1940 – ’41 στην Δούβιανη της Δερόπολης

… Έλεγε η Δροπολίτισσα μητέρα μου: «Αρχές Δεκέμβρη του ’40 , απόγευμα του Άγιο Σάββα ξημέρωμα του Άγιο Νικόλαου βροχή και «ανεμοσούρι» έφυγαν οι ιταλοί κυνηγημένοι από τον λάκκο όλο το βράδυ ένας δεν τα κατάφερε «έντεσε» σ’ ένα κλαρί στον «γκρεμό» κι όλη νύχτα φώναζε:
«Αγιούτοοοο…» έρχονταν η φωνή του σε όλο το χωριό μαζί με τον «αχό» του λάκκου και της βροχής. Φώναζαν οι άντρες από την ράχη για να τον εντοπίσουν, άκαρπη η προσπάθεια όλη την νύχτα τον βρήκαν τα χαράματα πεθαμένο, βάλαν τις γυναίκες να τον «φτιάξουν» και τον έθαψαν στον Άγιο Βλάση.
… Με τον πρώτο φως της ημέρας φάνηκαν οι έλληνες, κατέβαιναν από το βουνό, θα ήταν καμιά πενηνταριά με τον αξιωματικό κι έναν στρατιωτικό γιατρό. Ο Ρόνιας (ο αθώος του χωριού) έτρεχε από «βακούφι» σε «βακούφι» και χτυπούσε τις καμπάνες, βγήκε όλο το χωριό. Οι άντρες κρατούσαν μπουκάλια με ρακί και κέρναγαν, οι γυναίκες και τα παιδιά με τις «συκομαϊδες» και τα «κυδωνόπαστα».
Μια 20ετία σαν όνειρο περίμεναν ετούτη την στιγμή.
Η δημογεροντία του χωριού, σε συνεννόηση με τον αξιωματικό, μοίρασαν τους φαντάρους στα μεγαλύτερα σπίτια της κάτω χώρας (… κι αν δεν έχει η Δούβιανη μεγάλα σπίτια …), άδειασαν οι κασσέλες από τραχανάδες και φαγώσιμα κι οι «μπούντενες» απ’ τα τυριά και τα βουτήρατα. Καζάνια στήθηκαν στο σχολείο κι όλο «μποκανίκια» ερχόταν απ’ τις γυναίκες με τυρομπούρεκα, λαχανομπούρεκα και λαχανόψωμα.
Την ίδια μέρα στρατός πολύς πέρναγε στο «ντερβένι» προς τ’ Αργυρόκαστρο, σε κανα δυό μέρες έφυγαν οι περισσότεροι από το χωριό προς το Κάστρο κι αυτοί, έμεινε ο γιατρός και λίγοι ακόμη, κάθισαν ως το Πάσχα.
φίλ.Π.γ. / 28-10ου-2016
** Στη φωτογραφία μια Δεροπολίτισσα καλωσορίζει τον έλληνα φαντάρο με «πεσκέσια», «άλλο να σου λένε έλα κουμπάρε στο σπίτι κι άλλο να σε παίρνουν αμπόχνωντας» (όπως γράφει ο Α.Χ.Μαμμόπουλος)