιάζουνε μέ τ’ άσπρα συμμετρικά τους σπίτια σάν παρθένα όλόδροσα κρίνα, ή Λουβΐνα μέ μακριά θρησκευτική παράδοση, ή πράσινη Κακογοραντζή, τσιφλίκια σκληρών άργυροκαστριτών άγάδων, τό Σελειό καί τό Κλεισάρι, πού τά ζώνει πελώριο βουνοστεφάνι καί προβάλλει δίπλα τους έπιτακτικά τή σιλουέτα του παλιό κάστρο έλληνικό, μέσα στο όποιο άρχαϊα Ήπειρωτικά νομίσματα καί σπασμένα αγγεία πολλές φορές ανακαλύφτηκαν στα περασμένα χρόνια.
ΙΙέρα από τήν Γοραντζή καί τή Λουβίνα, στην άλλη τή μεριά, στό βάθος, έπιβλητική μέ τά όμορφα δίπατα σπίτια της, χωμένη στό μπογάζι, κοντά στά ριζά τής Στουγάρας προβάλλει ή Σωτήρα, ένα από τά άρχαιότερα χωριά τής Απάνω Δερόπολης, πού τό βρίσκουμε γιά πρώτη φορά στά τελευταία βυζαντινά χρόνια. Κεφαλοχώρι στό τούρκικο, μέ πολλά αρχοντικά καί δασκάλους μορφωμένους, στάθηκε γιά χρόνια ακρίτας τοΰ δροπολίτικου βορρά, μέ καλούς καπετάνιους καί γεροδεμένα παληκάρια. Μέσα από τή Σωτήρα ξεκινούν οί πρώτες πηγές τοΰ Δρίνου, σμίγουν στό μεσοχώρι καί τή χωρίζουν σέ δυό, στ’ Ανήλιο καί τό Προσήλιο, κι υστέρα ξεχύνονται πρός τά κάτω μέ κατάφυτες τις ὂχτες άπό πλατάνια.
Στήν ίδια σειρά ή πλούσια σέ καρυδιές καί καρπερά δέντρα Κοσσοβίτσα, κοντά στά σύνορα, όπου αρχίζουν οί πυραμίδες, πού χώρισαν στή μέση τό χωριό, μισό στήν έλεύθερη πατρίδα καί τ’ άλλο μισό στήν Αρβανιτιά. Έδώ τό πράσινο άφθονεϊ κι οί γύρω βουνοκορφές τής Μπουργκάνας, όσο ψηλότερ’ ανεβαίνουν τόσο καί πυκνότερες γίνονται άπό θεόρατα καί αιωνόβια δέντρα, μέ ὃλα τά είδη τής Ηπειρωτικής χλωρίδος, μέσα στά όποία έχουν στήσει τις φωλιές τους τ’ άγρια τοΰ βουνοΰ καί τοΰ λόγγου, καί πρό παντός τά αγριογούρουνα, πού προσείλκυαν πολλούς κυνηγούς άπό τήν Απάνω καί τήν Κάτω Δερόπολη. Κι ή Κοσσοβίτσα είν’ άπό τά άρχαιότερα χωριά τής Απάνω Δερόπολης– γνωστή περισσότερο σ’ όλη τήν ’Ήπειρο καί τήν Αρβανιτιά γιά τήν οικογένεια των ΙΙαπαδοπουλαίων ή ΙΙαπαδάτων, πού πλούτησαν πολύ τόν περασμένο αιώνα καί πήραν πολλά άξιώματα στό τούρκικο ντοβλέτι, καί έπαιξαν μέγα ρόλο στά κοινά τοΰ τόπου. Σαράφηδες στ’ Αργυρόκαστρο καί στήν Πόλη οί Παπαδοπουλαϊοι είχανε μεγάλη έκτίμηση στούς τούρκους τοΰ Άργυροκάστρου καί στούς Ρωμιούς.
Ὓστερ’ άπό τή Σωτήρα καί τήν Κοσσοβίτσα μεγάλο χωριό τής Απάνω Δερόπολης ήταν ό Λόγγος, πού πήρε άσφαλώς τ’ όνομά του άπό τά πολλά άγρια δέντρα καί τά ήμερόδεντρα, πού τόν περιτριγυρίζουν. Πολλά παραπλήσια σ’ όλες τις μεριές τοΰ χωριοΰ προβάλλουν καί δίνουν ξεχωριστή όψη στό Λόγγο. Άκολουθούν στή σειρά τ’ άλλα χωριά τής Απάνω Χώρας. Σάν πολύτιμα μαργαριτάρια προβάλλουν ολοκάθαρα, ή Πέπελη μέ τό ιστορικό της μοναστήρι, όπου τής Αγίας Τριάδος έρχονταν απ’ ὃλη τή Δερόπολη νά γιορτάσουν καί νά γλεντήσουν, καί νά ίδουν πολλές φορές καί τό θάμα πού γένονταν. Στό μοναστήρι τής Πέπελης, κάτω στά ύπόγειά του, είχανε δεμένους ζουρλούς, πού τούς έφερναν γιά θεραπεία από διάφορα μέρη, καί κάθε χρόνο τής Αγίας Τριάδας έγένονταν κι ένας καλά. Σ’ ὃλη τή Δερόπολη ακούονταν συχνά ή φράση γιά κάποιον, πού δέν έστεκε καλά στό μυαλό «αύτός έγινε γιά την Πέπελη». Δίπλα από τήν Πέπελη τό μικρό Βωδίνου, στημένο στην κορφή τού βουνού, πιο κάτω ή Μπόδριστα μέ τό περίφημο λιβάδι τής Πετσαλούδας, από τά πλουσιώτερα μέρη τής Χώρας, ὃπου πολλές φορές πολύ αίμα χύνονταν γιά τό σύνορό της μέ τούς άγάδες καί τούς ντόπιους.
Περνώντας τό σύνορο καί τό τελευταίο χωριό τής έλεύθερης Ηπείρου, τήν Άρίνιστα – Κτίσματα τό σημερινό του ὂνομα, – ὓστερ’ από κάμποσα καγκέλια τοΰ στενού δρόμου, μέσ’ από πλούσιο πράσινο, νά! καί τά σύνορα Ελλάδος καί Αλβανίας, μέ τήν πυραμίδα στή μέση τοϋ δρόμου κάτασπρη καί μέ τά διακριτικά της γράμματα (Ε) από τή μιά πλευρά, Ελλάς δηλαδή καί (Α) από τήν άλλη, «ὃπερ έστί μεθερμηνευόμενον» Αλβανία.
Έδώ άρχίζει ή Αρβανιτιά. Τό νέο κράτος τής Βαλκανικής, πού χρόνια πάσχισαν νά ιδρύσουν οί Ιταλοί κι οί Αυστριακοί, γιά νά τώχουν μιά μέρα προγεφύρωμα γιά τήν κατάκτησή της.
Σέ προνομιούχο θέση ύψώνεται τ’ άρβανίτικο φυλάκιο ψηλά στή ράχη, π’ άγναντεύει καί κατασκοπεύει πέρα γιά πέρα τά γύρω χωριά, πώμειναν έλεύθερα στό Ρωμαίϊκο καί γλύτωσαν από τήν άρβανίτικη σκλαβιά, τή Χρυσόδουλη, τ’ Άργυροχώρι, τό Μαυρόπουλο, τό Ζάβροχο. Σέ μειονεκτική θέση τό έλληνικό φυλάκιο, κάτω, χαμηλά στό ντερβένι, ὃπως έβαλαν τό σύνορο οἱ Μεγάλοι τού Κόσμου, οί άνομοι κριτές, στά 23. Τά στρατηγικά σημεία στήν Αλβανία, τά χαμηλά στήν Ελλάδα. Λίσβας τό χώμα γύρω άπό τήν Κακαβιά, βαλτώνει εύκολα τό χειμώνα μέ τις πολλές κι ασταμάτητες βροχές, γι’ αύτό καί τά σπίτια τού χωριού ήταν χτισμίνα μέ γερά θεμέλια καί δέν κινδύνευαν άπό χειμερινή μπόρα. Μαύρη πέτρα άφθονη έβγαινε άπό τά μαντέμια τής Κακαβιάς καί των γειτονικών χωριών, καί μέ μαύρη πέτρα ήταν σκεπασμένα, τά περισσότερα σπίτια τοΰ χωριού.
Κάτω από τήν Κακαβιά καί πιό πέρα προς τό Ρωμαίϊκο, κοντά στήν Άρίνιστα, στο δασωμένο καί πυκνόφυλλο τόπο από ντοΰσκα καί σφενδάμνια, κρανιές καί φτελιάδες καί παλιούρια καί φράξους, κι άλλα άγριόδεντρα, στά καγκέλια τοΰ δρόμου, γίνηκε στά 23 τό φονικό τοΰ Τελλίνι. Αρχηγός τής Διεθνούς Επιτροπής γιά τόν καθορισμό τών συνόρων τής Ελλάδος καί τής Αλβανίας, ὁ ιταλός στρατηγός Τελλίνι, μέ τό χάρτη στά χέρια, κοίταζε νά βρή τις καλύτερες κορφογραμμές νά τις δώση στήν Αλβανία, καί πολλές φορές πικρά λόγια άντήλλαξε μέ τούς έλληνες αντιπρόσωπους.
Αρβανίτες ὃμως τόν σκότωσαν μέσα στό έλληνικό, γιά νά ενοχοποιήσουν τούς έλληνες καί νά πάρουν – ποιός ξέρει – τί άλλα ανταλλάγματα συνοριακά, γιατί φαίνεται ὁ Τελλίνι δέ μπορούσε νά δώκη ὃλα τά χωράφια καί τά λιβάδια τών αγάδων καί τών μπέηδων. Ό Τελλίνι κι οἱ ξένοι, πού έβαλαν τό σύνορο, στηρίζονταν στό πρωτόκολλο τής Φλωρεντίας τοΰ 1913, καί μέ βάση τό χάρτη τοΰ αύστριακοΰ Επιτελείου έκανόνιζαν τήν συνοριακή γραμμή.
Αρβανίτες τόν σκότωσαν. Τό φονικό τώχαν σχεδιάσει στό Αργυρόκαστρο οί ίδιες οί κρατικές αρχές τής Αρβανιτιάς, ὁ κομαντάντης τοΰ Κάστρου Χουσνή Λεπενίτσας, καί ὁ ανεψιός του ύποδιοικητής X. Λεπενίτσας, ό Νεβρούζ Μπέλλος κι άλλα βλαστάρια τής Αρβανιτιάς. Οί φονιάδες κάμαν σύναξη στό Γιωργουτσάτι. Έκεΐ τούς περίμεναν οί άνθρωποί τους, πού τούς είχαν πληρώσει γιά τό φόνο, καί τό βράδυ τής ίδιας μέρας ανέβηκαν ψηλά στό μοναστήρι τ’ Αηλά νά ξενυχτήσουν. Ό γούμενος, μή ξέροντας ποιοι, είναι αύτοΐ πού πλάκωσαν στό μοναστήρι, τούς φιλοξένησε στά κελλειά τοΰ μοναστηριού, τούς έσφαξε αρνιά καί τούς έκαμε ζιγιαφέτι. ‘Όμως τά μεσάνυχτα, δυό ώρες πριν νά φέξη, σκότωσαν τό γούμενο, κι ύστερα έξαφανίστηκαν μέσα στό λόγγο. Τό δειλινό τής άλλης μέρας έφτακαν στήν Κακαβιά – τούς είδε μέ τά μάτια του ὁ Σπΰρος Κυρούσης από τήν Κακαβιά, ὃπως είπε αργότερα στήν ανάκριση στά Γιάννινα – πέρασαν τό σύνορο από τόν Αη Νικόλα μέ τή βοήθεια τ’ αλβανικού φυλακίου καί ρίχτηκαν στό Ρωμαίϊκο. Έδώ κρύφτηκαν ὁλη τή νύχτα μέσα στό πυκνόφυλλο δάσος καί καρτερούσαν πότε θάρθ’ ή αύγή νά σκοτώσουν τον Τελλίνι καί τούς Ιταλούς του.
Τ’ άλλο τό πρωί μέσ’ στον πανέρμο δρόμο, έκοψαν μέ πριόνι κλαδιά από φτελιά καί ντοΰσκα κι έφραξαν τό δρόμο, στό 54 χιλιόμετρο, κοντά στό παλιό χάνι τής Άρίνιτσας, ακριβώς στήν καμπή τού δρόμου, κι έκαρτεροΰσαν τ’ αυτοκίνητο τού Τελλίνι. Σάν ακόυσαν σέ λίγο τον κρότο τ’ αύτοκίνητου, πώρχονταν από τά Γιάννινα, κρύφτηκαν οί φονιάδες πίσω από τά δέντρα καϊ καρτερούσαν, ώσπου τ’ αύτοκίνητο, πού έρχονταν μεταχύτητα, έκαμψε τη στροφή τού δρόμου. Ό οδηγός βλέποντας μπροστά του τά κλαδιά, έλάττωσε τήν ταχύτητα, σά νά κατάλαβε πώς κάτι κακό τον περίμενε. Ξάφνου πυροβολισμοί ακούονται απ’ ὃλες τις μεριές και τ’ αύτοκίνητο τού Τελλίνι χτυπιέται, ὁ ὀδηγός του πέφτει σκοτωμένος απάνω στό τιμόνι, τραυματίζεται βαριά ὁ διερμηνέας, σκοτώνεται ὁ έπίατρος Σκόρτι κι ὁ υπασπιστής τού Τελλίνι. Ό Τελλίνι πρόφτασε γιά μιά στιγμή καί πήδησε από τήν πίσω πόρτα τ’ αυτοκινήτου καί τώβαλε στά πόδια, παίρνοντας τό δρόμο πίσω γιά τά Γιάννινα. Άρέντεψε κάπου δυό βήματα, ὃμως οί φονιάδες τόν κυνήγησαν καί τόν πλήγωσαν στό ποδάρι. Ό στρατηγός έπεσε στό δρόμο. Οί φονιάδες δέν άρκέστηκαν μονάχα σέ τούτο, έπηγαν κοντά στά θύματα καί τ’ άποτελείωσαν μέ χαριστική βολή, κι ύστερα ανενόχλητοι, ξαναγύρισαν στ’ άλβανικό. Έτσι έγινε τό φονικό τού Τελλίνι στις 28 Αύγούστου τού 23, έτσι ώργανώθηκε «τό έγκλημα τής Κακαβιάς», πού αναστάτωσε τόν κόσμο. Αρβανίτες οί αίτιοι. Αρβανίτες τόν σκότωσαν τόν Τελλίνι.
Κι ύστερα ’πό τό φόνο τού Τελλίνι, ὁ Μουσσολίνι, πού τότε είχε πάρει τήν αρχή κι εξουσία τής Ιταλίας στά χέρια του, αφορμή τό βρήκε νά χτυπήση τήν άδύνατη Ελλάδα, πού είχε ανοιχτές τις πληγές από τή Μικρασιατική καταστροφή, ζητώντας μέ αύστηρό τελεσίγραφο βαρείς όρους, πού ταπείνωναν τό ελληνικό φιλότιμο. Οί βαρείς κι έξευτελιστικοί γιά τήν Ελλάδα όροι άπερρίφθησαν. Κι ὁ Μουσσολίνι, ὀνειρευόμενος από τότε νά ύποτάξη τήν Ελλάδα, έστειλε τό στόλο του μέ τό ναύαρχο Σολάρι νά βομβαρδίση τήν Κέρκυρα. Μέ τά πολεμικά του βομβάρδισε τήν ανοχύρωτη Κέρκυρα. Και σκότωσε… ὁ γενναίος του στόλος τόσα προσφυγόπουλα στής Κέρκυρας τό κάστρο. Μέ τό σκοτωμό τοΰ Τελλίνι η Κακαβιά έγινε γνωστή σ’ όλο τον κόσμο.
Ὃμως είχε καί καλούς άντρες ή Κακαβιά άπό τά παλιά τά χρόνια. Στά μέσα τοΰ περασμένου αιώνα περίφημος ήταν σ’ ὃλη τή Δερόπολη καί το Πωγώνι ὁ καπετάν Γκόγκας, πού δέν άφηνε, ὃσο έζησε, τοΰρκο κι άρβανίτη νά πατήση τά πλουσιόσπιτα στη Δερόπολη καί στό Πωγώνι. Καλά παλληκάρια σ’ ὃλα τά χρόνια οί Κακαβΐτες, βοήθησαν, ύστερ’ άπό τό χωρισμό τοΰ τόπου στή μέση, πολλούς δικούς μας, πού τούς κυνηγοΰσαν οί Αρβανίτες νά ριχτοΰν στό Ρωμαίϊκο, κι άλλους νά κάνουν κουντραπάντα καί νά φέρνουν εἰδήματα άπό τά Γιάννινα σέ φτηνή τιμή.
Άπ’ τό μεσοχώρι τής Κακαβιάς, κοντά στό σχολείο, φαίνονταν σέ μικρή άπόσταση τό χαμηλό έλληνικό φυλάκιο. Ὃμως οἱ έλληνες νοιώθοντας τή μειονεκτική τους θέση, σκαρφάλωσαν κάτω άπ’ τον ψηλό άλβανικό λόφο, στό σύνορό τους, κι έστησαν τον κοντό μέ τή σημαία. Τήν έβλεπαν καλά οί Κακαβΐτες, κι ὃσοι Δροπολΐτες πήγαιναν στήν Κακαβιά, νά κυματίζη ή γαλανόλευκη. Καί τί δάκρυα χαράς, τί έλπίδες κι όνειρα καί ρίγη προκαλοΰσε στή ρημαγμένη Ρωμιοσύνη, πώμεινε σκλάβα στήν Αρβανιτιά! Μέ κομμένη τήν άνάσα δέ χόρταιναν νά τήν κοιτάζουν οί έρμοι Δροπολΐτες τή γαλανόλευκη νά κυματίζη σ’ έλεύθερο άέρα.
Ό δρόμος άπό τήν Κακαβιά σκαρφαλώνει στό βουνό, κι ύστερα σέ πλαγιά, ὃπου ήταν χτισμένο ένα άπό τά καλά χωριά της Απάνω Χώρας, ὁ Αη – Νικόλας, κοντά στό σύνορο μέ τις πυραμίδες, πού χωρίζουν τήν σκλάβα πατρίδα άπό τήν ελεύθερη. Από τήν κορυφή τοΰ χωριοΰ φαίνεται ή Άρίνιστα, ή Βάλτιστα καί τό πυκνόφυλλο δάσος, πού κατεβαίνει χαμηλά, κάτω στά ριζά τοΰ βουνοΰ. Στήν κορφή άκριβώς τοΰ βουνοΰ ή Κατούνα, έστεκ’ έκεϊ ροβολώντας προς τά κάτω, τό τελευταίο χωριό προς τά σύνορα. Άπό τό δάσος της πολλοί ρίχτηκαν στό ρωμαίϊκο, γιατί δέ μποροΰσαν νά βαστάξουν τήν άνυπόφορη άρβανίτικη σκλαβιά, κι έστησαν στό διάσελο, κάτω άπό τήν Άρίνιστα μιά καινούρια Κατούνα, στό Νεοχώρι. Ή Κατούνα ήταν ξακουστή σ’ ὃλη τή χώρα καί γιά τό θαυματουργό μοναστήρι τής Παναγίας των Ζωναρίων, ὃπου στή χάρη της έρχονταν τό Δεκαπενταύγουστο νά λειτουργηθούν άπ’ ὃλα τά χωριά, άκόμα κι άπό Μέσα, άπό τό Ρωμαίϊκο, νά πιουν από τό άγιασμα τοϋ μοναστηριού καί νά τούς κοπούν οί θέρμες, πού τόσο πολύ βασάνιζαν τή Δερόπολη τά χρόνια κείνα.
Άπό την Κακαβιά, ύστερ’ από μερικά κλωθογυρίσματα τού δρόμου, κάτασπρα καί όμορφοχτισμένα χωριά προβάλλουν τ’ ανάστημά τους στην πέρα τή μεριά, ζερβά τού δρόμου, οί Μπουλιαράταις ή Μπουλιαράτι, ξακουσμένο χωριό γιά τους πολλούς καί καλούς δάσκαλους πώβγαλε, καί γιά την οικογένεια τών Κουρεμένων, πούταν γνωστή στήν Πόλη καί στήν Αθήνα, οί Ζερβάταις ή τό Ζερβάτι μέ κορώνα στήν κορφή τού βουνού τό βυζαντινό μοναστήρι τού Δρυάνου. “Ενας δρόμος ίσιος άπό τήν Κακαβιά ως τό Γιωργουτσάτι, καί άσπρος σάν λαμπάδα – λαμπάδα τον έλεγαν – ήταν ατέλειωτος. Δεξιά μεριά, κοντά στό Μπουλιαρατινό πυκνά δέντρα στις ὂχτες τών τράφων, ποτίζονταν άπό τις Καμάρες, τό νερόμυλο κάτω άπό τήν Κακαβιά, πού δούλευε μέ νερό άπό παρακλάδι τού Δρίνου. Στό Γιωργουτσάτι πολλά μαγαζιά τά τελευταία χρόνια έδιναν ζωή καί κίνηση στήν Απάνω Χώρα. Σταυροδρόμι άληθινό τό Γιωργουτσάτι, ένας δρόμος τραβούσε απ’ αύτοΰ γιά τήν Απάνω Δρόπολη, άλλος γιά τό Δέλβινο καί τό Σκάλωμα, όπως έλεγαν παλαιότερα τούς Αγίους Σαράντα, κι άλλος γιά τά χωράφια τού κάμπου. Αληθινό κέντρο μέσ’ στή μέση της Δερόπολης τό Γιωργουτσάτι. Στό Γιωργουτσάτι τέλειων’ ή Απάνω Δερόπολη κι άρχιζ’ ή Κάτω Δερόπολη.
Πολλά καγκέλια, ατέλειωτες στροφές άπό τό Γιωργουτσάτι ὣς τό διπλανό χωριό, τή Γράψη ή τό Γράψι, ξαπλωμένο ώς κάτω στόν κάμπο καί τό ντερβένι, ὃπου ήταν στημένα τά μαγαζιά κι οί καφενέδες τού χωριού. “Ενα μεγάλο χάσμα, τό μπουγάζι τής Γράψης χωρίζει το χωριό σέ δυο μαχαλάδες, τόν παλιό καί τον καινούργιο. Κάπου ένα τέταρτο τής ώρας, πέρ’ άπό τή Γράψη, δυο άλλα χωριά ή Λιούγκαρη κι ή Φραστανή, ή ὃπως τάλεγαν μ’ ένα όνομα τά Φραστανολιούγκαρα, σκαρφαλωμένα στούς πρόποδες καί στά ισιώματα τού βουνού, μέσα στά πουρνάρια, τις άμυγδα- λιές καί τις μιλικοκκιές είχαν κοινό θρησκευτικό κέντρο τό μοναστήρι τής Παναγιάς, ὃπου τό Δεκαπενταύγουστο κάθε χρόνο γίνονταν ένα άπό τά καλύτερα πανηγύρια τής Δερόπολης, κι ὃπου παίρνονταν σοβαρές άποφάσεις γιά εθνικά ζητήματα τού τόπου.
Κι ύστερα άνήφορος καί κατήφορος, έρημοκκλήσια σέ κάθε βήμα, ραχούλες ὀμαλές κι ύψώματα, χαμηλά σιαδαράκια κι άγριόδεντρα, πράλια καί μιλικοκκιές στον Αη – Θόδωρο καί δίπλα προς τό Παλιοχώρι. Βαθούλωμα κλεισμένο απ’ ὃλες τις μεριές τό ίσιωμα τής Βίλλιας, ὃπου κοπάδια στάλιζαν Φραστανιώτικα καί Γοριτσιώτικα, κι από την άλλη μεριά, από τό δρόμο τού κάμπου, από τά Σιαμαράνια καί τόν Άναλήψι ως τά Μπατζιαριά χαλάσματα. Ατέλειωτα χαλάσματα παλιών συνοικισμών καί καταπράσινα βοσκοτόπια, ὃπου τό χειμώνα καί την άνοιξη αμέτρητα κοπάδια έτρέφονταν, κι άχολογοΰσ’ ὁ τόπος ὃλος από τά κουδούνια, καί τά κυπριά. Έδώ τό πλούσιο καί ξακουστό σ’ ὃλη τη χώρα λιβάδι τής Γορίτσας.
“Αμα σκαρφαλώσης τά μισά τού δρόμου, μέσ’ από τά χαλάσματα τών εκκλησιών καί των σπιτιών, άνυπομονεΐς νά φτάσης στην κορφή, ὃπου φουντωτά πουρνάρια κι άγριαμυγδαλιές πάνω σέ ήρεμο όροπέδιο, στο ψηλότερο σημείο τών γύρω βουνών, βρίσκεται ὁ Αηλιάς τής Γορίτσας καί σέ μικρή απόσταση άρχίζουν τά πρώτα σπίτια τού χωριού. Τό πιό μικρό χωριό μέσ’ στήν Κάτω Δερόπολη ή Γορίτσα, είχε τό προνόμιο νάναι τόπος κατάλληλος γιά παρατηρητήριο, απ’ ὃπου άγναντεύεις ὃλο τόν κάμπο τής Δερόπολης, άπό την Κακαβιά ώς τό Κάστρο, καί τήν πέρα μεριά ως τή Σούχα καί τά βουνά τής Λιουτζουργιάς. Έδώ απάνω, έκτος άπό τήν κορφή τού Αηλιά, τό πράσινο είναι σπάνιο. Ὃμως τό πιό υγιεινό χωριό τής Δερόπολης, ὃπου οί κακές αρρώστιες ήταν άγνωστες, κι ὃπου ὁ χειμώνας ήταν έλαφρός καί τό καλοκαίρι δροσερό. Γερά πλεμόνια καί πόδια χρειάζονταν ν’ άνέβη κανείς στη Γορίτσα. Γι’ αύτό καί γεροδεμένα τά παλληκάρια τής Γορίτσας.
Δίπλα ’πό τό δρόμο, λίγα μέτρα κάτω άπ’ τόν περίγυρο τ’ Αηλιά, έστεκ’ ὁλομόναχο χρόνια καί χρόνια, τρανό καί περήφανο, σάν ακοίμητος σκοπός, στυλωμένο βαθειά μέ τις ρίζες του στό χώμα, τό «πράλι τής έκκλησιάς», τό αιωνόβιο πουρνάρι. Πόσες φορές, κάτω άπ’ τά σκληρά του κλαδιά, δέν ξαπόστασαν οί κουρασμένοι ζευγίτες κι οί γυναίκες, πού γύριζαν άπ’ τόν κάμπο ζαλωμένες μέ τή σοδειά ή μέ τά χραμπόρια καί τις άντραΐδες, τά τσάκινα καί τά παλιούρια, τά κουτσιούπια καί τά ρωμαίϊκα κούτσουρα, πώφερνε τό ποτάμι. Καί πόσες φορές δέν άναπαύονταν κάτω άπ’ τά πράσινά του καί γυαλιστερά φύλλα, γεμάτα ὃλο βελόνι, ὁ παπάς τού χωριού, ὁ Παπαθανάσης άπό τή Γορίτσα, ξακουσμένος σ’ ὃλη τή χώρα, ρουφώντας τον ταμπάκο του καί καταστρώνοντας σχέδια για τή σωτηρία τής Ρωμιοσύνης στή χώρα, πού κινδύνευε τώρα απ’ τήν αβάσταχτη άρβανίτικη σκλαβιά και τήν έκμετάλλευση τοΰ αγά, πού εξούσιαζε τόν πλειότερα κάμπο τής Δερόπολης. Μ’ ὃσα χρόνια κι αν πέρασαν, έμεινε πάντα το ίδιο «τό πράλι τ’ Αηλιά» στήν άβάσταχτη μοναξιά του, έπισκο- πώντας γύρω τριγύρω ὃλη τή χώρα κι ὃλη τή δροπολίτικη φύση. Άγρυπνος φρουρός νύχτα – μέρα σέ άτελεύτητη προσευχή για τή σωτηρία τής Ρωμιοσύνης, πού τώγραφ’ ή σκληρή της μοίρα καί τό κακό της ριζικό σκλάβα να μείνη σ’ άγρια χέρια.
Στήν τούρκικη άπογραφή τοΰ 1431 βρίσκεται για πρώτη φορά τ’ ὂνομα τής Γορίτσας, κι υστέρα από λίγα χρόνια, ὃταν ή Δερόπολη έπανεστάτησε, ή Γορίτσα άναφέρεται άπό τίς τούρκικες πηγές σάν άνυπόταχτο χωριό, ώσπου στό τέλος οί Τούρκοι αναγνώρισαν στή Γορίτσα, καί σ’ άλλα άνυπόταχτα χωριά ξεχωριστά προνόμια. Σ’ άλλο ὃμως ξεσηκωμό τοΰ τόπου στό 16 αί. έρημώνεται ή Παλιά Γορίτσα άπό τούς Τούρκους. Το παλιό χωριό ήτανε χτισμένο ψηλότερα άπό τό σημερινό, στά ριζώματα τής Πλάκας καί τής Παναγιάς, στά χαλάσματα. Πέρα από τά ριζώματα τοΰ σημερινού χωριοΰ, κατά τόν κάμπο, δίπλα άπό τά ντερβένι, τοποθετοΰν οί άρχαιολόγοι κι οί Ιστορικοί τήν άρχαία Άδριανούπολη, πώγινε υστέρα Δρυϊνούπολις, γιά νά διατηρηθή ώς τά σήμερα μέ τ’ ὂνομα Δερόπολη. Ὃμως έντονη σ’ ὃλες τίς μεριές κι ή βυζαντινή παρουσία. Βυζαντινά χαλάσματα στον Άηνικόλα, στήν Παναγιά, στον Άηθανάση, στό Καγκάδι καί Καγκαδόπουλο, στόν Ληθόδωρο, κοντά στή Φραστανή, τοίχοι μέ σειρές κεραμίδια, σπασμένα πήλινα άγγεΐα ὁλοΰθε έβλεπε τό μάτι, καί βυζαντινά νομίσματα πολλές φορές εύρισκαν οί γυναίκες, πού πήγαιναν γιά ξύλα στή Λευτοκαρυά, κι οί πιστικοί πώβοσκαν τά πρόβατα γύρω στά χαλάσματα.
Συνεχίζεται…
(Στη φωτογραφία εξωφύλλου η οικογένεια ΣΤΟΛΗ, Πέπελη, 1926. Από το προσωπικό αρχείο του καλού μας φίλου, Γιάννη ΣΤΟΛΗ).