«Φίλους δεν θα έχουμε απόψε…»

«Κάνε το καλό, ριξ’ το στο γιαλό»
Οι συχνές επαφές με φίλους κι αγαπημένα πρόσωπα, είναι η ευχάριστη προτίμηση και επιλογή του ζεύγους Κυριάκη. Του Προκόπη και της Δέσποινας. Είναι μια επιλογή, ένας τρόπος ζωής αυτός δραπέτευσης από την μοναξιά τους.
Αφού ανταποκρίνεσαι στην πρόσκλησή τους, να τους επισκεφτείς στο σπίτι τους, τούς τρώει το μεράκι για τον τρόπο πώς θα σε υποδεχτούν! Πώς θα σε ικανοποιήσουν όσο το δυνατό καλύτερα!
Χωρίς προϊδέαση – στο πλούσιο τραπέζι τους, στρωμένο με περισσή αγάπη και πληθώρα απ’ αγαθά – η κουβέντα μας επικεντρώθηκε στη φιλοξενία. Φέραμε στο νου διάφορα γεγονότα:
«Το δυαράκι μας στους Αγίους Σαράντα – λέει ο Προκόπης – συνέχεια φιλοξενούσε κόσμο. Ένα βράδυ, χωρίς υπερβολή, χώρεσε στριμωχτά 12 άτομα.
Σε χρονική περίοδο, που κρατούσα στην πόλη και τη μάνα μου, όταν έμεινε μια φορά άδειο το διπλανό της κρεβάτι, μου λέει: – Προκόπη, μόνη μου θα κοιμηθώ, δεν θα έχουμε κανένα φίλο απόψε;!
Στα Τίρανα ξανά τα ίδια…
Διαβαίναμε αργά μια νύχτα με τη Δέσποινα από το πάρκο με το πράσινο, που βρίσκεται πίσω από το άγαλμα του Σκεντέρμπεη. Ψιλόβρεχε κι έκανε ψύχρα. Ήταν μεσοχείμωνο. Σε παγκάκι μέσα στο σκοτάδι διακρίνουμε δύο άτομα να συνομιλούν σιγανά. Τα ελληνικά τους μας ανάγκασαν να σταματήσουμε. Τους πλησιάζουμε για να δούμε τι τρέχει.
Ήταν πατέρας και γιος, από τα χωριά της περιοχής μας. Όπως έδειχναν τα πράγματα, αφού δεν μπόρεσαν να βρουν φτηνό ξενοδοχείο, οι κακόμοιροι είχαν αποφασίσει να βγάλουν τη νύχτα έξω, ακριβώς σε αυτό το παγκάκι που τα λέγανε. Την επόμενη θα επισκεπτόταν το νοσοκομείο. Στην πρωτεύουσα τους είχε κουβαλήσει κάποιο χάλι.
Χωρίς δεύτερο λόγο, τους πήραμε στο μοναδικό μας δωμάτιο κι εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε μαζί…»
… Στην πόλη των Αγίων Σαράντα η Δέσποινα, δούλευε σε κρατικό κατάστημα – φούρνο πώλησης ψωμιού. Πωλούσε καθάριο ψωμί όταν το χωριό έτρωγε μπομπότα. Έλεγε στους Βουρκιώτες, παρόλο που η ρητή διαταγή ήταν: -στο χωριάτη να μην δώσει καθάριο ψωμί: Ένας – ένας ελάτε και μπείτε στο φούρνο, αν έρθετε μπουλούκι μου κάνετε ζημιά…!
Της έκαναν επανειλημμένα παρατήρηση, για να πειθαρχήσει, να μη δώσει ψωμί στους χωριάτες, αλλά… η Δέσποινα δεν μπορούσε να αλλάξει. Κι αφού δεν άλλαζε, την εκτόπισαν από το κέντρο και την πήγαν να πουλήσει ψωμί σε φούρνο που βρισκόταν στην άκρη της πόλης. Για να την ξεκόψουν από το χωριάτη.
… Πλάι από το φούρνο ήταν το σχολείο. Όταν η Δέσποινα έβλεπε ορισμένα παιδιά φτωχών οικογενειών που στο μεγάλο διάλειμμα δεν είχαν κολατσιό, πονούσε η ψυχή της. Τότε έκανε μια φιλανθρωπική πράξη. Έκοβε σε φέτες ψωμί, συνόδευε τις μερίδες με λίγο τυρί και τις μοίραζε με στοργή μάνας στα φτωχά παιδιά! Κάθε μέρα στο μεγάλο διάλειμμα έκανε την ίδια δουλειά.
Βοηθάει όσο μπορεί, ακόμα και σήμερα τον αδύναμο, χωρίς κανένα αντίκρισμα, το ζεύγος Κυριάκη. Κι ας συναντά, συνήθως, την αχαριστία. Δεν πειράζει…!