80 χρόνια από το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

80 χρόνια από το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

Της Ελένης Νικολαϊδου

13 Δεκεμβρίου 1943.

Από τα απεχθέστερα εγκλήματα
των Γερμανών κατακτητών,
μία από τις πιο εγκληματικές πράξεις
του γερμανικού στρατού κατοχής
όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη.

Αφορμή του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων ήταν η συντριπτική ήττα των Γερμανών από τον ΕΛΑΣ στη μάχη της Κερπινής (16-17/10/1943). Ο γερμανικός στρατός ξεκίνησε από την Τρίπολη, το Αίγιο και την Πάτρα με κατεύθυνση τα Καλάβρυτα. Η εκδίκηση των Γερμανών ήταν εφιαλτική, βομβάρδισαν, έκαψαν χωριά και εκτέλεσαν κατοίκους χωριών στη διαδρομή τους προς τα Καλάβρυτα.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1943 η Βέρμαχτ, ένα τάγμα της 117ης γερμανικής Μεραρχίας, μπήκε στα Καλάβρυτα. Άλλα δύο τάγματα με βαρύ οπλισμό παρατάχθηκαν γύρω γύρω από τα Καλάβρυτα και όπως ήταν ακροβολισμένα δεν άφηναν καμία διέξοδο διαφυγής.

Η απόφαση για τη σφαγή των κατοίκων ήταν ειλημμένη, η επιχείρηση ήδη είχε ονομαστεί ως η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» και είχε ανατεθεί στον ταγματάρχη Εμερσμπέργκερ. Οι κάτοικοι ανήσυχοι για την τύχη τους πίστεψαν τον Γερμανό διοικητή Εμερσμπέργκερ που τους διαβεβαίωσε πως δεν θα τους πειράξουν και το μόνο που ζητούν είναι να βρουν τους αντάρτες, μάλιστα έκαψαν όποια σπίτια τους υπέδειξαν πως ήταν των ανταρτών. Έκαψαν και το ξενοδοχείο «Χελμός» με την πρόφαση πως έκρυβε αντάρτες του ΕΛΑΣ.

Στις 11 Δεκεμβρίου απαγορεύτηκε η έξοδος από τα Καλάβρυτα, όποιος δεν υπάκουε θα εκτελούνταν, όπως και έγινε. Η διαταγή ήταν σαφής, σε αντίποινα της αντιστασιακής δράσης του ΕΛΑΣ, θα φονεύονταν όλοι οι άντρες από 12 έως 65 ετών.

Σε μία φαινομενικά ήρεμη νύχτα, ξημερώματα 13ης Δεκεμβρίου 1943, με την ομίχλη να δυσκολεύει την ορατότητα και το κρύο να τεντώνει τις αισθήσεις των κατοίκων, άρχισαν να χτυπούν δαιμονισμένα οι καμπάνες της πόλης. Έντρομοι οι κάτοικοι μαζεύτηκαν μπροστά από το σχολείο.

Οι μανάδες κρατούσαν σφιχτά τα παιδιά τους, οι ηλικιωμένοι κουρνιασμένοι και οι Γερμανοί με τα όπλα στα χέρια ξεχώριζαν τους άντρες.

Έδωσαν οδηγίες οι άντρες να έχουν μαζί τους μία κουβέρτα και φαγητό για μία ημέρα. Να κουβαλούν κασμάδες ή φτυάρια γιατί θα τους έβαζαν να επισκευάσουν τους δρόμους. Άγνωστο αν κάποιοι τους πίστεψαν! Δημιουργήθηκε μια μακριά ουρά από άντρες που τους οδήγησαν λίγο έξω από το χωριό, 10 λεπτά απόσταση από το σχολείο, στο χωράφι του δάσκαλου Καππή.

Ο φόβος τους παρέλυσε όλους!

Οι Γερμανοί δεν διάλεξαν αυτή την περιοχή στην τύχη, το μέρος ήταν αμφιθεατρικό, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει κανένας. Ταυτόχρονα τα γυναικόπαιδα στοιβάχτηκαν, στην κυριολεξία, στο σχολείο με πάνοπλη στρατιωτική φρουρά απ’ έξω, ενώ μία άλλη ομάδα Γερμανών άρχισε να καίει τα σπίτια, αδιακρίτως!

Μία άλλη ομάδα Γερμανών, πριν αρχίσουν να πυρπολούν τα σπίτια έκανε πλιάτσικο, φόρτωσαν στον οδοντωτό ό,τι μπορούσε να φορτωθεί από τα σπίτια, τα καταστήματα, τις αποθήκες. Πολιτισμός! Μπήκαν στην Αγροτική Τράπεζα και επειδή δεν μπορούσαν να ανοίξουν τις θυρίδες και το χρηματοκιβώτιο έφεραν από τον χωράφι του Καππή τον διευθυντή της τράπεζας να τους ανοίξει. Άρπαξαν 270.000.000 δραχμές και ό,τι πολύτιμο φυλάσσονταν στις θυρίδες, κοσμήματα, χρυσό.

Ο Εμερσμπέργκερ με διάφορα τεχνάσματα κατηγόρησε όλους τους κατοίκους πως υποθάλπουν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και απαίτησε όλο το αλεύρι, το λάδι και το κρασί της πόλης, οι στρατιώτες έμπαιναν στα καταστήματα και άρπαζαν ό,τι ήθελαν, γέμιζαν τους σάκους τους, τις τσέπες τους, τις κούτες με προϊόντα. Και που διαμαρτύρονταν οι κάτοικοι, δεν ήταν κάτι που τους επηρέαζε.

Σειρά είχαν τα ζωντανά των Καλαβρύτων. Τα μάζεψαν όλα!

Μακάρι όμως να ήταν αυτό το τέλος. Είχε και συνέχεια.

Αφού ολοκλήρωσαν την λεηλασία και πλιατσικολόγησαν από το βιός των ανθρώπων, άρχισαν να πυρπολούν και να σκοτώνουν. Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» έπρεπε να ολοκληρωθεί. Όσα σπίτια δεν είχαν καεί τις προηγούμενες ημέρες θα καίγονταν στις 13 Δεκεμβρίου. Η πόλη πήρε φωτιά, μαύροι καπνοί σκέπασαν τα Καλάβρυτα.

Την ίδια στιγμή, όταν οι φλόγες πλησίαζαν στο σχολείο, ο καπνός άρχισε να τους πνίγει και έτσι όπως ήταν στοιβαγμένοι στις αίθουσες γυναίκες και παιδιά άρχισαν να χτυπούν τις πόρτες, δεν ήταν κλειδωμένες αλλά ο πανικός κυριάρχησε, άλλες μητέρες έσπασαν τα τζάμια και πέταξαν τα παιδιά τους από τα παράθυρα. Έτρεξαν έξω αλλόφρονες! Γύρω από το σχολείο, πλέον, ήταν λίγοι Γερμανοί στρατιώτες και υπάρχουν μαρτυρίες πως γέλαγαν όταν έβλεπαν το έντρομο πλήθος να τρέχει πανικόβλητο. Οι φλόγες είχαν τυλίξει όλη την πόλη.
Φρίκη, απανθρωπιά!

Το σύνθημα δόθηκε από τα Καλάβρυτα με δύο φωτοβολίδες, μία πράσινη και μία κόκκινη, και τα πολυβόλα άρχισαν να σκοτώνουν τους άντρες που δεν είχαν από που να διαφύγουν. Τους θέρισαν!

Ριπές, ατελείωτες ριπές! Τα πολυβόλα έριχναν, τα σπίτια καιγόντουσαν, οι γυναίκες και τα παιδιά φώναζαν και έκλαιγαν.

Οι ριπές των πολυβόλων σκέπασαν και κραυγές και μυρωδιές!

Και για να μην τους ξεφύγει κανείς έψαχναν έναν έναν και όποιος ήταν ακόμη ζωντανός του έριχναν χαριστική βολή!

Χαριστική βολή, πατούσαν πάνω στα πτώματα και τους έσπρωχναν μήπως κάποιος είναι ζωντανός ακόμη, τράβαγαν χέρια, πόδια και αν, πράγματι, κάποιος δεν είχε σκοτωθεί και ήταν απλώς τραυματισμένος του έριχναν τη χαριστική βολή. Μην τυχόν και ζήσει κανένας. Οι σαδιστές δήμιοι δεν χόρταιναν το αίμα.

Αυτή την ιστορία, άραγε, την διδάσκονται στα γερμανικά σχολεία;

Σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές εκτελέστηκαν 511 Καλαβρυτινοί και μόνο 13 σώθηκαν, με σοβαρά τραύματα, από τύχη, γιατί τους πλάκωσαν άλλα πολλά πτώματα και γλύτωσαν.

Και αυτές οι γυναίκες που έφτασαν τρέχοντας στο μέρος της εκτέλεσης, πώς άντεξαν, σε μία μάζα από νεκρούς ανθρώπους, 511 πτώματα το ένα πάνω από το άλλο. Βούλιαζαν τα πόδια τους στο αίμα και έψαχναν τους δικούς τους.

Μαύρα μαντήλια στα κεφάλια και με μαύρα ρούχα, σαν σε αρχαία τραγωδία μοιρολογώντας, έβαζαν τον νεκρό πάνω στην κουβέρτα που είχε ο καθένας μαζί του και τον τράβαγαν, έσκαβαν τη γη με τα χέρια τους, [τα περισσότερα εργαλεία είχαν καεί] να ανοίξουν τάφους, να θάψουν τον πατέρα, τον άντρα, τον γιο, τον αδελφό. Μέσα Δεκέμβρη και νύχτωνε νωρίς, έπρεπε να τους κουβαλήσουν όλους μέσα στο χωριό για να μην τους φάνε τα τσακάλια και οι σκύλοι. Καλαβρυτινές ηρωίδες, δεν λύγισαν, δεν κατέρρευσαν από το αποτρόπαιο έγκλημα.

Μοίρα κακιά! Μέσα στον παγωμένο Δεκέμβρη! Λύσσα κακιά για τους κατακτητές που πίστεψαν πως η αντίσταση θα θαβόταν μαζί με τους αδικοχαμένους!

Το ρολόι του καμπαναριού των Καλαβρύτων σταμάτησε στις 14:33. Δεν το επισκεύασαν ποτέ. Το άφησαν να θυμίζει στους επόμενους, τη σφαγή, τη θυσία.
Να θυμίζει….

Αν δεν με απατά η μνήμη μου η Γερμανία ουδέποτε ανέλαβε την ευθύνη για τη σφαγή των κατοίκων των Καλαβρύτων, ούτε φυσικά έχει κάνει λόγο για πολεμικές αποζημιώσεις.

news247.gr

Σχετικά άρθρα: