1953: Πρωτομαγιάτικο φονικό πάνω στη μεθόριο

Γράφει
ο Κώστας Ευάγγελος Μίσσιος
Πόσο εύκολα σκοτώνεις,
όταν τη δύναμη κρατάς.
Και τους ανθρώπους σαν σκουπίδια,
στον άλλο κόσμο τους πετάς.
Φρικτό και απάνθρωπο που είναι,
να περπατάς και ξαφνικά,
να σε σωριάζουνε οι σφαίρες,
ανθρώπων χέρια φονικά!!!
Αυτούς τους στίχους τους έγραψα στο 7ταξιο σχολείο της Κάτω Επισκοπής, στην έκτη τάξη!
Έχουν τη δική τους φρικτή ιστορία γι’ αυτό και η τύχη το έφερε να σωθούν μέχρι σήμερα, μετά από 70 χρόνια.
Ήτανε τα χρόνια της απάτης, των ψεύτικων υποσχέσεων προς το Βορειοηπειρωτικό λαό για αυτοπροσδιορισμό και αυτοδιάθεση. Όλα αυτά ήταν κουραφέξαλα, στη θέση τους επικράτησε ο φόβος, η εξαθλίωση και η πάλη των τάξεων, όπως την αποκαλούσαν οι μελλοντικοί τύραννοι.
Τα χωριά μας ήταν η παράνομη διάβαση προς τη μητέρα πατρίδα για αυτό και τα σύνορα περιφρουρόνταν αυστηρά.
Εμείς, τα παιδιά του 7ταξιου που ζούσαμε στα ακριτικά χωριά, βλέπαμε τις κινήσεις, τα τρεξίματα των φαντάρων που κυνηγούσαν και χτυπούσαν στο ψαχνό ανθρώπους που προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα. Γυρίζαμε στα σπίτια μας με την αδρεναλίνη ανεβασμένη κατακόρυφα, διότι δεν υπήρχε στιγμή που να μην ακούγαμε πυροβολισμούς.
Είχαμε τη θέληση και το πάθος για γράμματα. Ήμασταν πολύ τυχεροί που είχαμε εκπαιδευτικούς από τους καλύτερους που υπήρχαν στην περίοδο εκείνη. Όπως έγραψα, για τον πρώτο δάσκαλο μου, τον αείμνηστο Γρηγόρη ΚΑΤΣΑΛΙΔΑ, ακριβώς ίδια συναισθήματα τρέφω και για τον αείμνηστο Αριστείδη Κυρούση από την Πολύτσανη Πωγωνίου. Είναι ο δάσκαλος που μας μίλησε από την πέμπτη τάξη για τη μυθολογία, τη φιλοσοφία την Ιλιάδα και Οδύσσεια. Μας μίλησε για τον Περικλή, τον Λεωνίδα, το Μέγα Αλέξανδρο και πολλούς από τους προγόνους μας, κέρδισε τις καρδιές, τον σεβασμό μας.
Στο πρόσωπο του δάσκαλου Αριστείδη, εμείς οι μαθητές του, βλέπαμε τον άνθρωπο που ενδιαφερόταν για την πρόοδο μας στα μαθήματα και την καλή συμπεριφορά. Τις ανοιξιάτικες μέρες προπάντων τα κορίτσια, στη διαδρομή από Βραχογοραντζη και Γλίνα, μαζεύανε λουλούδια, ετοίμαζαν ανθοδέσμες και τις πρόσφεραν στον καλό μας δάσκαλο.
Στα πρόθυρα της Πρωτομαγιάς του ’53, μας ανέθεσε να γράψουμε έκθεση για τη σημασία της Πρωτομαγιάς. Αφού μας εξήγησε, βυθιστήκαμε στις σκέψεις. Μας ανήγγειλε, επίσης, ότι την Πρωτομαγιά θα την περάσουμε στην εξοχή. Ήταν εντολή: Το σχολείο της Κάτω Επισκοπής να πάει στους Ραντάτες. Σκοπός του καθεστώτος ήτανε να δούνε οι μοναρχοφασίστες πόσο όμορφα περνάει ο κόσμος εδώ, όταν οι από κει ζουν σε πραγματική κόλαση.
Μαζευτήκαμε στο σχολείο και όλες οι τάξεις στη γραμμή, ξεκινήσαμε για τον προορισμό με τραγούδια της άνοιξης, πρωτομαγιάτικα. Μόλις φτάσαμε στο Μπογάζι, τοπωνυμία που ξεκινάει από τη θέση Κορίτα και φτάνει μέχρι κάτω στον κάμπο του Ραντατιού, αξιωματικοί και φαντάροι βγήκαν μπροστά μας και εξηγούσαν στους δασκάλους το μακάβριο έγκλημα που διέπραξαν το βράδυ. Ζεύγος Βορειοηπειρωτών από το χωριό Δρόβιανη, προσπάθησε να περάσει τα σύνορα, αλλά μάταια… είχαν την ατυχία να είναι νεκροί.
Οι αξιωματικοί ήρθαν σε ρήξη με τους δάσκαλους. Επέμεναν όλοι οι μαθητές να περάσουν από τους σκοτωμένους, για να δούνε πώς το πληρώνουν όσοι προδίδουν την πατρίδα τους. Αυτό ήταν δεύτερο έγκλημα των αξιωματικών, καθώς έπαιρναν δια της βίας τους μαθητές να δούνε τους νεκρούς. Αν και μικρός, έσφιγγα και έτριζα τα δόντια μου, θέλησα να πάω να δω αυτούς τους κακομοίρηδες. Καημένοι άνθρωποι, ζευγάρι, τους είδα με τα μάτια μου. Σε δέκα μέτρα απόσταση. Την ίδια μέρα τούς φόρτωσαν κακός του κακού σε όχημα και τους γυρίζανε στα χωριά, προκαλλώντας μεγάλο πανικό στον κόσμο.
Την επόμενη μέρα ο υπέροχος δάσκαλος, μας ζήτησε να του δώσουμε την έκθεση που προετοιμάσαμε στο σπίτι. Εγώ, αντί της έκθεσης σε πεζό, του παρέδωσα τους παραπάνω στίχους, χωρίς να υπολογίσω ότι από το καυτό περιεχόμενο θα υποστώ συνέπειες εγώ και οι στίχοι μου μελλοντικά.
Έδωσα στο δάσκαλό μου το ποίημα και περίμενα την αντίδρασή του. Μετά την ανάγνωση, βάζει το χέρι του στους ώμους μου, με τραβάει πιο πέρα για να μην ακούσουν οι συμμαθητές μου και μου λέει:
– Κωνσταντή, ωραίο το ποίημα σου. Επειδή σε αγαπώ σε συμβουλεύω! Κρύψτο αμέσως καλά σε κανένα κασελάκι κι αν έρθει κάποτε η ώρα του, βγάλτο!
Άκουσα με σεβασμό τη συμβουλή του δάσκαλού μου και την ευχή του να ακολουθήσω τον όμορφο δρόμο της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της ποίησης.
… Ήταν Πρωτομαγιά του ’53 όταν συνέβη το παραπάνω γεγονός κι όμως το έχω νωπό στο νου μου ακόμα. Σαν το θυμάμαι αναριγώ, μαχαιριές μπήγονται στην ευαίσθητη ψυχή μου…
30.04.2023