Αν δεν έβγαινες στη δουλειά…

-Ομολογία-
Αν δεν έβγαινες στη δουλειά, σε απειλούσαν. Θα σου φέρομε τον άνδρα σπίτι, σου έλεγαν. Θα τον σταματούσαν από την κρατική δουλειά στο Αργυρόκαστρο. Το έχουν πράξει σε άλλους, έχουν φέρει κάμποσους. Δεν ήταν λόγια στο χαβά.
Ήμουν τόσο αδύνατη τότε, που μάζευα τα γελέκια που μου κάθονταν φαρδιά, μα τούτο φως.
Πού είχα τακάτι εγώ για κάμπο. Παρόλα ταύτα άφηνα το γιμάρι του συνεταιρισμού και ριχνόμουνα στο χωράφι μας, προτού μας το πάρουν.
Ο κάθε καιρός έχει τα δικά του. Επειδή λέγω για τούτες τώρα, που πήγαν στην Ελλάδα, ότι δεν δουλεύουν όπως εμείς τότε. Μπορώ κι εγώ να σφουγγαρίσω, να τραβήξω μια σκούπα, να πάρω τις σκόνες. Πλένω κι εγώ τα ότι. Για να είσαι βρεγμένη όλη την ημέρα στη Λαπάτσα, στο Μποχαρό, στα Γιαννίτσια… χωρίς ομπρέλα, χωρίς πλασμά, με το παλτό της μάνας μου, το διμιτένιο, κατσούλα. Λες τίποτα, όλη την ημέρα με βρεγμένο κορμί.
Καιροί…, δεν είχαν ο κόσμος να φάνε. Κι όμως ποτέ δεν κοιμηθήκαμε το βράδυ νηστικοί στο σπίτι μας.
Απόσπασμα από “Το βιβλίο της μάνας μου”