Άρωμα ανθισμένου τσαγιού στο Σοπότι

Του Χρήστου Τσαλίκη
Είναι ωραία να βλέπεις την κορυφή του βουνού (Σοπότι) σε φωτογραφία και το μυαλό σου, σε κλάσματα δευτερολέπτου, να γυρίζει πίσω 40-50 χρόνια. Να ταξιδεύει:
«Εδώ, σε αυτό ακριβώς το βουνό, έχω περπατήσει τα καλοκαίρια, μαζί με τους παιδικούς μου φίλους στα 13 μέχρι και τα 16 χρόνια μου. Με πέτσινα πατίκια, φτιαγμένα από τον πατέρα μου, με το σακούλι στην πλάτη, που είχε μέσα ένα κομμάτι ψωμί, λίγο τυρί, μερικές ελιές, 2-3 ντομάτες, κάνα δυο κεφάλια σκόρδο, ένα παγούρι νερό, με ένα ψάθινο καπέλο στο κεφάλι για να μην μας βαράει ο ήλιος.
Ξυπνήσαμε από τις 3 η ώρα το πρωί, διασχίσαμε 2-2,5 ώρες δρόμο στο σκοτάδι, κάτω από το φως του φεγγαριού, της Πούλιας και του Αυγερινού και μέχρι τα χαράματα, έπρεπε να βρεθούμε στα 1600 μέτρα υψόμετρο, (δηλαδή στην κορυφή του βουνού) για να μαζέψουμε το τσάι πριν βγει ο ήλιος και μας βαρέσει η ζέστη.
Το τσάι το μαζεύαμε κλωνάρι- κλωνάρι και, όταν βρίσκαμε και καμιά ρίζα ανθισμένη, σαν της λίρας ήταν το χρώμα της, γέμιζε η καρδιά μας από χαρά.
Το μάζεμα του τσαγιού μας έπαιρνε περίπου 4-5 ώρες. Σε αυτό το διάστημα είχαμε μαζέψει γύρω στα 60 – 70 χέρια τσάι. Το ταχτοποιούσαμε σε σακί, που το δέναμε με τον χαρακτηριστικό τρόπο από τις δύο κάτω άκρες, το ρίχναμε στην πλάτη και περνάμε το δρόμο της επιστροφής! Το πολύ κάπου κοντά στις μία η ώρα το μεσημέρι ήμασταν στα σπίτια μας!».