Τα μοναστήρια της Δερόπολης – Αργυροκάστρου
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
Της Λένας ΓΙΩΒΑΝΝΗ – ΓΚΙΚΑ
Άνοιξη και ξεκίνησα το οδοιπορικό στη Γη των Πατέρων, των Χαόνων τη Γη. Οδοιπορικό και προσκύνημα στην παράδοση της φυλής μας, σε μια εποχή οικονομικής και πολιτικής συνένωσης των λαών. Οδοιπορικό και φόρος τιμής στο αργόσυρτο, μακρόσυρτο, λυπητερό τραγούδι των προγόνων. Γαλουχημένη με τα «νάματα της φυλής», έτρεξα στην πατρώα Γη, τη Δερόπολη Αργυροκάστρου, ν’ αναζητήσω το «λάλον ύδωρ».
Ο κάμπος ξετυλιγότανε μπροστά μου λιτός, απέριττος και ρωμαλέος μαζί, ανοιχτή αγκαλιά μάνας, φύτρα της φυλής.
Έψαξα να βρω σημάδια πατρογονικά και το είναι μου σκίρτησε συθέμελα στο αντίκρισμα των Βυζαντινών μοναστηριών, συμβόλων της φυλής μας στη μνήμη των λαών.
Βυζαντινά μοναστήρια πελεκημένα δίπλα σε αρχαίους οικισμούς, Αρχαία Ελλάδα και Βυζάντιο, Ελληνικό πνεύμα και Χριστιανισμός, μετουσίωση στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, τον Ανθρωπισμό.
Το Δωδεκάθεο του Ολύμπου ριζωμένο στον τόπο τούτο από την εποχή της πελασγικής Θεάς Διώνης, στο γκρέμισμά του αφήνει την περιοχή κληρονομιά στο ανθηρό πνεύμα του Χριστιανισμού.
Ο κάμπος αχολογά παραδόσεις και θρύλους που μιλούν για ασκητήρια και ησυχαστές απομονωμένους σε σκόρπιες καλύβες ή σε σπήλαια από τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια μια και η διάδοση του Χριστιανισμού ανάγεται στον Απόστολο των Εθνών.
Οι ιστορικές μνήμες μαρτυρούν την ύπαρξη διαφόρων μικρών εκκλησιών από τον 5ο αι. μ.Χ., που είναι παλαιοχριστιανικές βασιλικές.
Την περίοδο αυτή εμφανίζονται οι Χριστιανικές κοινότητες και η περιοχή υπάγεται στην Επισκοπή Αδριανουπόλεως.
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αδριανός, 2ος αι. μ.Χ., στο πέρασμά του από τη Δερόπολη μαγεύεται από το μεθύσι της γης. Πλούσια νερά αναβρύζουν μέσα από παχιά χώματα, ζωσμένα με ασφάκες, κυκλάμινα, αμπέλια, κυδωνιές και μελιστάλαχτες συκιές. Ο τόπος εύφορος να ταΐσει πολλά στόματα και ο χώρος κατάλληλος από στρατηγικής πλευράς.
Χτίζει πόλη και τη βαφτίζει με το όνομά του, Αδριανούπολη, σφραγίδα θύμησης στο πέρασμα του χρόνου.
Η Αδριανούπολη ευημερεί και τον 6ο αι. οχυρώνεται από τον Ιουστινιανό. Είναι η πόλη που τα μεσαιωνικά κείμενα αναφέρουν ως Δρυινούπολη ή Δρυνούπολη.
Ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους τη μνημονεύει σαν μια από τις Δώδεκα Πόλεις της Παλαιάς Ηπείρου.
Η πόλη τιμήθηκε με επισκοπική έδρα πριν από το 431, γιατί τη χρονιά αυτή ο Επίσκοπός της Ευτύχιος παίρνει μέρος στην τρίτη Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου.
Το 552 μ.Χ., οι Γότθοι του Τωτίλα εισβάλλουν στην περιοχή και στο πέρασμά τους δεν αφήνουν τίποτε όρθιο. Η πόλη καταστρέφεται. Τα ερείπιά της περιμένουν από την εποχή εκείνη, ακόμη κάποιον να τα νοιαστεί. Η έδρα της επισκοπής μεταφέρεται σε τειχισμένη διπλανή κωμόπολη που παίρνει το όνομά της και βαφτίζεται Επισκοπή. Ναός περίλαμπρος και ζηλευτός για το γλυπτό διάκοσμο της Αγίας Τραπέζης και της Προθέσεως, για το λίθινο τέμπλο και σύνθρονο του ιερού για τις τοιχογραφίες και τις φορητές εικόνες, για τα από αμνημονεύτων χρόνων αμμοκονιάσματά του, χωρισμένος σε δύο κτίρια που ενώνονται μεταξύ τούς με θύρα, στέκει μαρτυρώντας τα περασμένα του μεγαλεία.
Η επιδρομή των Σταυροφόρων καταστρέφει την κωμόπολη και η Επισκοπή μεταφέρεται το 1185 στο Γαρδίκι, στην Ιερά Μονή Τσέπου ή Υψηλής Πέτρας.
Το 1318 για πολιτικούς λόγους μεταφέρεται στο Αργυρόκαστρο και από το 1924 μέχρι σήμερα στο Δελβινάκι.
Η επισκοπή Αδριανουπόλεως υπάγεται μέχρι του Μ. Κωνσταντίνου στη Μητρόπολη Κορίνθου, από του Μ. Κωνσταντίνου μέχρι το Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο στη Μητρόπολη Νικοπόλεως και από το Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Η προσφορά της εκκλησίας στον κοινωνικό, πολιτιστικό, πνευματικό και εκπαιδευτικό τομέα είναι μεγάλη.
Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες εξελίσσονται σε ιδρύματα για να φτάσουν στην ακμή τους την εποχή των Κομνηνών και ύστερα των Παλαιολόγων.
Οι Σταυροφόροι και η λαίλαπα άλλων κατακτητών αφήνουν πίσω τους συντρίμμια και η ανακατασκευή των ναών είναι δύσκολη.
Το πνεύμα όμως το ελληνικό δεν αδρανεί, πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι δίσεκτοι, κατορθώνει μέσα από την ίδια τη σκλαβιά και αποκτά προνόμια και οι κάτοικοι της περιοχής ντόπιοι και ξενιτεμένοι, δίνουν το είναι τους για να ενισχύσουν τις μονές, να τους δώσουν τη σημερινή τους μορφή, καινούργια ανασεμιά στον τόπο, καταφύγιο θρησκευτικό, πνευματικό, πολιτιστικό, αλλά και οικονομικό.
Γράμματα, παράδοση, χριστιανική πίστη άρρηκτα δεμένα.
Μοναστήρια της Δερόπολης, Βυζαντινό κάλλος, αστραπή και πέλεκυς της Τουρκοκρατίας, αγκάλιασμα και μαρτύριο του Πατρο – Κοσμά, εγκατάλειψη της σημερινής συγκαιρίας, φωλιάζουν μέσ’ στον κάμπο τριγυρισμένα από κυπαρίσσια, πεύκα, κουτσουπιές, άγριες τριανταφυλλιές.
Κάτω από το βάρος του χρόνου κλώθουν το παράπονό τους.
Οι ειδικοί αγωνιούν… και αυτά στέκουν εκεί και περιμένουν το καινούργιο τους ζωντάνεμα. Να βγει ο παπάς την ημέρα του πανηγυριού, να σύρει πρώτος το χορό και το κλαρίνο παραπονιάρικα να παίξει:
«’κούγω τον άνεμο κι αχάει, μωρέ Παπά, Ντελή παπά
τον ‘κούγω και μαλώνει, μωρέ παπά λεβέντη…».
Από: filipjovanis.blogspot.com