1974: Ο επιθανάτιος ρόγχος της εθνικής μας συνείδησης
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Το εναγώνιο ερώτημα του ήρωα αντισυνταγματάρχη Γεώργιου Μπούτου –τραυματίστηκε βαριά στο Κοντεμένο της Κερύνειας τον Ιούλιο του 1974– για το πού ήταν η Ελλάδα, όταν θέριζαν τα “παιδιά του” στην Κύπρο (στρατιώτες του 286 Μηχανοκίνητου Τάγματος Πεζικού) τα τουρκικά αεροπλάνα του “Αττίλα”, ηχούσε σαν επιθανάτιος ρόγχος εθνικής συνείδησης στα αυτιά των Ελλήνων για πολύ καιρό μετά τον θάνατό του στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας, όπου είχε μεταφερθεί.
Κι αυτός ο “πολύς καιρός” έγινε χρόνια για τους επιζήσαντες της κυπριακής τραγωδίας Ελλαδίτες, οι οποίοι επέστρεψαν κακήν κακώς από την αιμάσσουσα Κύπρο και πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους μέσα σε εφιάλτες. Εφιάλτες γιατί βίωσαν ανάλογες συνθήκες πολέμου με εκείνες της διάλυσης από αέρος του 286 Μηχανοκίνητου Τάγματος Πεζικού υπό το συνταγματάρχη (μετά θάνατον) διοικητή του Γεώργιο Μπούτο.
Το τραγικό 1974
Συνθήκες εφιαλτικές όπως εκείνες που βίωσε ο ηρωικός Ναυπλιώτης στρατιωτικός μετά την αιφνιδιαστική εμφάνιση τεσσάρων τουρκικών μαχητικών που πέταξαν σε χαμηλό ύψος πάνω απ’ το σώμα της Εθνικής Φρουράς Κύπρου, λιανίζοντας την ήδη ακινητοποιημένη μηχανοκίνητη φάλαγγά του με ρουκέτες, εκρηκτικές βόμβες ναπάλμ και σφαίρες πυροβόλων ντουμ-ντουμ… Τραγική λεπτομέρεια: Η Εθνική Φρουρά Κύπρου διέθετε τότε, όλο κι όλο, ένα μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού (το 286) με διοικητή το Γεώργιο Μπούτο και έδρα την Κοκκινοτριμιθιά, όπου έφτασε και εγκαταστάθηκε ο ήρωας από την Αθαλάσσα (πρώτη τοποθέτησή του μετά την άφιξή του στην Κύπρο το 1972).
Τραγικές και οι άλλες ιστορίες στρατιωτικών επιχειρήσεων (και όχι μόνο) κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Ιστορίες γνωστών και άγνωστων Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων που θυσιάστηκαν γι’ αυτήν. Μικρές και μεγάλες ιστορίες ηρωισμού στον υπέρ πατρίδος αγώνα, αλλά και φριχτές ιστορίες κτηνώδους βαρβαρότητας κατά του άμαχου πληθυσμού της Μεγαλονήσου από τους Τούρκους εισβολείς και κατακτητές (επί 50 χρόνια) του 37% της Κύπρου.
Ιστορίες-τεκμήρια, εν πολλοίς, τις οποίες επισφράγισαν –κατά τη διάρκεια του Αττίλα 2– η απροθυμία της τότε ελληνικής κυβέρνησης να συνδράμει την Κύπρο έναντι της τουρκικής εισβολής και η δήλωση-βόμβα του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή: «Η Κύπρος κείται μακράν», φράση που έδωσε ασυλία στην Τουρκία και επέτρεψε στους Αμερικανούς τη στήριξη του δεύτερου “Αττίλα” (Στ. Κωνσταντινίδης: Νομάδας Α Β Γ)
Ετεροκατευθυνόμενη εξωτερική πολιτική
Φράση ιστορικής σημασίας, όπως αποδείχθηκε τελικά, γιατί συνόψιζε και επισημοποιούσε την ποντιοπιλατική ελληνική πολιτική στο Κυπριακό από το 1974 και εντεύθεν, ίδια και απαράλλακτη με εκείνην της απόσυρσης της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο καθ’ όλη την ταραχώδη δεκαετία του 1930. Τη δεκαετία που ήταν συνέχεια εκείνης η οποία “γέννησε” την Μικρασιατική Καταστροφή μας. Τη δεκαετία όπου το ελληνικό κράτος κλήθηκε (“ξυπόλητο στ’ αγκάθια”) να αντιμετωπίσει τις οδυνηρές της συνέπειες και να αντεπεξέλθει στις νέες και επιτακτικές ανάγκες, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Να αντεπεξέλθει στις νέες ανάγκες υπό το βάρος του δυσεπούλωτου τραύματος που άφησε πίσω της η αποτυχημένη μικρασιατική εκστρατεία του ελληνικού στρατού και με τη (διαχρονικά εξαρτώμενη από την αγγλική και αμερικανική πολιτική) αθηναϊκή ελίτ προσηλωμένη στην προάσπιση του status quo της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) και την προστασία των ελληνικών συνόρων, τα οποία αυτή χάραξε. Η ολοκλήρωση τους έγινε το 1947 (Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, μετά τη Διάσκεψη του 1946).
Προσηλωμένη και στην αντιμετώπιση του “σοβιετικού κινδύνου” (μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1991 έγινε “ρωσικός κίνδυνος”!), με αποτέλεσμα από το 1974 και εντεύθεν η Ελλάδα να θέσει σε δεύτερη μοίρα τα γεωπολιτικά της συμφέροντα και με την υιοθέτηση κατευναστικής εξωτερικής πολιτικής, να γίνει ετεροκατευθυνόμενη. Να κρατά “άψογη στάση” στο Κυπριακό, βολεμένη στο καθιερωμένο δόγμα των ελληνικών κυβερνήσεων “Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται” με συνέπεια να ακολουθεί τυφλά τις έξωθεν παραινέσεις για μη αντίδρασή της στον τουρκικό επεκτατισμό (το είδαμε και στα Ίμια) και να μην ασκεί μέχρι σήμερα κυριαρχικά δικαιώματά της, όπως η νόμιμη επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια.
Από τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου στο 1974
Για να επανέλθω όμως στην απόσυρση ουσιαστικά της ελληνικής πολιτικής από το Κυπριακό μετά το 1930 (πράγμα που εκμεταλλεύτηκε στο ακέραιο η Τουρκία το 1974), θυμίζω ότι η Ελλάδα μπήκε απρόθυμα και υπό την πίεση της ελληνικής κοινής γνώμης στον αγώνα για Αυτοδιάθεση και Ένωση των Κυπρίων. Το 1959 είναι χρονιά κομβική για τον εν λόγω αγώνα. Με το που υπέγραψε ο Καραμανλής τις εθνικά ασύμφορες Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (έβαλαν στο παιχνίδι την Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη, δηλαδή έβαλαν τον “λύκο να φυλάει τα πρόβατα”), εγκαταλείφθηκε το ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης για Ένωση.
Έτσι, μετά την εγκατάλειψη της Ένωσης, η Αθήνα ουσιαστικά συναίνεσε στην επιστροφή της Τουρκίας στην Κύπρο. Απόφαση που επέτρεψε την εισβολή της το 1974 με όλα τα δεδομένα υπέρ της, καθώς έγινε σε οικείο γι’ αυτήν πεδίο και με τρέχουσες πολιτικές καταστάσεις σε βάρος της ελληνοκυπριακής πλευράς. Πρωτίστως, λόγω του πραξικοπήματος της Χούντας των Αθηνών κατά του δημοκρατικά εκλεγμένου Προέδρου της Κύπρου Μακάριου στις 15 Ιουλίου 1974.
Επί δικτατορίας ο Μακάριος γίνονταν καθημερινά πρώτο θέμα συζήτησης λόγω των τεταμένων σχέσεών του με τον στρατιωτικό ηγέτη της ΕΟΚΑ και μετέπειτα αρχηγό της ΕΟΚΑ Β’ Γεώργιο Γρίβα (1897-1974). Η εγκατάσταση του Γρίβα στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1959 είχε δημιουργήσει πονοκέφαλο στην κυβέρνηση Καραμανλή, γιατί ο στρατηγός κατήγγειλε από την πρώτη στιγμή τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου τις οποίες είχε υπογράψει ο Έλληνας πρωθυπουργός (11 Φεβρουαρίου 1959 στο ξενοδοχείο Ντόλτερ της Ζυρίχης), από τις οποίες οι μόνοι κερδισμένοι ήταν οι Τούρκοι…