Το καλαμπόκι του αγά

Το καλαμπόκι του αγά

ΔΙΗΓΗΜΑ

Του Γιάννη ΛΙΛΛΗ

Δεν έμεινε άλλη μέρα. Τα πρωτοβρόχια τούτη τη χρονιά έπεσαν πολύ γρήγο­ρα. Μπορεί να πλημμυρίσει το αγριοπόταμο της Σουχάς από στιγμή σε στιγμή και να μη αφήσει ούτε αστάκι απ’ το καλαμ­πόκι που ’μασε με τόσες λαχτάρες τρεις μέ­ρες τώρα. Και το ‘χει σωριάσει σε μια άκρια του χωραφιού να το ’χει έτοιμο.

Ήξερε καλά τα τρελλά κατεβάσματα του ποταμιού. Περήφανη η καταγωγή του, απ’ τ’ απάτητα χιόνια της Νεμέρτσικας, χιμούσε τον κατήφορο πλουτισμένο στο βιαστικό διάβα του απ’ τα χαμνά αυλάκια και τα νερομαζώματα των δρόμων και ξεμπούκαρε θυμωμένο απ’ τη Γκρίκα. Απ’ εκεί τίποτα δεν το σταματούσε να ξαπλώ­σει ακράτητο στα κοντινά χωράφια, απ’ τα Βαρικά ως κάτω στη Δρόπολη.

Όχι δεν της έμενε καιρός. Ύστερα της το ’πε ο αγάς ξεκάθαρα:

– Αύριο το θέλω. Κειμώνας κάνει δεν κάνει κουβαλήσει σπίτι μου.

Πρέπει να κινήσει με τα χαράματα. Δεν την πιάνει ό τόπος. Βγαίνει στη χαμηλή πόρτα του φτωχόσπιτου προγονικού και σηκώνει τα μάτια ψηλά. Πίσσα ο ουρανός. Ούτε ένα αστέρι δεν ξεχωρίζει για να ξε­γελάσει τη στενοχώρια της. Ο βοριάς γα­λήνεψε ολότελα. Ο νοτιάς γέμισε τη νύχτα με τις υγρές ανασασμιές του πρωτοβροχιού. Πέρα μακριά κάπου έβρεχε.

Άφησε να βαϊσει το κεφάλι απελπισμένα προς τη γη, διαταγμένη στη μοίρα της που την έχει δέσει απ’ τα πρώτα της χρόνια με το σκλαβωμένο αυτό χώμα.

Πόσο σκοτάδι μέσα της απόψε. Τυφλή κι’ η καμπίσια άπλα μπροστά της τέτοια ώρα. Λείπει αυτές τις μέρες κι’ η μακρόσυρτη παραπονιάρικη φωνή του αγωγιά­τη. Σου ’δινε κι αυτή κάμποσο κουράγιο, μαλάκωνε κάπως την ερημιά της νύχτας.

Έσπρωξε στα τελευταία το σκουληκιασμένο πορτόφυλλο και μπήκε μέσα με τα μούτρα κατεβασμένα. Κείνο το παρδαλό τραγούδισμα στις φαγωμένες σιδερένιες κλάπες θα την τρόμαζε τέτοια ώρα αν ήταν από ξένη πόρτα. Αλλά το συνήθισε κι’ αυτό κι’ είναι σα να το περιμένει όταν την σπρώχνει ή την ανοίγει.

Σαν μπήκε στο δωμάτιο παραξενεύτηκε που είδε τα ρούχα στρωμένα για ύπνο. Ξέχασε που τα κατέβασε η ίδια απ’ το σεντούκι εδώ και λίγη ώρα. Τόσο ήταν αφηρημένη.

Και τώρα η ζέστα που υπόσχεται το παχύ κατακάθαρο πάπλωμα, την καλεί να χαϊδέψει το κατάκοπο κορμί της. Μα θα την κολλήσει ο ύπνος απόψε· Α, αυτό το καλαμπόκι … Αυτή η άρρωστη μούρη κα­τόπι. Αλήθεια πώς να ξεχάσει το άγριο σουλούπι του αγά.

Ήρθε προχθές στο χωράφι του, εκεί που μάζευε με την ανδραδέλφη της τ’ αστάκια. Στάθηκε πάνω της με το σαρκαστικό ύφος του ανθρώπου που βρήκε την ευκαιρία να ξοφλήσει έναν παλιό λογαριασμό. Με την αρβανίτικη πονηριά του άφηνε ξέσκεπο τον αυταρχικό εγωισμό του ιδιοκτήτη, περιπαίζοντας με τη γυναικίσια αδυναμία. Η φάτσα του δεν επέτρεπε καμία αντίρρηση ότι δεν τ’ ανήκουν μονάχα τα χωράφια, άλλα έχει δικαιώματα και στο ξεζουμισμένο κορμί της που το θρέφει το χώμα του… Κι’ έλεγε και ξανάλεγε τα λόγια που γνώριζε πως τρόμαζαν τη γυ­ναίκα:

– Θα το δώκω άλλου το χωράφια! Να ’χεις το γκνώμη σου!

Πίσω του το κοκκινότριχο άλογο συν­τρόφευε με το χλιμίντρισμα την αυταρχικότητα του αφέντη του. Αυτός πάλε του ’σφιγγε πιότερο τα γκέμια για να το θυ­μώσει, για να συμπληρώσει έτσι το ζώο την κουρασμένη του μεγαλοπρέπεια. Εν­δόμυχα δανείζονταν κάτι απ’ τα νιάτα του άλογου, μια που τ’ αμαρτωλά χρόνια του του αφαίρεσαν γλήγορα την ευλυγισία του ατίθασου που πίστευε πως μονάχα αυτή ταίριαζε σ’ έναν αφέντη με τόσα τσι­φλίκια.

Του ’μενε τώρα ή πλούσια άνοστη κοι­λιά του, κληρονομικό προνόμιο των τεμ­πέληδων της μπέικης φαμπίλιας του.

Τον κοίταζε ή γυναίκα με τη σιωπή της σκλάβας που πάλευε πολύ μέσα της για να πνίξει το ανώφελο μίσος. Στο πρό­σωπό της όλο και πύκνωνε το συναίσθη­μα της αηδίας.

*

Πού να την κολλήσει ο ύπνος όλη τη νύχτα απόψε. Αφουγκράστηκε πολλές φορές μην ακούσει το μπουρίνι που φοβότανε μην πέσει από ώρα σε ώρα. Κείνες οι αστραπές προς το νοτιά δεν ήτανε για καλό.

Πολύ πριν φέξει ήτανε στο πόδι. Κεί­να τα λόγια του δεν έφευγαν απ’ τ’ αφτιά της. Γύρισε ασυναίσθητα τα κουρασμένα μάτια της στην ανατολική γωνιά της κά­μαρας που ’ταν στηριγμένο ένα σκουληκιασμένο κόνισμα. Το βλέμμα της έκλεινε όλη την άρρωστη κείνη καρτερικότητα της γυναίκας του τόπου της. Η μοίρα της της είχε μουδιάσει την ψυχή απ’ τις δυ­σκολίες και τα βάσανα. Ωστόσο το στόμα της είχε ακόμα το κουράγιο να επαναλάβει τη φράση που τόσα χρόνια τη μουρμούριζε από μέσα της:

– Θε μου δε θα ’ρθει καμιά φορά αυτός ό άνθρωπός μου;

Γνώριζε καλά την απάθεια της Παναγιάς που μόλις διακρίνονταν το γλυκό πρό­σωπό της, αλλά κάθε φορά που σήκωνε τα μάτια πάνω της, ένιωθε ένα παράξενο ξαλάφρωμα. Είχε αποκτήσει μεγάλη οι­κειότητα με το μουντζουρωμένο αυτό ξύλο. Δεν είχε έναν ώριμο άνθρωπο πλάι της να τη συμπονέσει κι αυτό το κόνισμα είχε αποκτήσει τα δικαιώματα του βουβού προ­στάτη στη ζωή της. Έπαιρνε στα χέρια της το σκουληκοφαγωμένο ξύλο, το χάιδευε με άφοβη κατάνυξη και μιλούσε μ’ εμπιστοσύνη μαζί του. Άπειρα παράπονα, ατέλειωτοι και αστείρευτοι καημοί.

Στο μακρύ αυτό πάλεμα της ψυχής της γύριζε ασυναίσθητα τα μάτια της στο μοναχοπαίδι της. Το χαίρονταν με την ξεγνοιασιά της ηλικίας του, με τα δροσερά μπράτσα του έτσι πεισματάρικα ριγμένα έξω απ’ τα σκεπάσματα.

Δεν ένιωθε μόνο τον απαλό εγωισμό του δημιουργού μέσα της, αλλά στο φρον­τισμένο αυτό γεμάτο κορμί, έβλεπε στοιβαγμένους όλους τους μόχτους και τις αγωνίες της. Έκοψε απ’ το ψωμί της για να το μεγαλώσει, σκλαβώθηκε στο χώμα χειμώνα – καλοκαίρι για να το κουναρήσει. Πολλές φορές νυχτοξημέρωσε με αγωνία πάνω του για να το γλιτώσει στις παιδι­κές του αρρώστιες, με μόνο γιατρό την αγάπη της και την πείρα των φτωχών που την κληρονομούν με κατάνυξη απ’ τους παλιούς.

Το κοίταζε τώρα κι’ η αγάπη της την έσπρωχνε να το σφίξει στην αγκαλιά της, να κολλήσει το δροσερό κορμί του στην πο­νεμένη σάρκα της. Ήταν τόσο δικό της αυτό το σώμα, σα να ’τανε μονάχα δικό της.

Για μια στιγμή το παιδί τεντώθηκε ανήσυχα. “Άπλωσε τα χέρια του ασυναίσθητα ν’ αγκαλιάσει τη μάνα του. Η χειρο­νομία του αυτή έτσι χαριτωμένη κι’ αδέξια, φανέρωνε μια απ’ την πρώτη συνήθεια του μωρού που ’ρχεται στον κόσμο. Μια κί­νηση που τη δημιουργεί το ένστιχτο της ζωής κι’ όχι η μίμηση, ή η ανθρώπινη πείρα. Όταν τα χέρια του έπεσαν με δυσαρέσκεια στο αδειανό μέρος της μητέρας του, μουρμούρισε κλαψιάρικα, με την έκφραση του ανθρώπου που στέκεται στην αναποφάσιστη κατάσταση του γλυκού ύπνου και της ανάγκης ν’ ανοίξει τα μάτια:

– Μη – τέ – ρααα.

Η φτωχιά κάμαρα γέμισε από παρά­πονο κι’ απογοήτευση. Ο μικρός έδειχνε όλη τη γλύκα με το ξάπλωμά του, κι’ αν­τάμα όλη τη στενοχώρια που ένιωθε ξυ­πνώντας τις ώριμες αυτές ώρες της νύχτας. Φανέρωνε ακόμα η έκφραση του προσώ­που του την ενόχληση που τούδινε το νυ­σταγμένο φως της λάμπας δίπλα του, γιατί σκέπασε γρήγορα τα μάτια του με την ανάποδη της παλάμης.

Η μάνα δεν αποφάσιζε στην αρχή να του μιλήσει. Τελευταία δεν κρατήθηκε:

– Νίκο, εδώ είμαι μάτια μου, είναι γλήγορα ακόμα, κοιμήσου…!

Το παιδί επανέλαβε σαν απάντηση συλ­λαβιστά, μ’ έναν τόνο που ζύγωνε το κλάμα:

– Μμμμμμμ – μη – τέ – ραααα …

Ξέσυρε από πάνω του με φανερή νωχέ­λεια το πάπλωμα, ικανοποιημένος που ξεσκέπασε τα πόδια του σα να ’θελε έτσι ν’ απαλλαγεί απ’ τη ζέστα.

Η μάνα του τώρα καμάρωνε με κρυφή χαρά το μεστωμένο κορμί του. Τον κοίταζε με προσήλωση, με τη θηλυκή απαλότητα, με την αυθόρμητη εκείνη αφοσίωση της μητέρας. Στο πονεμένο χαμόγελό της παι­χνίδιζε η ταπεινή γυναικίσια περηφάνια του δημιουργού. Στα δεκατρία χρόνια του μάντευε το ώριμο παλληκάρι που άρχισε από τώρα να μοιάζει του καλοκαμωμένου πατέρα του. Κι’ ήταν η μεγάλη στιγμή τούτη που συγχωρούσε, ολόκαρδα τον άνδρα της, τον άνθρωπο που την καταδίκασε με την πολύχρονη απουσία του στο σιγανό μαράζωμα. Δέκα χρόνια στην Αμερική. Καταραμένοι αυτοί οι αφεντάδες του κάμπου που δεν αφήνουν τη γη λεύτερη να φάει ο φτωχός ένα κομμάτι ψωμί, κοντά στο σπίτι του. Κι’ αναγκάζονταν έτσι, χρό­νια πολλά, τώρα, οι πιότεροι αρσενικοί του τόπου να παίρνουν τα μάτια τους. Σχίζουν ξέρες και θάλασσες για να ξενοδουλέψουν. Και πολλές φορές ν’ αφήσουν και το κορμί τους σε ξένο χώμα.

 Έτσι την άφηκε κι’ ο δικός της με το μικρό στην αγκαλιά. Δέκα ολόκληρα χρόνια τώρα νιώθει κρύο το στρώμα της. Γυναίκα νια στον ανθό της νυχτοξημέρωνε στ’ άχυρο. Κι’ αν συχνά την έσπρωχνε το ζουμερό κορμί της να λογιάζει στα κρυφά το παλληκάρι που διάβαινε δίπλα της, μονομιάς μπροστά της την φοβερίζανε οι άγραφοι νόμοι του τόπου, η ντροπή κι’ η ταπείνωση που θα την κέρναγε πρόθυμη η αυστηρή χωριάτικη κοινωνία. Κατόπι ο Θεός, το στεφάνι. Α, ποτέ, ποτέ δε θα γίνει αυτό. Θα καρτερέσει αυτόνε, μονάχα αυτόνε … Κι’ αν δε γυρίσει ποτέ, ε, έτσι της ήτανε γραφτό.

Το αίμα της έβραζε κι’ άπλωνε στο σώμα της μια γλυκιά μουγιάδα. Κάτι σα να φούντωνε μέσα της που της ζάλιζε το νου. Αλλά η παράδοση τα στρίμωχνε και τα ’πνιγε όλα μέσα της.

Έτσι ήταν στον τόπο μας.

Αλλά παράξενο απόψε. Σα να τον νιώθει μπροστά της τον άντρα της. Και να, την αγκαλιάζει μ’ αλλόκοτη ζέστα, κάπου κει στα νεφρά. Ζωντάνεψαν όλες οι νυχτε­ρινές σκηνές απόψε. Συμπλέγματα παρά­φορα, λαχανιάσματα, κομμένες φωνές, ανα­πνοές που έβραζαν απ’ τον πυρετό, ρουθούνια σα να ’βγαζαν φωτιά. Οι πρώτες αλησμόνητες νυφιάτικες βραδιές της. Εδώ και δεκατρία χρόνια.

Και μόνο που τα θυμάται αυτά αισθάνεται κάτι σα γλύκα. Ντρέπεται τον εαυτό της απόψε.

Μα πόσο του μοιάζει αλήθεια το σφι­χτό τούτο κορμί. Το χέρι της τρέμει κει που το σκεπάζει να μην κρυώσει. Σήμερα κοιτάζει το παιδί της κάπως αλλιώτικα. Ένα ανάλαφρο ρίγος περπατάει γρήγορα κι’ επίμονα στην πλάτη της. Πασκίζει να προλάβει τη μεθυστική τρεμούλα που προμαντεύει ν’ απλώνει στα πόδια της.

Ακόμα δεν καλογεννήθηκε η σκέψη που φώλιαζε ύπουλα στα σκοτάδια του κοιμισμένου θηλυκού ενστίχτου της και κοιτάζει τον εαυτό της με την αυστηρότητα του ένοχου. Στον αποτροπιασμό του προσώπου της μαντεύετε εύκολα η σκέψη που ζητάει να εκδηλωθεί σε παράκληση: «Θε μου συγχώρεσέ με!».

Δέκα χρόνια… Η νύχτα, η χειμωνιάτικη ζέστα της κλειστής κάμαρας, το νυφικό της πάπλωμα που τη σκεπάζει, που λες και κρατάει ακόμα την αρσενικιά μυρου­διά, τον πλούσιο ιδρώτα της πυκνότριχης μασχάλης του έκλεινε κάτι απ’ τ’ άγριο άρωμα του άγουρου καρυδιού. Κατόπι, κα­τόπι πόσο του μοιάζει το κατακάθαρο τού­το ασχημάτιστο κορμάκι…

Κινήθηκε απότομα κλωτσώντας την κολασμένη σκέψη και με μια νευρική βια­σύνη άρχισε να τοιμάζεται για το ξεκίνη­μα. Πόσο σιχαίνεται τον εαυτό της…

Σε λίγο η καλοσύνη που γλυκόσταζε απ’ τη μετάνοια, έλουζε με κάποια φρε­σκάδα την αναστατωμένη ψυχή της.

Σκέπασε για τελευταία φορά το γιό της. Κοιμότανε ήσυχα.

*

Είναι δυο ώρες που περπατούνε μέσα στη νύχτα. Η Βάνθω η αντραδέρφη της, μια γεροδεμένη γυναικάρα, την περίμενε έτοιμη έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού της. Με τέτοιο καιρό η καρδιά πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο που σε συντροφεύει.

Σιγοκουβέντιαζαν στο δρόμο σα να φοβότανε τη φωνή τους. Σα να ’νιωθαν κά­ποιον, κίνδυνο εκεί δίπλα τους να τους παραμονεύει και προσπαθούσαν κλέφτικα, γλιστρώντας ανάλαφρα να γλιτώσουν. Το φοβισμένο πλατσάρισμα των βημάτων τους το ρουφούσε λες το σκοτάδι προτού γεν­νηθεί.

Τούτο πάλε όλο και πύκνωνε απ’ τα βαριά σύννεφα του χινοπώρου που χα­μήλωναν βάρβαρα προς τη γη. Σωστό χυμένο μολύβι που ξάπλωνε αργά, δισταχτικά, περιπαίζοντας πιότερο με την ανθρώπινη αδυναμία.

Ήταν μια απ’ τις σπάνιες στιγμές που νιώθεις τιποτένια κι’ άσκοπη την ύπαρξή σου μπρος στην αγριότητα της φύ­σης. Μόλο που ’ναι απόλυτη ησυχία γύρα σου κι’ ουτ’ ένα φύλλο δεν κινιέται. Πό­ση ερημιά μέσα σου, πόση ταπεινότητα, την ώρα που η φύση δεν υπολογίζει καν την παρουσία σου. Ίσια – ίσια, αισθάνεσαι την πρωτόγονη έχτρα της να σε ζυγώνει ασφυχτικά. Και στην ψυχή σου κατα­κάθεται ένα δέος, μια παράξενη μουγκαμάρα που κατασταλάζει σε απόγνωση.

Κατεβάζεις τώρα τα μάτια προς το χώμα κι’ αισθάνεσαι να το βαραίνει κάτι σα δουλοπρέπεια. Είναι τόσο κοντά σου, είσαι τόσο δικός του. Νιώθεις την κακομοιριά του, τη δική σου. Προμαντεύεις ακόμα τη δίψα του. Στραγγισμένο απ’ τ’ αυγουστιάτικα μεσημέρια καρτερεί τη βροχή. Σου μοιάζει ακόμα ν’ αγκομαχάει. Κι’ άθελα σηκώνεις με φόβο τα μάτια σου στα φορτωμένα σύννεφα. Η ανάσα σου κονταίνει λαχανιασμένα, όλο και πυ­κνώνει το προμάντεμα του μπουρινιού. Νιώθεις κάτω απ’ τα γυμνά πόδια σου τη βουβή παράκληση της γης προς τα σύννε­φα. Αυτή η στιγμή κλείνει μια βαθειά θρησκευτικότητα. Και κάπου δίπλα σου να μυρίζει θυμιάμα.

Δειλιάζεις. Να, όπου και νάναι θα νιώσεις στο μέτωπό σου, στα χέρια σου, τις πρώτες δισταχτικές στάλες. Θέλεις να γυρίσεις, αλλά «κειμώνας κάνει δεν κάνει- θέλει το βιό του σήμερα.

Έπεσε η πρώτη σταλαματιά μπροστά σου, στο σκονισμένο χώμα. Δεν βλέπεις τίποτα, αλλά αισθάνεσαι. Τέτοιες στιγμές η αφή κι η ακοή βρίσκονται σε Υπερέν­ταση.

Να, ακούς κι άλλη κοντά σου, κι άλλη. Πλατειές κι ανάριες στην αρχή, ταλαντεύονται ψηλά σου και πέφτουν ηχηρά στη γη που λες κι’ άνοιξε τα στήθια της να τις ρουφήξει.

Τρίζουν παραπονιάρικα τ’ άρρωστα φύλ­λα, χαμήλωσαν ταπεινωμένα τα λιγοστά δέντρα του κάμπου της Δρόπολης.

Η φύση τώρα ικανοποιεί σπάταλα τα στοιχεία της. Ένας πρωτόγονος κραδασμός που δεν γνωρίζει καμιά πειθαρχία.

Κι’ η βροχή, σωστό αγρίμι, καλπάζει πίσω απ’ τα βουνά προς τον κάμπο.

Μια παχιά μυρουδιά μεθάει το νου και την καρδιά σου την αγκαλιάζει ο τρό­μος. Κάτι από φρεσκοκομμένη καλαμιά, κάτι από σάπια πεπόνια, που ρίχτηκαν κά­που εδώ στους τράφους. Και πάνω απ’ όλα η πυκνή μυρουδιά των φύλλων της ντομάτας που αρχίζει να δευτεροκλαριάζει με τις πρώτες νυκτερινές δροσιές του Σεπτέμβρη, Όλο κείνο το άτσαλο βαρύ άρωμα των καρπών του μποστανιού, χωρίς να λείπει η πνιχτικότητα απ’ τα σωματικά περισσέματα των ζωντανών.

Νιώθεις την ανάγκη ενός χεριού που με τα νεύρα του, με τη θέρμη του θα στηρίξει τη λιγοθυμισμένη ψυχή σου.

– Κοντά μου Βάνθω. Δωσ’ μου το χέρι σου! Έτσι…

Μουρμουρίζει χαμηλόφωνα η γυναίκα ζητιανεύοντας κουράγιο απ’ την τολμηρή συννυφάδα της.

Είναι ακόμα στη μέση του κάμπου;

Το σκοτάδι τους τάζει ένα ατέλειωτο μάκρος. Το κεφάλι σκυφτό προσπαθεί να κρυφτεί, να χωθεί αν μπορεί στο σώμα, σα ν’ αποτελεί μονάχα αυτό την ανθρώπινη ύπαρξη.

Δε λέει ακόμα να φέξει κι η νύχτα γύ­ρα τους πνίγει την άρρωστη υπομονή τους. Η βροχή τώρα πυκνή μεστώνει την απελ­πισία τους. Απ’ τα γόνατα και κάτω εί­ναι μούσκεμα. Τα πόδια πάλε κολυμπούνε στα λαστιχένια παπούτσια τους κι’ αισθάνονται αηδιαστική τη γλιστεράδα που προκαλεί η λάσπη ανάμεσα στα γυμνά δά­χτυλα. Όσο για τ’ άλλο κορμί, πρόλαβαν κι’ έριξαν πάνω τους έναν βασανισμένο μουσαμά, αμερικάνικες ξεχασμένες αντίκες.

Οι αστραπές έσκιζαν διαβολεμένα τις τελευταίες ώρες της νύχτας που δειλιά­ζουν στις απότομες λάμψεις, προκαλώντας ένα λύγισμα στα γόνατα του ανθρώ­που που σκίζει τέτοιες στιγμές τον μακρινό κάμπο.

Πίσω τους τα μπουμπουνητά που μακροσέρνονταν ρουχαλιστά προς τα βουνά, πλαταίνουν ανυπολόγιστα την ερημιά και το φόβο.

Οι δυο γυναίκες στη μέση του κάμπου μόλις τολμούν να κάνουν το σταυρό τους μουρμουρίζοντας:

-Θε μας, τ’ είναι τούτο το κακό! Βοήθα μας Παναγιά μας…

Άλλο ούτε λέξη. Με τέτοια : κατάνυξη που κύλησαν αυτά τα λόγια, λες και δεν ταίριαζε άλλη φράση απ’ αυτή.

Τα δυο ζώα που αιώνες τώρα μάλαξε τη ράτσα τους η ανθρώπινη αδυναμία, ζυ­γώνουν πιότερο τις γυναίκες, τρίβονται κοντά τους, σαν να μοιράζουν τους παλμούς του ίδιου κινδύνου. Πόσο είναι αν­θρώπινη κι’ αναπνοή τους ακόμα, κι’ αυ­τός ο φόβος τους, όπως τον εμετάγγισε η νοικοκυρίστικη δειλία μας.

Τα ‘σερναν οι γυναίκες απ’ το καπίστρι, ήταν φανερό πως κι’ αν τα ’φηναν λεύτερα, θα τις ακολουθούσαν όπου κι’ αν πήγαι­ναν. Να καβαλίκευαν, ούτε και το σκέφτηκαν. Τέτοιες στιγμές δεν πάνε βήμα, αν δεν νιώθουν οδηγό μπροστά τους.

Το χινοπωριάτικο μπουρίνι πλατάγιζε τώρα μανιασμένα, σα να χιμούσαν απ’ το βουνό προς τον κάμπο χιλιάδες πεταλω­μένα αγριάλογα.

Στις απανωτές αστραπές που σπάθιζαν το σκοτάδι, μόλις πρόκαναν να γυαλίσουν οι στάλες και τα μπουμπουνητά έσπρω­χναν σε μεταφυσικά μάκρη τον ανθρώπινο φόβο.

Πόσο μικρή η ψυχή στη βλοσυρή με­γαλοπρέπεια της φύσης.

Για μια στιγμή η μάνα θυμήθηκε το παιδί της. Τ’ άφησε ήσυχο βέβαια, βυθισμένο στον ύπνο και δεν πρέπει ν’ ανησυχεί. Αλλά αν ξυπνήσει και τη ζητήσει; Αν τρέξει μ’ αυτό τον καιρό πίσω της; Το ’χε καλομαθημένο που δεν ξεκολλούσε απ’ τη σκιά της. Κατόπι είπε από χτες και της κυρ’  Αγαθής της γειτόνισσας, να ‘χει λιγά­κι το νου της, αλλά καμιά φορά… Η Βάνθω μάντεψε την ανησυχία της και τη γλυκομάλωσε έτσι σα να της χάιδευε την πλάτη:

– Καημένη Μάχη κι’ εσύ, πώς κά­νεις! Σαν να μην έχουν οι άλλες μανάδες παιδιά.

Η Μάχη γύρισε άλλη μια πίσω της προς το χωριό, δανείστηκε το λίγο θάρρος που της χρειάζονταν και συνέχισαν σκυ­φτές το δρόμο τους. Λες και μπορούσε πο­τέ να ξεχωρίσει το φτωχικό της στο πυ­κνό αυτό υγρό σκοτάδι, λες κι’ ήταν μπο­ρετό να δει το παιδί της να κοιμάται ήσυχο.

Δεν κούγονταν τίποτε έξω απ’ το νερό και τα λασπωμένα βήματά τους. Κι’ ακόμα βρέχει. Μια αστραπή χάραξε μονομιάς τις όχτες του ξεροποτάμου που χώριζε τα τελευταία χωράφια του αγά. Σταμάτησαν λίγο φοβισμένες και πέρασαν με τεντωμέ­νη προφύλαξη το λιγοστό λερωμένο νερό της Σουχάς.

– Προκάναμε, της λέει η Βάνθω, ξαλαφρωμένη απ’ το φόβο, την ώρα που πάτησαν την άλλη όχτη. Δε θ’ αργήσει τώ­ρα να κατεβάσει της χρονιάς της…

Στη φράση τούτη χώρεσε όλη η ικα­νοποίηση του ανθρώπου που ’κανε μια δύ­σκολη πράξη. Ξεφόρτωσαν στο ποτάμι τις ατέλειωτες αγωνίες τους κι’ ανάλαφρες τώρα χαίρονται τον κάμπο που διάβηκαν με τέτοιο καιρό. Στη σκέψη τους διαγρά­φονταν ασυναίσθητα ο καινούργιος δρό­μος που θα συνεχίσουν. Η αγωνία και η πάλη με τ’ άγρια στοιχεία μια ολόκληρη νύχτα στοιβάχτηκε στη μνήμη, μια καινούργια βασανισμένη ιστορία στη μαρτυρική ζωή τους.

Χόρτασε η γη νερό και μπουχτισμένη το ξερνάει σε μικρά αυλάκια, σε ποτάμια, σε πλημμύρες που κουβαλούνε τους καημούς και τον άφθονο ιδρώτα των σκλάβων του κάμπου, για να τους αδειάσουν στις θάλασσες, στην ασυγκίνητη λήθη.

Γλυκοχάραζε μια κατακάθαρη μέρα. Εκεί κάτω προς την πόλη το λιθαρένιο γεφύρι της Σουχάς είναι ψηλό και γερό. Χωράει όσο νερό κι αν σύρουν οι πλημμύρες.

Μια κοντινή αστραπή ανάστησε για μια στιγμή όλο το χωριό, το αλάφρωσε για λίγο απ’ το σκοτάδι, για να το βουλιά­ξει σε μεγαλύτερη αφάνεια. Πρόκαναν ωστόσο τα μάτια να ξεχωρίσουν τις στέγες των σπιτιών, τις γωνίες των δρόμων και το σιωπηλό ψήλωμα των δένδρων. Και σε κάποια αυλή το λυπημένο κορμί του αργοπορημένου βοδιού που άδικα μούγκριζε ώρες ολόκληρες για να ανοίξει το κατώι.

Η λάμψη χίμηξε απ’ τις σχισμές των παραθυρόφυλλων στην ήσυχη κάμαρα του φτωχόσπιτου. Ένα απότομο φύσημα που έδιωξε το σκοτάδι κι’ άστραψαν οι γωνιές και η γύμνια της κάμαρας.

Το μπουμπούνισμα που ακολούθησε τάραξε συθέμελα το χαμηλόστεγο προγο­νικό. Ό μικρός κουνήθηκε με δυσαρέσκεια και με κλεισμένα μάτια ακόμα, ζήτησε να κρύψει το φόβο του στην αγκαλιά της μά­νας του. Αλλά άδεια ή θέση της. Απλώ­νει το χέρι απ’ την άλλη μεριά. Κι’ από εδώ τίποτα.

– Μμμμμμμ – τττέ – ραααα !..

Το συλλαβιστό παράπονο έφτασε γρή­γορα στο κλάμα, Φωνάζει, αλλά δεν έρχε­ται η απάντηση που περιμένει. Σηκώνεται και ψαχουλίζοντας τον τοίχο φτάνει στην εξώπορτα. Παλεύει να την ανοίξει. Είναι κλεισμένη απ’ όξω. Φουντώνει ο φόβος του και αυξαίνει πιότερο τη δύναμή του και το γέννημα αυτό του θυμού ξεχύνεται πάνω στην πόρτα. Τώρα πιότερο προσπαθεί να βγει απ’ αυτό το σκοτάδι. Θυμήθηκε γρή­γορα το σίδερο του άλλου πορτόφυλλου. Το σηκώνει βιαστικά κι’ όρμησε κλαίγοντας μέσα στην νύχτα. Ή γειτόνισσα που τον καλούσε πίσω του του ’δινε πιότερο θάρρος να συνεχίσει.

– Μη-τέ-ρα!…

Ήξερε από χτες ακόμα που η μάνα του θα πήγαινε το καλαμπόκι στον αγά. Και τον καθησύχασε πως θα τον πάρει κοντά της στην πόλη. Χίμηξε μέσα στον κάμπο και τρέχει μ’ όλη τη θυμωμένη δύ­ναμή του να την προλάβει. Φωνάζει, αλλά δεν παίρνει καμιά απάντηση. Η κλαψιάρικη φωνή του πνίγεται στο πλατάγισμα της βροχής· ανακατώνεται με τις χινοπω­ριάτικες βροντές.

Ο μικρός, ολομόναχος στον λασπω­μένο κάμπο, ένιωθε τώρα τον εαυτό του ζωσμένον απ’ όλες τις μεριές από αόρατες σκοτεινές δυνάμεις. Μπροστά και πίσω το ίδιο σκοτάδι, δεξιά κι’ αριστερά τον έπνιγε ο ίδιος φόβος. Και ή βροχή. Ακατάπαυστος ο μονότονος απελπιστικός ήχος της. Η γη χορτασμένη νερό το ξερνούσε τώρα σε μύρια μικρά αυλάκια που νόμιζε πως έφερναν όλα γύρα του, σαν διψασμένα φίδια. Και κείνο το χιλιόστομο μουρμουρητό του θολωμένου νερού που κουβαλάει πίσω του τα μικρά χαλίκια του δρόμου. Κατόπι σαν φτάνει το αυλάκι στον τράφο, όταν πέφτει δισταχτικά στη γούρα. Κλουκ-κλουκ, κλουκ – κλουκ, κλουκ – κλουκ, κλουκ – κλουκ. Πόσο μεστώνει κι’ αυτό τη μοναξιά.

Μπήκε το νερό στο κορμί του. Ένας καινούργιος τρόμος τον τίναξε απάνω, Έφτασε αυτό να του ξεμουδιάσει απότομα τη σκέψη. Ναι, τώρα θυμάται. Η μάνα που ’φυγε μπροστά για το καλαμπόκι. Το χωριό πίσω έρημο χωρίς αυτή. Κατόπι, αλήθεια έτσι δεν του ’λεγε πολλές φορές; «Δεν μ’ αγαπάς Νίκο; Πολλές φο­ρές μ’ αφήνεις μονάχη και φεύγεις να παί­ξεις». ’Ώ πώς τον καίει αυτό τώρα μέσα του.

Μια καινούργια αστραπή του δείχνει το δρόμο. Τρέχει. Πόσο μονάχος στη μέση του κάμπου. Παλεύει τόση ώρα να βγάλει μια λέξη. Επιτέλους νίκησε το σκοτάδι, νίκησε το φόβο:

– Μάννααααααάάά! Μάνα – μούμού- μούμούμού…

Το τραγικό παράπονο που κλείνεται στις γεμάτες αυτές λέξεις, μακραίνει παρά­ξενα μέσα στη νύχτα. Το λιανοχάραγμα σταθμεύει ακόμα πάνω απ’ τα σύννεφα και δε λέει να μερέψει το σκοτάδι.

Και τρέχει. Ένα βήμα στην άδεια όχτη. Ένα γλυκό τρέμουλο στις φτέρνες των ποδιών, στη μέση, σ’ όλο το κορμί. Ο ίλιγγος.

– Μάάάν…

Δεν πρόκανε να τελειώσει τη λέξη. Την τελευταία συλλαβή την κατάπιε το λα­σπωμένο νερό της θυμωμένης Σουχάς. Ένα «μπλουμ» και τίποτ’ άλλο. Ένας περίσσιος όγκος στο σούρο του ποταμιού.

*

Ο ήλιος έσταζε όλη την καθυστερημέ­νη καλοσύνη του στη γδαρμένη γη. Τα φύλλα έσερναν πάνω τους με κουρασμένη αγαλλίαση τις τελευταίες στάλες της χινο­πωριάτικης βροχής. Τα μαμούδια ζεσταί­νουν την υγρή πλάτη τους κάτω απ’ τον ήλιο κι’ οι σαύρες δείχνουν μ’ ευχαρίστη­ση την άσπρη κοιλιά τους ή παίζουν τα μάτια τους με το καθάριο ηλιοφώς. Ένα σπουργίτι τίναξε τη φτερούγα του, ψείρισε λίγο το μαλακό σταχτί χνούδι του στήθους του κι’ άλλαξε μ’ έμπειρη πονηριά το χαμό­κλαδο που κάθονταν, μόλις άκουσε τις πατησιές που το ζύγωναν. Στο δρόμο ξεχύ­θηκαν ανήσυχα τα μυρμήγκια, πρόθυμα να διορθώσουν τις βλάβες που σώριασε στη φωλιά τους η πλημμύρα. Πέρσευε κι’ απ’ την πιο ασήμαντη ύπαρξη το συ­ναίσθημα της ευγνωμοσύνης απέναντι στον ήλιο, στον μεγάλο προστάτη τους.

Αυτή η γεμάτη στιγμή τις γυναίκες τις βρήκε στα πρώτα σπίτια τ’ Αργυρόκαστρου.

Φόρτωσαν βιαστικά στο χωράφι τα σω­ριασμένα αστάκια, έραψαν πρόχειρα με βούρλο τα βασανισμένα σακιά που όλο σκίζονταν απ’ το υγρό βάρος, τα ’ριξαν στ’ άλογα μ’ άφθονα γυναικίσια βογγητά και μένα καινούργιο κουράγιο που το δί­νει η δύσκολη δουλειά που μόλις τελείωσε, συνέχισαν το δρόμο για την πόλη. Ο πό­νος τους δεν ξεχνούσε κάπου – κάπου και τα κουρασμένα ζώα:

– Ντέέέ, άιντε μάτια, άϊντε !…

Ο ήλιος ξεγέλασε τη στενοχώρια τους κι’ ο γλυκός κατακάθαρος αγέρας ξέσυρε ολότελα από πάνω τους τις θυμωμένες ρυ­τίδες. Θα ’θελαν να χαμογελάσουν λιγάκι, να χαρούνε, αλλά τους φαίνονταν ακόμα πολύ απότομο. Περιορίζονταν σε λίγες συγκρατημένες λέξεις:

– Φτάσαμε.

– Είδες, κι’ αν δεν τραβήξαμε.

Γύριζαν κάπου – κάπου πίσω για να μετρήσουν με ικανοποίηση τους κινδύνους που πέρασαν. Άλλα έκανε τι έκανε, η μάν­να δεν μπορούσε να διώξει τη γνώμη απ’ το παιδί της.

– Αυτό το παιδί ποιος ξέρει πού βρίσκεται.

Και η ανδραδέλφη διάλεγε τα καλύτε­ρα λόγια να την καθησυχάσει.

Πέρασαν τον απότομο ανήφορο της πόλης με καινούργια αγκομαχητά κι’ έφτασαν στα στενά καλντερίμια των τούρκικων μαχαλάδων. Σε λίγο ξεφόρτωναν τα σακιά στην αυλή του αγά. Τούτος με την επισημότητα που παίρνει ο μεγάλος νοικοκύρης στο σπίτι του, βγήκε να κοιτάξει το καλαμπόκι.

– Το κάνετε όλο νερός να βαρύνει. Φέρε απάνω!

Οι δύο γυναίκες βιάζονταν να τελειώ­σουν. ‘Η μάννα ζαλώθηκε και το τελευταίο σακί κι’ ανηφόρισε με το εξαντλημένο απόθεμα του κουράγιου που μας δίνει το τέλος μιας δύσκολης πράξης, τις υγρές λιθόσκαλες του παλιού σαραγιού. Τ’ άδειασε και τοιμάστηκε να φύγει.

– Κάτσε μο’ να ξεκουράσεις!

Κοίταξε τον τούρκο με θηλυκή υποψία, έτοιμη ν’ αμυνθεί.

– Ντεν τέλεις ένα καφέ;

– Όχι αφέντη με περιμένει το σπίτι.

-Πο αυτό το γκριμάδι και κείνο το τρελλό άντρα σου, σου πήραν στο λαιμό. Ντεν σου το ’λεγκα εγκώ νύφη πούσουνα στο κωράφι; Το θυμάσαι εκείνο το κρόνια ;

Η γυναίκα χαμήλωσε ολότελα το κεφάλι αμίλητη. Αν τα θυμάται λέει; Και πώς να ξεχάσει τη σκύλινη μούρη του που σέρνονταν λασπωμένη στο χώμα, τη γριά μαυλίστρα που της έταζε φλουριά, τη φυ­λακή τ’ αντρός της, κατόπι το ξεσπίτωμα για να γλυτώσει απ’ το σάπισμα της φυ­λακής; Δέκα τόσα χρόνια στα ξένα ο δι­κός της. Και για ολ’ αυτά ήταν αυτός ο αί­τιος. Α, που να τα ξεχάσει. Θέριζε στο χωράφι του νύφη, δροσάτη κοπέλα πάνω στα νιάτα της. Έφαγε τα σίδερα ο τούρκος να τη χαρεί, δάγκωνε όλο το μεσημέρι το χώμα. Μήνυσε αυτή του Κώστα του άντρα της που ’ταν σε άλλο χωράφι ψηλότε­ρα κι’ έτρεξε με το τσαπί στο χέρι, γεμά­τος χώμα όπως σκάλιζε το νιόφυτο καλαμ­πόκι. Χίμηξε πάνω του με το μακρόξυλο του κοφτερού εργαλείου και τον μαύρισε στο ξύλο. Στα νευρωμένα χέρια του μα­ζεύτηκε το γινάτι ολόκληρων χρόνων σκλα­βιάς της φυλής του και στο πρόσωπο του αγά ένιωθε την συγκεντρωμένη απατηλή ικανοποίηση πώς εκδικιέται όλη την αδιάν­τροπη ράτσα του. Κόντεψε πάνω στο θυ­μό του να του κόψει και το κεφάλι με το τσαπί, αν δεν έμπαινε στη μέση ο γέρο- πατέρας του που δεν μπορούσε να κρύψει και τη χαρά του για το γερό και φιλότιμο παλληκάρι που ’φερε στον κόσμο.

Την άλλη μέρα τον Κώστα τον έπιασε η τούρκικη αστυνομία και τον έριξαν στα μπουντρούμια του υγρού Καλιά του Κά­στρου. Δυο χρόνια ολόκληρα. Κι’ αν δεν το ’σκαγε απ’ το παράθυρο με την τριχιά που του ’στελλε αυτή κάθε τόσο στο ψωμί, ακόμα κει θα σέπονταν.

Πώς να τα ξεχάσει; Τον κοιτάει κατακκόκινη και τοιμάζεται να τα πετάξει ολ’ αυτά στα μούτρα του, να χιμήξει με τα νύχια πάνω του, αλλ’ αυτός ο θυμός μαλακώνει απότομα απ’ την εικόνα του παιδιού της.

Δεν του ’πε μια λέξη. Δρασκέλισε δυο – δυο τις πέτρινες οξώσκαλες και πήδησε αλαφιασμένη στη μεγάλη πόρτα.

-Πάμε. Πάμε γρήγορα!

Αυτό μονάχα μπόρεσε να πει της αντραδέρφης της που την κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα.

Ο μακρινός δρόμος για το χωριό κα­τάπιε ολότελα το θυμό της. Ή θέρμη της γης που άπλωνε φιλικά μπροστά τους, μέ­ρεψε την αναστατωμένη ψυχή της. Τα που­λιά χαίρονται ξετρελαμένα την ολοκληρω­μένη ομορφιά. Ο μεσημεριάτικος ήλιος βρίσκονταν στη χινοπωριάτικη δόξα του.

*

Το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Την άλλη μέρα κουβάλησαν το παιδί της τυλιγμένο σε μια κουβέρτα. Τα νερά της Σουχάς που ξεχείλιζαν όλη τη νύχτα στα πλαϊνά χωράφια, ξέβρασαν το κορμί του σε μια απόμερη όχτη. Το μούτρο του κατάμαυρο απ’ τα χτυπήματα κι’ η κοιλιά του πρησμένη σα φουσκωμένο δερμάτινο κατσιούπι. Στην αρχή δεν μπόρεσε να το γνωρί­σει, δεν ήθελε να το πιστέψει. Κάποια ελπίδα την ξεγελούσε ακόμα πως δεν είναι το παιδί της τούτο. Το ξεγύμνωσε, το ’ψαξε καλά κι’ έμπηξε τις φωνές:

– Νίκο μου-ού·ού ού-ού-ού !…

Στην αρχή είδαν κι’ έπαθαν οι δικοί της να την τραβήξουν απ’ το αγνώριστο αυτό κορμί που άρχιζε από τώρα να μυρί­ζει άσχημα. Αλλά ο μητρικός σπαραγμός σταμάτησε απότομα. Έβραζε μέσα της σαν βουβή κατάρα, φούντωνε σαν τα σιωπηλά χινοπωριάτικα νερά της Σουχάς που γρή­γορα θα ξεσπάσουν. Ο θυμός ποτάμι, που θα φτάσει στην ιερή εκδίκηση, για να ησυχάσει.

Την ώρα που ισοπέδωνε για καλά ή νύ­χτα με το σκοτάδι της τις πτυχές της γης, η μάνα ανάλαφρη γλίστρησε απ’ το προ­γονικό της και τράβηξε για την πόλη. Κα­νένα αγκομαχητό, κανένας φόβος δεν τη συντρόφευε ένας δρόμος μονάχα μπροστά της, τη στιγμή που όλα κοιμούνταιγύ­ρα της.

Τα ξημερώματα ο αγάς βρέθηκε πνιγ­μένος. Μπροστά στο λαιμό του διακρίνονταν μονάχα κάτι μαύρες δαχτυλιές.

Η μάνα ξύπνησε το χωριό με παράξενες φωνές που κλόνιζαν συθέμελα την ανθρώπινη ψυχή:

-Ξύπνα παιδί μου, δε θα ξαναπάω ποτέ στον αγά.

Κι ο λαός που δεν έσκυψε ποτέ δουλικά τη ράχη του, ένιωθε μια αλλόκοτη ικανοποίηση για την εκδίκηση της μάνας. Κι’ έναν σπαρακτικό πόνο, έναν απέραντο οίχτρο γι’ αυτή που τρελάθηκε.

Σχετικά άρθρα: