Τηλέμαχος ΚΩΤΣΙΑΣ: «Μοναδική περίπτωση στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας»

Τηλέμαχος ΚΩΤΣΙΑΣ: «Μοναδική περίπτωση στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας»

(Συνέντευξη)

Είχε μέσα του πολλά να πει, αλλά του απαγορευόταν η έκφραση. Γιατί ήταν θιγμένος, ανεπιθύμητος…

Κι όμως, έριχνε στο σημειωματάριο της ψυχής, τα μελλοντικά δημιουργήματα. Με την ελπίδα της εκτόξευσης, αν κάποια στιγμή έπεφτε το σύστημα.

Το ’90 έγινε η μεγάλη, βίαιη έκρηξη. Έσπασε ο φλοιός και η λάβα του ηφαιστείου, σαν ολόθερμο ποτάμι από μάζα, ξεχύθηκε παντού. Όλα τα κρυμμένα βιώματα, κάτω από τη γλώσσα, ο Τηλέμαχος Κώτσιας, άρχισε να τα ρίχνει στο χαρτί. Με προορισμό τον αναγνώστη. Που τα διαβάζει με κέφι, τα αρέσει αρκετά και τα συζητάει με μανία.

Η πετυχημένη πεζογραφία του, που ξεκινάει με τη συλλογή διηγημάτων «Περιστατικό τα μεσάνυχτα», αποκορυφώνεται κατά την ταπεινή μου γνώμη, «Στην απέναντι όχθη» και καταλήγει ως τώρα στο μυθιστόρημα «Κώδικας τιμής», σχολιάζεται θετικά από κορυφαίους Ελλαδίτες κριτικούς, δρασκελάει, χωρίς κανένα εμπόδιο χρόνια τώρα, το κατώφλι του ελληνικού βιβλιοπωλείου κι όχι μόνο και πουλάει καλά.

Είναι ο συγγραφέας, γράφει η Καθημερινή για τον Κώτσια, που «άνοιξε ο πρώτος την κουρτίνα, για να μας δείξει την καθημερινότητα ενός λαού, που ζούσε ξεχασμένος δίπλα μας».

Και τώρα ας τον χαρούμε στην ωραία συνέντευξη που ακολουθεί:

Ερ: Από την παιδική σου ηλικία, πιστεύω, διατηρείς πολλές αναμνήσεις.

Απ: Όπως, άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι. Μεγάλωσα χωρίς παιδικές παρέες στα Βρυσερά, όπου τότε υπήρχε μόνο το σπίτι μου. Ένα σπίτι μέσα στον κάμπο, στους κήπους και στα περιβόλια. Θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζω μόνος μου στα νερά των Βρυσερών, θυμάμαι τις πάπιες, τις κλώσες, τον παππού μου, που μου έφτανε σύκα με τον κλίτσιο.  

Ερ: Λες ότι νιώθεις και Βοδριστινός…

Απ: Τις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού τις έκανα στη Βόδριστα, στο πατρικό της μάνας μου. Τα παιδιά αυτού του χωριού, θυμάμαι, ήταν πολύ οργανωμένα στα παιχνίδια τους και είχαν έντονη την αίσθηση της ομαδικότητας. Παίζαμε ποδόσφαιρο (εμένα, που δεν έπαιζα καλά, με έβαζαν πάντα τερματοφύλακα) κι ενώ ήταν ακόμα μικρά παιδιά, ήξεραν να τηρήσουν τους κανόνες των παιχνιδιών, τα διαιτητικά, είχαν έμφυτες τις αρχές της δημοκρατίας, της συλλογικότητας  και της αλληλεγγύης.

Ερ: Με την Πέπελη τι σε συνδέει;

Απ: Εκεί έκανα την τρίτη και τέταρτη τάξη Δημοτικού. Έβλεπα ότι τα παιδιά της Πέπελης, σε αντίθεση με εκείνα της Βόδριστας, ήταν πιο εγωκεντρικά, ίσως επειδή τα σπίτια του χωριού τους ήταν πιο απομονωμένα. Ήταν όμως και πιο ονειροπόλα, είχαν επίσης πιο έντονη την αίσθηση του χιούμορ, ακόμα και της έξυπνης ειρωνείας. Δεν οργάνωναν ωστόσο παιχνίδια στα διαλείμματα όπως στη Βόδριστα. Θυμάμαι τη διαδρομή Πέπελη – Βρυσερά μέσα στα πλατάνια του ποταμού Γκρέγκατση, μαζί με το δάσκαλό μου το Λάζο Ζώτο από την Κακαβιά. Έμεινα για δυο χρόνια στην Πέπελη στη γιαγιά μου, στου Στόλη.

Ερ: Κάποιο δυσάρεστο περιστατικό, που έχεις αποτυπωμένο μέσα σου από την παιδική ηλικία, που σου κόστισε πολύ και δεν μπορείς να λησμονήσεις;

Απ: Είναι το γεγονός ότι πήραν τον πατέρα μου φυλακή. Ήμουν τότε μαθητής στη δευτέρα Δημοτικού. Ένιωσα προσβολή, ταπείνωση κι άρχισα από τότε να κλείνομαι στον εαυτό μου, ως αντίδραση και ως άμυνα από τυχών προσβλητική συμπεριφορά ορισμένων. Ήμουν άριστος μαθητής και κάθε χρόνο έπαιρνα φύλλο – επαίνου και αυτό αντιστάθμιζε κάπως την παραβιασμένη αξιοπρέπεια μου.

Ερ: Ποια ήταν η συνέχεια της σχολικής σταδιοδρομίας σου;

Απ: Την πέμπτη τάξη την έκανα στο Βουλιαράτι, απ’ όπου έχω ακόμα πολλούς φίλους και την έκτη και έβδομη την τελείωσα στη γενέτειρά μου, στα Βρυσερά, που  στο μεταξύ είχαν εξελιχθεί σε διοικητικό κέντρο και χτίστηκε το νέο 7ατάξιο σχολείο με μαθητές των γύρω χωριών. Ωστόσο η ιδέα ότι ο πατέρας μου βρισκόταν στη φυλακή ως αντικαθεστωτικός, με πλήγωνε και με ταπείνωνε πολύ, αλλά το γεγονός ότι το όνομα της οικογένειάς μου στο χωριό και στην γύρω περιοχή περιβαλλόταν από ένα δέος για κάποια κληρονομική ευφυΐα, δημιουργούσε σε μένα την ιδέα ότι ο πατέρας μου ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, σημαντικός, που αν και διέπραξε σφάλμα κατά του καθεστώτος, έτσι πίστευα, ή δεν σκέφτηκε τις συνέπειες των πράξεων του, ήταν ωστόσο κάποια ξεχωριστή προσωπικότητα. Μου δημιουργούταν η ιδέα ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν ήταν τίποτε άσχετοι άνθρωποι.

Ερ: Ποια μαθήματα αγαπούσες περισσότερο;

Απ: Όλα. Ήμουν άριστος στα Μαθηματικά, στη Φυσική, μου άρεσε κυρίως η Γεωγραφία. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που διάβαζα από μικρός μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν. Από τότε μου είχε γεννηθεί η ιδέα ότι αυτά τα ωραία πράγματα που διάβαζα, θα μπορούσα να τα γράψω κι ο ίδιος.

Ερ: Τι άλλο θα μπορούσες, κατά την παιδική σου φαντασία, να γράψεις;

Απ: Και τη δραματική κατάσταση της οικογένειάς μου, την οποία βίωνα καθημερινά, την πολιτική απομόνωσή της, τον οικογενειακό διχασμό της.

Ερ: Δηλαδή, είχε μπει ο διχασμός στο σπίτι σας;

Απ: Μεγάλος. Ο πατέρας μου, αν και πρώην κομμουνιστής, με τον μεγαλύτερο αδερφό του ήταν στην φυλακή ως αντικαθεστωτικοί, ο παππούς στιγματισμένος αντικαθεστωτικός, δεν ήξερα το λόγο, ενώ τα άλλα δυο αδέρφια του πατέρα ήταν σε κρατικές θέσεις και φοβούνταν να επισκεφτούν τους γονείς τους – έχω έντονη στη μνήμη την πικρία του παππού μου και της γιαγιάς μου γι’ αυτή την αποξένωση από τα παιδιά τους, στην πράξη τους απαρνήθηκαν για τα ιδανικά του Κόμματος ή πιο σωστά από φόβο ή φιλοτομαρισμό, δεν μπορώ να το εξηγήσω πώς το κράτος μπορεί να γίνει αιτία για την απάρνηση της μητρικής αγάπης.` Αυτά, λοιπόν ήθελα να τα περιγράψω, αναγνωρίζοντας στους θείους μου, ότι εφάρμοζαν τη σωστή για μένα τότε γραμμή του Κόμματος, χωρίς όμως να τους δικαιολογώ για την αποξένωσή τους. Αυτά, λοιπόν, σχεδίαζα ότι θα αποτελούσαν τη θεματολογία μου όταν θα γινόμουν συγγραφέας. Όταν θα μεγάλωνα. Η ιστορία της οικογένειάς μας εμπεριείχε από μόνη της ένα δράμα.

Ερ: Ο πατέρας σου ήταν φυλακισμένος, όταν θα πήγαινες στο γυμνάσιο…

Απ: Ακριβώς, ήταν φυλακή κι από κει μέσα έγγραφε στη μάνα μου ότι εγώ έπρεπε να συνεχίσω το σχολείο πάση θυσία. Γράφτηκα λοιπόν στο γυμνάσιο, όπου ήταν η εγγραφή ελεύθερη, έμεινα τον πρώτο χρόνο σε μια ξαδέρφη μου, ούτε λόγος για οικοτροφείο, δεν δεχόταν παιδιά των εχθρών, και τα υπόλοιπα τρία χρόνια νοίκιασα ένα δωμάτιο στο Βαρόσι, μαζί και με άλλους συμμαθητές. Ομολογώ ότι η ζωή στο Αργυρόκαστρο, αν και άθλια για μένα, ήταν μαγική. Έμπαινα στην εφηβεία, εξακολουθούσα να διακρίνομαι στα μαθήματα, αν και στο πρώτο έτος προέκυψε το θέμα της γλώσσας, γιατί ακόμα δεν ήξερα να μιλήσω καλά αλβανικά.

Ερ: Σε τι διακρινόταν τα παιδιά της Δρόπολη εκείνα τα χρόνια και ειδικά εσύ;

Απ: Καθώς αντιμετώπιζαν κι αυτά το ίδιο πρόβλημα με μένα, δεν ήξεραν να μιλήσουν καλά τα αλβανικά, έδιναν περισσότερο σημασία στα Μαθηματικά και στη Φυσική. Εγώ διακρινόμουν και στη Χημεία. Άρχισα να πιστεύω ότι εμείς οι Κωτσιαίοι είχαμε κάποια έμφυτη κλίση στη Χημεία, καθώς τρία άτομα από την οικογένειά μας ήταν διάσημοι χημικοί στην Αλβανία.

Ερ: Από μαθητής ακόμα λες ότι είχες κάποια λόξα;

Απ: Ας την πούμε κλίση καλύτερα, που με διέκρινε από την υπόλοιπη οικογένεια: αγαπούσα τη Λογοτεχνία. Πολλοί αναρωτιούνται: από πού έμοιασα. Πιστεύω όμως, ότι από την οικογένειά μου, πολλοί θα είχαν γίνει συγγραφείς, αν είχαν καλλιεργήσει αυτή τη δυνατότητα, αν κάποιος τους την είχε εμφυσήσει  ο πατέρας μου σίγουρα, αλλά ακόμα και ο παππούς μου, εφόσον ήταν ποιοτικοί αναγνώστες και ως ένα σημείο γνώστες της λογοτεχνίας και των λογοτεχνικών αξιών.

Ερ: Τι ήταν η αποφοίτηση του  γυμνασίου για σένα;

Απ: Ξύπνημα με ηλεκτροσόκ. Για τέσσερα έτη διδασκόμασταν τη μαρξιστική – λενινιστική φιλοσοφία, την εφαρμογή της στην Αλβανία, την ευτυχισμένη αλβανική σοσιαλιστική κοινωνία, μαζί με τις ομολογούμενες από το καθεστώς πρόσκαιρες δυσκολίες. Μόλις όμως βγήκα στη ζωή, διαπίστωσα να συμβαίνουν τα εντελώς αντίθετα. Πέραν το ότι  προσωπικά με απέκλεισαν να συνεχίσω ανώτατες σπουδές, κι ας είχα εκπροσωπήσει το νομό Αργυροκάστρου σε ολυμπιάδες Μαθηματικών, Φυσικής και Χημείας στα Τίρανα, κι ας με είχαν χαρακτηρίσει ως λογοτεχνικό ταλέντο από κάποιο πεζογράφημά μου και ένα ποίημα στη λογοτεχνική σελίδα της εφημερίδας «Zëri i Rinisë», ωστόσο ούτε συζήτηση δε γινόταν να συνεχίσω σπουδές.

Ερ: Πήγες να εργαστείς και στο Βορρά της Αλβανίας…

Απ: Προσπάθησα να φύγω στο Βορρά, για να μη με κυνηγάει η ρετσινιά του «θιγμένου» ή να με κυνηγάει λιγότερο από όσο στη γενέτειρά μου, κάτι σαν τη φυγή του Λόρδου Βύρωνα από την Αγγλία. Εργάστηκα ως εργάτης οικοδόμος για σχεδόν ένα χρόνο, στη Βόρεια Αλβανία, γνώρισα τη σκληρή πλευρά της ζωής, αλλά βλέποντας τη ζωή κάπως πιο σφαιρικά και υπέρ άνω συγκυριών, απαξιώντας τις πολιτικές καταστάσεις, καθώς η συνείδησή μου είχε διαυγάσει και είχε απεξαρτηθεί από την κρατική προπαγάνδα, αποφάσισα να επιστρέφω στα Βρυσερά, στους γονείς μου και στους παππούδες μου, συμβιβασμένος πια με τη μοίρα μου, συνειδητοποιημένος για την αδικία του καθεστώτος και ψάχνοντας την ευτυχία της ζωής κάπου αλλού.

Ερ: Θιγμένος, όμως κάποια στιγμή πέρασες την πόρτα του Πανεπιστημίου…

Απ: Γράφτηκα στο παράρτημα του Πανεπιστημίου, που είχε ανοίξει πρόσφατα στο Αργυρόκαστρο, ως εξωτερικός φοιτητής. Παρακολουθούσα τα μαθήματα το Σαββατόβραδο και την Κυριακή πρωί, όπως ήταν στο πρόγραμμα, στην αρχή στο Οικονομικό Τμήμα, αλλά στη συνέχεια μου εγκρίθηκε το δικαίωμα στο Γεωπονικό. Όμως, τον ίδιο Δεκέμβρη με πήραν φαντάρο κι έτσι διέκοψα τη φοίτηση.

Ερ: Τι μεσολάβησε και απέμεινες χωρίς ανώτατες σπουδές;

Απ: Όταν απολύθηκα από το στρατό συνέχισα τα μαθήματα, αλλά στην περίοδο των εξετάσεων, με απέρριψαν, με το πρόσχημα ότι έπρεπε να ανανεώσω τα δικαιολογητικά, για να ισχύει η εγγραφή. Κατάλαβα ότι με απέβαλλαν. Υποτάχτηκα ξανά στη μοίρα μου, με τη σκέψη ότι έστω και με χίλια παρακάλια και υποχωρήσεις, δηλώσεις νομιμοφροσύνης και άλλα που φοβήθηκα ότι θα μου ζητούσαν να κατάφερνα να συνεχίσω, στο τέλος, ακόμα και να έπαιρνα το πτυχίο, δεν θα μου έδιναν δουλειά. Θα ήταν ένα μάταιο πηγαινέλα στο Αργυρόκαστρο για πέντε χρόνια, μια καθυστέρηση στα σχέδια της ζωής μου και ένα πρόσθετο βάρος στους γονείς μου, που είχαν το μικρότερο μισθό που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς στο γεωργικό συνεταιρισμό. Τον αποκαλώ «γεωργικό συνεταιρισμό», σύμφωνα με την επίσημη ονομασία και όχι γιατί πιστεύω ότι επρόκειτο πράγματι για κάτι τέτοιο. Ήταν μια «κρατική δουλοπαροικία», αν θέλω να ακριβολογήσω.

Ερ: Πώς περιγράφεις τη στρατιωτική θητεία;

Απ: Πέρασα τα πιο δύσκολα χρόνια της ζωής μου, αλλά αν μπορούσα να γίνω και μια φορά είκοσι χρονών, θα ξαναπήγαινα φαντάρος. Η δύναμη της νεανικής ηλικίας είναι ακαταμάχητη. Αν όλη η Αλβανία ήταν μια φυλακή, ο στρατός στα τμήματα των ανεπιθύμητων του καθεστώτος ήταν το κελί απομόνωσης αυτής της φυλακής. Ωστόσο, σε         τέτοιες έσχατες καταστάσεις, η  συνείδηση, η αυτογνωσία, το καθαρό βλέμμα, η στωικότητα, ατσαλώνονται περισσότερο.

Ερ: Αφού εργάστηκες σκληρά στην γεωργία,  πώς θεωρείς τον εαυτό σου ευτυχισμένο;!

Απ: Αν και με πήγαν με το ζόρι να εργαστώ ως αγρότης, χωρίς να έχω άλλη επιλογή, θεωρώ τον εαυτό μου πιο ευτυχισμένο από πολλούς που μια ζωή πάλευαν να αποκτήσουν την εύνοια του καθεστώτος. Παντρεύτηκα, έφτιαξα οικογένεια, απέκτησα τέσσερα παιδιά και όλα αυτά τα χρόνια πάλεψα μόνο για την οικογένειά μου. Πιστεύω τώρα ότι η γεωργία είναι το πιο καλό επάγγελμα, είναι ό άνθρωπος που παλεύει με τη φύση για την επιβίωσή του και απολαμβάνει την ομορφιά της. Για μένα είναι το αρχαιότερο επάγγελμα. Όσοι ισχυρίζονται ότι είναι η πορνεία, δεν υπήρξαν ποτέ αγρότες.

Ερ: Είναι ωραίο να ζει κανείς στον τόπο του…

Απ: Στη γενέτειρά του. Παρά τον επαρχιωτισμό της, έχει μια ζεστασιά και μια γλύκα που δεν τη συναντάς αλλού. Υπάρχει μια διάχυτη αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους. Μέσα στην Αλβανία, όσο κι αν πολλοί συμπατριώτες μου από την Ελληνική Μειονότητα είχαν εκείνον τον καιρό μια δουλική συμπεριφορά προς το καθεστώς, ωστόσο ένιωθα ότι βρισκόμουν ανάμεσα στους ανθρώπους μου, που κατά βάθος είχαμε την ίδια αγωνία της εθνικής επιβίωσης ως Μειονότητα. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά πολιτική η εθνική συμπεριφορά, είναι βιολογική, είναι η φυσική τάση της αλληλεγγύης, για τη συλλογική διαιώνιση του είδους.

Ερ: Παρόλο που ήσουν ταλαιπωρημένος αγρότης, πώς  έβρισκες το χρόνο για διάβασμα, την έμπνευση για γράψιμο…;!

Απ: Στα είκοσι χρόνια της ζωής στα Βρυσερά ως αγρότης, διάβαζα λίγο, ό,τι έβρισκα, μόνο στα αλβανικά, γλώσσα στην οποία διαμορφώθηκαν μέχρι τότε και τα λογοτεχνικά γούστα μου και οι γνώσεις μου. Γι’ αυτό λατρεύω την αλβανική γλώσσα. Βέβαια, δεν είναι η μητρική, αλλά είναι κάπως σαν μια μητριά που ανάλαβε τότε τη μόρφωσή μου. Τα πρώτα χρόνια έγραφα για πάρτη μου, λίγα πράγματα, με τη μάταιη ελπίδα μήπως τα δημοσιεύσω, έγραφα κρυφά, όχι από πολιτικούς λόγους, αλλά από το φόβο μη με ειρωνευτούν οι γύρω μου, που ήταν εντελώς άσχετοι με τα γράμματα. Το περιβάλλον όπου εργαζόμουν, δεν είχε ιδέα από τέτοια πράγματα.

Ερ: Κι ονειρευόσουν, αλήθεια τότε, μέσα σε τέτοιες καταστάσεις, να γίνεις συγγραφέας;

Απ: Το ήθελα πολύ, όμως υπήρχαν δυο κωλύματα: πρώτον για να δημοσίευε κανείς στον Τύπο ή να έκδιδε κάτι, θα περνούσε από έλεγχο πρώτα η πολιτική προέλευση του συγγραφέα, και δεύτερον, το έργο του θα περνούσε από αυστηρή λογοκρισία, που απαγόρευε όσα ήταν αντίθετα με το καθεστώς, ή πιο σωστά, τα απαγόρευε όλα εκτός από εκείνα που εξυπηρετούσαν το καθεστώς. Αυτός ήταν ο καλούμενος σοσιαλιστικός ρεαλισμός.

Ερ: Στο πρώην σύστημα ο κάθε συγγραφέας δεν μπορούσε να μην ήταν κόλακας.

Απ: Εγώ, προσωπικά, δεν θα ήθελα να παίξω το ρόλο του κόλακα. Εφόσον δεν το πίστευα το καθεστώς, μάλιστα το μισούσα, προσδοκούσα την ανατροπή του, έστω κι αν υποκρινόμουν, όπως πολλοί άλλοι, εμένα τουλάχιστον δεν θα με πίστευε κανείς.

Ερ: Από τα ξεκινήματα στο γράψιμο, μήπως διατηρείς κάποια χειρόγραφα; 

Απ: Δυστυχώς όχι. Στο σπίτι μου υπήρχαν πολλά   ποντίκια. Και καθώς φαίνεται ήταν λάτρες των  βιβλίων: τα κατάτρωγαν στην κυριολεξία. Έτσι έφαγαν και ορισμένα συγγράμματά μου, που είχα στο ντουλάπι του τοίχου. Αν εκείνα τα ποντίκια μολύνθηκαν ιδεολογικά από τα συγγράμματά μου, όπως έλεγε το Κόμμα, ας όψονται οι γάτες που ποτέ δεν τα εξολόθρευσαν.

(Γέλια)

Ερ: Πού σε βρήκε η  ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος;  

Απ: Ακριβώς στην αυλή του σπιτιού μου, όπου είχα στήσει το ρακοκάζανο κι έβγαζα το τσίπουρο. Το 1989, τον καιρό που περιμέναμε να πέσει το καθεστώς, όπως περιμένουμε τώρα την πτώχευση της χώρας, με συναισθήματα αντίθετης φοράς, έρχεται ο παλιός συμμαθητής μου στο γυμνάσιο, ο Βασίλης Παππάς από το Γεωργουτσάτι και νυν συνάδελφος στη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, δημοσιογράφος τότε, ένα επάγγελμα που τόσο αγαπούσα και τόσο μισούσα ταυτόχρονα, για να μου πάρει συνέντευξη.

Ερ: Πώς ένιωθες, εσύ ο θιγμένος, καθώς παραχωρούσες συνέντευξη σε δημοσιογράφο;

Απ: Δεν καταλάβαινα τι συνέντευξη ζητούσε από μένα. Ότι ήμουν ο διάσημος αδικημένος του καθεστώτος και ο παλιός συμμαθητής μου ήθελε να μου δώσει μια χείρα βοήθειας. Μου είπε ότι η ταξική πάλη και όλα αυτά είχαν τελειώσει, εγώ ήμουν απλά ταμπουρωμένος στο οχύρωμά μου και δεν είχα αντιληφθεί ότι η μάχη είχε λήξει. Έγραψε κάτι δηλώσεις μου, κάτι άσχετα, ας με συγχωρέσει, μόνο και μόνο για να γράψει κάτι για μένα, και γι’ αυτό τον ευχαριστώ και δημοσίως. Μου είπε επίσης ότι το «Λογοτεχνικό Λαϊκό Βήμα», που κυκλοφορούσε πια ως ανεξάρτητη ελληνόγλωσση εφημερίδα, είχε ανάγκη για λογοτεχνικά κείμενα.

Ερ: Κι ήταν αυτό ένα ταρακούνημα που σε ανάγκασε να ξαναπιάσεις την πένα;

Απ: Πράγματι. Με έπιασε μεμιάς μια λογοτεχνική μανία. Άρχισα να γράφω, όσα είχα σκεφτεί και δεν είχα σκεφτεί. Με βοήθησε εκείνον τον καιρό και το γεγονός ότι εργαζόμουν ως σκοπιά για κάνα δυο μήνες στα σιλό του καλαμποκιού πάνω στο λόφο των Βρυσερών. Καθήκον μου ήταν να ταΐζω κάποια άγρια σκυλιά με κουρκούτι καλαμποκίσιο, τα οποία γαύγιζαν σε όποιον πλησίαζε, είτε για να κλέψει, είτε για έλεγχο, και μου επέτρεπαν να γράφω ανενόχλητος, ξαπλωμένος στο γρασίδι. Οφείλω και σε εκείνα τα σκυλιά ένα ευχαριστώ.  

Ερ: Η τύχη εκείνων, ίσως και άλλων χειρόγραφων, ποια ήταν;

Απ: Πήγα τα διηγήματα στο Μιχάλη Νάτσιο, τότε συντάκτης στο «Λογοτεχνικό Λαϊκό Βήμα», ο οποίος τα θαύμασε. Μαζί με τον αρχισυντάκτη, το Νίκο Αναγνώστη, αποφάσισαν να δημοσιεύουν από ένα διήγημα κάθε μήνα. Μάλιστα πρέπει να πληρώθηκα και κάτι χρήματα.

Ερ: Στο «Λογοτεχνικό Λαϊκό Βήμα» δημοσιεύτηκε όλη η συλλογή των διηγημάτων σου;

Απ: Όχι όλη. Έτσι όπως εξελίσσονταν τα γεγονότα, δεν είχα χρόνο να περιμένω τη δημοσίευση όλων των διηγημάτων μου. Τα πήρα από τη σύνταξη της εφημερίδας δακτυλογραφημένα και έφυγα για την Ελλάδα, όπως η πλειοψηφία των συμπατριωτών μου.

Ερ: Για να εργαστείς πού όμως;

Απ: Στην αρχή σε οικοδομές. Εργάστηκα για ένα διάστημα ως μπογιατζής στο Χρηματιστήριο, στη Σοφοκλέους, εκεί που κόλλησαν οι μετοχές όλων των Ελλήνων μετά από δέκα χρόνια, και λέω μήπως εγώ, σαν ατζαμής μπογιατζής, είχα βάλει πολύ αστάρι στη μπογιά για να κολλήσει στον τοίχο.

(Γέλια)

Ερ: Δεν μας είπες, με τα διηγήματα τι απέγινε…;

Απ: Κάποια μέρα, που δεν είχα δουλειά, σκέφτηκα να ενδιαφερθώ μήπως μπορέσω και τα βγάλω σε μια συλλογή. Δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε στην Ελλάδα με τα εκδοτικά. Περνώντας από την Ακαδημίας σαν χασομέρης, εντελώς τυχαία είδα την επιγραφή «Εκδόσεις Κέδρος» και μπήκα μέσα να ρωτήσω. Εκεί συνάντησα τον ποιητή Γιάννη Κοντό, που μου ήταν άγνωστος, ο οποίος πήρε τα διηγήματα για να τα δει και να μου απαντήσει. Όταν ξαναπαρουσιάστηκα ενημερώθηκα ότι με έψαχναν, μα πού να με βρουν, ούτε τηλέφωνο είχα, ούτε τίποτα, για να μου δώσουν τη χαρμόσυνη είδηση ότι τους ενδιέφερε η έκδοση των διηγημάτων. Το θυμάμαι καλά, στις 12 Δεκεμβρίου 1991 κυκλοφόρησαν τα διηγήματά μου σε μια συλλογή με τίτλο «Περιστατικό τα μεσάνυχτα».  

Ερ: Δεν ξεχνιέται με τίποτε ένα τέτοιο γεγονός. Η έκδοση του πρώτου βιβλίου.

Απ: Στο μεταξύ είχα φέρει στην Ελλάδα και την γυναίκα με τα δυο παιδιά. Τα άλλα δυο τα είχαμε αφήσει στο χωριό. Τότε μου πήρε συνέντευξη για τα ΝΕΑ η Μικέλα Χαρτολάρη και δημοσίευσε κι ένα διήγημά μου. Γράφτηκε κι ένα εκτενές ρεπορτάζ, που συνοδεύονταν από φωτογραφίες μου, στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Έγραψαν σχεδόν όλες οι εφημερίδες. Μάλιστα οργανώθηκε από τις «Εκδόσεις Κέδρος» μια συνέντευξη τύπου με πέντε συγγραφείς για τα νέα βιβλία της σεζόν. Την επομένη η «Ελευθεροτυπία» έγραψε την είδηση με τίτλο: «Έκλεψε την παράσταση ο Βορειοηπειρώτης». Οι λέξεις «έκλεψε» και «Βορειοηπειρώτης» έφερνε περίεργο συνειρμό στους αναγνώστες να γίνουν περίεργοι τι έκλεψε ο Βορειοηπειρώτης.

Ερ: Τι συμπέρασμα έβγαλες από όσα συνέβησαν;

Απ: Κατάλαβα ότι με εκτίμησαν. Εκεί γνωρίστηκα και με διάφορους συγγραφείς οι οποίοι με ενθάρρυναν. Ανάμεσά τους ήταν και οι Ηπειρώτες συγγραφείς που κατέχουν εξέχουσα θέση στα ελληνικά γράμματα, όπως ο Χριστόφορος Μηλιώνης, ο Νίκος Χουλιαράς, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Γιάννης Δάλλας, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Βασίλης Γκουρογιάννης, και πολλοί άλλοι.

Ερ: Όταν κάθισες δίπλα τους και μέτρησες «το μπόι» σου, τι διαπίστωσες;

Απ: Ότι δεν είχα έλλειψη ταλέντου, αλλά είχα γενικά ελλείμματα, όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και στην ελληνική παιδεία εν γένει. Δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα από την ελληνική λογοτεχνία, εκτός από σποραδικά κείμενα που είχαν περάσει στην Αλβανία. Γνώριζα όμως αρκετά καλά και μεθοδικά την παγκόσμια λογοτεχνία, αν και διαβασμένη στην αλβανική γλώσσα. Ήμουν σε θέση να διακρίνω τις πραγματικές λογοτεχνικές αξίες. Ήμουν ακριβώς σαράντα ετών και είχα σχεδόν δημιουργήσει τα γούστα μου. Οι συγγραφείς του ρεαλισμού του Δέκατου Ένατου Αιώνα που διδασκόμασταν στο Γυμνάσιο – είχα δάσκαλο τον Αλβανό ποιητή Αγκίμ Σέχου – και ο τρόπος με τον οποίο τους διδαχτήκαμε, αποτέλεσαν πραγματική σχολή λογοτεχνίας για μένα.

Ερ: Αρκετοί Βορειοηπειρώτες συγγραφείς ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους γράφοντας στην αλβανική γλώσσα.

Απ: Όταν εγώ έγραφα στην αλβανική, δεν ήμουν συγγραφέας. Στην ελληνική γλώσσα άρχισα να γράφω μόνο από το 1989. Γνώριζα τα ελληνικά των δημοτικών τραγουδιών, τη γραμματική της δημοτικής νεοελληνικής, την καθαρή ντοπιολαλιά της Δρόπολης, και σήμερα είμαι περήφανος γι’ αυτό: στη Δρόπολη ομιλούνται πράγματι τα καλύτερα ελληνικά. Αυτό είχε επισημάνει από το 1923 ο γνωστός γλωσσολόγος Χατζηδάκης όταν συζητιόταν το θέμα της σύνταξης της γραμματικής της δημοτικής γλώσσας, την οποία συνέταξε αργότερα ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης.

Ερ: Ποια είναι η γνώμη σου για τη σχέση ανάμεσα φιλολογίας και λογοτεχνίας;

Απ: Για μένα είναι άλλο πράγμα οι ευρείες φιλολογικές γνώσεις και άλλο το λογοτεχνικό ταλέντο. Η φιλολογία είναι η επιστήμη του λόγου, ενώ η λογοτεχνία, το λέει και η ίδια, είναι η τέχνη του λόγου. Πολλές φορές μπερδεύουν τη φιλολογία με τη λογοτεχνία και συνήθως πίσω από τον ακαδημαϊσμό κρύβεται η έλλειψη του ταλέντου.

Η γλώσσα και η χρήση της είναι το κύριο όπλο του συγγραφέα, αλλά παραμένει μόνο ένα όπλο κι αν είναι κανείς ικανός να πολεμήσει στη μάχη της λογοτεχνίας δεν εξαρτάται τόσο από το όπλο όσο από την ικανότητα.

Ερ: Από την έκδοση του πρώτου βιβλίου, μπορεί κανείς να θεωρήσει τον εαυτό του συγγραφέα;

Απ: Δεν είναι το πρώτο βιβλίο που σε κάνει συγγραφέα, αλλά τα επόμενα. Το πρώτο μπορεί να πετύχει, αλλά για να θεωρήσει κανείς τον εαυτό του συγγραφέα, πρέπει να έχει και συνέχεια, μάλιστα ποιοτική και ανοδική συνέχεια. Βλέπω ότι αρκετοί γνωστοί συγγραφείς δεν μπορούν να ξεπεράσουν στα επόμενα βιβλία τους το πρώτο ωραίο τους βιβλίο. Νομίζω ότι φταίνε και οι εκδότες που δέχονται τα επόμενα βιβλία τους με βάση τη φήμη του πρώτου, προσφέροντας τους έτσι τη χειρότερη εξυπηρέτηση. Ίσως και οι ίδιοι να έχουν αποκτήσει υπερβολική αυτοεκτίμηση από τις κολακευτικές κριτικές. Αυτό είναι παγίδα για το συγγραφέα.

Ερ: Μήπως έπεσες κι εσύ σε τέτοια παγίδα;

Απ: Ευτυχώς, με γλίτωσε ο εκδότης μου. Όταν νόμιζα ότι ήμουν πια συγγραφέας, έτσι έγραφε ο Τύπος, και άρχισα, ύστερα από το πρώτο βιβλίο να γράφω αβέρτα, ετοίμασα ένα μυθιστόρημα και το παρέδωσα για έκδοση. Ο σύμβουλος των εκδόσεων, ο ποιητής Γιάννης Κοντός, έκρινε το μυθιστόρημα αδύνατο και μου συνέστησε να το ξαναδώ. Το πήρα και χωρίς να ήμουν σε θέση να το επεξεργαστώ, το πέταξα στο συρτάρι. Πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια για να ξαναπαρουσιάσω βιβλίο για έκδοση. Είχα γράψει και κάποια διηγήματα, αλλά δεν τολμούσα να τα δείξω. Στο μεταξύ, έγραψα μια νουβέλα με τίτλο «Το τελευταίο καναρίνι», που μετά από την  ενθαρρυντική γνώμη του φίλου μου ποιητή Κώστα Παπαγεωργίου, την παρέδωσα και κυκλοφόρησε το 1995. Η κριτική την περίμενε με συγκρατημένη αισιοδοξία. Προβλήθηκε και στην τηλεόραση, στην εκπομπή του Βασίλη Βασιλικού «Άξιον εστί». Τώρα πια άρχισα να σκέφτομαι τη θεματολογία για τα επόμενα συγγράμματά μου. Ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας, μου είχε στείλει μια ενθαρρυντική επιστολή για τη νουβέλα και μου έλεγε ότι μια μέρα θα έβρισκα την τόλμη να γράψω μια μεγάλη τοιχογραφία της σύγχρονης Αθήνας, γιατί το ταλέντο το είχα. Τώρα, γιατί σώνει και καλά να έκανα μια τοιχογραφία της Αθήνας και όχι της Δρόπολης, είναι άλλο θέμα. Ίσως η Αθήνα να έχει ένα εκατομμύριο εν δυνάμει αναγνώστες, ενώ η Δρόπολη ούτε διακόσιους.

Ερ: Παρατηρώ να μη αποχωρίζεσαι εύκολα τη θεματολογία του παρελθόντος.

Απ: Σκεφτόμουν πράγματι ότι θα έπρεπε να κλείσω με τη θεματολογία του παρελθόντος και να ασχοληθώ με το σήμερα, αλλά για να κλείσω θα έπρεπε να ξοφλήσω κάτι λογαριασμούς, κάτι συγγράμματα που είχα ήδη γράψει, κάτι αναμνήσεις, νοσταλγίες για την ιδιαίτερη πατρίδα. Και αυτό έγινε με τη νουβέλα «Το τραγούδι εκείνης της νύχτας», που κυκλοφόρησε το 1998 και είδα ότι άρεσε στο κοινό, αλλά και στην κριτική, παρά τις λιγοστές πωλήσεις. Στο μεταξύ, μου προέκυψε μια ωραία ιστορία και έγραψα στη συνέχεια τη νουβέλα «Βροχή στο μνήμα», η οποία κυκλοφόρησε το 2000. Ανέβηκε και στο Δημοτικό Θέατρο των Ιωαννίνων. Η κριτική έγραψε για τις δυο τελευταίες νουβέλες, ότι στην πραγματικότητα ήταν μυθιστορήματα, αλλά ο συγγραφέας, ίσως από ταπεινοφροσύνη τις ονόμασε νουβέλες. Ωστόσο με απασχολούσε η αλλαγή της θεματολογίας. Θα έπρεπε να γράψω κάτι για τη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν ξέρω γιατί μου είχε κολλήσει αυτή η ιδέα, η οποία ομολογώ ότι δεν ισχύει πια.

Ερ: Άλλη ανησυχία…;

Απ: Με απασχολούσε τι θα γινόταν με το μυθιστόρημα που είχα στο συρτάρι. Σκεφτόμουν να το βγάλω και αυτό και να καθαρίσω. Όταν το έπιασα πάλι στο χέρι, το βρήκα πράγματι αδύνατο, αλλά το θέμα του, πολύ σπουδαίο. Αφορούσε τα χρόνια της εφηβείας μου στο Γυμνάσιο του Αργυρόκαστρου. Το ξαναδούλεψα, το ξανάγραψα, ως έμπειρος πια συγγραφέας και το κυκλοφόρησα το 2003 με τον τίτλο «Τα εφτά παράθυρα». Ένιωσα την ικανοποίηση ότι είχα γράψει το μεγαλύτερο μέχρι τότε έργο μου και το πρώτο πραγματικό μυθιστόρημα. Στο μεταξύ, τα όσα διηγήματα είχα δημοσιεύσει σκόρπια σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, μαζί με κάτι άλλα και κάτι που έγραψα, τα εξέδωσα το 2005 με τον τίτλο «Τρεις γενιές Αμερικάνοι», το οποίο οι κριτικοί το περίμεναν θερμά. Οφείλω να πω πως από τους κριτικούς, ήταν ο Δημοσθένης Κούρτοβικ εκείνος που με αποκάλεσε ανεπιφύλακτα άξιο συγγραφέα. Τώρα, είπα, ήρθε καιρός να αλλάξω σελίδα. Έβλεπα ότι τα θέματα των Βορειοηπειρωτών ήταν παρεξηγημένα από τη δραστηριότητα διαφόρων ακροδεξιών οργανώσεων, είχε εγκλωβιστεί μέσα σε έναν απαρχαιωμένο εθνικισμό και ο απλός αναγνώστης, ο νέος προοδευτικός Έλληνας ένιωθε αποστροφή για τέτοια θέματα. Το 2007 κυκλοφόρησα το νέο μου μυθιστόρημα «Τεκμήριο αθωότητας» με θέμα από τη σύγχρονη Ελλάδα.

Ερ: Λες ότι με το «Τεκμήριο αθωότητας» οι κριτικοί σε έστησαν στον τοίχο… 

Απ: Οι κριτικοί απλώς το περίμεναν με κάποια αμηχανία. Μάλιστα η Μικέλα Χαρτουλιάρη έγραψε στα Νέα, στην «Λοξή ματιά», ότι ο Τηλέμαχος Κώτσιας  κατέθεσε τα όπλα και από Βορειοηπειρώτης συγγραφέας μετατράπηκε σε έναν συνηθισμένο Έλληνα συγγραφέα. Τελικά, όμως, όπως και τα προηγούμενα βιβλία, είδα το «Τεκμήριο αθωότητας» να μπαίνει στη λίστα των δέκα προτεινόμενων βιβλίων της χρονιάς.

Ερ: Πώς θα ήθελες να σε αποδεχτεί η κριτική;

Απ: Ήθελα να με κρίνει με τη δική μου αξία και όχι με βάση τη θεματολογία. Έβλεπα ότι ενώ το θέμα των Βορειοηπειρωτών ήταν σπουδαίο από λογοτεχνικής σκοπιάς, εγώ δεν είχα βρει την πόρτα προς το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Θεωρώ ότι στα δικά μας θέματα υπάρχει μια κρυφή πόρτα που κανένας συγγραφέας δεν βρήκε μέχρι σήμερα, που αν και οι ιστορίες μας είναι γεμάτες δράματα και εθνικές, πολιτικές, ιδεολογικές αντιπαλότητες, ωστόσο είναι δύσκολο να αποτελέσουν λογοτεχνική επιτυχία. Από την άλλη, βλέπω ότι αυτό δεν είναι μόνο δικό μου θέμα: εδώ στην Ελλάδα οι καλύτερες λογοτεχνικές αξίες σπάνια αποτέλεσαν εμπορική επιτυχία. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στις άλλες χώρες. 

Ερ: Πώς κρίνεις το μυθιστόρημά σου «Στην απέναντι όχθη»;

Απ: Είναι το μυθιστόρημα που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου από μικρός: το πραγματικό δράμα της  οικογένειάς μου, των Δροπολιτών, της εποχής που ζήσαμε, των χαμένων προσδοκιών, των εξαπατημένων ονείρων, της αδικημένης μας γενιάς. Ας πάνε, είπα, να γράψουν ό,τι θέλουν οι εφημερίδες και οι κριτικοί, σκασίλα μου. Αποτελείωσα το μυθιστόρημα, που δέκα χρόνια το έγραφα και το ξέγραφα, χωρίς να ξέρω το τέλος του. Άλλαξα και εκδότη. Δεν με απασχολούσε πια η κουλτουριάρικη όψη του Κέδρου: που ομολογώ ότι ήταν αυτός που με ανέδειξε σε συγγραφέα, ήθελα έναν εμπορικό εκδότη, που να είναι σε θέση να διακινήσει καλύτερα το βιβλίο μου. Και τον βρήκα, ήταν οι εκδόσεις Ψυχογιός. Το μυθιστόρημα έκανε εμπορική επιτυχία, αλλά έτυχε και καλύτερης προσοχής από την κριτική. Γράφτηκαν πολύ θετικά άρθρα, μέχρι και εγκώμια. Πολλοί το θεώρησαν ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς και όχι μόνο. Ήταν υποψήφιο για το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω», για το βραβείο του Περιοδικού «(δε)κατά», όπου εντάχθηκε στα τέσσερα καλύτερα, μάλιστα ήταν και υποψήφιο για το κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας, που έχασε μόνο για μια ψήφο.

Ερ: Πέρασες από το μυθιστόρημα «Στην απέναντι όχθη», με έντονο πολιτικό περιεχόμενο, στο «Ο χορός της νύφης», με τολμηρές ερωτικές σκηνές.

Απ: Είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Προσπαθώ να συνδυάσω τις σύγχρονες ερωτικές αναζητήσεις με την παράδοση, είναι ένα μυθιστόρημα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Κι έτσι, μετά κι από το «Κώδικας τιμής», έγιναν δέκα τα βιβλία μου που κυκλοφόρησαν, εκτός τις μεταφράσεις από τα αλβανικά προς τα ελληνικά και αντίστροφα με τις οποίες καταπιάστηκα.

Ερ: Αν πέρασαν απαρατήρητα κάποια βιβλία σου; Αν απέτυχες σε κάποιο;

Απ: Θεωρώ ότι σε κάθε καινούργιο βιβλίο μου υπάρχει ποιοτική άνοδος. Όταν διαπιστώσω ότι δεν θα μπορώ πλέον να φτάσω τα προηγούμενα, τότε θα πάψω να γράφω.

Ερ: Περνώντας τα χρόνια μήπως σου στειρεύουν τα θέματα;

Απ: Απεναντίας, τα θέματα αυγαταίνουν. Βλέπω ότι έχω πολλά πράγματα να πω και όσο προσπαθώ να τα τελειώσω, τόσο γεννιούνται καινούργια θέματα. Σαν να παλεύω με μια Λερναία Ύδρα της έμπνευσης. Ένα θέμα ολοκληρώνεται, δυο καινούργιες ιδέες γεννιούνται.

Ερ: Το ταλέντο, η κλίση ή η επίμονη δουλειά κάνει έναν συγγραφέα πετυχημένο;

Απ: Πιστεύω ότι το ταλέντο του συγγραφέα είναι προϋπόθεση για να γράψει κάτι, αλλά αυτό δεν αρκεί. Η δουλειά είναι εκείνη που ανοίγει το δρόμο στην επιτυχία. Το ταλέντο είναι το ένα. Για να γίνει επιτυχία χρειάζεται και κάτι μηδενικά σκληρής εργασίας που δεν θα είχαν αξία χωρίς το πρώτο ένα.

Ερ: Πού εντάσσεις, ως συγγραφέα, τον εαυτό σου;

Απ: Θεωρώ ότι είμαι καθαρά πεζογράφος. Και πιστεύω ότι ένας πεζογράφος είναι ένα υβρίδιο του ποιητή με το δημοσιογράφο ή τον ιστορικό, ανάλογα με το θέμα, με μια μετάγγιση αίματος από τη φιλοσοφία και το δοκίμιο.

Ερ: Τη διαφορά στο γράψιμο την κάνει η μορφή ή το περιεχόμενο;

Απ: Εδώ μπαίνουμε σε μια ακαδημαϊκή συζήτηση. Ο συγγραφέας, προτού αρχίσει να γράψει, θα συλλάβει και τη μορφή του θέματος.

Ερ: Τι είναι εκείνο που κάνει το συγγραφέα να θεωρήσει κάποια υπόθεση ότι θα ήταν ένα καλό θέμα γι’ αυτόν;

Απ: Ίσως μια μεγάλη ιστορία, όσο σπουδαία κι αν είναι, να μην προσφέρεται για λογοτεχνία, όπως ένας ωραίος άνθρωπος να μην έχει καλή φωτογένεια. Είναι κάτι άλλα εκείνα τα μυστικά που κάνουν το θέμα κατάλληλο για λογοτεχνία: κάποια κρυφή μεταφυσική του όψη, κάποιο δεύτερο νόημα, κάποια ανατροπή.  Κάποιες σκέψεις που μπορεί να εκφράσει ο συγγραφέας με την αφορμή αυτή. Διότι το θέμα είναι μόνο ένα πρόσχημα για να πει ο συγγραφέας αυτά που θέλει. Αρκεί να μη καταλάβει ο αναγνώστης την υστεροβουλία του και οι σκέψεις του να περάσουν αβίαστες και φυσιολογικές. Τότε ο αναγνώστης εγκλωβίστηκε. Σε ένα καλό βιβλίο μπορεί κανείς να καταλαβαίνει ότι όλα αυτά που διαβάζει είναι φαντασίες κι ωστόσο ο αναγνώστης επιμένει να τις διαβάζει και να αγωνιά για την εξέλιξη, να μαγνητίζεται από κάθε φράση, από κάθε λέξη. Πρέπει η κάθε λέξη να μοιάζει ανεπανάληπτη κι ας είναι η πιο απλή. Αυτό είναι στο κάτω –  κάτω που αποτελεί το ταλέντο του συγγραφέα. Κι αν θέλει κάποιος να ανακαλύψει το ταλέντο ενός συγγραφέα μέσα στο κείμενο, ας αναρωτηθεί και ας ψάξει σε κάθε σελίδα, τι ήταν εκείνο που τον γοήτευσε. Είναι όπως στον κινηματογράφο: ενώ ξέρεις πολύ καλά πως πίσω από κάθε σκηνή, όσο συγκλονιστική, όσο μαγική, όσο δραματική και αν είναι, υπάρχει ένα συνεργείο ολόκληρο που γυρίζει, αδιάφορο μέσα στα νεύρα για την πορεία των γυρισμάτων, ή μέσα στην καλή χαρά.

Ερ: Λες σε μια συνέντευξη: πατρίδα μου είναι η γενέτειρά μου. Δηλαδή τα Βρυσερά, η Δρόπολη. Γιατί στενεύεις τόσο πολύ τα περιθώρια της καταγωγής σου;

Απ: Τι άλλο να πω; Προσπαθώ να πω ότι είναι η Ελλάδα, και εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι η εθνική πατρίδα μου, όμως έφτασα στο συμπέρασμα ότι  μερικές φορές ούτε ή ίδια το πολυπιστεύει και ούτε είναι άξια να με καλύψει: διαφορετικά δεν θα άφηνε τους περισσότερους Δροπολίτες, με είκοσι χρόνια παραμονής στην Ελλάδα, χωρίς ελληνική ιθαγένεια, για να μη πω πως ορισμένοι Ελλαδίτες, Αλβανούς μας ανεβάζουν και Αλβανούς μας κατεβάζουν και το παράπονό μου δεν είναι ότι με προσβάλλουν, αλλά απλώς δεν είναι έτσι.

Ερ: Μα, η Αλβανία τι είναι για σένα;

Απ: Η χώρα στην οποία ανήκει διοικητικά η ιδιαίτερη πατρίδα μου, πολίτες της οποίας, έστω και παρά τη θέλησή τους, είναι οι Δροπολίτες, και μάλιστα συνεπέστατοι πολίτες. Για την Αλβανία οι Δροπολίτες είναι οι πιο προκομμένοι πολίτες της, για τη δε Ελλάδα – όταν πάρουν την ιθαγένεια – θα είναι επίσης συνεπέστατοι και προκομμένοι, αλλά αυτό η Ελλάδα θα το πει αύριο ή μεθαύριο, γιατί μέσα στον εγκέφαλό της υπάρχει ένας διακόπτης χρονοκαθυστέρησης. Προς το παρόν οι Δροπολίτες είναι, για την πλειοψηφία της κοινής γνώμης στην Ελλάδα, Αλβανοί, που θέλουν να γίνουν Έλληνες, επειδή είναι ομογενείς, αν και αυτό το τελευταίο λίγοι το καταλαβαίνουν. Αν συμφιλιωθούμε με αυτή τη σκέψη, ίσως θα είμαστε πιο ήρεμοι. Ας δούμε τις αρετές μας από τη θέση που βρισκόμαστε.

Ερ: Σέβεσαι και εκτιμάς πολύ την προφορική γλώσσα του λαού. Σε γοητεύει η ντοπιολαλιά, οι λαϊκές εκφράσεις και διατυπώνεις ότι ο κόσμος μας μιλάει τα ωραιότερα ελληνικά του κόσμου. Τι εννοείς;

Απ: Είχαμε στην Αλβανία το μειονέκτημα του αλλόγλωσσου, αλλά κατά βάθος το διασκεδάζαμε, δεν μας ένοιαζε και τόσο. Εδώ έχουμε το μειονέκτημα της ντοπιολαλιάς και αυτό πολλοί δικοί μας προσπαθούν να το αποκρύψουν. Θα ήθελα να παροτρύνω τους Δροπολίτες να μην προσποιούνται αλλάζοντας την προφορά και να γίνονται μίμοι.       Σ’ όποιον αρέσουμε. Και πρέπει να ξέρουμε ένα πράγμα: χαίρουμε εκτίμησης όχι επειδή μιλάμε τα δικά μας ελληνικά, αλλά επειδή είμαστε εργατικοί και προκόβουμε. Αυτή τη δική μας γλώσσα, την οποία λατρεύω, προσπαθώ να αναδείξω και  στη λογοτεχνία, άλλα με το μέτρο. Αν θα απευθυνόμουν αποκλειστικά στους συμπατριώτες μου, θα κρατούσα περισσότερο την ντοπιολαλιά, αλλά επειδή απευθύνομαι σε όλο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, και η γλώσσα είναι μέσο συνεννόησης, προσπαθώ να γίνω κατανοητός από όλους τους Έλληνες αναγνώστες, βάζοντας τη ντοπιολαλιά στα όρια της λειτουργικότητας και της λογοτεχνικής αρετής, στην κατάλληλη δόση, όπως το δηλητήριο (για να μην είμαι και τόσο φαρμακόγλωσσος), που στην κατάλληλη δόση είναι το καλύτερο φάρμακο. Το να επιμένει κανείς στη ντοπιολαλιά, θεωρώ ότι καταντάει γραφικός, βαρετός. Ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις να κρύβει την έλλειψη άλλων λογοτεχνικών στοιχείων. Η ντοπιολαλιά για μένα είναι ένα όπλο προόδου και όχι ένα όπλο καθυστέρησης.

Ερ: Σε παρουσιάσεις βιβλίων σου όταν ακούς ηθοποιούς να διαβάζουν αποσπάσματα, πώς αισθάνεσαι;

Απ: Μου αρέσει να ακούω τους ηθοποιούς όταν διαβάζουν αποσπάσματα από τα έργα μου. Εκεί διαπιστώνω στην πράξη τις αξίες του κειμένου μου και χαίρομαι. Αν κάτι δεν πάει καλά, μπορώ να το αντιληφθώ αμέσως. Είναι σαν μια ακτινοσκοπία του κειμένου που εμφανίζει τα πάντα, τις αξίες και τις αδυναμίες. Εφόσον η αποστολή του πεζού λόγου είναι η ανάγνωση, τότε η πιο καλή ανάγνωση είναι από έναν ηθοποιό.

Ερ: Στο μυαλό σου, όπως συμβαίνει σε κάθε συγγραφέα, συχνάζουν πολλές και δυνατές ιδέες. Πώς επιλέγεις την καλύτερη και την μετατρέπεις, μάλιστα, σε τέχνη;

Απ: Ο συγγραφέας αποκτάει με τον καιρό τη συνήθεια να παρατηρεί τα πάντα στη ζωή, γεγονότα, σκέψεις, αισθήματα, με κάποια κρυφή υστεροβουλία, θα έλεγα, σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να μετατραπούν όλα αυτά σε λογοτεχνία. Σε κάθε στιγμή της ζωής υπάρχουν ψήγματα, τα οποία θα μπορούσαν να διανθίσουν κάλλιστα μια ιδέα, μια σκηνή, μια σκέψη, ένα θέμα. Όταν μια υπόθεση γεμίσει με τέτοιες λεπτομέρειες  και όταν κάποιο θέμα ωριμάσει πια, τότε είναι καιρός να γραφτεί.

Ερ: Σε πολλά σημεία  των βιβλίων σου διαπιστώνω ένα πολύ λεπτό, πηγαίο χιούμορ.

Απ: Χαίρομαι. Το χιούμορ είναι η νοστιμάδα, το αλάτι του πεζού λόγου. Υπάρχουν στιγμές που ο συγγραφέας έχει πιο καλή διάθεση για να μεταφέρει στο χαρτί κάποια ιδέα που τον βασανίζει.  Περιέργως όχι όταν το μυαλό είναι καθαρό και  έχει διαύγεια, που δεν το αποκλείω, αλλά συνήθως όταν ο νους παίρνει λοξές στροφές, όταν είναι ζαλισμένος, όταν οι σκέψεις στροβιλίζουν ανήσυχες, ερεθισμένες, μεθυσμένες, όταν δηλαδή η σκέψη λειτουργεί εν θερμώ και βγάζει στην επιφάνεια πράγματα κρυφά, ενδόμυχα, λεπτά, που σε ομαλές συνθήκες δεν θα τολμούσε. Και όμως, μόνο εν ψυχρώ και με διαύγεια, μπορεί ο συγγραφέας να κάνει την αξιολόγηση για το τι έγραψε σε στιγμές παραζάλης.

Ερ: «Στην απέναντι όχθη» είναι το έργο που αφορά δύο χώρες. Ελλάδα και Αλβανία. Πρόσφατα μεταφράστηκε το βιβλίο αυτό και για το αλβανικό αναγνωστικό κοινό.

Απ: Το «Στην απέναντι όχθη» κυκλοφόρησε και στα αλβανικά. Πρέπει να πω ότι το μυθιστόρημα αυτό δεν έχει τόσο σχέση με τις δυο χώρες. Στην πραγματικότητα δεν αφορά καμία χώρα, ασχολείται με τις ελληνοαλβανικές σχέσεις από πλευράς του χώρου στον οποίο διαδραματίζονται, η υπόθεση όμως αφορά μόνο τον ελληνισμό που έμεινε έξω από την ελληνική επικράτεια. Όπως βλέπεις, το μυθιστόρημα ασχολείται με τον άνθρωπο και με τις τύχες του σε μια συγκεκριμένη πολιτική και εθνική κατάσταση.

Ερ: Η έκδοση του μυθιστορήματος «Στην απέναντι όχθη» έγινε αφορμή να διεξαχθεί ένας διευρυμένος διάλογος. Προκάλεσε και ανταλλαγή πυρών, (ανάμεσα στον ιστορικό Γ. Γιακουμή και το φιλόλογο Φ. Κυριαζάτη). Τι ήταν αυτές οι κόντρες;

Απ: Αν το βιβλίο μου προκάλεσε διάλογο και συζητήσεις, σημαίνει ότι πέτυχε το σκοπό του. Προβλημάτισε, ταρακούνησε, έκανε τους ανθρώπους να δουν στα μάτια την πραγματικότητα, μακριά από πατριωτικές κορώνες. Από ό,τι κατάλαβα, το άρθρο του Φώτου Κυριαζάτη κατά του Γιώργου Γιακουμή, δεν αφορά το μυθιστόρημά μου, αλλά την θέση του Γιώργου Γιακουμή ότι οι Βορειοηπειρώτες είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα.

Ερ: «Στην απέναντι όχθη» μήπως το παρατραβάς κάπως με τους καταδότες;

Απ: Γιατί θεωρείς ότι το παρατραβώ; Θα μπορούσα να γράψω ένα μυθιστόρημα αποκλειστικά με το θέμα των καταδοτών. Είναι ευρέως γνωστό ότι εκείνο το σύστημα ζούσε με την οργανωμένη ρουφιανιά και την αλληλοκατάδοση. Αν το αποσιωπούσα θα έλειπε από το μυθιστόρημα μια βασική συνιστώσα. Για ένα συγγραφέα αυτό το θέμα είναι θησαυρός. Αυτά τα θέματα είναι το σημείο επαφής της αστυνομικής και πολιτικής λογοτεχνίας με το ψυχογράφημα. Δεν ξέρω αν είδατε την πετυχημένη γερμανική ταινία «Οι ζωές των άλλων».

Ερ: Οι τότε καταδότες από ποιους  αντικαταστάθηκαν στο νέο «δημοκρατικό» σύστημα; Στο πρώην σύστημα, κατανοητός ο ρόλος τους. Σήμερα όμως σε τι συνεισφέρει η ύπαρξή τους;

Απ: Δεν ξέρω γιατί βάζεις εισαγωγικά στη λέξη δημοκρατικό. Το σύστημα σήμερα στην Αλβανία είναι δημοκρατικό. Αν χωλαίνει η δημοκρατία, είναι άλλο θέμα. Υπάρχουν όμως άνθρωποι, και κυρίως σε μια χώρα που βγήκε από ένα τέτοιο φρικτό καθεστώς, που έζησαν μια ζωή πιστεύοντας ότι η μυστική ασφάλεια παίζει καίριο ρόλο στην τήρηση της τάξης και ότι δεν μπορεί να υπάρξει κράτος, μάλιστα ούτε κοινωνία, χωρίς καταδώσεις. Αυτοί οι σκεβρωμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν. Θα στρατολογηθούν αμέσως στην νέα εξουσία κάτω από την οποία θα νιώθουν ασφάλεια. Σας λέω ότι κάτι τέτοιο αποτελεί νοοτροπία, κοινωνική αντίληψη, τρόπο ζωής. Οι άνθρωποι αυτοί ωστόσο έχουν καταλάβει καλά ότι μη έχοντας άλλες αξίες, το μόνο που τους απομένει είναι να βρίσκονται κοντά στην εξουσία. Είναι ένας πολύ σίγουρος τρόπος επιβίωσης των δειλών ανθρώπων.

Ερ: Σε αποκαλούν, έχοντας υπόψη τη συγγραφική σου προσφορά, «μοναδική περίπτωση στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας». Τι εννοούν;

Απ: Το έχει γράψει ο Νίκος Μπακουνάκης, στην εφημερίδα Βήμα, εδώ και πολλά χρόνια. Εγώ θεωρώ ότι όλοι οι συγγραφείς αποτελούν μοναδική περίπτωση. Η ελληνική λογοτεχνία έχει γίνει σήμερα, όχι μόνο ελληνοκεντρική, αλλά και αθηνοκεντρική. Όμως, οι μεγαλύτερες προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων γεννήθηκαν εκτός της ελληνικής επικράτειας, και μάλιστα πολλοί έζησαν εκεί. Αν το καλοκοιτάξεις, όλο το σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, υπό αυτή την έννοια, αποτελείται από έξωθεν ξεχωριστές περιπτώσεις. Με εξοργίζει όμως το γεγονός ότι όπου υπάρχει κάτι που να έχει σχέση με την Αλβανία ή με τη διασπορά, εγώ εντάσσομαι μέσα αυτομάτως. Δεν μπορούν να καταλάβουν ορισμένοι ότι εγώ είμαι η εντελώς αντίθετη φορά της διασποράς, είμαι μέρος της σύγκλισης. Όχι ότι θα με ενοχλούσε το αντίθετο, αλλά απλώς για χάρη της αλήθειας.

Ερ: Ποια είναι η γνώμη σου για τη Βορειοηπειρωτική Λογοτεχνία;

Απ: Δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει αυτό. Στην Αλβανία οι ελληνόγλωσσοι συγγραφείς, ήταν κάτι το   ιδιαίτερο,  ήταν οι συγγραφείς της Ελληνικής Μειονότητας. Εδώ στην Ελλάδα, τι νόημα έχει; Όλοι από κάπου έρχονται και συνεισφέρουν με τις δικές τους γνώσεις και εμπειρίες στο σύνολο της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως είπα και παραπάνω. Ωστόσο, μπορώ να πω ότι σε μια τόση μικρή μειονότητα, όπως η Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία, βγήκαν και αναδείχτηκαν πανελληνίως αρκετοί συγγραφείς. Δεν είναι λίγο.

Ερ: Πιστεύετε ότι υπάρχουν βιβλία και συγγραφείς μας που ο θόρυβός τους ξεπερνά την ουσία;

Απ: Ο συγγραφέας είναι σαν το παιδί που φωνάζει για να το προσέξουν. Και η προσοχή που του δίνουν δεν είναι πάντα ανάλογη της αξίας του, αλλά πολλές φορές είναι ανάλογη της φωνής του συγγραφέα.

Ερ: Η σχέση ανάμεσα στους Βορειοηπειρώτες λογοτέχνες μήπως χαρακτηρίζεται από την αρρωστημένη ζήλια και τις τρικλοποδιές ή κάνω λάθος; 

Απ: Δεν είναι ότι κάνεις λάθος. Απλώς πρέπει να καταλάβεις ότι οι συγγραφείς ποτέ δεν μπορούν να αποτελέσουν ομάδα. Έστω κι αν αποτελέσουν, θα είναι πολύ χαλαρή. Ο κάθε συγγραφέας αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Τις ομαδοποιήσεις και τις ταξινομήσεις τις κάνουν οι κριτικοί και οι μελετητές για να διευκολύνουν το έργο τους.

Ερ: Το κάθε βιβλίο σου μήπως είναι κι ένα βιωμένο κομμάτι της ζωής σου ή  γνωστών ανθρώπων σου;

Απ: Ασφαλώς και είναι κομμάτι του συγγραφέα, αν όχι της ζωής του τουλάχιστον της ψυχής του, είναι τα βιώματά του, των συνανθρώπων του.

Ερ: Όταν έγραφες «Στην απέναντι όχθη», σου πέρασε από το μυαλό ότι θα έκανε τέτοια επιτυχία;

Απ: Περίμενα να έκανε επιτυχία, όχι ότι δεν έκαναν τα προηγούμενα βιβλία. Αυτό το βιβλίο όμως, ήταν το πιο μεγάλο, το πιο ολοκληρωμένο, έμπαινε και σε κάτι άβατα μονοπάτια της ιστορίας και της ψυχοσύνθεσης μας και η κριτική ίσως να ένιωσε ότι μου χρωστούσε κάτι από τα προηγούμενα. Όσο για τους δικούς μας ανθρώπους, τους Βορειοηπειρώτες, που όλοι βλέπουν τον εαυτό τους στη θέση κάποιου ήρωα του μυθιστορήματος, ίσως κάποιος να είδε την ψυχή του γυμνή και να ντράπηκε.

Ερ: Η επιτυχία ενός έργου εξαρτάται από την έμπνευση του συγγραφέα κατά την περίοδο που το γράφει ή από κάτι άλλο;

Απ: Η επιτυχία ενός μυθιστορήματος δεν μπορεί να βασιστεί στην έμπνευση της στιγμής. Σε κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βασιστεί ένα ποίημα ή ένα διήγημα. Η επιτυχία του μυθιστορήματος εξαρτάται από το πόσο ο συγγραφέας έχει τις μπαταρίες του γεμάτες για ένα συγκεκριμένο θέμα, εκτός από τη σπουδαιότητα του θέματος.

Ερ: Δηλαδή εξαρτάται από το ταλέντο του.

Απ: Ακριβώς, από την ικανότητά του να μεταφέρει στο χαρτί όλες τις περίπλοκες και σύνθετες σκέψεις του, από το πόσο πιστευτούς μπορεί να κάνει τους ήρωές του, από το πόσο μπορεί να περιπλέξει την υπόθεση, τι σασπένς θα δώσει, τι ζωντάνια θα δώσει, τι ανατροπές θα κάνει, τέτοιες που να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αυτά όλα, αν τα καταφέρει, θα μπορούμε να πούμε ότι έχει ταλέντο στην πεζογραφία.

Ερ: Πετυχημένοι οι τίτλοι των βιβλίων σου:  «Περιστατικό τα μεσάνυχτα», «Βροχή στο μνήμα», «Το τελευταίο καναρίνι», «Τα εφτά παράθυρα», «Τρεις φορές Αμερικανοί», «Τεκμήριο αθωότητας», «Στην απέναντι όχθη», «Ο χορός της νύφης», «Κώδικας τιμής»…  Συνηθίζεις να βρίσκεις πρώτα τον τίτλο του βιβλίου σου και μετά στήνεις το περιεχόμενό του ή αντιστρόφως;

Απ: Αχ, με τους τίτλους… Είναι ένα βάσανο. Είναι σαν το νυφικό για τη μέρα του γάμου. Δεν αρκεί να είναι όμορφη η νύφη, πρέπει να έχει και ωραίο νυφικό. Πολλές φορές ο τίτλος έρχεται μόνος του μαζί με την έμπνευση, άλλες φορές επιλέγεται από μια λίστα υποψήφιων τίτλων.

Ερ: Σε έργα διαφόρων συγγραφέων διαπιστώνουμε να υπερέχει η φαντασία. Εσύ με τι υλικό «κτίζεις» τα έργα σου;

Απ: Μυθιστόρημα χωρίς φαντασία είναι μύλος χωρίς νερό. Ο συγγραφέας βάζει κάτω πρώτα τα πραγματολογικά υλικά και ύστερα η φαντασία τα συνδέει, τα υφαίνει, τα οργανώνει, τα απογειώνει και τα μυθιστορηματοποιεί. Τους δίνει κάποια μαγεία.

Ερ: Σε ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας σου μήπως βλέπεις τα γεγονότα από την οπτική γωνία ενός κατατρεγμένου;

Απ: Είναι σίγουρο ότι βλέπω τα γεγονότα από τη δική μου ματιά. Κι αν είμαι ένας πρώην κατατρεγμένος, αυτό δεν μπορώ να το αποφύγω. Προσπαθώ ωστόσο να είμαι όσο πιο αντικειμενικός μπορώ.

Ερ: Πώς κοιτάς τα βιβλία που αφήνεις πίσω;

Απ: Κάποτε τα ξαναδιάβαζα. Τώρα δεν έχω χρόνο. Ίσως αν μια μέρα θα έχω το χρόνο, θα τα ξαναδώ. Είναι σαν τις παλιές φωτογραφίες, όταν έχουμε χρόνο και διάθεση, τις ξανακοιτάμε. 

Ερ: Τι λες, θα αντέξουν στο χρόνο;

Απ: Ο στόχος μου είναι να αντέξουν. Ο συγγραφέας έχει τη ματαιοδοξία να νικήσει το χρόνο, να ζήσει και μετά θανάτου. Και όλη αυτή η εμμονή στην υστεροδοξία τον κάνει να εργάζεται εντατικά, συνήθως μάταια.

Ερ: Έχεις κερδίσει βραβείο και τι σημαίνει για σένα το βραβείο;

Απ: Όταν ήμουν στο σχολείο έπαιρνα κάθε χρόνο φύλλο – επαίνου. Τώρα πια, πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια που δεν ξαναπήρα βραβείο.

Ερ: Μετάφρασες Κανταρέ. Αν υπάρχουν άλλες μεταφράσεις σου;

Απ: Μετέφρασα «Το ατύχημα» του Ισμαήλ Κανταρέ από τις εκδώσεις «Ελληνικά Γράμματα» και πρόσφατα το «Μοιραίο δείπνο» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Μεταίχμιο». Πιο πριν μετάφρασα στα ελληνικά και άλλα δυο μυθιστορήματα, «Το κενό» του Μπεσνίκ Μουσταφάι που κυκλοφόρησε το 2005 από τις   εκδόσεις «Κέδρος» και το «Ιστορία ωραίων» της Μιμόζα Αχμέτι το 2006 από τις Εκδόσεις «Μεταίχμιο». Στο μεταξύ μετάφρασα και από τα ελληνικά προς τα αλβανικά τη συλλογή διηγημάτων «Η περσινή αρραβωνιαστικιά» της Ζυράννας Ζατέλη, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μilosao στα Τίρανα καθώς και το δικό μου «Το τελευταίο καναρίνι» που κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδώσεις και «Το τραγούδι εκείνης της νύχτας» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΤΟΕΝΑ. Το «Στην απέναντι όχθη» που κυκλοφόρησε, δεν είναι δική μου μετάφραση.

Ερ: Δηλώνεις μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων. Γιατί όμως όχι και της ΕΚΑΒΗ;

Απ: Είμαι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων στην Ελλάδα, όπου συμμετέχει η πλειοψηφία των σημερινών Ελλήνων συγγραφέων. Η ΕΚΑΒΗ, στην οποία είμαι μέλος, δεν κατάφερε να συσπειρώσει τους κυριότερους συγγραφείς του χώρου μας. Εκτιμάω τον κάθε φορέα ανάλογα με τη σημασία του.

Ερ: Δεν θυμάμαι καλά, για ποιο λόγο εφημερίδες του χώρου μας και βασικά το «Λαϊκό Βήμα», σε είχε συνέχεια στη μπούκα…;

Απ: Πώς λένε οι Εβραίοι; Καλύτερα να σε μισούν παρά να σε λυπούνται. Και όποιος μισεί, μόνος του υποφέρει. Και ύστερα αρχίζει να συκοφαντεί και να φρενιάζει από το μίσος. Για να είμαι ειλικρινής, απαξιώ να ασχοληθώ.

Ερ: Τη μεγάλη διάσπαση στο Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό πώς την εξηγείς;

Απ: Μέσα στη δημοκρατία κάτι τέτοιο μοιάζει φυσιολογικό. Δεν μπορούν όλοι να σκέφτονται το ίδιο. Εκείνο που με κάνει να λυπάμαι είναι ότι η διάσπαση συχνά προέρχεται όχι από ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, στις οποίες δεν πιστεύω ότι υπάρχουν σήμερα, αλλά από σύγκρουση συμφερόντων.

Ερ: Έχοντας υπόψη τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά, πώς χαρακτηρίζεις το Βορειοηπειρώτη; Βλέπεις να έχει κοινά χνότα με τον Ελλαδίτη;

Απ: Η γενιά μας, τουλάχιστον όσοι έφυγαν στην Ελλάδα, έχουν βελτιώσει κάπως τη συμπεριφορά τους. Από την άλλη, η νοοτροπία αρχίζει να ταυτίζεται με τους Ελλαδίτες. Βέβαια, μόνο η δεύτερη γενιά θα ενταχτεί πλήρως. Αυτό όμως δεν με ανησυχεί. Αντιθέτως, η διαφορετικότητά μας δεν είναι κακή και ούτε έχουμε λόγους να μιμηθούμε τους ντόπιος, είμαστε ωραίοι από μόνοι μας. Υστερούμε λιγάκι στη λεπτότητα, αλλά αυτό είναι και προσωπικό θέμα του καθενός.

Ερ: Υπάρχει στο χώρο μας μια οργάνωση, η Ομόνοια. Και δύο κόμματα: το ΚΕΑΔ και το ΜΕGΑ. Επίσης και μια «Πατριωτική Αριστερά», καθώς και βουλευτές από τη Μειονότητα ενταγμένοι σε αλβανικά κόμματα. Ποια είναι η γνώμη σου για τα πολιτικά δρώμενα στον τόπο μας;

Απ: Δεν έχω τίποτα με τις οργανώσεις, ούτε με τα κόμματα. Δεν φέρνουν αυτά τη διάσπαση. Τη διάσπαση τη φέρνει το γεγονός ότι αδυνατούν να συντονιστούν σε εκείνα τα σημεία όπου συγκλίνουν οι απόψεις τους, γιατί νομίζω ο στόχος είναι ο ίδιος: η διατήρηση του ελληνισμού στην Αλβανία. Και όταν ο καθένας προσπαθεί να καπηλευτεί την αρχηγία της εκπροσώπησης της μειονότητας, κυρίως για δικά του συμφέροντα, η ελληνική γλώσσα έχει μια λέξη που ακριβολογεί: πατριδοκαπηλία. Συνιστά δηλαδή ένα παλιότερο φαινόμενο για το οποίο η ελληνική γλώσσα είχε φροντίσει να το ορίσει εγκαίρως.

Ερ: Εδώ και πάνω από 20 χρόνια ορισμένοι βρίσκονται στο τιμόνι της πολιτικής ζωής ενός τόπου, που χάνεται. Ενός λαού που σκορπίστηκε στις γειτονιές του κόσμου. Τι είναι αυτή η επιμονή;  

Απ: Είναι μια φοβερή έλλειψη δημοκρατικής αντίληψης. Κατάλοιπο του παλιού καθεστώτος. Μια άσκηση πολιτικής προς ίδιον όφελος.

Ερ: Η κρίση στην Ελλάδα και κυρίως η παγκόσμια κρίση, μήπως είναι ευκαιρία ένα κομμάτι του κόσμου μας να επιστρέψει στον τόπο του;

Απ: Μακάρι να ήταν έτσι, αλλά είναι κάτι χειρότερο. Η ιδιαίτερη πατρίδα μας δεν έχει ούτε τις υποδομές, αλλά ούτε και κάποιο ηθικό ανάστημα να υποδεχτεί ενεργό πληθυσμό που επιθυμεί να επιστρέψει και να δημιουργήσει κάτι στον τόπο μας. Συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Οι νέοι μας φεύγουν από την Ελλάδα για άλλες χώρες, πιο μακρινές. Εδώ στην Ελλάδα εμείς είμαστε προλετάριοι, δεν είμαστε δεμένοι με τη γη όπως η πλειοψηφία των ντόπιων. Οι τοπικοί άρχοντες του χώρου μας θα πρέπει να προσπαθήσουν για την επιστροφή των συμπατριωτών στα πάτρια εδάφη, αλλά  κι εκείνοι ξέρουν εκ των προτέρων ότι δεν υπάρχει καμία στήριξη από πουθενά, προκειμένου να συνδράμουν σε μια τέτοια ενέργεια.  

Ερ: Λες ότι μόνοι μας, χωρίς απλωμένο χέρι προς Ελλάδα κι Αλβανία, θα προχωρούσαμε, σαν Μειονότητα, καλύτερα. Υπάρχει κάποιο ανάλογο παράδειγμα στον κόσμο στο οποίο στηρίζεις την άποψή σου;

Απ: Είπα ότι η Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία θα μπορούσε να ζητήσει τα δικαιώματα μέσα στο αλβανικό κράτος ακόμα κι αν δεν υπήρχε καν η Ελλάδα, κι αν όλος ο ελληνισμός ήμασταν μόνο εμείς, πόσο μάλλον που έχουμε στήριγμα και την Ελλάδα, την εθνική μητρόπολή μας ή και την Κύπρο, το δεύτερο ελληνικό κράτος, ακόμα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία συμμετέχουν τα κράτη του έθνους μας, για να μην αναφερθώ στους κύκλους της ομογένειας πέραν από τον Ατλαντικό.

Σχετικά άρθρα: